Φράνκο Νέρο: «Πρέπει να είμαστε πάντα σαν το νερό που συνεχίζει να ρέει»

Ο διάσημος ηθοποιός Φράνκο Νέρο που έγραψε ιστορία, ειδικά στα θρυλικά γουέστερν του Σέρτζιο Κορµπούτσι, σε αποκλειστική συνέντευξη του στον σκηνοθέτη Κυριάκο Κοντσίνη εκμυστηρεύεται τα σημαντικότερα γεγονότα της γεμάτης καριέρας του.

Η γνωριμία του με τη Βανέσα Ρεντγκρέιβ έγινε στο πλατό του «Κάμελοτ»

 

Τον Μάρτιο του 2021 το διεθνές κινηµατογραφικό φεστιβάλ ταινιών µικρού µήκους Short Encounters υποδέχτηκε τη µικρού µήκους ταινία «Nil difficile volenti», µια παραγωγή του Τιµπέριο Ετορε Μουτσιτέλι σε σκηνοθεσία Φάµπιο ντ’ Αβίνο µε βασικό πρωταγωνιστή τον Ιταλό ηθοποιό Φράνκο Νέρο. Οι φανατικοί του σπαγγέτι γουέστερν τον γνωρίζουν από τον πρωταγωνιστικό του ρόλο στον «Django: Ο τροµοκράτης του Πάσσο-Ντόµπλε» (Django, 1966) του Σέρτζιο Κορµπούτσι – το 2012 επέστρεψε στον γκροτέσκο κόσµο του Τζάνγκο κάνοντας µια σύντοµη εµφάνιση στο «Django: Ο τιµωρός» του Κουέντιν Ταραντίνο. Αλλοι πάλι τον ξέρουν από την εµφάνισή του στο «Κάµελοτ» (Camelot, 1967) που τον οδήγησε στις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα. Κάποιοι µε πολύ δυνατό µνηµονικό σίγουρα θα αναφερθούν στην παρουσία του στην «Τριστάνα» (Tristana, 1970) του Λουίς Μπουνιουέλ ή στον «Καβγατζή» (Querelle, 1982) του Ράινερ Βέρνερ Φασµπίντερ. Τέλος, είναι εκείνοι που µε το άκουσµα του ονόµατός του φέρνουν στον νου τους την πολυκύµαντη σχέση του µε τη Βρετανίδα ηθοποιό Βανέσα Ρεντγκρέιβ. Γνωρίστηκαν το 1967 στο µιούζικαλ «Κάµελοτ» (όταν την πρωτοσυνάντησε σκέφτηκε πως παραήταν άσχηµη για να ενσαρκώσει την Γκουίνεβιρ)· η Ρεντγκρέιβ µόλις είχε χωρίσει από τον πρώτο της σύζυγο, τον σκηνοθέτη Τόνι Ρίτσαρντσον. Οι δυο τους θα πρωταγωνιστούσαν σε µια σειρά από ταινίες, όπως ο «Πύργος των εραστών» (A quiet place in the country, 1968) ή η «Καταδίωξις ενός µετανάστη» (Dropout, 1970). Το 1969 απέκτησαν γιο, τον σκηνοθέτη και συγγραφέα Κάρλο Γκάµπριελ Νέρο, ο οποίος τους πάντρεψε το 2006 ύστερα από πολλούς χωρισµούς και άλλες τόσες επανασυνδέσεις.

Με αφορµή την υποβολή της ταινίας στο φεστιβάλ ζήτησα από τον γνωστό ηθοποιό να απαντήσει σε µερικές ερωτήσεις.

Η γερμανική αφίσα του θρυλικού «Τζάνγκο» του Σέρτζιο Κορμπούτσι (1966)

 

Η συµβολή σας στον κινηµατογράφο είναι αδιαµφισβήτητη. Το έργο σας έχει επαινεθεί και είναι απολύτως ασφαλές να παραδεχτείτε ότι έχετε γράψει τη δική σας ιστορία στον χώρο της έβδοµης τέχνης. Κοιτάζοντας πίσω σε αυτό το µακράς διαρκείας δηµιουργικό ταξίδι σας υπάρχει µια περίοδος που λατρεύετε περισσότερο ή κάποια που µπορεί να απεχθάνεστε;

Σε µια µακρά καριέρα όπως η δική µου υπήρξαν πολλές υπέροχες αλλά και λιγότερο υπέροχες στιγµές. Ακόµη κι έτσι όµως δεν µετανιώνω, γιατί πάντα ακολουθούσα τη συµβουλή του φίλου µου σερ Λόρενς Ολίβιε: «Μην έχεις εµµονή µε το να αντιµετωπίζεις τον εαυτό σου ως πρωταγωνιστή. Στο σινεµά να επιδιώκεις τον πειραµατισµό και τη διασκέδαση».

Είχατε τον πρώτο σας πρωταγωνιστικό ρόλο στο «Django» του Σέρτζιο Κορµπούτσι (1966), ένα από τα πιο εµβληµατικά σπαγγέτι γουέστερν όλων των εποχών, και 46 χρόνια αργότερα ένα κάµεο στον φόρο τιµής του Κουέντιν Ταραντίνο στο σπαγγέτι, το «Django: Ο τιµωρός» (2012). Παρακολουθώντας την ταινία του Ταραντίνο σχεδόν δέκα χρόνια αργότερα, πιστεύετε ότι η ιδέα του σεναρίου που του προτείνατε σχετικά µε τον ρόλο σας στην ταινία θα είχε λειτουργήσει καλύτερα για την ιστορία;

Η ιδέα µου ήταν ο Τζέιµι Φοξ, που υποδύθηκε τον Τζάνγκο, να είχε ένα όραµα µε έναν µαυροντυµένο καβαλάρη να κινείται προς την κάµερα. Αυτή η µορφή θα τον στοίχειωνε. Προς το τέλος της ταινίας θα εµφανιζόταν και πάλι ο καβαλάρης, δηλαδή εγώ, αλλά καθώς το πλάνο θα άνοιγε θα εµφανίζονταν ένα µαύρο αγόρι µε τη µητέρα του η οποία θα του έλεγε: «Αυτός είναι ο πατέρας σου». Τότε θα του έδινα κάποιες συµβουλές, όπως «αγωνίσου για την ελευθερία σου». Ο Κουέντιν είπε ότι θα το σκεφτόταν, αλλά τελικά δεν συµφώνησε. Μου είπε ότι θα υποδυόµουν έναν Ιταλό που θα είχε µια σύντοµη εµφάνιση. Ηµουν αρκετά διστακτικός για τον ρόλο µου στην ταινία, αλλά ο Ταραντίνο µου ζήτησε να τον εµπιστευτώ.

Τέλος πάντων, είµαι πάντα ταπεινός, οπότε δεν νοµίζω ότι η ιδέα µου θα είχε βελτιώσει την ταινία. Ο Κουέντιν είναι σπουδαίος σεναριογράφος και σκηνοθέτης. Σίγουρα δεν χρειαζόταν τις προτάσεις µου, αλλά η αλήθεια είναι ότι δεν θα µε χαλούσε να εισακουστώ.

Με τον Τζέιμι Φοξ στον «Τζάνγκο» του Ταραντίνο

 

Γεννηθήκατε και µεγαλώσατε στη χώρα του κινηµατογραφικού νεορεαλισµού, τη χώρα των µεγάλων δασκάλων όπως οι Ντε Σίκα, Βισκόντι, Φελίνι, Παζολίνι, Αντονιόνι, Λεόνε, για να αναφέρουµε µερικούς. Εχετε συνεργαστεί µε κορυφαίους Ευρωπαίους σκηνοθέτες όπως ο Μπουνιουέλ και ο άνισος Φασµπίντερ. Ποιες ήταν οι µεγαλύτερες επιρροές σας;

Ολοι οι σηµαντικοί σκηνοθέτες µου έχουν αφήσει ωραίες αναµνήσεις, αλλά κανένας από αυτούς δεν µε επηρέασε, αλλιώς δεν θα µπορούσα να αναλάβω τόσους ριζικά διαφορετικούς ρόλους. Αν είχα παραµείνει επηρεασµένος από τον Μπουνιουέλ, τότε δεν θα µπορούσα να συνεργαστώ µε τον Φασµπίντερ. Πάντα προσπαθούσα να είµαι ευπροσάρµοστος.

Τι θα κάνατε διαφορετικά αν µπορούσατε σήµερα; Ζωγραφίζετε ακόµη;

Οχι, δεν ζωγραφίζω πλέον και δεν µπορώ να φανταστώ ότι κάνω κάτι διαφορετικό από την υποκριτική. Αγαπώ τα σπορ. Ισως αν δεν ήµουν ηθοποιός να ήµουν ένας καλός ποδοσφαιριστής, αλλά ένας ποδοσφαιριστής πρέπει να εγκαταλείψει νέος ενώ ένας ηθοποιός µπορεί να συνεχίσει να παίζει στην ηλικία των 90 χρόνων όπως µας έδειξε ο Κερκ Ντάγκλας.

Ποια είναι η συµβουλή σας σε όλους αυτούς που βρίσκονται στην αρχή της υποκριτικής καριέρας τους;

Η συµβουλή µου είναι να µελετούν σκληρά και καλά µε την καρδιά και την ψυχή τους και ποτέ να µην τα παρατούν. Το να είσαι εµφανισιακά ελκυστικός δεν είναι αρκετό. Πρέπει να πιστεύεις σταθερά στα όνειρά σου και να µην επικεντρώνεσαι στα χρήµατα. Τα κέρδη θα έρθουν αν αξίζετε και είστε έτοιµοι να κάνετε κάποιες θυσίες.

Σύντροφος στη ζωή του εκείνο το διάστημα και συμπρωταγωνίστριά του στην «Τριστάνα» του Μπουνιουέλ η Κατρίν Ντενέβ

 

Υπάρχει κάποιο συµβάν από την καριέρα σας, την προσωπική σας ζωή, µια εµπειρία που θεωρείτε σηµαντική ή ακόµη και αστεία, κάτι που δεν έχετε µοιραστεί ποτέ σε συνέντευξη στο παρελθόν και δεν θα σας πείραζε να το µοιραστείτε µαζί µας; Κάτι µικρό αλλά ενδιαφέρον και ειλικρινές που δεν γνωρίζει ο κόσµος;

Υστερα από πολλές ταινίες οι ανέκδοτες ιστορίες που υπάρχουν είναι άπειρες. Αυτή που έρχεται τώρα στο µυαλό µου και µε κάνει να χαµογελάω είναι όταν νίκησα τον Καρλ Γουέδερς, τον φηµισµένο Απόλο Κριντ του «Rocky», σε όλους τους διαγωνισµούς που είχαµε µεταξύ µας κατά τη διάρκεια των γυρισµάτων του «Οµάδα κρούσεως 10 απ’ το Ναβαρόνε» (Force 10 from Navarone) το 1978. Ηταν µυώδης άντρας αλλά τον νικούσα στο λούνα παρκ στις µπάλες που χτυπάς µε τη γροθιά. Ηταν δροµέας αλλά τον νικούσα σε οποιονδήποτε αγώνα τρεξίµατος και τον νικούσα ακόµη και στη σφαιροβολία. Ο Καρλ ήταν ένας υπέροχος άνθρωπος, πολύ διασκεδαστικός και δεν µπορούσε να καταλάβει πώς γινόταν να χάνει από εµένα.

«Oh cupidigia, che i mortali affonde sì sotto te» (Ω πλεονεξία, που µέσα σου βουλιάζουν οι θνητοί) γράφει ο ∆άντης στον «Παράδεισο». Υπήρξαν περιπτώσεις κατά τη διάρκεια της καριέρας σας που πιστεύετε ότι µπορεί να αφήσατε την απληστία να επηρεάσει τις αποφάσεις σας;

Τα χρήµατα είναι σηµαντικά αλλά δεν έχω ποτέ ξεπουληθεί, αλλιώς δεν θα είχα αρνηθεί τις πολλές προσφορές που έρχονται από την τηλεόραση. Για παράδειγµα, µου είχαν κάνει πρόταση να συµµετέχω στο «La piovra» και το «Il maresciallo Rocca», δυο πολύ διάσηµες τηλεοπτικές σειρές στην Ιταλία, αλλά αρνήθηκα γιατί προτιµούσα τον κινηµατογράφο.

Γυρίζετε συχνά στο παρελθόν και αισθάνεστε νοσταλγία για πρόσωπα και καταστάσεις;

Προσπαθώ να µην είµαι νοσταλγικός γιατί το µέλλον –ακόµη και σε µια στιγµή όπως το παρόν µας που η Covid το έχει κάνει τραγικό– είναι πάντα πιο σηµαντικό από το παρελθόν. Πρέπει να είµαστε πάντα σαν το νερό που συνεχίζει να ρέει. Μόλις σταµατήσει, τότε γίνεται βάλτος. Και όπως έλεγε πάντα ο µεγάλος ηθοποιός και φιλόσοφος Μπρους Λι: «Γίνε νερό, φίλε µου».

Ο Κυριάκος Κοτσίνης είναι διευθυντής του διεθνούς κινηµατογραφικού φεστιβάλ ταινιών µικρού µήκους Short Encounters.