Το ποδόσφαιρο βρίσκεται στο κατώφλι μιας ενδεχόμενης επανάστασης. Τα λεγόμενα player-driven buyouts είναι μια ριζοσπαστική πρόταση που αλλάζει τους κανόνες του παιχνιδιού, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Για πρώτη φορά, δίνεται στον ίδιο τον ποδοσφαιριστή η δυνατότητα να εξαγοράσει το συμβόλαιό του και να αποδεσμευτεί από την ομάδα του, πληρώνοντας μια προκαθορισμένη αποζημίωση. Με άλλα λόγια, αποκτά το δικαίωμα να “αγοράσει την ελευθερία του”.
Μέχρι σήμερα, οι ομάδες κρατούσαν τα ηνία σε κάθε διαπραγμάτευση. Ένας παίκτης, ακόμη κι αν είχε σοβαρούς λόγους να αποχωρήσει, δεν μπορούσε να το κάνει χωρίς τη συγκατάθεση της ομάδας του. Το νέο αυτό μοντέλο προτείνει μια ισορροπία: ο παίκτης μπορεί να αποχωρεί, αρκεί να καταβάλει ένα προσυμφωνημένο ποσό, το οποίο θα βασίζεται σε λογιστικά κριτήρια — όπως η διάρκεια και η συνολική αξία του συμβολαίου του. Το ποσό αυτό μπορεί να καλυφθεί είτε από τον ίδιο είτε με τη βοήθεια μιας άλλης ομάδας που ενδιαφέρεται να τον αποκτήσει.
Η νομική βάση αυτής της πρότασης δεν είναι αυθαίρετη. Βασίζεται αφενός στην πίεση που ασκεί η FIFPro, η Παγκόσμια Ένωση Ποδοσφαιριστών, για ισότητα στα εργασιακά δικαιώματα των παικτών, και αφετέρου σε αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου που έχουν κρίνει ότι οι υφιστάμενοι περιορισμοί στις μετακινήσεις παικτών παραβιάζουν τη θεμελιώδη ελευθερία μετακίνησης εργαζομένων στην ΕΕ, όπως κατοχυρώνεται από το Άρθρο 45 της Συνθήκης για τη Λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η ουσία της πρότασης δεν είναι οικονομική, αλλά βαθιά θεσμική: ο παίκτης αποκτά ουσιαστική διαπραγματευτική δύναμη, ακόμη και όταν δεσμεύεται από συμβόλαιο. Το μοντέλο επιχειρεί να καταρρίψει το μονοπώλιο της ομάδας και να δώσει στον αθλητή μεγαλύτερο έλεγχο στην καριέρα του.
Στην πράξη, η αποζημίωση εξαγοράς θα υπολογίζεται με βάση την «υπολειπόμενη αξία» του συμβολαίου. Αν, για παράδειγμα, ένας παίκτης έχει συμβόλαιο 6 ετών και βρίσκεται στο 3ο έτος, η μισή αξία έχει θεωρητικά «αποσβεστεί». Θα πρέπει, λοιπόν, να καταβάλει το υπόλοιπο ποσό μαζί με τον τρέχοντα ετήσιο μισθό του για να αποχωρήσει. Ωστόσο, οι περισσότεροι παίκτες δεν έχουν τα οικονομικά μέσα για κάτι τέτοιο — ιδίως αν η ρήτρα έχει οριστεί σε υπέρογκα ποσά, όπως συμβαίνει συχνά.
Η FIFPro, ωστόσο, δεν ζητά από τους παίκτες να πληρώνουν εκατομμύρια. Αντιθέτως, διεκδικεί μια πιο λογική προσέγγιση, ανάλογη ίσως με αυτή που εφαρμόζεται στο NBA: συμφωνία μεταξύ παίκτη και ομάδας για πρόωρη λύση του συμβολαίου, με τον παίκτη να παραιτείται από μέρος των δεδουλευμένων του και την ομάδα να μην απαιτεί εξωπραγματικές ρήτρες.
Το πιθανότερο σενάριο είναι ένα υβριδικό σύστημα: οι παίκτες θα μπορούν να αποχωρούν είτε με κοινή συναίνεση είτε μέσω εξαγοράς, με ποσά που να καθορίζονται αντικειμενικά και να μην μπλοκάρουν τις μεταγραφές. Οι ομάδες, από την πλευρά τους, θα εξακολουθούν να έχουν δικλείδες ασφαλείας, αλλά όχι πλέον απεριόριστη εξουσία.
Οι προκλήσεις είναι υπαρκτές. Οι ομάδες δύσκολα θα αποδεχτούν την απώλεια του ελέγχου. Οι υπάρχουσες ρήτρες είναι σε πολλές περιπτώσεις εξωπραγματικές. Και η εφαρμογή ενός τέτοιου μοντέλου απαιτεί τόσο πολιτική βούληση όσο και βαθιές νομικές τομές από τη FIFA, τις συνομοσπονδίες και τις εθνικές λίγκες.
Κανείς δεν μπορεί να μιλήσει με βεβαιότητα για το πότε θα έρθει αυτή η επανάσταση στις μεταγραφές, πόσο μάλλον όταν εμπλέκονται στην υπόθεση δικαστήρια.
Τα player-driven buyouts δεν είναι απλώς μια νέα ιδέα, είναι μια λογική συνέχεια. Αν εφαρμοστεί σωστά, μπορεί να αποτελέσει ένα νέο κεφάλαιο στα εργασιακά δικαιώματα των ποδοσφαιριστών, επιτρέποντάς τους να έχουν λόγο για το μέλλον τους όχι μόνο όταν λήγει το συμβόλαιό τους, αλλά και κατά τη διάρκειά του καθώς δίνουν επιτέλους στον παίκτη τη δυνατότητα να γίνει αφεντικό της καριέρας του.