Γόρδιος δεσμός τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια

Σε εξέλιξη βρίσκεται η διαδικασία πώλησης του πρώτου πακέτου στεγαστικών δανείων από τράπεζα σε fund στην Ελλάδα. Πρόκειται για το πακέτο Pilar που έχει δημιουργήσει η Eurobank.

 Μέχρι σήμερα πακέτο δανείων που να περιλαμβάνει αμιγώς στεγαστικά δάνεια δεν είχε μεταβιβαστεί από συστημική τράπεζα σε ιδιωτικό fund. Κι αυτό γιατί εκτιμάται πως οι προσφερόμενες τιμές κυμαίνονται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, γεγονός που σημαίνει ότι τέτοια κίνηση θα οδηγούσε τις τράπεζες σε καταγραφή ζημιών ύψους από πέντε μέχρι δώδεκα δισεκατομμυρίων ευρώ, κάτι που με τη σειρά του θα σήμαινε αυτομάτως την ανάγκη νέας ανακεφαλαιοποίησης.

Σηματωρός

Η πρωτοβουλία της Eurobank μάλλον αποτελεί πονοκέφαλο για τις υπόλοιπες συστημικές τράπεζες. Και ιδού γιατί:

Οπως έχει αποκαλύψει το Documento, το συνολικό ύψος των «κόκκινων» στεγαστικών δανείων που έχουν κάλυψη την πρώτη κατοικία ανέρχονται για όλες τις τράπεζες περίπου στα 25 δισ. ευρώ. Οι τράπεζες και λόγω της κατάρρευσης της τιμής των ακινήτων αλλά και λόγω της μη εξυπηρέτησης των δανείων αυτών έχουν σχηματίσει κατά μέσον όρο προβλέψεις που αντιστοιχούν στο 40% περίπου της αξίας των «κόκκινων» δανείων. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι οι τράπεζες έχουν καταγράψει στα λογιστικά τους βιβλία τα «κόκκινα» στεγαστικά δάνεια με αξία 25 δισ. μείον 40%, δηλαδή με αξία 15 δισ. ευρώ. Η πώληση των δανείων αυτών σε οποιαδήποτε τιμή κάτω από το ποσό αυτό θα σήμαινε ότι η όποια διαφορά θα καταγραφόταν ως ζημία από τις τράπεζες.

Με δεδομένο ότι οι προσφερόμενες τιμές εξαγοράς των δανείων αυτών ξεκινούν από το 15-20% της αξίας που έχουν προβλέψει γι’ αυτές οι τράπεζες, το οποίο σημαίνει ότι για το σύνολο των 15 δισ. ευρώ που είναι γραμμένο προσφέρονται από 2,25 δισ. μέχρι 3 δισ. ευρώ, θα προέκυπτε ζημία περί τα 12 δισ. ευρώ στις τράπεζες αν ίσχυε. Κάτι τέτοιο θα ήταν πραγματική καταστροφή και θα οδηγούσε σε κατάρρευση του τραπεζικού συστήματος.

Το γιατί υπό αυτές τις συνθήκες η Eurobank προτίθεται να πωλήσει «κόκκινα» στεγαστικά εξηγείται. Η πρόσφατη συγχώνευση της τράπεζα με την Grivalia δημιουργεί χρηματοοικονομικό λίπος που καλύπτει τις ζημίες από μια τέτοια κίνηση και δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα και προβάδισμα έναντι των άλλων συστημικών τραπεζών μιας και το ξεκαθάρισμα του δανειακού χαρτοφυλακίου της σημαίνει επανεκκίνηση και δημιουργία ισχυρού αναπτυξιακού momentum για την τράπεζα.

Το πρόβλημα είναι με τις άλλες τράπεζες που θα βρεθούν αντιμέτωπες με μια τιμή που θα έχει προσδιοριστεί από την πώληση του πακέτου Pilar σε τιμές που δεν θα είναι συμφέρουσες γι’ αυτές.

Αλλά αυτή είναι η μία πτυχή του προβλήματος…

ΟΤΟΕ – Φλαμπουράρης

Οι άλλες πτυχές του προβλήματος έχουν κοινωνική διάσταση και σχετίζονται:

1. Με την επικείμενη –μέχρι τέλη Φεβρουαρίου οπότε και λήγει η προσωρινή παράταση του ν. Κατσέλη– λύση του προβλήματος της προστασίας της πρώτης κατοικίας. Οι Αλέκος Φλαμπουράρης και Δημήτρης Λιάκος από πλευράς της κυβέρνησης εργάζονται εντατικά προς την κατεύθυνση της παρουσίασης μιας λύσης που να συνδυάζει την προστασία των κοινωνικά αδυνάτων αλλά και τη διαχείριση του θέματος των «κόκκινων» δανείων μέσω του σχεδίου που επεξεργάζονται το υπουργείο Οικονομικών και το ΤΧΣ για τη δημιουργία APS (Assets Protection Scheme).

2. Με τη μεγάλη αναδιάρθρωση που προωθούν οι τράπεζες με σημαντική περαιτέρω μείωση του προσωπικού τους, μακριά από την πρακτική της παχυλής εθελουσίας εξόδου που εφαρμόστηκε στο παρελθόν. Είναι χαρακτηριστικό ότι για πρώτη φορά ύστερα από πολλά χρόνια διαταράσσεται η «αρμονική» σχέση ΟΤΟΕ –ηγεσίας τραπεζών. Ηδη η συνδικαλιστική ηγεσία των τραπεζοϋπαλλήλων έχει αποστείλει επιστολή στον υπουργό Επικρατείας Αλ. Φλαμπουράρη ζητώντας συνάντηση για τις εξελίξεις αυτές προδιαγράφοντας σκλήρυνση της στάσης της. Στην επιστολή μεταξύ άλλων αναφέρεται: «… η σημερινή κατάσταση των τραπεζών, με τα συσσωρευμένα προβλήματα των χρόνων της οικονομικής κρίσης (μείωση καταθέσεων, συρρίκνωση της ρευστότητας, κόκκινα δάνεια κ.ά.), δεν επιτρέπει σε κανέναν να είναι αισιόδοξος, δεδομένου ότι η κατάσταση αυτή παραμένει σταθερά και παθητικά αμετάβλητη. Τα χρόνια της οικονομικής κρίσης ο παράγοντας «Εργασία» στις τράπεζες συρρικνώθηκε τόσο με τη μεγάλη μείωση της απασχόλησης πάνω από 21.000 εργαζομένων όσο και με τη μείωση των αμοιβών των τραπεζοϋπαλλήλων από το 2013, στα πλαίσια μιας μόνιμης και σταθερής επιλογής των διοικήσεων για μείωση του λειτουργικού κόστους, που είχε στοχοποιήσει αποκλειστικά τους εργαζομένους και τα δικαιώματά τους»… «Οπως αντιλαμβάνεστε, οι εργαζόμενοι στις τράπεζες αλλά και η ΟΤΟΕ δεν είμαστε διατεθειμένοι να αποδεχθούμε αδιαμαρτύρητα ο κλάδος μας να στοχοποιηθεί ξανά με το διαρκές και άστοχο πλέον “επιχείρημα” μιας νέας μείωσης του κόστους λειτουργίας των τραπεζών που συνηθίσαμε να ακούμε μονότονα τα τελευταία χρόνια».