Η αντιφατική εξωτερική πολιτική του Τραμπ

Η αντιφατική εξωτερική πολιτική του Τραμπ

Η πρόσφατη συμμετοχή των ΗΠΑ στον πόλεμο Ισραήλ – Ιράν έρχεται σε αντίθεση με τις προεκλογικές δεσμεύσεις του Ντόναλντ Τραμπ. Στο πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (2024) η αποκατάσταση της ειρήνης θεωρείται κρίσιμος παράγοντας για τη σταθερότητα των τιμών, καθώς οι πολεμικές συρράξεις θεωρήθηκαν ως βασικός λόγος για την αύξηση των τιμών στις ΗΠΑ.

Ετσι, σε αντίθεση με τα κατεστημένα των δύο κομμάτων και κυρίως του Δημοκρατικού Κόμματος ο Ντ. Τραμπ υποσχόταν ότι η αλλαγή των διεθνών ισορροπιών και η αποκατάσταση της ειρήνης θα οδηγήσουν στην αύξηση του εισοδήματος της αμερικανικής εργατικής τάξης. Ετσι, με τη δυναμική που του έδινε η μεγάλη εκλογική νίκη και με τον έλεγχο από τους Ρεπουμπλικάνους του Κογκρέσου, θεώρησε ότι είχε την ευκαιρία και να επιβληθεί στους Ευρωπαίους ηγέτες (Τζέι Ντι Βανς: «Υπάρχει νέος σερίφης στην πόλη») αλλά και να τερματίσει τον πόλεμο Ρωσίας – Ουκρανίας. Μια κίνηση διεθνούς κυριαρχίας των ΗΠΑ χωρίς πόλεμο απέναντι σε εξαντλημένους αντιπάλους, στρατηγική της τέχνης του πολέμου (Σουν Τσου) όπως υιοθετεί ο Ντ. Τραμπ στο «The art of deal».

Ωστόσο και ο πόλεμος Ρωσίας – Ουκρανίας δεν τελείωσε και οι ΗΠΑ συμμετείχαν σε νέο πόλεμο με τον βομβαρδισμό του Ιράν. Η δυσκολία των ΗΠΑ να διατηρήσουν την ηγεμονία τους σε ένα ρευστό γεωπολιτικό πεδίο με την ανάδυση νέων ισχυρών πόλων ενέπνευσε τον Γκράχαμ Τ. Αλισον στην «Παγίδα του Θουκυδίδη» καθώς η ανάδυση της Κίνας σε παγκόσμια δύναμη, που αμφισβητεί την κυριαρχία των ΗΠΑ, θα οδηγήσει σε αναπόφευκτη σύγκρουση όπως η Σπάρτη οδηγήθηκε στον Πελοποννησιακό Πόλεμο για να αντιμετωπίσει την ανάδυση της Αθήνας.

Eτσι, οι ΗΠΑ θα πρέπει να συνεχίσουν να εμπλέκονται σε πολεμικές ενέργειες. Η υποστήριξη στο Ισραήλ αποτελεί στρατηγική της ακροδεξιάς στις ΗΠΑ όπως εκφράστηκε στο προεκλογικό πρόγραμμα του Ρεπουμπλικανικού Kόμματος σε συνεργασία με τη συντηρητική ελίτ του Μπενιαμίν Νετανιάχου. Μάλιστα η αιτιολόγηση για τον βομβαρδισμό του Ιράν προσιδίασε με τις δηλώσεις του Κόλιν Πάουελ (2003) για τα δήθεν όπλα μαζικής καταστροφής του Ιράκ που τελικά οδήγησε στην παραίτησή του το 2004.

Ωστόσο το 2025 δεν φαίνεται να προσιδιάζει με το 2003. Η κοινή γνώμη στις ΗΠΑ αντιδρά με μαζικές διαδηλώσεις στην πολιτική του Νετανιάχου στη Γάζα, αλλά και στο αιτιολογικό ότι το Ιράν δεν τηρεί τη Συνθήκη Μη Διάδοσης Πυρηνικών Oπλων, ενώ το Ισραήλ όχι μόνο δεν την έχει υπογράψει, αλλά δεν δέχεται έλεγχο από τη Διεθνή Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας. Η έμφαση στην πολεμική βιομηχανία φαίνεται να αποτελεί επιλογή του Ντ. Τραμπ και για την οικονομική πολιτική. Η υποχρέωση των χωρών-μελών του ΝΑΤΟ να αυξήσουν τις αμυντικές τους δαπάνες στο 5% του ΑΕΠ στοχεύει εκτός από γεωπολιτική ισχύ και στην ενίσχυση της αμερικανικής οικονομίας που χαρακτηρίζεται από υψηλό δημόσιο χρέος και υψηλά εμπορικά ελλείμματα. Η υποτίμηση του δολαρίου και η αύξηση των εξαγωγών στοχεύουν στην εξισορρόπηση του εμπορικού ελλείμματος.

Ωστόσο οι δασμοί θα οδηγήσουν σε διεθνή στασιμότητα και ύφεση και τελικά στην αύξηση του εμπορικού ελλείμματος, καθώς και οι άλλες χώρες θα επιβάλλουν δασμούς στα αγαθά που εισάγονται από τις ΗΠΑ, ενώ δεν υπάρχει η δυνατότητα να χρηματοδοτηθεί το δημόσιο χρέος με ομόλογα μελλοντικής ωρίμανσης ουσιαστικά ανεξόφλητα όπως στην περίπτωση του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Μάλιστα, σε συνδυασμό με το πρόσφατο φορολογικό νομοσχέδιο που προβλέπει μείωση φόρων, επέκταση φοροαπαλλαγών και μείωση στις δαπάνες κοινωνικής ασφάλισης και εκπαίδευσης είναι πιθανό να οδηγήσουν τις ΗΠΑ στην «παγίδα του μεσαίου εισοδήματος» δηλαδή της οικονομικής στασιμότητας.

Ετσι, οι αντιφάσεις της εξωτερικής και της οικονομικής πολιτικής μπορεί πολύ σύντομα να οδηγήσουν τον Ντ. Τραμπ στην «παγίδα του Τάκιτου».

Ο Χρύσανθος Δημ. Τάσσης είναι επίκουρος καθηγητής με αντικείμενο Πολιτική Κοινωνιολογία και Ελληνικό Πολιτικό Σύστημα στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης και Visiting Scholar στο Department of Political Science, University of Shippensburg, Pennsylvania, USA

Ετικέτες

Documento Newsletter