Επειτα από 62 χρόνια το κλασικό φιλμ «Γατόπαρδος» του Βισκόντι γνωρίζει ένα ευπρεπέστατο τηλεοπτικό ριμέικ που προβάλλεται στο Netflix.
Ο χρόνος δράσης είναι τα τέλη του 19ου αιώνα και ο τόπος που φιλοξενεί τα πρόσωπα της ιστορίας η ηλιόλουστη και φεουδαρχική Σικελία. Σε μια εποχή όπου ο βορράς και ο νότος της σημερινής Ιταλίας μοιάζουν με ξένους τόπους (είμαστε στο 1860 και απέχουμε λίγο από το να δημιουργηθεί η Ιταλία σχεδόν όπως την ξέρουμε σήμερα) η εμφάνιση του στρατού του Γκαριμπάλντι θα είναι η πλέον καθοριστική για την ιστορική μεταμόρφωση των κρατιδίων-φέουδων σε ένα ενιαίο κράτος.
Η ιστορία που αφηγείται ο συγγραφέας του «Γατόπαρδου» Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα εμπεριέχει αρκετά στοιχεία από τη δική του ζωή. Απέραντος πλούτος, αριστοκρατική αλαζονεία, χαώδεις ταξικές διαφορές αλλά και μια επίπλαστη εικόνα συνεννόησης μεταξύ των φτωχών αγροτών που καλλιεργούν τις ατέλειωτες εκτάσεις και των αφεντικών τους Τανκρέντι. Ολοι μοιάζουν να γνωρίζουν καλά τη θέση τους, αν και μερικοί εξ αυτών κατά καιρούς ξεχνιούνται όπως φαίνεται και στη θαυμάσια σκηνή του πρώτου επεισοδίου, όπου ο Ντον Φαμπρίτσιο ανακρίνει το φτωχό ζευγάρι χωρικών που καλλιεργεί τα χωράφια του.
Οι ανυπεράσπιστοι Σικελοί που «ξέρουν μόνο ψέματα να λένε» δεν μπορούν να δικαιολογήσουν τη φτωχή συγκομιδή και χρησιμοποιούν ως δικαιολογία τη δράση των ανταρτών που συμπλέουν με τον προελαύνοντα στρατό του Γκαριμπάλντι. Το μάθημα που ακολουθεί και δίνει ο οξυδερκής απόγονος των Βουρβόνων στον πονηρό βοηθό του («ξέρω ότι οι δικοί σου άντρες κλέβουν τους χωρικούς, δηλαδή εσύ κλέβεις εμένα») είναι απλώς ανεπανάληπτο.
Κλασικά εικονογραφημένα
Η σειρά, παρότι σε κάποια σημεία θυμίζει κλασικά εικονογραφημένα, επιχειρεί να αναβιώσει με αποτελεσματικό τρόπο τον λαμπρό διάκοσμο της μυθικής ταινίας του Βισκόντι. Η αρχή γίνεται φυσικά από τους πρωταγωνιστές. Βαριά η ευθύνη για τους σημερινούς ερμηνευτές που αισθάνονται την καταδικαστική για εκείνους σύγκριση με τα ιερά τέρατα του αρχικού φιλμ, όμως στις κομβικές σκηνές της σειράς τα καταφέρνουν μια χαρά.
Η άρτια ερμηνεία του Ιταλού Κιμ Ρόσι Στιούαρτ στον ρόλο του Ντον Φαμπρίτσιο, πρίγκιπα της Σαλίνα (ο «Γατόπαρδος» του τίτλου) έχει αρκετές ομοιότητες με την αποστασιοποιημένη παράσταση του Μπαρτ Λάνκαστερ στο φιλμ του 1963, ενώ τον γόη τυχοδιώκτη Τανκρέντι ντε Φαλκονέρι, που ακροβατεί μεταξύ των δύο κόσμων και υποδυόταν ο Αλέν Ντελόν στο πρωτότυπο έργο, αναλαμβάνει εδώ ο πολλά υποσχόμενος Σολ Νάνι. Τον ρόλο της Κοντσέτα που κρατούσε η Κλαούντια Καρντινάλε κοπιάρει χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα η σπιρτόζα κόρη του Βενσάν Κασέλ και της Μόνικα Μπελούτσι, Ντέβα Κασέλ.
Ζήτω η ενωμένη Ιταλία
Ο ρόλος της Ιστορίας είναι συνεχής στον «Γατόπαρδο», που μιλάει για τη δίψα αλλά και την κατάχρηση της εξουσίας. «Εμείς είμαστε λεοπαρδάλεις, λιοντάρια. Εκείνοι που θα πάρουν τη θέση μας είναι τσακάλια, ύαινες» λέει ο άρχοντας της Σικελίας για το μέλλον που βλέπει με οδύνη να έρχεται. Η ένωση της Ιταλίας προφανώς θα έχει νικητές αλλά και ηττημένους και ο πρίγκιπας αντιλαμβάνεται ότι «όλα πρέπει να αλλάξουν» προκειμένου να παραμείνει ακλόνητος στον θρόνο του. Κυρίως όμως θα πρέπει να αφήσει πίσω του την αφελή νοοτροπία της τάξης του, που θεωρεί ότι «η ματαιοδοξία είναι πιο ισχυρή από κάθε στρατό στη γη» και να αντικρίσει την αλήθεια κατάματα, συνειδητοποιώντας το τέλος της, το τέλος της αριστοκρατίας.
Το ελεγειακό προφίλ του έργου επισημαίνεται από εικόνες λαγνείας, μέθης και ακαταμάχητης ομορφιάς, ενώ το στοιχείο του οπορτουνισμού (ο πολυεπίπεδος χαρακτήρας του Τανκρέντι) σημαδεύει τον ιδεολογικό χαρακτήρα της μάχης των τάξεων. Σε σχέση με το έργο ζωής του «κόκκινου κόμη» Λουκίνο Βισκόντι οι δημιουργοί της σειράς αναδεικνύουν με μελαγχολία τον θάνατο του Βασιλείου των δύο Σικελιών, που συμπίπτει όχι μόνο με την απώλεια της γης αλλά και με την κατάργηση των ριζωμένων βαθιά στο χώμα της σικελικής γης προνομίων της αριστοκρατίας.
Ο τηλεοπτικός «Γατόπαρδος» χρησιμοποιεί το ειδυλλιακό τοπίο και την υποβλητική ατμόσφαιρα για να θίξει καίρια και διαχρονικά κοινωνικοπολιτικά ζητήματα με τεχνική που ενίοτε καθηλώνει. Η εξαίσια και λεπτομερής ανάπλαση της εποχής οφείλεται στον σκηνοθέτη του «The serpent» (ακόμη μία παραγωγή του Netflix) Τομ Σάνκλαντ.
Η ταινία του Βισκόντι
Το φιλμ που είναι ένα από τα δέκα πιο αγαπημένα του Μάρτιν Σκορσέζε κέρδισε τον Χρυσό Φοίνικα το 1963. Ο ρομαντισμός με τον οποίο έντυσε την περιπέτεια των ηρώων του ο Λουκίνο Βισκόντι –με όχημα το όραμα του Τζουζέπε Τομάζι ντι Λαμπεντούζα, που πέθανε έναν χρόνο (1957) πριν εκδοθεί ο «Γατόπαρδος»– αποτελείται από ερωτικά πάθη, ανυπέρβλητα κοστούμια και σκηνικά, γοητεία που σκιαγραφείται με την παραμικρή λεπτομέρεια. Αλλωστε ήταν ξακουστή η εμμονή του σκηνοθέτη στο να είναι αυθεντικά τα πάντα στα γυρίσματα, έως και τα πορσελάνινα σερβίτσια. Επίσης, αν και ετερόκλητο το καστ, οι ερμηνείες προσδίδουν επιπλέον μεγαλοπρέπεια στην αφήγηση. Ακόμη κι αν τα λόγια του Γατόπαρδου Μπαρτ Λάνκαστερ έπρεπε δυστυχώς να ντουμπλαριστούν στην ιταλική γλώσσα.