Η ακρίβεια του ελληνικού τουριστικού «ονείρου»

Η φυγή προς τα εμπρός για τη «βαριά βιομηχανία» μας προσκρούει στην πολιτική Μητσοτάκη που βλέπει τις πληρότητες και τις τιμές ως πηγή φορολόγησης

Μέσα στον ζόφο των επιλογών Μητσοτάκη που έχουν φέρει την κοινωνία στα όρια της έκρηξης ας δούμε μια ελπιδοφόρα κατάσταση για την ελληνική οικονομία. Ο λόγος για την τουριστική σεζόν. Ο ούριος άνεμος που φουσκώνει τα πανιά της αισιοδοξίας έρχεται από την επιβατική κίνηση στο «Ελευθέριος Βενιζέλος». Αυτή καταγράφηκε αυξημένη κατά 3,1% σε σχέση με το εμβληματικό για τον ελληνικό τουρισμό 2019. Πράγματι, στο δίμηνο Ιανουαρίου – Φεβρουαρίου 2023 μετακινήθηκαν μέσω του αεροδρομίου της Αθήνας συνολικά 2,8 εκατ. επιβάτες σε πτήσεις εσωτερικού και εξωτερικού. Αναλυτικότερα, οι επιβάτες εξωτερικού μετρήθηκαν σ’ αυτό το πρώτο δίμηνο σε 1,9 εκατ. (+4,3%) και του εσωτερικού σε 898.000 (+0,7%).

Αυτή η επιβατική κίνηση, ειδικά από το εξωτερικό, τους «νεκρούς» τουριστικά μήνες δίνει τον τόνο αισιοδοξίας για το 2023.

Ομως εδώ εισέρχεται ο παράγοντας «κυβέρνηση Μητσοτάκη» και οι εν γένει επιλογές του στην ελληνική οικονομία που αποτελούν τα βαρίδια στην προσπάθεια για τη φυγή προς τα εμπρός. Το ελπιδοφόρο είναι ότι λειτουργεί ο ιδιωτικός τομέας και δεν χωρούν εγκληματικές καθυστερήσεις στα έργα υποδομών όπως η τηλεματική/τηλεδιοίκηση ούτε βέβαια κομματικά ρουσφέτια και τοποθετήσεις ημετέρων σε θέσεις-κλειδιά που δεν γυρίζουν το κλειδί των απαρχαιωμένων υποδομών του ΟΣΕ και προκαλούν τραγωδίες.

Εγκληματικές επιλογές

Ενόψει λοιπόν της νέας τουριστικής σεζόν το μεγάλο πρόβλημα του τουρισμού σε σχέση με τους ανταγωνιστές του ονομάζεται ακρίβεια. Μια ακρίβεια που φουσκώνει συνεχώς από τις τιμές του ηλεκτρικού ρεύματος (απότοκο του target model των Μητσοτάκη – Χατζηδάκη και της εγκληματικής βίαιης α πολ ι γ νι το ποίησης) αλλά και την αλματώδη αύξηση στις τιμές των τροφίμων (βασικό κριτήριο της επιλογής του εισαγόμενου τουρισμού ο ελληνικός γευστικός πολιτισμός). Για να καταλάβουμε τι συμβαίνει αρκεί να ανατρέξουμε στην περσινή χρονιά και συγκεκριμένα στην κορύφωση της τουριστικής περιόδου το 2022, τον μήνα Αύγουστο. Με βάση την έρευνα της παγκόσμιας πλατφόρμας Mabrian, η αύξηση των τιμών στα πεντάστερα ξενοδοχεία της χώρας σε σχέση με τον Αύγουστο του 2019 φτάνει το 134%. Ακόμη κι αν δεχτούμε ότι στα πεντάστερα ξενοδοχεία διαμένουν τουρίστες πολύ υψηλού εισοδήματος, που δεν επηρεάζονται από την αύξηση των τιμών, διαπιστώνουμε ότι τα ελληνικά ξενοδοχεία τριών και τεσσάρων αστέρων εμφανίζουν άνοδο στις τιμές 31% και 82% αντίστοιχα σε σύγκριση με το 2019. Από την άλλη, έχουμε τις μετρήσεις του Ινστιτούτου Τουριστικών Ερευνών και Προβλέψεων (ΙΤΕΠ). Τον περυσινό Αύγουστο το ΙΤΕΠ κατέγραψε κόστος ενέργειας για τα ξενοδοχεία αυξημένο κατά 94,3% σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2019. Σημαντικά αυξημένο κατά 45,8% καταγράφηκε και το κόστος αγοράς προϊόντων τον περασμένο Αύγουστο σε σύγκριση με τον Αύγουστο του 2019.

Τι θα επιλέξουν οι τουρίστες;

Εδώ εισέρχεται η επιλογή των τουριστών μαζί με την κρίση κόστους ζωής που βιώνουν οι ευρωπαϊκές κοινωνίες. Σε αυτό θα πρέπει να προσμετρηθεί το γεγονός ότι η ορμή της φυγής από τον εγκλεισμό της πανδημίας αρχίζει να ξεφτίζει μαζί με τον φόβο του ταξιδιού εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης. Παράγοντες της τουριστικής αγοράς εκτιμούν ότι η ζήτηση για το ελληνικό καλοκαίρι υπερκαλύπτει την προσφορά καταλυμάτων.

Από την άλλη, μια επιχείρηση χωρίς κέρδος κάποια στιγμή θα σβήσει. Οι Μητσοτάκης – Κικίλιας βλέπουν τις πληρότητες και τις τιμές ως μία ακόμη πηγή φορολογικής αφαίμαξης. Οι άνθρωποι του τουρισμού οφείλουν να επικεντρωθούν σε μετρήσεις κερδοφορίας όπως το RevPar και το GrossPar και να συμπεριλάβουν τον παράγοντα του πληθωρισμού για να σώσουν τις επιχειρήσεις τους. Απαντες μπορούν να καταλάβουν ποιο είναι το βαρίδι της «βαριάς βιομηχανίας» της χώρας. Απαντες μπορούν να αποδώσουν τις ευθύνες στην κυβέρνηση Μητσοτάκη. Οι δείκτες πάντως βοούν.

Ετικέτες