Η διαμαρτυρία δικηγόρου σε δικαστήριο και η αθώωση του

Mία ιδιαίτερα σημαντική απόφαση έχει εκδοθεί εδώ και τρία χρόνια από το Τριμελές Εφετείο Αθηνών το οποίο έχει να κάνει με την άσκηση του δικηγορικού επαγγέλματος. Δικηγόρος είχε παραπεμφθεί σε δίκη με την κατηγορία της παραβίασης του άρθρου 197 του Ποινικού Κώδικα περί «διατάραξης της κοινής ειρήνης και παρεμπόδισης της συνεδρίασης υπηρεσιακού συλλόγου».

Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών, ο δικηγόρος παρίστατο ως συνήγορος υπεράσπισης δημοσιογράφου στο Β΄ Μονομελές Αυτόφωρο Πλημμελειοδικείο.

Κατά την έναρξη της εκδίκασης της υπόθεσης, υπέβαλε προφορικά αίτηση εξαίρεσης της Εισαγγελέως της έδρας. Από την πλευρά του ο πρόεδρος του Δικαστηρίου ζήτησε να υποβληθεί το αίτημα αυτό εγγράφως και για την σύνταξη της έγγραφης αίτησης εξαίρεσης διέκοψε την συνεδρίαση για 15 λεπτά. Ο δικηγόρος βγήκε από την αίθουσα προκειμένου να συντάξει το έγγραφο. Δίχως όμως να το γνωρίζει η δικηγόρος που συμπαρίστατο είχε συντάξει την αίτηση εξαίρεσης και την παρέδωσε στο Δικαστήριο. Όταν ο δικηγόρος αντιλήφθηκε ότι οι δικαστές είχαν επιστρέψει στην έδρα αιτήθηκε την παραλαβή της έγγραφης αίτησής του από τον πρόεδρο του Δικαστηρίου. Εκείνος όμως αρνήθηκε να την παραλάβει, όπως αναφέρεται στη Δικαστική απόφαση «λέγοντας ότι ήδη είχε αποφανθεί το Δικαστήριο, απορρίπτοντας την αίτηση».

«Κατόπιν της αρνήσεως αυτής δημιουργήθηκε ένταση μεταξύ της έδρας και του κατηγορουμένου, ο οποίος, διαμαρτυρόμενος για τον τρόπο λήψης της απορριπτικής απόφασης του Δικαστηρίου, αιτήθηκε, προφορικά, την εξαίρεση και του Προεδρεύοντος Πλημμελειοδίκου», όπως επισημαίνεται στη σχετική απόφαση. Τόσο ο δικηγόρος όσο και ο πρόεδρος του Δικαστηρίου κάλεσαν την αστυνομία

Ωστόσο σύμφωνα με το Τριμελές Εφετείο Αθηνών «τα παραπάνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά, δεν συγκροτούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του εγκλήματος του άρθρου 197 παρ. 2 ΠΚ».

Όπως επισημαίνεται «η διαμαρτυρία του κατηγορουμένου για την μη στέρηση του δικαιώματος του αναφέρεσθαι και την υποβολή της ένστασης εξαιρέσεως, δεν αποτελούν διέγερση θορύβου ή αταξίας, ώστε να εμποδισθεί ή διαταραχθεί η συνεδρίαση του δικαστηρίου». Επίσης σύμφωνα με την ίδια απόφαση «δεν επήλθε εμπόδιση ή διατάραξη της συνεδριάσεως με την έννοια που αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, καθόσον το Δικαστήριο είχε διακόψει για την παραλαβή της έγγραφης αίτησης εξαίρεσης».

Κατά το Δικαστήριο «η διαμαρτυρία του κατηγορουμένου, συνοδευόμενη από την υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως του Δικαστή, δεν έγινε χωρίς δικαίωμα, δηλαδή δεν ήταν αυθαίρετη, ενόψει του ότι η υποβολή ενστάσεως εξαιρέσεως αποτελεί δικαίωμα του διαδίκου και προβλέπεται από τα άρθρα 16 επόμ. του ΚΠΔ…».

Ακόμη κατά το Δικαστήριο «δεν προκύπτει η δολία προαίρεση του κατηγορουμένου με τη μορφή, είτε του αμέσου, είτε του ενδεχόμενου δόλου, ώστε να στοιχειοθετείται και το υποκειμενικό στοιχείο του εγκλήματος». Το αποτέλεσμα ήταν να κηρυχθεί αθώος ο δικηγόρος.