Η Ηρώ Κυριακάκη στο Documento: «Δεν μου έκανε καλό ο ρόλος στα “Κόκκινα φανάρια”»

Η 93χρονη ηθοποιός Ηρώ Κυριακάκη, η Κατερίνα στη θρυλική ταινία, μιλά αποκλειστικά στο Documento.

Την αναζητούσα πολλά χρόνια για μία συνέντευξη. Δεν είχα ιδέα ότι η Ηρώ Κυριακάκη κατοικεί στο κέντρο της Αθήνας και συχνάζει σ’ ένα συγκεκριμένο καφέ. Την είδα να έρχεται στο ραντεβού μας ντυμένη στα άσπρα, περιποιημένη και γελαστή. Σαν ένα κλαράκι αδύνατη είναι, που φοβόμουν μη σπάσει καθώς της κρατούσα το χέρι και περπατούσαμε. Ακόμη κι εκεί δεν σταματούσε να λέει ιστορίες από έναν βίο πλήρη εμπειριών όλο χιούμορ – χαρακτηριστικό της αναλλοίωτο στο πέρασμα τόσων χρόνων.

Τη μερίδα του λέοντος στη συζήτησή μας κατέλαβαν, όπως ήταν αναμενόμενο, τα «Κόκκινα φανάρια», η θητεία της στο θέατρο και στις υπόλοιπες λίγες κινηματογραφικές ταινίες που έκανε, αλλά και η σχέση της με τον σκηνοθέτη – ποιητή Σταύρο Τορνέ με τον οποίο έζησαν μαζί για περισσότερο από μία δεκαετία. Αυτή είναι η πρώτη συνέντευξη που δίνει έπειτα από πάρα πολλά χρόνια – αποκλειστικά στο Documento. Κυρίες και κύριοι, η Ηρώ Κυριακάκη με εξαιρετική διαύγεια αφηγείται την 93χρονη ζωή της: «Γεννήθηκα τον Γενάρη του 1932 μέσα στα κρύα και τα χιόνια, αλλά βγήκε ο ήλιος, οπότε ο πατέρας μου είπε: “Το μωρό μας έφερε τον ήλιο”».

Hσασταν πολλά παιδιά;

Oχι, μία αδερφή είχα μόνο, μεγαλύτερη κατά πέντε χρόνια. Εμένα με έκαναν για να παίζει η Μαρία, ένα πάρα πολύ όμορφο παιδί, που όπου την έβαζαν καθόταν. Ζωγράφος έγινε. Καλλιτεχνικό ταμπεραμέντο. Εγώ ήμουν τρελόπαιδο.

Και οι γονείς;

Ο πατέρας μου ήταν του Πολεμικού Ναυτικού. Η μητέρα μου δεν ασχολιόταν με τίποτα ιδιαίτερο. Η οικογένεια του πατέρα μου ήταν από την Κρήτη. Μαζί με άλλες τρεις τέσσερις οικογένειες εγκαταστάθηκαν στον Πόρο. Αν και όλοι τους ήτανε βασιλόφρονες, ο πατέρας μου είχε μεγάλη εκτίμηση στον Βενιζέλο. Κι όταν του είπα ότι θα γίνω ηθοποιός, με κοίταξε καλά καλά και μου απάντησε: «Αν είναι να γίνεις Κοτοπούλη» (γέλια). Είχε χιούμορ, μια κι εγώ δεν ήμουν ποτέ η «ενζενούλα» της εποχής. Οταν πέθανε και τον έχασα, το χτύπημα ήταν μεγάλο.

Πότε ανακαλύψατε τις καλλιτεχνικές τάσεις;

Σπούδασα εγγλέζικη λογοτεχνία. Ηθελα πάρα πολύ να σπουδάσω Iστορία, αλλά τότε υπήρχε ένα μόνο πανεπιστήμιο. Πάνω σε μια κρίση υγείας ανακάλυψα την τέχνη. Είχα πόνους και με τρέχανε από γιατρό σε γιατρό. Είχε παρουσιαστεί ένας όγκος, καλοήθης ευτυχώς, στο κάτω μέρος της κοιλιάς. Στα μέσα του ’50 ένας τέτοιος όγκος ήταν τελειωμένη κατάσταση. Είπα τότε στον εαυτό μου ότι δεν θα κάνω εγχείρηση και θα κοιτάξω να βρω αλλού διέξοδο. Αλλος έλεγε να τον βγάλω, άλλος να μην τον βγάλω. Στα χέρια μου έπεσε μια συντηρητική δευτεροκλασάτη εφημερίδα που έγραφε ότι παρατείνονται οι εξετάσεις στη Δραματική Σχολή Ιωαννίδη. Πήγα εκεί μ’ έναν Παλαμά. «Μα Παλαμά; Καβάφη έπρεπε να απαγγείλεις» με πρόγκηξε μετά ο Κώστας Φέρρης. Εκεί ήταν και ο Κώστας Σφήκας, αυτός ο θαυμάσιος άνθρωπος.

Θυμάστε ονόματα, πρόσωπα.

Βέβαια! Πρώτον απ’ όλους γνώρισα τον Φέρρη, που με έστειλε στον Κουν. Πολύ μου στάθηκε ο Κώστας. Οχι μόνο τότε, αλλά και όταν γύρισα έπειτα από πολλά χρόνια από το εξωτερικό ενώ δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ πάλι με το θέατρο. Υπήρχε ένας σκηνοθέτης, ο Δήμος Θέος, που θα έκανε μία ταινία… Πολύ καλό παιδί και καλός σκηνοθέτης, αλλά δεν φρόντισε πολύ το έργο του. Οταν θα έκανε τη «Διαδικασία» το 1975 με ρώτησε αν ήθελα να έχω μία εποπτεία στα κοστούμια. Δέχτηκα με μεγάλη χαρά, αν και δεν ήξερα πολλά, θυμόμουν όμως τα μαθήματα του ενδυματολόγου Στεφανέλλη στη σχολή του Κουν. Τελικά έπαιξα και μία ιέρεια, αλλά τουλάχιστον μ’ αυτή την ταινία πήγα για πρώτη φορά στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Οι συνταγματάρχες είχαν φύγει. Να με συγχωρείτε που λέω «συνταγματάρχες» και δεν μπορώ να πω «η δικτατορία του Παπαδόπουλου», αλλά δεν μου βγαίνει. Κακό δικό μου, βέβαια. Σάμπως κι εγώ δεν την πλήρωσα πολύ ακριβά επί των ημερών τους;

Τι σας έκαναν;

Μου ρημάξανε το σπίτι στον Πόρο και μου γράψανε απέξω διάφορα αισχρά πράγματα. Γενικά χάσαμε τη σειρά μας από το ’67 και μετά, είδαμε φίλους να βασανίζονται στα κρατητήρια, όπως η Κίττυ Αρσένη.

Πότε γνωρίσατε τον Σταύρο Τορνέ;

Στη Σχολή Ιωαννίδη. Καθόταν σε μια γωνιά και φορούσε μια πέτσινη σάκα. Με τη γόπα του ενός τσιγάρου άναβε το επόμενο. Δεν τον μπορούσα πολύ… Τότε, το 195960, τον είχε κάνει πρωταγωνιστή ένας σκηνοθέτης, ο Χρήστος Θεοδωρόπουλος, σε μία ταινία που θα ήταν ζευγάρι με την Ξένια Καλογεροπούλου.

Μάλλον αναφέρεστε στο «Μεγάλο κόλπο» το 1960.

Χαίρομαι που τα ξέρετε. Μεγάλη πλάκα είχαν τα γυρίσματα που κράτησαν έξι μέρες. Του Σταύρου του κολλούσαν τα αυτιά γιατί πετούσαν πολύ. Είχαμε κάτι λιγότερο από φιλία, τον θεωρούσα μυστήριο. Ωσπου ένα απόγευμα, φεύγοντας από τη σχολή τον συνάντησα στην Ομόνοια. Αρχίσαμε να συζητάμε. Παρόλο που διάβαζα με μεγάλη λαχτάρα, πολιτικοποιημένη δεν ήμουν σε αντίθεση με τον Σταύρο που είχε θητεύσει στη Μακρόνησο. Αρχισε να με φλερτάρει, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα, αφού η μόνη μου αγάπη ήταν τα βιβλία. Η φιλία μας κατέληξε σ’ έναν βαθύ δεσμό. Εμπαινα στην τρώγλη όπου έμενε στο Μοναστηράκι. Θύμιζε μεταλλουργείο, αφού ό,τι έπιανες γίνονταν μαύρα τα χέρια σου. Δεν μ’ ένοιαζε, ήμουν ενθουσιασμένη μαζί του. Μόλις είχα πάει και στου Κουν, αφού εκτός από τον Φέρρη, εκεί με είχε στείλει και ο Κώστας Καζάκος.

Πόσα χρόνια μείνατε μαζί με τον Τορνέ;

Πάψαμε να βλεπόμαστε όταν γύρισε στην Ελλάδα. Ημασταν αλλού πια δοσμένοι ο καθένας. Τον είχα παντρευτεί κιόλας, έναν γάμο έκανα μόνο στη ζωή μου. Πρέπει να σας πω ότι ο Σταύρος είχε συνδεθεί στενά με τον Αντονι Κουίν στον «Ζορμπά» του Κακογιάννη.

«Για την ταινία είχαν κάνει δοκιμαστικά όλες οι κοπέλες του θιάσου, μα δεν έκαναν για τον ρόλο της Κατερίνας στη μεγάλη οθόνη. Ο Γεωργιάδης μού έβαζε στουπέτσι στο πρόσωπο “για να μην πεταρίζει το μάτι νεανικά”» θυμάται η Ηρώ Κυριακάκη για τον ρόλο της στα «Κόκκινα φανάρια»

 

Μ’ ενδιαφέρει πολύ η ιστορία αυτή.

Στα διαλείμματα των γυρισμάτων ρωτούσε ο Κουίν: «Ξέρει κανείς να παίζει σκάκι;» «Ξέρω εγώ» πετάχτηκε ο Σταύρος, ο οποίος έκανε το κάστινγκ στην ταινία. Δεν το γράψανε το όνομά του, αλλά τέλος πάντων… Είχα κατέβει στην Κρήτη για να ’μαι κοντά του, έχοντας κάνει μόλις τα «Κόκκινα φανάρια». Δεν θα ξεχάσω ποτέ την ώρα που έβγαινα από το αεροπλάνο. Συνταξιδεύαμε με τη Σιμόν Σινιορέ που πήγε να κάνει τη Μαντάμ Ορτάνς και είχε έρθει με τον άντρα της. Της έδωσα ένα γαρίφαλο που αυτή το πήρε συμβολικά, γιατί είχε πάντα μαζί της τη φωτογραφία του Μπελογιάννη. Σας λέω πράγματα που λέω για πρώτη φορά στη ζωή μου, γιατί δεν λέγονται, αλλά έγιναν. Στο μεταξύ δεν ήξερα ότι το γαρίφαλο για τους Γάλλους θεωρείται γρουσουζιά και, ως γνωστόν, η Σινιορέ έφυγε, παραιτήθηκε από την ταινία. Μέσα σ’ ένα βράδυ δεν μπορούσε με τίποτα να μπει στο κλίμα του έργου όσο κι αν προσπαθούσε ο Κακογιάννης. Τη στιγμή που βγαίναμε απ’ το αεροπλάνο ένα γκρουπ περίμενε να την παραλάβει. Μεταξύ τους και ο Μίκης Θεοδωράκης, που έγραφε τη μουσική και που είχε δει την κίνησή μου με το γαρίφαλο. Δεν θα ξεχάσω που τους άφησε όλους ο Θεοδωράκης και ήρθε κατευθείαν σε μένα λέγοντάς μου πολύ συγκινητικά λόγια.

Για τα «Κόκκινα φανάρια» θέλω να μου πείτε τώρα.

Επαιζα στα «Κόκκινα φανάρια» στο θέατρο Πορεία με τον Αλέξη Δαμιανό. Με ζήτησε για την ταινία ο Βασίλης Γεωργιάδης, «την Κυριακάκη θέλω για τον ρόλο της Κατερίνας» έλεγε. «Μα είναι νέο κορίτσι, πώς θα παίξει τη γριά;» του λέγανε οι άλλοι (γέλια). Τρεις φορές την έχω δει την ταινία και την τρίτη με απογοήτευσε, αφού ο ρόλος δεν είχε καμία σχέση με εκείνα τα περάσματα που έκανα στο θέατρο, περιμένοντας τον «γέρο» μου, τον Νότη Περγιάλη. Δεν νομίζω ότι μου έκανε καλό ο ρόλος αυτός. Για την ταινία είχαν κάνει δοκιμαστικά όλες οι κοπέλες του θιάσου, μα δεν έκαναν για τον ρόλο της Κατερίνας στη μεγάλη οθόνη. Ο Γεωργιάδης μού έβαζε στουπέτσι στο πρόσωπο «για να μην πεταρίζει το μάτι νεανικά» όπως έλεγε. Το τι τράβηξα με το μακιγιάζ δεν περιγράφεται. Τρεις μακιγέρ είχαμε αλλάξει. Επειτα με φώναζαν να παίξω τις γριές όλου του κόσμου (γέλια).

Παίξατε και στον «Παπατρέχα» με τον Θανάση Βέγγο. Εκεί κάνατε τη θεούσα αδερφή του.

Βέβαια. Στο πάνω πάτωμα έμενα εγώ και στο από κάτω ο διευθυντής παραγωγής του Βέγγου, σε μια γκαρσονιέρα, που ήταν μεγάλος θαυμαστής μου απ’ τα «Κόκκινα φανάρια». Αυτός με πρότεινε για τον ρόλο, αφού γενικώς δεν είχα μεγάλη ζήτηση. Μόνο ο Τσιώλης μια φορά με έστειλε στον Δαλιανίδη και έπαιξα με τον Σπύρο Καλογήρου στο ίδιο κρεβάτι. Το φαντάζεστε; Ο Βέγγος ήταν υπέροχος, μόνο να μην του πείραζες τίποτε από το σκηνικό. Τα πέρναγε όλα με τα χέρια του. Εγώ πάλι τον παρακολουθούσα και γελούσα, γιατί το ’χω εύκολο το γέλιο. Στον «Παπατρέχα» έκανα μια νέα, στη «Στεφανία» όμως έκανα πάλι μια μεγάλη γυναίκα. Και ο Καλογήρου εξαιρετικός άνθρωπος ήταν, κάθε άλλο παρά κακός.

Ως θεούσα αδερφή του Θανάση Βέγγου στον «Παπατρέχα»

Πάντως στα «Κόκκινα φανάρια» οφείλετε όσα κάνατε στον κινηματογράφο.

Ναι, αλλά δεν με ένοιαζε πολύ κιόλας, γιατί έκανα πολύ θέατρο τον ίδιο καιρό. Επαιζα με την Ελσα Βεργή, γνώρισα την Ειρήνη Καλκάνη στον θίασο του Θεοδοσιάδη. Κι όταν επέστρεψα στην Ελλάδα και ξαναμπήκα στα πράγματα, κάναμε τη «Νίκη» της Λούλας Αναγνωστάκη με τον Κουν. Τεράστια καλλιτεχνική επιτυχία. Τη Λούλα τη γνώρισα καλά, ήταν κλειστός άνθρωπος. Ενα παράπονο είχα απ’ όσους συνεργάστηκαν μαζί μου, δεν με καλούσαν ποτέ σε πρεμιέρες, σαν να με ξεχνούσαν όλοι. Πάντως στην πρεμιέρα της «Νίκης», η Αναγνωστάκη ήταν από κάτω ανέκφραστη, σοβαρή, μέχρι που ο Μαρωνίτης μού φώναξε «Μπράβο». Ηταν πολύ σημαντική στιγμή για μένα.

Προτιμούσατε το θέατρο από τον κινηματογράφο.

Δεν τα πάω καλά με τις μηχανές. Είμαι ίσως η μόνη ηθοποιός που δεν είχα κομπιούτερ απ’ όταν πρωτοβγήκαν. Και στην τηλεόραση τα ίδια. Ο Φέρρης πάλι ήταν ο πρώτος που με φώναξε να παίξω σε κάποια μονόπρακτα με τον Κώστα Μεσσάρη σε διασκευές της Μέλπως Ζαρόκωστα. Δεν θα έκανα τηλεόραση άμα δεν ήταν ο Φέρρης, έχοντας γυρίσει από την Ιταλία. Ο δε Τορνές γύρισε στην Ελλάδα μόνο όταν ήρθε στην εξουσία ο Παπανδρέου το ’81. Πίστευε σε μια ουτοπία, στην επανάσταση. Εγώ πάλι διέθετα μια πολιτική ενόραση ειδικά μετά τον Μάη του ’68 και μην έχοντας διαβάσει ποτέ Μαρξ.

Πάλι στον Τορνέ γυρνάμε. Τελικά υπήρξατε ερωτευμένη αληθινά μαζί του.

Δεν ήταν ακριβώς έρωτας. Ηταν γοητευτικός άνθρωπος. Με χόρευε, μου άφηνε έξω απ’ την πόρτα ένα λουλούδι μαζί μ’ ένα ποίημα, τέτοια έκανε. Και στην Ιταλία αν τον ακολούθησα ήταν επειδή φοβόταν ότι εδώ θα τον σκότωναν οι παρακρατικοί… Μας έπιασε έπειτα αυτό το μεγάλο παγκόσμιο κίνημα αμφισβήτησης που δεν θα ξαναγίνει. Σε ευαισθητοποιούν όλα αυτά, πόσο μάλλον αν προέρχεσαι από συντηρητική οικογένεια, όπως εγώ. Θυμάμαι το 1970 που ήμασταν στη Γιουγκοσλαβία όταν ο Φραντσέσκο Ρόσι έκανε το «Uomini contro». Είχε βάλει τον Σταύρο να κάνει έναν στρατηγό. Εγώ δεν δούλευα στην ταινία, αλλά κόλλησα από τον Σταύρο ένα μικρόβιο και μέχρι σήμερα μου ’χει αφήσει κουσούρια. Είχε αρρωστήσει όλο το συνεργείο. Τον αγαπούσε ο Ρόσι τον Σταύρο, πάντα τον έπαιρνε στις δουλειές του. Το ίδιο, όμως, και ο Αντονιόνι που είχε παραστεί σε μια προβολή του «Θηραϊκού όρθρου». «Να πάρετε αυτόν τον άνθρωπο να δουλέψει στην τηλεόραση» είχε πει για τον Σταύρο ο Αντονιόνι, αλλά τελικά δεν τον πήραν. Εγώ έκανα τα τηλεφωνήματα και τα θυμάμαι καλά. Σε εκείνη την προβολή-αστραπή είχαμε καλέσει μέχρι και τον διευθυντή της ιταλικής τηλεόρασης. Περάσαμε πάρα πολύ δύσκολα τα πρώτα χρόνια στην Ιταλία.

Πείτε μου, κυρία Κυριακάκη, τελικά «ήταν ωραία η ζωή, Κατερίνα»;

(Με κοιτάει έντονα μέσα στα μάτια. Χαμογελάει) Καλή ήταν…