Γιώργος Μεράντζας: «Ζούμε μια ύπουλη και υπόγεια χούντα» | Συνέντευξη στο Docville

(© Βασίλης Ρεμπάπης/Eurokinissi)

Μια συζήτηση με τον καλλιτέχνη που εδώ και πενήντα χρόνια πηγαίνει συνειδητά κόντρα στο ρεύμα.

Από τα πρώτα λεπτά που συνάντησα τον Γιώργο Μεράντζα κατάλαβα ότι είναι ένας άνθρωπος χειµαρρώδης µε τεράστια ορµή και αγάπη για τη ζωή. Συναντηθήκαµε µε αφορµή τη συναυλία στον Σταυρό του Νότου – ένα µουσικό αντάµωµα γεµάτο µνήµες, µε το οποίο γιορτάζει «50 χρόνια κόντρα στο ρεύµα», η οποία έγινε στις 6 Νοεμβρίου. Μιλήσαµε για τη δύναµη της ερµηνείας και για τα τραγούδια που µεταφέρουν εικόνες τις οποίες εισπράττουν από την κοινωνία, για την «ψυχοθεραπεία» στη θρυλική µπουάτ Απανεµιά αλλά και για την κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη, την οποία χαρακτηρίζει «ύπουλη χούντα» που οικειοποιείται και ιδιωτικοποιεί την Ελλάδα. Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης δεν έκρυψε ούτε στιγµή τα συναισθήµατά του. Γέλασε, θύµωσε και συγκινήθηκε, ενώ θυµήθηκε ιστορίες από την εποχή που κατέβαινε σε ένα ταβερνάκι στον Πειραιά για να συναντήσει τον Μάρκο Βαµβακάρη και σύχναζε στο ζαχαροπλαστείο Φλόκα για να ακούει κρυφά τις συζητήσεις του Μάνου Χατζιδάκι µε τον Νίκο Γκάτσο.
«50 χρόνια κόντρα στο ρεύµα». Με ποιον τρόπο αποδίδετε νόηµα σε αυτήν τη φράση ως στάση και φιλοσοφία ζωής;
Για µένα το τραγούδι δεν είναι μια απλή υπόθεση, μια επαγγελματική ενασχόληση.Είναι ο λογος,το ποίημα, ο στίχος και η μελωδία. Έρχεται λοιπόν ο ερμηνευτής να βρει τρόπο και να κάνει εικόνες το κείμενο που έχει μπροστά του. Και για να το καταφέρει αυτό χρειάζεται να έχει παιδεία και ερεθίσµατα από την κοινωνία.
Σ’ αυτό το μονοπάτι πορεύτηκα 50 χρόνια και παραµένω αισιόδοξος άνθρωπος παρόλο που έχω βιώσει πολλές ήττες και αποτυχίες. Επιµένω όµως. Δεν ήθελα ποτέ να μπω σε αυτό που λένε οι αλλοι «στον ίσιο δρόµο». Πορεύτηκα έτσι όπως εγώ αισθανόµουν, έτσι όπως ήθελα να ζήσω, με τα οράματα που είχα στο μυαλό μου, για µια κοινωνία χαμογελαστή που επιθυμούσα και επιθυµώ. Για να πω ένα τραγούδι σε πρώτη ή και σε δεύτερη εκτέλεση πρέπει να έχω βρει τον τρόπο να ανακαλύψω το ουσιαστικό περιεχόμενο του στίχου και τις εικόνες εκείνες που κρύβονται διακριτικά πίσω απο τα λόγια. Αλλιώς τι νόηµα έχουν οι λέξεις στο στόµα µας και τι αξία παίρνουν; Αυτή είναι η ερµηνεία. Για παράδειγμα η Βίκυ Μοσχολιού έχει πει υπέροχα το «Κάτω απ’ τη µαρκίζα» το οποίο είναι ένα εκπληκτικό τραγούδι του Γιάννη Σπανού και Μάνου Ελευθερίου.
Έρχεται όμως η Ελένη Τσαλιγοπούλου σε μία ζωντανή παράσταση με πιάνο και φωνή και δίνεί κατα τη γνώμη μου άλλη διάσταση στο τραγούδι, γιατί στο στόμα της οι λέξεις αποκτάνε άλλο νόημα. Το θέμα δεν είναι να πεις σωστά την μελωδία σε ένα τραγούδι. Ο σκοπός είναι να μπορέσεις τα λόγια του ποιητή ή του στιχουργού να τα κάνεις ζωντανές εικόνες και να τα περάσεις απέναντι στον κόσμο. Εχει σηµασία λοιπόν µε τι πράγµατα παλεύεις και τι θέλεις να πεις. ∆εν λέω ότι είµαι σωστός – λέω ότι εγώ αυτό τον δρόµο διάλεξα, γιατί µόνο έτσι αντέχω τον εαυτό µου. Από αυτό κρατιέµαι στη ζωή.
 
Εχετε επιλέξει να κρατάτε χαµηλούς τόνους σαν να µη σας ενδιαφέρει ιδιαίτερα η δηµοσιότητα. Ποια είναι η σχέση σας µε τα ΜΜΕ;
Δεν θέλω να έχω καμία σχέση πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Μιλάνε για ένα άλλο κόσμο που δεν υπάρχει εδώ. Ασχολούνται με κουτσομπολιά και γεγονότα μιας ελαφροίσκιοτης παρέας 500 -1000 ανθρώπων.
Εγώ πιστεύω ακράδαντα ότι δεν µπορεί καµία εταιρεία και κανένα συστηµικό μέσο να εξαφανίσoυν το ταλέντο σου ούτε στη µουσική, ούτε σε άλλες μορφές τέχνης. Αυτό το λέω και για το Documento. Όσα κι αν του χρεώνουν είναι όρθιο, δίνει τις μάχες και έχει κερδίσει πολλές απ’ αυτές. Η γκρίνια είναι για µένα δικαιολογία. ∆εν έκανα ποτέ τα γούστα τους και δεν µετανιώνω γι’ αυτό.
(© Βασίλης Ρεμπάπης/Eurokinissi)
Πιστεύετε λοιπόν σε ένα δρόµο καρδιάς και αξιοπρέπειας.
Φυσικά. Με ρώτησαν πρόσφατα σε µια συνέντευξη «Γιατί επιµένεις σε αυτό τον δρόµο αφού αυτά που πιστεύεις δεν θα τα ζήσεις ποτέ;». Το σκέφτηκα πολύ. Πιστεύω ότι µέσα από αυτήν τη διαδικασία που βιώνω καθημερινά µε τους φίλους, µε την οικογένεια, με τους συνεργάτες, µε τα όνειρα, µε τα χαµόγελα, µε τις νίκες και τις ήττες –τα πιο πολλά εξάλλου από τις ήτες τα µαθαίνουµε– ζω στο όνειρο µιας τέτοιας κοινωνίας. Στον καπιταλισµό φυσικά και δεν υπάρχουν ουτοπίες. Ξέρεις όµως τι κάνουν τα όνειρα; Σου δίνουν το κουράγιο να πας μακριά. Το πρώτο βήμα είναι να το έχεις ονειρευτεί. Υπήρξαν άνθρωποι που βασανίστηκαν πολύ για πολλά χρόνια και γύρισαν από τα ξερονήσια χαμογελαστοί και στα γεράµατά τους τους βλέπεις να ανεβαίνουν τα σκαλιά µε την ορµή ενός νέου ανθρώπου. Ολα έχουν ένα τίµηµα. Αυτό που σε κρατάει πραγματικά ζωντανό είναι γιατί θέλεις να ζήσεις και σε ποιο κόσμο θέλεις να ζήσεις εσύ και κυρίως τα παιδιά σου, η νέα γενιά. Τι κάνεις εσύ γι’ αυτό.
Η ενασχόλησή σας µε το τραγούδι ξεκίνησε µες στη χούντα. Τι σκέφτεστε για την εποχή που ζούµε σήµερα;
Ξεκίνησα τον Νοέµβριο του 1972 μέσα στη χούντα των συνταγματαρχών. Μια χούντα αλλιώτικη βλέπω και σήµερα, ίσως χειρότερη από αυτή που έζησα τότε. Ετσι θέλω να γραφτούν οι σκέψεις µου και ας παρεξηγηθώ από κάποιους. Κατά τη διάρκεια της χούντας αρκετός κόσµος ανησυχούσε, συζητούσε ρωτούσε και δρούσε. Προετοιμασίες µες στα σπίτια µε τα φώτα κλειστά. Υπήρχαν παράνοµες εφηµερίδες. Σήµερα βιώνουµε τεράστια κατάντια γιατί τα ΜΜΕ κρύβουν επιµελώς τις ειδήσεις. Ζούμε μία πραγματικότητα που δεν υπάρχει. Για μένα η είδηση είναι η φωτιά, η ουσία. Οι ερμηνείες που θα δώσουν δημοσιογράφοι και πολιτικοί για την είδηση πολύ λίγο νόημα έχουν. Ο άνθρωπος πρέπει να διαβάσει την είδηση και ας βγάλει τα συμπεράσματά του. Υπάρχει βέβαια το διαδίκτυο το οποίο είναι όπως λένε στο χωριό µου «λωβιασµένο» (µολυσµένο), αλλά ευτυχώς δεν µπορεί να κρυφτεί εντελώς η αλήθεια. Στο εξωτερικό µια τέτοια κυβέρνηση δεν θα άντεχε ούτε λίγους µήνες στην εξουσία (σκεφτείτε τι έγινε στην Αυστρία και όχι μόνο). Στην Ελλάδα έχουν γκρεμιστεί σε τρεισήμισι χρόνια όλα, έχουν πουληθεί όλα. Και όμως είναι ακόμα δω και συνεχίζει να τη διεκδικεί. ∆εν πιστεύω ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα φέρει τον σοσιαλισµό ούτε τη λαϊκή δηµοκρατία. Είναι όµως τόσο µεγάλες οι διαφορές των δύο κοµµάτων –πάντα στο πλαίσιο του καπιταλισµού– που µοιάζει µια µικρή επανάσταση σε σχέση µε όσα συµβαίνουν µε τον Μητσοτάκη.
Πιστεύετε ότι θα πέσει η συγκεκριµένη κυβέρνηση;
Αρκετοί το πιστεύουν ακόμα, ελπίζω όχι για πολύ,ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα κερδίσει τις εκλογές που έρχονται. Κι ο Τσαουσέσκου πίστευε ότι θα παραµείνει στην εξουσία µέχρι να πεθάνει. ∆εν έχω ξαναδεί πιο ύπουλο και υπόγειο τρόπο διάβρωσης των συνειδήσεων από τη σηµερινή διακυβέρνηση. Αυτό είναι φασισµός. Αν καποιοι από μας αριστεροί λέµε ότι µπορεί να ξαναβγεί ο Μητσοτάκης είναι σαν να έχουµε σφραγίσει ήδη την καταδίκη µας. Αυτό που ζούµε είναι ανατριχιαστικό. Ακόµη και ο ακροδεξιός Σαµαράς έκανε λιγότερο κακό στον τόπο. Δε φανταζόµουν ποτέ ότι θα υπήρχε κάτι χειρότερο. Έχει ιδιωτικοποιήσει την Ελλάδα και συµπεριφέρεται σαν να του ανήκει η χώρα. Να κάτσουµε λοιπόν να µας πηδήξει όλους;
 
Τι περιµένετε από την Αριστερά σήµερα;
Προφανώς αναγνωρίζω και τα δικά µας προβλήµατα. Κάποιοι λένε διαρκώς «εγώ σας τα έλεγα». Ο καθένας διεκδικεί το αλάθητο και μιλάει από τον άµβωνα τονίζοντας ότι είναι ο πιο καθαρός και αµόλυντος. Μα έτσι δε θα πάμε πουθενά. ∆εν θα µας χαρίσουν τα µέσα παραγωγής ούτε την εξουσία. Είναι τόσο δύσκολο να συμφωνήσει η Αριστερά σε πέντε κοινά σηµεία για τη δηµοκρατία, για την εργασία,την υγεία,την παιδεία, τον πολιτισμό,ώστε να µπορέσουν να ζήσουν λίγο καλύτερα τα παιδιά µας; ∆εν εννοώ τον σοσιαλισµό. Πριν από το 2015 κάποιοι έλεγαν ότι θα βαράµε εµείς νταούλια και οι άλλοι θα χορεύουν στο ρυθμό μας. Αν είσαι αντιπολίτευση δικαιούσαι να πεις τέτοια, έστω µε καλή πρόθεση. Μα θα σε αφήσει το σύστημα να κάνεις το παιχνίδι; Είναι τέτοιο το σηµερινό χάλι που είναι μονόδρομος να γίνουν έστω και πέντε θετικά πράγµατα.
Η Αριστερά είναι η µήτρα µου. Αν δεν έµπαινα σε οργανώσεις την εποχή που έφυγα από το χωριό µου, θα είχα µείνει ένας βλάκας και µισός. Ο µαρξισµός δεν είναι λύση, είναι τρόπος σκέψης για να ανακαλύψει κανείς τη λύση. Πρέπει να µάθουµε να σκεφτόµαστε διαφορετικά, πιο φιλοσοφημένα και όχι µε τσιτάτα.
(© Βασίλης Ρεμπάπης/Eurokinissi)
Εχετε ζήσει πολύ έντονες µουσικές και κοινωνικές στιγµές από την περίοδο της µεταπολίτευσης και µετά. Σας φαίνεται άχαρη η εποχή µας;
Εκείνη την εποχή γίνονταν συναυλίες µε εκατοντάδες χιλιάδες κόσµου και απίστευτη ορµή και διάθεση εκτόνωσης. Θυµάµαι να ακούω µια βουή που µε ανατρίχιαζε όταν έλεγα το «Μανουέλ Ροντρίγκεζ» από το θεατρικό έργο «Η Χιλή θα νικήσει». Ηταν το τραγούδι της µεταπολίτευσης και ακουγόταν σε όλες τις συγκεντρώσεις µετά το Πολυτεχνείο. ∆εν το έχω ξαναπεί απο τότε. Μόνο αν βγούµε ξανά στους δρόµους θα το ξαναπώ. ∆εν θέλω απλώς να θυµάµαι αυτά που έζησα κάποτε κι αυτά που χάσαµε. Το εμπορικό τραγούδι ήταν σε δεύτερη μοίρα εκείνη την εποχή γιατί ο κόσµος ήθελε να εκτονωθεί και όχι να ακούσει απλώς ωραία τραγούδια. Δεν υπάρχει άχαρη εποχή κατά τη γνώμη μου. Τα γεγονότα είναι εδώ, η ζωή είναι εδώ. Αλλο περιθώριο δεν έχουµε.
 
Γιατί κάνετε τόσο σπάνια εµφανίσεις; Τα εισιτήρια έχουν ήδη εξαντληθεί για τη συναυλία στον Σταυρό του Νότου.
Είναι η «εκδίκηση της γυφτιάς» –όπως το λέω εγώ. Σκέψου να έχεις σταµατήσει επαγγελµατικά για 17 ολόκληρα χρόνια -κανονικά σε ξεχνάει και η μάνα σου- και όταν γυρίσεις να εισπράττεις αυτή την αγάπη; Για όλους αυτούς που θέλουν να ζούμε τέτοιες στιγμές,θα βρίσκοµαι με την ομάδα μου, όλες τις επόμενες Κυριακές στην ιστορική µπουάτ «Απανεµιά»στην Πλακα. Σε αυτό τον χώρο αισθάνοµαι ότι κάνουµε όλοι µαζί ψυχοθεραπεία. Τα πιο σηµαντικά πράγµατα και όλα αυτά που έχω εισπράξει ως άνθρωπος τα προηγούµενα χρόνια δεν αγοράζονται. Σταµάτησα να ασχολούµαι µε το τραγούδι από το 1990 µέχρι το 2007 γιατί µου την είχε βιδώσει η εποχή και το λάιφσταϊλ του Κωστόπουλου που υποτίθεται ότι µας «ξεβλάχεψε» οµαδικά. ∆εν µε χωρούσε αυτή η κατάσταση, δεν µου άρεσαν τα µαγαζιά, ούτε εγώ τους άρεσα. Από τότε που επανήλθα εµφανίζοµαι µόνο όταν αισθάνοµαι ότι κάτι έχει νόηµα. Ηταν συγκλονιστικό το συναίσθηµα της επιστροφής, ένιωσα σαν να ξεκίνησαν για µένα µια νέα ζωή και καριέρα στο τραγούδι. ∆εν είναι όλα εµπορικά. Σε κάποια συναυλία µου στον Ζυγό άκουσα νεανικές φωνές στο διάδρομο να λένε: «∆εν το πιστεύω, ρε µαλάκα, ακούµε ζωντανά απόψε τον Μεράντζα». Αυτά τα παιδιά µε ήξεραν από τους δίσκους των γονιών τους. Η νεολαία µε αγκάλιασε και στην πορεία για τον Παύλο Φύσσα. Τη Μάγδα τη θαυµάζω και την αγαπάω πολύ, κάνουµε παρέα και της αφιέρωσα και τον τελευταίο µου δίσκο.
Ας κλείσουµε λοιπόν µε τον δίσκο «Κόσµε που να σε γυρίσω» που κυκλοφόρησε το 2020 και τον αφιερώσατε στη Μάγδα Φύσσα.
Μια µέρα θυµήθηκα ένα ποίηµα του Κώστα Βάρναλη µε τίτλο «Οχτώβρης» το οποίο αναφέρεται ξεκάθαρα στο ζήτηµα του φασισµού. Αυτή ήταν η αφορµή για να αφιερώσω τον δίσκο στη Μάγδα. Κάποια στιγµή τη ρώτησα πώς νιώθει που έχει σηκώσει ένα ολόκληρο κίνηµα στις πλάτες της. «Το µόνο που έκανα είναι ότι δεν άφησα τη φωτιά να σβήσει» µου απάντησε. Τι µου είπε, ρε γαµώτο, αυτή η απλή γυναίκα που τη φανταζόµουν να έχει δύο µέτρα µπόι. Από αυτό το τραγούδι δηµιουργήθηκε το εφαλτήριο για να φτιάξω έναν ακόµη δίσκο, τη δική µου παρέµβαση για όλα όσα συµβαίνουν. «Κόσµε πού να σε γυρίσω που δεν έχεις γόνατο». Καµία αλλαγή, καμία επανάσταση δεν έγινε ποτέ από γονατισµένους.