Το Σάββατο 11/10 έφυγε ξαφνικά από τη ζωή ο συνθέτης Μιχάλης Γρηγορίου. Ήταν ένα σοκ για όλους, καθώς ο Γρηγορίου βρισκόταν σε δημιουργική περίοδο, δουλεύοντας την επικείμενη έκδοση ενός βιβλίου από τις εκδόσεις «Μετρονόμος» για τον ίδιο και το έργο του, σε επιμέλεια του Ηρακλή Οικονόμου. Ο Μιχάλης, γιος του σκηνοθέτη Γρηγόρη Γρηγορίου και της ποιήτριας Μαρίας Παπαλεονάρδου, ήταν γεννημένος το 1947 και μεγαλωμένος μέσα σ’ ένα καλλιτεχνικό περιβάλλον, το οποίο τον επηρέασε βαθύτατα ως προς την εξέλιξη του.
«Άρχισα μαθήματα πιάνου σε ηλικία πέντε ετών με τη θεία μου, Καίτη Παπαλεονάρδου. Στο περιβάλλον μου άκουγα από τα παιδικά μου χρόνια να μιλούν για ποίηση, για λογοτεχνία, για μουσική, για κινηματογράφο κλπ. Τη σχέση μου με την τέχνη λοιπόν τη χαρακτήριζε ένα απόλυτα βιωματικό στοιχείο», είχε εξομολογηθεί το μακρινό 2003 σε συνέντευξη μας για το περιοδικό «ΗΧΟΣ». Παιδικοί φίλοι με τον Θάνο Μικρούτσικο (σ.σ. είχαν ακριβώς την ίδια ηλικία), ο Ανδρέας Μικρούτσικος θυμάται σήμερα τον αδερφό του μαζί με τον Μιχάλη να τοποθετούν τις παρτιτούρες τους στο πάτωμα και ξαπλωμένοι να γράφουν και να μιλάνε.

Το 1972, στα 25 του, το μέλλον του Γρηγορίου διαγραφόταν λαμπρό, εφόσον με το έργο του «Septet» εκπροσώπησε την Ελλάδα στο «Διεθνές Βήμα Συνθετών της UNESCO» στο Παρίσι. Ήταν από τους πρώτους νέους συνθέτες που ο Μάνος Χατζιδάκις κάλεσε για να εργαστούν στο Τρίτο Πρόγραμμα στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Βέβαια, ο Γρηγορίου είχε ήδη εκδώσει ένα έργο που έκανε μεγάλη αίσθηση στον καιρό του, επηρεασμένος από το πολιτικό τραγούδι της Μεταπολίτευσης και τα πιο σύγχρονα μουσικά ρεύματα, τα αριστουργηματικά «Ανεπίδοτα γράμματα» σε ποίηση Άρη Αλεξάνδρου με την Αφροδίτη Μάνου και τον Σάκη Μπουλά. Ήταν η περίοδος που ανακάλυψε τα synthesizers με όλη την ελευθερία που του έδιναν στη δημιουργία και κυρίως στην έκφραση.
Η Λένα Πλάτωνος που υπήρξε στενή φίλη του και που επίσης ασχολήθηκε πολύ με τα synthesizers στη δική της μουσική, τον θυμάται να παίζουν μαζί keyboard καθημερινά στο σπίτι της. Λόγια της Πλάτωνος τώρα: «Δεν ήταν ένας απλός φίλος ο Μιχάλης. Θα τον αποκαλούσα γκουρού μου, καθώς με μύησε σε συγγραφείς που αγνοούσα την ύπαρξη τους, όπως τον Άρθουρ Κέσλερ με τα πιο άγνωστα βιβλία του. Εκτιμούσα πολύ τη μουσική του, που την άκουγα πάντα απ’ τους πρώτους, όποτε έφτανε στο τελείωμα κάποιου έργου. Οι κλασικές αρμονίες του σε συνδυασμό με την ελευθερία που του έδιναν τα synthesizers, ευθύνονταν για μια μοναδική μυσταγωγική ατμόσφαιρα. Τον παραδεχόμουν, όπως κι εκείνος παραδεχόταν εμένα που είχα στραφεί στην αναζήτηση μιας πιο ‘’ποπ’’ ηλεκτρονικής κουλτούρας».
Απόρροια αυτής της ενασχόλησης με τον πρωτόλειο ηλεκτρονικό ήχο ήταν και το δυσεύρετο σήμερα άλμπουμ «Keyboard Music» (1987), στο οποίο μοιράζονταν συνθέσεις τους τέσσερις νέοι πρωτοποριακοί συνθέτες: Ο Βαγγέλης Κατσούλης, η Λένα Πλάτωνος, ο Μιχάλης Γρηγορίου και ο Μηνάς Αλεξιάδης. Ο Γρηγορίου ωστόσο πάντα ήταν πιο μπροστά απ’ τους άλλους σε δισκογραφικό επίπεδο, εφόσον είχε ήδη εκδώσει από το 1980 ακόμη ένα σπουδαίο έργο του, σε ποίηση Μανώλη Αναγνωστάκη, το «Η αγάπη είναι ο φόβος», από την κραταιά ΜΙΝΟΣ μάλιστα, με τις φωνές της Μαρίας Φαραντούρη και του Γιάννη Κούτρα.
Κι όταν ο Μάνος Χατζιδάκις έφτιαξε τον «Σείριο», τη δική του δισκογραφική στέγη, μία από τις πρώτες παραγωγές του ήταν ο κύκλος τραγουδιών του Γρηγορίου, «Ο Οδυσσέας στο ποτάμι» σε ποίηση Τάκη Σινόπουλου με ερμηνευτές τη Σαβίνα Γιαννάτου και τον Βασίλη Λέκκα. Ο Βασίλης Λέκκας, που τον πέτυχα σε συναυλίες στο εξωτερικό, ανάσυρε μνήμες από το 1985 και τη συνεργασία του με τον Γρηγορίου: Για μένα ήταν ένα πρωτοποριακό εγχείρημα, αφού για πρώτη φορά θα τραγουδούσα με ήχους από synthesizers. Νομίζω πως δεν παρουσιάσαμε ποτέ ‘’ζωντανά’’ το έργο αυτό, εκτός από μία τηλεοπτική εκπομπή, την οποία μάλιστα πρόσφατα έψαχνα μάταια στο YouTube. Εκεί είχα τραγουδήσει ένα κομμάτι απ’ τον ‘’Οδυσσέα στο ποτάμι’’ που θα το λέγαμε ηλεκτρονικό ζεϊμπέκικο. Χρειαζόταν ένας χορευτής, αφού ο Μιχάλης είχε μεγάλη σχέση και με τη μουσική για χορόδραμα. Προσπαθούσε για μέρες, αλλά δεν έβρισκε κανέναν ώσπου πήγα εγώ και του είπα να αναλάβω και το χορευτικό κομμάτι, όπως και έγινε. Δεν μου ήταν κάτι άγνωστο, εννοώντας τώρα το θεατρικό στοιχείο, αφού το είχα διδαχτεί από τον Μάνο λίγα χρόνια πριν όταν κάναμε την θεατρική ‘’Πορνογραφία’’». Μέσα στα χρόνια ο Γρηγορίου κατάφερε να εκδώσει και άλλα έργα του, πάντα πιστός σ’ ένα εξπρεσιονιστικό, όσο και μελωδικό ύφος μουσικής, σαν τη «Σκοτεινή Πράξη» σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη και τους «Αποχαιρετισμούς της θάλασσας» σε ποίηση των Τάκη Σινόπουλου – Άρη Αλεξάνδρου για τη φωνή της Σαβίνας Γιαννάτου.

Ιδιαίτερη αίσθηση είχε κάνει και το έργο του, «Μπλε» το 2003, σε ποίηση Ρηνιώς Παπανικόλα με ένα dream team ερμηνευτών: Τη Μαρία Φαραντούρη, τη Σαβίνα Γιαννάτου, τον Τάση Χριστογιαννόπουλο και τη συμμετοχή της Ορχήστρας των Χρωμάτων. Ανατρέχω σε δική του μαρτυρία από εκείνη τη χρονιά για τη μελοποίηση του στην Παπανικόλα: «Η Ρηνιώ ήταν φίλη από τα παλιά, την ξέραμε από τις παραγωγές της στο ραδιόφωνο, στο Τρίτο Πρόγραμμα, δεν ξέραμε όμως ότι έγραφε και ποιήματα. Η συλλογή της αυτή κυκλοφόρησε ιδιωτικά – όπως είθισται – το 1996 με την προτροπή ενός άλλου φίλου και συνάδελφου, του Δημήτρη Λέκκα. Από την πρώτη στιγμή που διάβασα τα ποιήματα της με συγκίνησαν, ήταν τρυφερά και ειλικρινή σαν κομμάτια ενός προσωπικού ημερολογίου. Και στην πραγματικότητα αυτό ήταν, αφού είχαν γραφτεί σε πολύ ιδιωτικές στιγμές. Δυστυχώς πέθανε πριν προλάβει να ακούσει το έργο στην τελική του μορφή, είχε όμως την ευκαιρία να ακούσει τα τραγούδια από ένα demo που της είχα φτιάξει, δυστυχώς με τη δική μου φωνή. Της άρεσαν πολύ!». Στο περιθώριο της δισκογραφίας του, ο Γρηγορίου είχε ντύσει με τη μουσική του έργα για χορόδραμα, θέατρο και κινηματογράφο, ενώ είχε και πλούσια συγγραφική δραστηριότητα με σημαντικά, μουσικολογικά κυρίως, βιβλία.
Άνθρωπος βαθιά πολιτικοποιημένος, πίστευε πως «ο καλλιτέχνης δεν πρέπει να’ναι το ‘’χαϊδεμένο’’ παιδί που απλώς εκφράζεται, αλλά έχει και κάποιες υποχρεώσεις απέναντι στην κοινωνία που ζει». Δικά του λόγια επίσης από τη συνέντευξη μας το 2003. Δεν είναι τυχαίο που σήμερα όλοι όσοι τον γνώρισαν μιλούν για έναν αυθεντικό διανοούμενο που εξέπεμπε μια σπάνια αγάπη για τους γύρω του και ιδίως για τους νεότερους. Ο Κώστας Μαντζάκος, ραδιοφωνικός παραγωγός, θυμάται σήμερα πως στον Μιχάλη Γρηγορίου όφειλε την ένταξη του στο Τρίτο Πρόγραμμα στα τέλη της δεκαετίας του 1980: «Στον Γρηγορίου και τον Ξανθουδάκη χρωστάω τα πάντα ως προς τη μουσική. Ήμουν ένας ερασιτέχνης τότε με λίγα δισκάκια, αλλά ο Γρηγορίου θέλησε να μπω στο Τρίτο Πρόγραμμα, βλέποντας το μεράκι που είχα. Επομένως για μένα πέρα απ’ όλα τα άλλα, ο Μιχάλης ήταν και ένας πολύ καλής πάστας άνθρωπος».

Ο Μιχάλης Γρηγορίου, τέλος, ήταν κι ένας άνθρωπος χτυπημένος από πολλές προσωπικές τραγωδίες: Τον είχαν στιγματίσει οι απώλειες του αδερφού του, όπως και του παιδικού φίλου του, Θάνου Μικρούτσικου. Το πένθος του, όμως, ήταν αβάσταχτο όταν πριν κάποια χρόνια είχε χάσει απρόσμενα τη σύντροφό του, Μαρία. Αγώνα τότε είχαν δώσει όλοι οι φίλοι και συνεργάτες του για να μπορέσει να ξανασταθεί στα πόδια του και να ξαναβρεί τον εαυτό του. Τα κατάφερε ο ίδιος πρωτίστως κι έτσι πέρασε σε μια νέα δημιουργική φάση, αποτέλεσμα της οποίας ήταν οι συνθέσεις καινούργιων έργων και αυτού του βιβλίου που τώρα υπάρχει ένας επιπλέον λόγος για να κυκλοφορήσει και να το έχουμε στα χέρια μας σαν ένα κύκνειο άσμα του συγγραφέα, συνθέτη και διανοητή Μιχάλη Γρηγορίου.
Ο συνθέτης Γιώργος Ανδρέου δημοσίευσε ένα ωραίο κείμενο στο facebook με αφορμή την αναχώρηση του Γρηγορίου. Έγραψε μεταξύ άλλων: «Έφυγε ο Μιχάλης Γρηγορίου, ένας συνθέτης σημαντικός και βαθιά πρωτότυπος, με έργο που δεν υποχώρησε στην ευκολία του “τραγουδήσιμου” (συγχωρήστε την μάλλον αδόκιμη έκφραση) – εννοώ πως δεν μπήκε στα δεσμά του υποχρεωτικού τρίλεπτου, πως έψαξε (και ψάχτηκε) σε χωράφια ευρύτερα, σε ηχητικά τοπία και περιβάλλοντα τολμηρά, του εικοστού αιώνα – κατακτήσεις αισθητικές και πνευματικές που στην Ελλάδα παραμένουν (σχεδόν ολοκληρωτικά) άγνωστες». Δεν νομίζω πως ο Μιχάλης Γρηγορίου ένιωθε κάποια πικρία γι’ αυτήν ακριβώς την κατάσταση. Ναι μεν είχε απόλυτη επίγνωση αυτού που έγραψε ο Ανδρέου, θεωρούσε όμως το τραγούδι μία διόλου ευκαταφρόνητη μορφή μουσικής έκφρασης με τα όργανα, την ενορχήστρωση δηλαδή, να εκφράζουν και τους ψυχολογικούς «ρόλους» των εκάστοτε ερμηνευτών του στην υπηρεσία των νοημάτων των τραγουδιών.
Ο Μιχάλης Γρηγορίου πέθανε από καρδιακή ανακοπή σε ηλικία 78 ετών, αφήνοντας πίσω τον γιο του και τη Μυρτώ, την σύντροφο των τελευταίων και πιο δύσκολων 15 χρόνων της ζωής του. Αφήνει όμως και ένα κενό μεγάλο όχι μόνο για καλλιτέχνες της δικής του γενιάς, αλλά και για τους νεότερους, που έβλεπαν στο πρόσωπο του και το έργο του τον «τελευταίο των Μοϊκανών», έναν συνθέτη – άμεσο συνδετικό κρίκο με το μεγαλειώδες παρελθόν του Μάνου Χατζιδάκι, του Μίκη Θεοδωράκη και των άλλων μεγάλων μουσικών δημιουργών.


















