Η κοινοτοπία του κακού

Το 1961 η Γερμανοεβραία φιλόσοφος Χάνα Αρεντ κάλυψε για το περιοδικό «New Yorker» τη δίκη του θεωρητικού του Ολοκαυτώματος Αντολφ Αϊχμαν που διεξάχθηκε στην Ιερουσαλήμ.

Η Αρεντ παρακολουθώντας τη δίκη δεν είδε στο πρόσωπο του Άιχμαν ούτε το τέρας ούτε τους τερατώδεις μύθους του ναζισμού. Αντίκρισε ένα ανθρωπίδιο, έναν φοβισμένο μελλοθάνατο που φυσούσε συχνά τη μύτη του όλο αγωνία και δικαιολογούσε τις πράξεις του μέσα από την επίκληση του καθήκοντος.

Η Αρεντ, παρά την καταγωγή της, διατύπωσε τη θεωρία της περί κοινοτοπίας του κακού η οποία δικαιολογούσε τον Αϊχμαν. Σύμφωνα με αυτήν, όσοι διαπράττουν μεγάλα εγκλήματα δεν είναι διεστραμμένα μυαλά που διαμορφώνονται από την πίστη στο κακό, όπως πιστεύουν στερεοτυπικά οι άνθρωποι. Το κακό γεννιέται και αναπτύσσεται μέσα από την αδράνεια και την υποταγή των ανθρώπων· από την αδυναμία τους να αμφισβητήσουν το σύστημα το οποίο τους μετατρέπει σε υπάκουους ανθρώπους που εναρμονίζονται πειθαρχώντας σε διαταγές. Καταλήγουν έτσι να μην αμφισβητούν την αποστολή τους και με την προσήλωσή τους σε αυτήν να δικαιολογούν την κάθε τους ενέργεια, ακόμη και το έγκλημα.

Η θεωρία της Χάνα Αρεντ περί κοινοτοπίας του κακού αρκετές φορές παρέχει εξηγήσεις για όσα συμβαίνουν γύρω μας. Γι’ αυτό το «καθήκον» ή τη «σωτηρία» που γεννάνε εγκλήματα, τα οποία στη συνέχεια εξαφανίζονται κάτω από το χαλάκι μαζί με τους κανόνες και την έλλειψη αμφισβήτησης.

Κάπως έτσι, ο δημοσιογράφος που υπηρετεί όχι τη δημοσιογραφία αλλά κάποια εταιρεία έχει διαμορφώσει με την ατολμία και την έλλειψη αμφισβήτησης τους κανόνες που τον κρατάνε σε πορεία σταθερή μεν, αλλά πορεία εγκλήματος απέναντι στον ρόλο του. Δεν είναι διεφθαρμένος, δεν υπηρετεί τους κακούς, δεν εξαρτάται, αλλά δημιουργεί με μια απλοϊκή και βολική προσωπική ανάγνωση τους κανόνες που υπηρετεί η λεγόμενη πλειοψηφία, με αποτέλεσμα ακόμη και να δημιουργεί την πλειοψηφία όταν δεν υπάρχει.

Ετσι ακριβώς και ο τραπεζίτης, ο μάνατζερ, ο οικονομολόγος που δεν διαθέτει κοινωνικές αναστολές, στη δική του θεώρηση δεν δημιουργεί καταστροφές, δεν αναπαράγει αδικία, δεν δολοφονεί οικονομίες, αλλά υπηρετεί τους νόμους και τους κανόνες της αγοράς.

Με τη σειρά του ο διεφθαρμένος πολιτικός δεν θεωρεί ότι χρηματίζεται, ότι παίρνει μίζες, ούτε φυσικά ότι εγκληματεί, αλλά ότι υπηρετεί τους διαμορφωμένους κανόνες της πολιτικής από τους οποίους είναι αδύνατο να ξεφύγει.

Κάπως έτσι ο Ακης Τσοχατζόπουλος όταν πιάστηκε όπως πιάστηκε απέδωσε τα πάντα σε πολιτική σκευωρία. Με τον ίδιο τρόπο, ο Γιάννος Παπαντωνίου δεν βλέπει κανένα δικό του έγκλημα, αλλά των άλλων που στήνουν πλεκτάνη εναντίον του.

Οχι, δεν πρόκειται απλώς για δικαιολογίες, αλλά για πίστη πως δεν διαπράττουν κανένα κακό, γιατί εκπροσωπούν το καλό των κανόνων που τους ευνοούν. Θυμάμαι τα ημερολόγια του Ακη που κατέσχεσαν οι εισαγγελείς. Στη μία σελίδα κρατούσε σημειώσεις για το πόσα του χρωστούσε ο Σμπώκος από τις μίζες και στην άλλη έγραφε στον ίδιο τον Σμπώκο: «Γιάννη, δώσε μου τα λεφτά, θυμήσου όσα κάναμε για την πατρίδα και το κόμμα μαζί». Η αίσθηση του καθήκοντος συνυπήρχε με το έγκλημα, γιατί ο προσωπικός κανόνας, αυτός που βόλευε, ήταν το καλό.

Η υπακοή στο σύστημα, η βολική αδράνεια, η προσωπική εξυπηρέτηση όχι μόνο δημιουργούν εγκλήματα, αλλά επίσης τα δικαιολογούν. Δημιουργούν μια διευρυμένη αποδοχή για αυτά, σε βαθμό που κάθε άλλη αντίληψη, ακόμη και οι ηθικοί κανόνες, μοιάζει παρωχημένη. Αν αναρωτιέστε γιατί ο Ευάγγελος Βενιζέλος είναι πειστικός ως σωτήρας, γιατί ο Γιάννης Στουρνάρας δεν θεωρεί καθόλου μεμπτό το να είναι μαθητής του Γιάννου ή γιατί ο Ευαγγελάτος γίνεται με πλήρη φυσικότητα παρουσιαστής της Novartis ενώ δεν έχει κανέναν οικονομικό ή άλλον λόγο να το κάνει, θυμηθείτε ότι η μη αμφισβήτηση δημιουργεί κανόνες αποδοχής. Η κοινοτοπία του κακού, ή αν θέλετε της διαπλοκής, επικρατεί ως κανόνας όταν οι άνθρωποι δεν αμφισβητούν τους κανόνες.