Η δήλωση του Γερμανού καγκελάριου Φρίντριχ Μερτς για τη Eurovision δεν μπορεί να χαρακτηριστεί παρά ως η πιο πρόσφατη υπενθύμιση της ειρωνείας που περιβάλλει αυτόν τον θεσμό. Ο Μερτς μίλησε για «σκάνδαλο» στο ενδεχόμενο αποκλεισμού του Ισραήλ από τον διαγωνισμό και απείλησε με αποχώρηση της Γερμανίας αν συμβεί κάτι τέτοιο. Αυτή η δήλωση, ενώ φαινομενικά υπερασπίζεται τον «μη πολιτικό» χαρακτήρα της Eurovision, στην ουσία υπογραμμίζει πόσο πολιτικά φορτισμένος είναι ο θεσμός. Η Eurovision, συχνά παρουσιαζόμενη ως μια άδολη γιορτή της μουσικής, αποκαλύπτει διαρκώς ότι η πολιτική είναι παρούσα σε κάθε της πτυχή, από τη συμμετοχή και τον αποκλεισμό κρατών μέχρι τις συμμαχίες και τις ψηφοφορίες.
Από τον Ψυχρό Πόλεμο στο κιτς της ενότητας
Η Eurovision δεν γεννήθηκε από την αγάπη για τη μουσική, αλλά από την ανάγκη της Δύσης να δει τον εαυτό της στο τιμόνι της τεχνολογίας και της προόδου. Μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, η τηλεόραση έγινε σύμβολο εκσυγχρονισμού και δύναμης. Το 1950, η ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ραδιοτηλεοπτικής Ένωσης (EBU) ήταν μια σαφής δήλωση ότι η Ευρώπη θέλει να μιλήσει με μία ενωμένη σαν γροθιά φωνή – ή τουλάχιστον να φανεί ότι μπορεί να το κάνει. Και τι πιο «αθώο» από έναν διαγωνισμό τραγουδιού;
Το 1956, στο Λουγκάνο της Ελβετίας, πραγματοποιήθηκε ο πρώτος διαγωνισμός Eurovision. Πίσω από τη σκηνή, όμως, βρισκόταν ο πολιτικός μηχανισμός της ενοποίησης: η ανάγκη να υπάρξει ένα κοινό τηλεοπτικό σήμα, ένα ενιαίο αφήγημα για το τι σημαίνει «Ευρώπη». Μόλις έναν χρόνο αργότερα, το 1957, ο διαγωνισμός στη Φρανκφούρτη συνέπεσε σχεδόν χρονικά με την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης. Οι χώρες που τραγουδούσαν πλάι-πλάι στη σκηνή, λίγες εβδομάδες μετά θα έγραφαν το πρώτο κεφάλαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αν αυτό δεν είναι πολιτική, τότε τι είναι;
Η Eurovision υπήρξε πάντα μια επιμελημένη φαντασίωση ενότητας – ένα πεδίο όπου η γεωπολιτική έπαιρνε λαμπερή μορφή και το κιτς γινόταν εργαλείο ήπιας ισχύος. Από τη μία πλευρά, η Γιουγκοσλαβία των δεκαετιών του ’70 και ’80, που παρουσίαζε τον εαυτό της ως σοσιαλιστική αλλά «cool» χώρα της Μεσογείου. Από την άλλη, οι χώρες του πρώην Ανατολικού μπλοκ τη δεκαετία του ’90, που έβλεπαν τη συμμετοχή στη Eurovision ως βήμα εξευρωπαϊσμού, λες και θα εισέρχονταν στην Ε.Ε. τραγουδώντας και χορεύοντας. Θεωρητικά σαν προάγγελος μιας ευημερούσας, «ευρωπαϊκής» μελλοντικής τους πορείας.
Το 1989, η Γιουγκοσλαβία κέρδισε με το «Rock Me» των Riva, ένα χρόνο μετά, το «Insieme: 1992», που πάει να πει “Μαζί: 1992” του Ιταλού Toto Cutugno το οποίο γιόρταζε την επικείμενη υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ που θα μετέτρεπε την Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα σε Ευρωπαϊκή Ένωση.
Το 1993, η Κροατία και η Βοσνία-Ερζεγοβίνη συμμετείχαν για πρώτη φορά ως ανεξάρτητα κράτη, ενώ στη Γιουγκοσλαβία μαινόταν ο πόλεμος. Χαρακτηριστικά, η επιτροπή της Βοσνίας μετέδωσε τη βαθμολογία της ζωντανά από ένα στούντιο στο πολιορκημένο Σαράγεβο.
Ήταν ένα θλιβερό τέλος για τον ιδιαίτερο ρόλο που είχε αποκτήσει η Γιουγκοσλαβία στην Eurovision, χρησιμοποιώντας τον θεσμό όχι τόσο για να προβάλλει την πολιτική της αδέσμευτης στάσης, όσο για να διαφημίσει τις ηλιόλουστες ακτές της Αδριατικής.
Ο διαγωνισμός φιλοξενείται συνήθως από τη χώρα που κέρδισε την προηγούμενη χρονιά, αν και ορισμένες χώρες έχουν αρνηθεί αυτήν την τιμή, κυρίως λόγω του υψηλού κόστους. Το 2022, η Ουκρανία, αν και νικήτρια, δεν μπόρεσε να αναλάβει τη διοργάνωση εξαιτίας των ζητημάτων ασφάλειας που προκάλεσε η ρωσική εισβολή. Έτσι, ειρωνικά, η τιμή πέρασε στη Μεγάλη Βρετανία, η οποία είχε καταλάβει τη δεύτερη θέση. Την ίδια στιγμή, ενώ η Ουκρανία επεδίωκε την ταχύτερη ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο ξεκινούσε να αντιλαμβάνεται τις συνέπειες του Brexit, καθώς το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) άρχιζε να αντιμετωπίζει σοβαρές ελλείψεις προσωπικού λόγω των περιορισμών που είχαν τεθεί στους Ευρωπαίους εργαζόμενους.
Η πολιτική πίσω από τις ψήφους
Όσο κι αν το κοινό προτιμά να πιστεύει ότι ψηφίζει με βάση τις νότες και τις φωνητικές ικανότητες, οι βαθμολογίες της Eurovision πάντα είχαν μια εθνοκεντρική πυξίδα. Οι «βαλκανικές συμμαχίες», τα «σκανδιναβικά μπλοκ», το περίφημο 12άρι Ελλάδας-Κύπρου στην Ελλάδα και vice-versa, όλα λειτουργούν ως μικρογραφίες πολιτικών σχέσεων, επιβεβαιώνοντας ή αμφισβητώντας δεσμούς εξουσίας, έθνους, ακόμα και εξάρτησης.
Το αλισβερίσι μεταξύ Ελλάδας και Κύπρου, για παράδειγμα, υπήρξε για δεκαετίες μια μικρή τελετουργία αναγνώρισης μεταξύ «μαμάς πατρίδας» και «παιδιού», ανάμεσα σε δύο χώρες που μοιράζονται έναν φαντασιακό εθνικό ομφάλιο λώρο. Όταν το 12άρι αυτό δεν δοθεί, το κοινό αντιδρά σαν να πρόκειται για εθνική προδοσία (και δεν θα’ ταν η πρώτη φορά). Έτσι, ακόμα και η πιο «χαλαρή» ψήφος κουβαλά πολιτικό βάρος – τη μνήμη, τη γεωγραφία, την ψυχολογία της εξάρτησης και της αναγνώρισης.
Η Eurovision ως καθρέφτης της Ευρώπης
Από την αρχή της ιστορίας της, η Eurovision λειτούργησε σαν πείραμα ενότητας σε μια ήπειρο γεμάτη ρωγμές. Στον Ψυχρό Πόλεμο, ήταν εργαλείο προπαγάνδας, στη δεκαετία του ’90, πεδίο συμβολικής επανένταξης των «πρώην». Στον 21ο αιώνα, έγινε βήμα πολιτισμικής διεκδίκησης ταυτοτήτων.
Η νίκη της Dana International το 1998 δεν ήταν μόνο μουσικό γεγονός, αλλά σηματοδότησε μια πολιτική στιγμή. Η πρώτη τρανς γυναίκα που κέρδισε τη Eurovision σηματοδότησε τη στροφή του θεσμού σε μια νέα μορφή πολιτικής: τη συμπερίληψη ως αφήγημα δημοκρατικότητας. Η Ε.Ε. ίσως να μην μπορούσε να εγγυηθεί ίσα δικαιώματα για όλους τους πολίτες της, αλλά η Eurovision μπορούσε τουλάχιστον να τα τραγουδήσει περήφανα.
Το ίδιο πνεύμα φάνηκε και το 2022, όταν η Konstrakta από τη Σερβία τραγούδησε το «In corpore sano» που σημαίνει «σώμα υγιές», με το οποίο μίλησε για την αδυναμία των Σέρβων πολιτών να παραμείνουν υγιείς σε ένα σύστημα υγειονομικής περίθαλψης που συχνά τους αποκλείει από βασικές υπηρεσίες. Η στήριξη που έλαβε από ολόκληρη την πρώην Γιουγκοσλαβία δεν οφειλόταν στο ότι οι εθνοκεντρικές εντάσεις είχαν μειωθεί ή εξαφανιστεί, αλλά στο ότι το τραγούδι της θίγει βαθιά θεμελιώδη ζητήματα κοινωνικής αδικίας και ανισότητας, τα οποία επηρεάζουν καθημερινά τη ζωή των ανθρώπων της περιοχής.
Κι όμως, μέσα σε αυτό το ευρωπαϊκό αφήγημα, η Eurovision εξακολουθεί να λειτουργεί ως εργαλείο αποκλεισμού και επιλεκτικής ευαισθησίας. Η Ρωσία αποκλείστηκε μετά την εισβολή στην Ουκρανία, το Ισραήλ, αντίθετα, παραμένει αλώβητο, παρότι διεξάγει μια φενοκτονία που έχει κοστίσει χιλιάδες ζωές. Η «πολιτική ουδετερότητα» μοιάζει να έχει επιλεκτική όραση.
Το ευρω-ξέπλυμα της Νάκμπα
Το 2019, το Ισραήλ φιλοξένησε τη Eurovision στο Τελ Αβίβ. Η ημερομηνία συνέπεσε -όλως τυχαίως- με την Ημέρα της Νάκμπα, τη μνήμη της καταστροφής του 1948, όταν πάνω από 750.000 Παλαιστίνιοι εκδιώχθηκαν από τα σπίτια τους και περισσότερα από 400 χωριά καταστράφηκαν για να ιδρυθεί το κράτος του Ισραήλ. Εκείνη τη χρονιά, η Eurovision έγινε το απόλυτο παράδειγμα πολιτισμικού ξεπλύματος: ένα φεστιβάλ pop χρωμάτων και χαμόγελων πάνω στα ερείπια μιας συνεχιζόμενης κατοχής.
Ο επίσημος λογαριασμός της Eurovision στο Twitter για το Ισραήλ δημοσίευσε τότε ένα βίντεο-παρωδία με χορούς, σαουάρμα, σημαίες gay pride και αμμουδερές παραλίες με κοκοφοίνικες, επιχειρώντας να δείξει πως «το Ισραήλ είναι πολλά περισσότερα από μια πολεμική μηχανή». Ωστόσο, ένας από τους πρωταγωνιστές φορούσε μπλούζα με το σύνθημα «I Love Iron Dome», αναφερόμενος στο σύστημα αεράμυνας του Ισραήλ. Μια αποθέωση του IDF μεταμφιεσμένη σε γιορτή της μουσικής.
Το Ισραήλ κέρδισε το δικαίωμα φιλοξενίας χάρη στη νίκη της Νέττα Μπαρζιλάι το 2018, με το τραγούδι «Toy» – ένα κομμάτι που διαφημίστηκε ως ύμνος στη γυναικεία ενδυνάμωση, αλλά χρησιμοποιήθηκε για να εξωραΐσει το πρόσωπο ενός κράτους που συνεχίζει να καταστρέφει ανενόχλητο τις ζωές των Παλαιστινίων. Όλα αυτά υπό το βλέμμα του Μπενιαμίν Νετανιάχου, ο οποίος σε κάποια πλάνα χόρευε στο τηλεοπτικό «chicken dance» της Νέττα, προσφέροντας το πιο κυνικό χαμόγελο πολιτισμικής προπαγάνδας της δεκαετίας.
Η Eurovision λειτούργησε τότε σαν η βιτρίνα μιας «ευρωπαϊκής Ιερουσαλήμ» – ενός Ισραήλ που επιδιώκει την αποδοχή της Δύσης μέσω του θεάματος. Όπως το έχει επισημάνει η Παλαιστίνια καλλιτέχνις Rafeef Ziadah, «το Ισραήλ δεν θέλει απλώς να νομιμοποιηθεί πολιτικά. Θέλει να αγαπηθεί πολιτισμικά». Και η Eurovision, με τον μανδύα της «ουδετερότητας», προσέφερε το ιδανικό σκηνικό.
Από το «Hurricane» στο «2025»: το νέο προπαγανδιστικό κύμα
Το 2024, το Ισραήλ συμμετείχε με το τραγούδι «Hurricane», μια μπαλάντα για τον πόνο και τον ξεριζωμό – χωρίς, φυσικά, καμία αναφορά στο ποιος προκαλεί αυτόν τον πόνο. Μια μεταφορά «ουδέτερη», όπως αρμόζει σε έναν θεσμό που απαγορεύει τη λέξη «πόλεμος» στους στίχους, αλλά επιτρέπει την ύπαρξή του στο παρασκήνιο.
Το 2025, η συμμετοχή «New Day Will Rise», ερμηνευμένο από την Yuval Raphael, συνέχισε στο ίδιο μοτίβο, με αναφορές στην ελπίδα για ένα «καλύτερο αύριο» και στίχους εμπνευσμένους από τη Βίβλο. Ο συμβολισμός ήταν προφανής: η αποθέωση ενός αφηγήματος εθνικής λύτρωσης, με τον Θεό, τη μουσική και την προπαγάνδα σε τέλειο συγχρονισμό. Αν η Eurovision είναι το θέατρο της Ευρώπης, το Ισραήλ έχει γίνει ο καλύτερος ηθοποιός της.
Μια σκηνή με πολιτικά φώτα
Από τον Ψυχρό Πόλεμο έως τη Νάκμπα, από την Konstrakta έως τον Μερτς, η Eurovision υπήρξε πάντα ο καθρέφτης της Ευρώπης – και αυτός ο καθρέφτης δεν είναι ποτέ καθαρός. Οι διοργανωτές επιμένουν στο σύνθημα «παίξε μουσική, όχι πολιτική», την ώρα που ολόκληρα κράτη χρησιμοποιούν τη σκηνή ως πεδίο διπλωματικής προβολής.
Το επιχείρημα της «ουδετερότητας» είναι ίσως το πιο πολιτικό από όλα. Λειτουργεί ως εργαλείο εξουσίας, ως τρόπος να επιλέγεις ποια πολιτική είναι «ανεκτή» και ποια «απαγορευμένη». Η Eurovision είναι ένας επιμελώς ελεγχόμενος μηχανισμός αφήγησης, όπου η Ευρώπη προσπαθεί να πείσει τον εαυτό της ότι είναι ενωμένη, προοδευτική και ειρηνική – όσο κρατάει το τρίλεπτο του τραγουδιού.
Η πιο λαμπερή μορφή πολιτικής
Η δήλωση του Μερτς, πολύ απλά αποκάλυψε την υποκρισία της Ευρώπης. Η Eurovision δεν είναι απολιτική. Είναι η πολιτική προσωποποιημένη, ντυμένη με φώτα και παγιέτες. Είναι η σκηνή όπου η ήπειρος προσπαθεί να ξαναγράψει το αφήγημά της κάθε χρόνο, επιλέγοντας ποια τραγωδία θα ξεχαστεί και ποιο χαμόγελο θα προβληθεί.
Κι αν στο τέλος απομένει ένα μήνυμα, είναι το εξής:
Η Ευρώπη μπορεί να τραγουδά για την αγάπη, την ελευθερία και την ειρήνη, αλλά κάτω από τους προβολείς της Eurovision, αυτές οι λέξεις αφήνουν τις αιμάτινες πατημασιές τους στην πίσω αυλή της Ευρώπης. Γιατί όσο υπάρχει κατοχή, γενοκτονία και επιλεκτική ευαισθησία, η Eurovision θα παραμένει αυτό που ήταν πάντα:
Η πιο υπέρλαμπρη μορφή πολιτικής που μπορεί να αντέξει το prime time.

















