Εξήντα χρόνια από τα Ιουλιανά

Στα μέσα αυτού του Ιουλίου συμπληρώνονται εξήντα χρόνια από την αρχή της διαδρομής προς την άβυσσο, δηλαδή τη δικτατορία και την προδοσία της Κύπρου. Τα γεγονότα εκείνου του καλοκαιριού σημάδεψαν ανεξίτηλα τις πολιτικές εξελίξεις για τουλάχιστον μια δεκαετία, διαμορφώνοντας στο τέλος αυτής της διαδρομής ένα ολότελα νέο πολιτικό σκηνικό. Η κρίση του 1965 αποτέλεσε το κύκνειο άσμα μιας «καχεκτικής δημοκρατίας» που βρισκόταν σε ολική αποσύνθεση, ανοίγοντας τον δρόμο για νέες πολιτικές δυνάμεις που επιθυμούσαν να εκφράσουν άλλα κοινωνικά και πολιτικά προτάγματα.

Τον Ιούλιο του 1965 οι πρωταγωνιστές του πολιτικού σκηνικού αδυνατούσαν να συνεννοηθούν μεταξύ τους. Αν εξαιρέσει κανείς τον άπειρο στους πολιτικούς χειρισμούς και εύκολα επιρρεπή στις εξωθεσμικές παρεμβάσεις βασιλιά Κωνσταντίνο Β’, οι υπόλοιποι ήταν πρωταγωνιστές της μεταπολεμικής περιόδου και, παρά τη μεγάλη τους δημοφιλία, διέπραξαν λάθη ασυγχώρητα για πολιτικούς παράγοντες με τη δική τους εμπειρία. Για παράδειγμα, η εμμονή του Γεωργίου Παπανδρέου στην παραίτησή του, απελευθέρωσε τις δυνάμεις της ανωμαλίας που κατοικούσαν εντός της ΕΚ, εφόσον η πατριαρχική του φιγούρα έμπαινε οριστικά στην άκρη, ενώ ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος, με μια θεσμικά απρεπή παραίνεση, ουσιαστικά καλούσε σε αποστασία βουλευτές της πλειοψηφίας προκειμένου να φύγει ο Παπανδρέου, έτσι ώστε η ΕΡΕ να επιστρέψει σύντομα στην εξουσία — πράγμα που για 18 μέρες κατάφερε.

Είναι σαφές πως και ο ξένος παράγοντας παρακολουθούσε εκ του σύνεγγυς τις εξελίξεις. Δεν είναι μυστικό πως σχεδίαζε την πτώση της κυβέρνησης Παπανδρέου γύρω στον Οκτώβριο του 1965, καθώς το οικονομικό πρόγραμμα ήταν αρκετά επεκτατικό και οι πιθανές περικοπές που φαίνονταν αναγκαίες θα δημιουργούσαν μεγάλη κοινωνική αναστάτωση. Αυτό όμως δεν αποτελεί δικαιολογία για ένα πολιτικό σύστημα που αδυνατούσε να συνεννοηθεί, με μοιραίες για τον τόπο συνέπειες.

Ο Γεώργιος Παπανδρέου φαινόταν εγκλωβισμένος στις ηρωικές μέρες του Ανένδοτου Αγώνα, παρακολουθώντας με αγωνία τις κινήσεις της κεντροαριστερής πτέρυγας βουλευτών της Ένωσης Κέντρου, της οποίας αδιαφιλονίκητος ηγέτης ήταν ο Ανδρέας. Μια εξέλιξη που ανησυχούσε έντονα και τον αμερικανικό παράγοντα, που εν μέσω της ψυχροπολεμικής έντασης δεν επιθυμούσε νέες εστίες αποσταθεροποίησης. Αυτό  φυσικά δεν περνούσε απαρατήρητο από την πιο συντηρητική μερίδα της ΕΚ (με άτυπο αρχηγό τον Κώστα Μητσοτάκη), που δεν έβλεπε με καλό μάτι τη μετεωρική άνοδο του Ανδρέα στα πολιτικά πράγματα της χώρας μέσα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα.

Από την άλλη και ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος αντιμετώπιζε τα δικά του αδιέξοδα. Ο Καραμανλής είχε αποχωρήσει από την παράταξη και τη χώρα και οι φήμες για άμεση επιστροφή του οργίαζαν με την πρώτη ευκαιρία. Ο Κανελλόπουλος, ως εκ τούτου, ήταν υποχρεωμένος να αναδείξει το δικό του ηγετικό πολιτικό ανάστημα, ώστε να απεγκλωβιστεί από την πατερναλιστική φιγούρα του Καραμανλή που τον επισκίαζε. Η οκταετία 1955-1963 έμοιαζε μυθική για τους οπαδούς της Δεξιάς και τώρα εκείνοι ένιωθαν εξαιρετικά «στριμωγμένοι», παρατηρώντας μια ριζική αλλαγή του κοινωνικού κλίματος που δεν τους ευνοούσε καθόλου, αφήνοντας περιθώρια στην έκλυση του εξτρεμισμού του εμφυλιοπολεμικού παρακράτους. 

Εν τέλει, τα Ιουλιανά αποτέλεσαν μια άνευ προηγουμένου κοινοβουλευτική, κοινωνική και αξιακή κρίση, με κυρίαρχες ενδείξεις την παρέμβαση του Παλατιού στα πολιτικά πράγματα και το ρήγμα μεταξύ κράτους και κοινωνίας. Η αποστασία και η πολιτική αστάθεια έθρεψαν τη δυσπιστία στους θεσμούς, υπονομεύοντας τη δημοκρατία και στρώνοντας το έδαφος για τη δικτατορία του 1967.

Ο Διονύσης Γ. Γράψας είναι ιστορικός.

Ετικέτες