78 χρόνια από την απελευθέρωση της Αθήνας από τους Γερμανούς

Πέμπτη, 12 Οκτωβρίου 1944, ώρα 11 το πρωί. Η «λευτεριά φτερουγίζει πάνω από την Αθήνα μας». Οι Γερμανοί δεν έχουν προλάβει ακόμα να εκκενώσουν την πόλη κι ο λαός της πρωτεύουσας, από τις συνοικίες, τα εργοστάσια, τα σχολεία, τα υπουργεία, τα καταστήματα, ξεχύνεται στους αθηναϊκούς δρόμους ζητωκραυγάζοντας για την απελευθέρωσή του. Κύματα – κύματα η λαοθάλασσα πλημμυρίζει την πλατεία Συντάγματος, τις οδούς Πανεπιστημίου, Σταδίου, Ακαδημίας, το Ζάππειο, την πλατεία Ομονοίας. Σε λίγες ώρες τα πάντα σημαιοστολίστηκαν με γαλανόλευκες και κόκκινες σημαίες. Τεράστια πανό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ υψώθηκαν και τα συνθήματα για μια νέα Ελλάδα, λαοκρατική, περνούν σε όλα τα χείλη. Οι 1.264 μέρες σκλαβιάς στο φασισμό είχαν πια τελειώσει και στην Ακρόπολη κυμάτιζε η ελληνική σημαία. Μαρτυρίες, ημερολόγια, ανταποκρίσεις εφημεριδων περιγράφουν τις ημέρες χαράς και ξέφρενου ενθουσιασμού, προσδοκιών και ελπίδων αλλά και φόβου και αγωνίας.

Σε όλη τη διάρκεια των πανηγυρισμών επικρατεί απόλυτη τάξη σε αντίθεση με ότι συνέβη σε πολλές ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Διασκεδάζοντας τους φόβους των πολιτικών του αντιπάλων για «λουτρό αίματος» και παρά τη διάχυτη επιθυμία για εκδίκηση απέναντι στους συνεργάτες των κατακτητών το ΕΑΜ τήρησε τις υποχρεώσεις του απέναντι στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας τιθασεύοντας τη μεγάλη δύναμή του κινήματος. Το Α΄ Σώμα Στρατού του ΕΛΑΣ πρωτοστάτησε στην τήρηση της τάξης, περιφρούρησε και προστάτευσε τις υποδομές της Αθήνας και του Πειραιά. Τμήματα μηχανικού του ΕΛΑΣ έκοψαν τα σύρματα των υπονομεύσεων στο αεροδρόμιο του Ελληνικού, στο φράγμα του Μαραθώνα ενώ δυνάμεις της ΙΙ Μεραρχίας του ΕΛΑΣ Αττικής συγκρούστηκαν με τους υποχωρούντες Γερμανούς στο Κακοσάλεσι. Ο Βρετανός συνταγματάρχης της SOE Ρ. Σέπαρντ, ο οποίος επισκέφθηκε το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που έλεγχε το ΕΑΜ διαπίστωσε απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ περιπολούσε με πειθαρχία στους σχεδόν έρημους δρόμους. Τμήματα των αγγλικών ειδικών δυνάμεων και του Ιερού Λόχου εισήλθαν στην Αθήνα στις 14 Οκτωβρίου.

Οι τελευταίες ημέρες της Κατοχής ωστόσο δεν ήταν αναίμακτες. Με στοχευμένες επιθέσεις δύο μέρες πριν τη γερμανική υποχώρηση τα Τάγματα Ασφαλείας εκτέλεσαν 47 άτομα και πυρπόλησαν 400 σπίτια στο Κορωπί, στο δρόμο προς την πρωτεύουσα από τα ανατολικά παράλια της Αττικής, από όπου οι Βρετανοί προωθούσαν οπλισμό για την ενίσχυση της Αστυνομίας και της Χωροφυλακής και αντικομμουνιστικών οργανώσεων, όπως η Χ. Την παραμονή της Απελευθέρωσης Γερμανοί επιτέθηκαν στην προσφυγική Καισαριανή, προπύργιο του ΕΑΜ, απαγχονίζοντας τους αγωνιστές που συνέλαβαν. Μέχρι την ύστατη ώρα οι κατακτητές προσπάθησαν να υπονομεύσουν και να καταστρέψουν βιομηχανικές υποδομές γύρω από την Αθήνα. Η «Μάχη της Ηλεκτρικής» που έδωσε ο ΕΛΑΣ έσωσε το εργοστάσιο από την καταστροφή η οποία θα βύθιζε για μήνες την περιοχή της πρωτεύουσας στο σκοτάδι και διαφύλαξε το αγαθό του ηλεκτρισμού για τους κατοίκους της. Το λιμάνι του Πειραιά δε γλίτωσε ωστόσο την «υπογραφή του κτήνους».

«Σε κάθε γωνιά βουίζουν τα χωνιά. Κι η Αθήνα που έμαθε ν’ ακούει στη φωνή τους το κάλεσμα στην αντίσταση και στον αγώνα τρέχει τώρα ν’ ακούσει την πρόσκληση στο γιορτασμό και στη χαρά. Ανεβασμένοι στ’ αυτοκίνητα ρίχνουν οι ΕΑΜίτες τα συνθήματα που τ’ αρπάζει με μια φωνή ο κόσμος και τα κάνει βουή και σάλπισμα για να φτάσουν απ’ άκρη σ’ άκρη της Ελλάδας: Κανένα άσυλο στους προδότες! Λευτεριά- Λαοκρατία! (Ριζοσπάστης 13.10.44)/Πηγή: Φωτογραφικό Αρχείο ΕΡΤ

Με την πλήρη αποχώρηση των Γερμανών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τριμελές κλιμάκιο της Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας από τους υπουργούς Φ. Μανουηλίδη, Γ. Ζεύγο και Θ. Τσάτσο για να αναλάβει την εξουσία των απελευθερωμένων περιοχών ενώ η Αστυνομία, υπό τις διαταγές του Άγγελου Έβερτ, συνέλαβε τον τελευταίο κατοχικό πρωθυπουργό Ι. Ράλλη ο οποίος είχε παραμείνει στην Μητρόπολη καθ’ όλη τη διάρκεια της 12ης Οκτωβρίου. Την ίδια τύχη είχε και ο πρώτος δωσίλογος πρωθυπουργός Γ. Τσολάκογλου και οι υπουργοί της κυβέρνησής του αλλά και διευθυντές εφημερίδων που είχαν συνεργαστεί ανοιχτά με τους Γερμανούς. Άνδρες και αξιωματικοί των Ταγμάτων Ασφαλείας τα οποία επανειλημμένως είχαν καταδικάσει η εξόριστη ελληνική κυβέρνηση και οι Βρετανοί τέθηκαν υπό περιορισμό στους στρατώνες στο Γουδί. Όσοι δεν παραδίνονταν θα αντιμετωπιζόντουσαν ως όργανα του εχθρού. Όπως αποδείχθηκε, μαζί με τον «εκκαθαρισμένο» στρατό της Μέσης Ανατολής, αποτελούσαν τις «χρυσές εφεδρείες» στη σύγκρουση με το ΕΑΜ.

Την επόμενη της Απελευθέρωσης τους αυθόρμητους πανηγυρισμούς του αθηναϊκού λαού διαδέχθηκαν διαδηλώσεις των οργανώσεων με έντονα συμβολικά στοιχεία. Στις 13 και τις 14 Οκτωβρίου το ΕΑΜ κατέβασε συντεταγμένα τις δυνάμεις του στο κέντρο της Αθήνας με συνθήματα υπέρ των Συμμάχων, της κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας και της Λαοκρατίας. Στις 15 Οκτωβρίου ο αστικός κόσμος σε μια ετερόκλητη συμμαχία με τοποθετήσεις από την φιλελεύθερη δημοκρατία έως τους υποστηρικτές του Βασιλιά έδωσε το παρόν σε ένα ογκώδες συλλαλητήριο. Ένοπλα παραστρατιωτικά σώματα κάθε προέλευσης βρισκόταν οχυρωμένα σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας. Με όπλα και χειροβομβίδες επιτέθηκαν σε αντιδιαδήλωση του ΕΑΜ στα Χαυτεία. «Εφτανε ένα σπίρτο για να πάρει η Αθήνα φωτιά σαν ένα δοχείο μπενζίνα» παρατηρούσε διεισδυτικά ο Θεοτοκάς.

Στην άφιξη της «Ελληνικής Κυβέρνησης Εθνικής Ενότητας» υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου στην Αθήνα το πρωινό της Τετάρτης 18 Οκτωβρίου 1944 βρέθηκε το σύνολο του Αθηναϊκού λαού, στις οδούς, τους εξώστες και τις στέγες των σπιτιών. Ο Παπανδρέου συνοδευόμενος από τον Βρετανό πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λήπερ και τον αρχηγό των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα αντιστράτηγο Ρόναλντ Σκόμπυ ύψωσε την ελληνική σημαία στην Ακρόπολη ενώ αγήματα του ΕΛΑΣ και του Ιερού Λόχου παρουσίασαν όπλα. Αμέσως μετά κατευθύνθηκαν στην Μητρόπολη όπου εψάλη δοξολογία χοροσταντούντος του αρχιεπισκόπου Δαμασκηνού. Στο «Λόγο της Απελευθέρωσης» που εκφώνησε στην Πλατεία Συντάγματος ο πρωθυπουργός επανέλαβε τις βασικές αποφάσεις της Συμφωνίας του Λιβάνου του Μαΐου 1944 και κάλεσε τον ελληνικό λαό να διατηρήσει την εθνική ενότητα μέχρι τις εκλογές. Επικεντρώθηκε στο ζήτημα της εθνικής ολοκλήρωσης και της ανασύνταξης των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας και επιβεβαίωσε με έμφαση την απόφαση να τιμωρηθούν οι προδότες της πατρίδας και οι εκμεταλλευτές της δυστυχίας του λαού. Παρασυρμένος από ένα στην συντριπτική του πλειοψηφία εαμικό κοινό αναφώνησε εκτός κειμένου την περίφημη φράση «πιστεύομεν εις την Λαοκρατίαν».

«Η εθνική νέμεσις θα είναι αδυσώπητος» δεσμεύθηκε ο Παπανδρέου στο λόγο της Απελευθέρωσης. Παρά τη λαϊκή απαίτηση για παραδειγματική τιμωρία των δολοφόνων του λαού οι συνεργάτες των κατακτητών εξακολούθησαν να κυκλοφορούν ελεύθεροι προκαλώντας το κοινό περί δικαίου αίσθημα/Πηγή: Γενικά Αρχεία του Κράτους

Παρά την απρόσκοπτη άφιξη της κυβέρνησης στην Ελεύθερη Αθήνα ο διάχυτος ενθουσιασμός των πρώτων ημερών υπέκρυπτε ανησυχίες, πολιτικούς σχεδιασμούς και σκοπιμότητες. Στο επίκεντρο βρισκόταν το ζήτημα της μεταπολεμικής εξουσίας. Η Αντίσταση είχε αναδείξει νέες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις οι οποίες με προεξάρχον το ΕΑΜ ασκούσαν εξουσία σε εκτεταμένες περιοχές της ορεινής Ελλάδας. Επιπρόσθετα, διέθεταν αξιόμαχο στρατό, τον ΕΛΑΣ, ο οποίος είχε επιδείξει σημαντικές επιτυχίες εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής. Το ΕΑΜ, λαμβάνοντας υπόψη του τη διεθνή συγκυρία, παράλληλα με τη δημιουργία της Κυβέρνησης του Βουνού υπέγραψε το Εθνικό Συμβόλαιο του Λιβάνου, προσχώρησε στην κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας και στην Καζέρτα συμφώνησε στην υπαγωγή των αντάρτικων δυνάμεων στη συμμαχική διοίκηση κρατώντας τις δυνάμεις του εκτός Αθηνών. Οι κινήσεις αυτές καταδείκνυαν ότι αποσκοπούσε σε ένα ελεύθερο δημοκρατικό πολίτευμα και όχι σε επαναστατική κατάληψη της εξουσίας. Ουδόλως ωστόσο μειώθηκε η βαθιά δυσπιστία των αστών πολιτικών και των Βρετανών ως προς τις προθέσεις του. Η συμφωνία της Καζέρτας ήταν λογική συνέπεια της απόφασης του να λάβει μέρος και να συνεργαστεί με την Κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας. Ο συμβιβασμός του ΕΑΜ, γιατί ουσιαστικά περί αυτού πρόκειται, δεν εκτιμήθηκε ως πρόθεση συνεργασίας, αλλά ως ένα περαιτέρω βήμα προς την εξασθένηση του.

Ο λαός της πρωτεύουσας ξεχύνεται στους αθηναϊκούς δρόμους ζητωκραυγάζοντας για την απελευθέρωσή του.Τεράστια πανό του ΕΑΜ και του ΚΚΕ υψώθηκαν και τα συνθήματα για μια νέα Ελλάδα, λαοκρατική, περνούν σε όλα τα χείλη. (Φωτογραφικό αρχείο Μουσείου Μπενάκη)

Ο παλαιός πολιτικός κόσμος, συσπειρωμένος γύρω από την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση του Καΐρου σχεδίαζε την επιστροφή του στην πολιτική σκηνή με στήριγμα τη βρετανική διπλωματία όπλα. Η επιχείρηση ΜΑΝΝΑ προέβλεπε την απόβαση βρετανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα αμέσως μετά την υποχώρηση των Γερμανών με επίκληση την «τήρηση του νόμου και της τάξης» αλλά κατ’ ουσία για την εξασφάλιση του πολιτικού ελέγχου. Για να το πετύχουν αυτό με τη λιγότερη δυνατή αντίδραση οι Βρετανοί αποφάσισαν ότι ο βασιλιάς Γεώργιος Β δεν θα επέστρεφε μαζί με την κυβέρνηση, όπως αρχικά προβλεπόταν, και την περιορισμένη βρετανική δύναμη που θα προηγούνταν και η οποία για προφανείς λόγους πολιτικής σκοπιμότητας ανέλαβε αμέσως μετά την άφιξη της τη συγκρότηση συσσιτίων για το λαό της Αθήνας.

Όσο βέβαια τα παλαιά αστικά κόμματα και οι Βρετανοί ανησυχούσαν για τον «ερυθρό κίνδυνο» ο πόλεμος συνεχιζόταν. Βρετανικές αναφορές ανέφεραν ότι κατά τη διάρκεια του Οκτωβρίου 1944 οι Γερμανοί υπέστησαν συνολικά απώλειες 1.180 ανδρών. Ο ΕΛΑΣ ανέβαζε τον αριθμό σε 1.892 νεκρούς και 835 αιχμαλώτους. Οι τελευταίοι Γερμανοί εγκατέλειψαν τη χώρα στις αρχές Νοεμβρίου 1944 (με εξαίρεση η Δυτική Κρήτη από όπου έφυγαν τον Ιούνιο 1945).

Ανακοίνωση του ΕΛΑΣ για παραδειγματική τήρηση της τάξης τις παραμονές της Απελευθέρωσης

Η Απελευθέρωση άφησε την Ελλάδα οικονομικά κατεστραμμένη και πολιτικά διχασμένη. Εκθέσεις ελληνικών κρατικών φορέων και διεθνών οργανισμών που συντάχθηκαν αμέσως μετά το τέλος του πολέμου κατέγραφαν βαριές καταστροφές. Η Ελλάδα απώλεσε περίπου το 10% του πληθυσμού της εξαιτίας της πείνας, των κακουχιών, των βομβαρδισμών, των πολεμικών συγκρούσεων και των εκτελέσεων. Οι ισραηλιτικές κοινότητες αποδεκατίστηκαν. Οι κατακτητές έκαψαν 1.170 χωριά, τα περισσότερα στην Ήπειρο. Η αγροτική και η βιομηχανική παραγωγή γνώρισαν δραματική πτώση. Ολική ήταν η καταστροφή του σιδηροδρομικού και οδικού δικτύου, του Ισθμού της Κορίνθου, των εγκαταστάσεων του πλήρως εκσυγχρονισμένου λιμανιού του Πειραιά και των αεροδρομίων. Το 75% του εμπορικού στόλου που προπολεμικά ήταν ο ένατος μεγαλύτερος σε χωρητικότητα, και το ¼ των οικοδομών, περίπου 1.500.000 σπίτια, καταστράφηκαν. Ατελείωτος ο κατάλογος με τις καταστροφές στο τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, τις βιομηχανίες, τις επιχειρήσεις, τις υποδομές που εξαρθρώθηκαν Ο συνδυασμός Κατοχής και πολέμου στέρησε από την κατεχόμενη οικονομία τα μέσα για τη συντήρηση και την αναπαραγωγή της και προσέδωσε στον σφετερισμό των παραγωγικών πόρων και των αγαθών της κατεχόμενης χώρας καταστροφικές διαστάσεις. Η Ελλάδα αναγκάστηκε να πληρώσει τόσο για τη στρατιωτική της Κατοχή όσο και για την εκπλήρωση στρατιωτικών σχεδίων του Άξονα στην Ανατολική Μεσόγειο.

«Μη σφίγγετε με αγαναχτισμένα χέρια τα τουφέκια σας καραδοκώντας να εφορμήσετε κατά του φεύγοντος επαίσχυντα εχθρού». Ημερήσια διαταγή Α Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ για την απελευθέρωση της Αθήνας (12.10.44)

«Ένας νέος κόσμος θα υψωθεί από τα ερείπια» υποσχέθηκε ο Παπανδρέου στο λόγο της Απελευθέρωσης. Αντί όμως να ξημερώσει ένας «γενναίος, νέος κόσμος» τον οποίο οραματίστηκαν και για τον οποίο αγωνίστηκαν όλοι όσοι έμειναν στη χώρα και αντιστάθηκαν στους Ναζί και τους συνεργάτες τους, αυτό που περίμενε τον ελληνικό λαό ήταν νέα ερείπια.

 

Ετικέτες