Η προοδευτική σκέψη μετά την Covid

Περάσαμε –και περνάμε ακόμη– μια κρίση που άλλαξε τα πάντα γύρω μας, από την καθημερινότητά μας και τις βασικές μας συνήθειες μέχρι την κοινωνική δραστηριοποίηση, τις ανθρώπινες σχέσεις, τις προτεραιότητές μας. Και μαζί με αυτά άλλαξε ριζικά και την αντίληψή μας για την πολιτική. Οχι μόνο θέτοντας νέες διαχωριστικές γραμμές μεταξύ χρησιμότητας και δημαγωγίας, ορθολογισμού και λαϊκισμού, πρωτοβουλίας και μικροδιαχείρισης, αλλά πολύ περισσότερο διαμορφώνοντας στη νέα εποχή που ξετυλίγεται μπροστά μας κρίσιμα ιδεολογικά και πολιτικά διλήμματα. Διλήμματα στα οποία οι απαντήσεις θα καθορίσουν αν η κρίση που εξακολουθούμε να βιώνουμε μπορεί να έχει και τις προεκτάσεις μιας σημαντικής ευκαιρίας — τόσο για τον κόσμο όσο κυρίως για την Ελλάδα.

Πρώτο καθοριστικό σημείο η επιστήμη και η τεχνολογία, που εισήλθαν καθοριστικά πλέον στην καθημερινότητά μας. Οχι μόνο με την εξ αποστάσεως εκπλήρωση στοιχειωδών λειτουργιών αλλά πολύ περισσότερο με τον αυτοματισμό και την τεχνητή νοημοσύνη, τα νέα χαρακτηριστικά της επονομαζόμενης 4ης βιομηχανικής επανάστασης, να προδιαγράφουν ριζικές αλλαγές στον χάρτη των επαγγελμάτων, της απασχόλησης και της υφιστάμενης κατάρτισης του εργατικού δυναμικού, εισάγοντας νέους κλάδους και καταργώντας μέχρι πρότινος κραταιούς. Αλλά και στο ίδιο το περιβάλλον εργασίας, ισορροπώντας από τη μία με τη δυνατότητα του εργαζόμενου να απασχολείται όχι μόνο από το σπίτι αλλά και από οπουδήποτε επιλέξει, με περισσότερο χώρο για την αναβάθμιση της ποιότητας της ζωής και καθημερινότητάς του, αλλά και με τον κίνδυνο μιας νέας κανονικότητας ελαστικών μορφών εργασίας και υποβάθμισης μισθών έναντι του ωραρίου και των υπερωριών, υποβάθμισης των συλλογικών διαπραγματεύσεων, των ελεγκτικών μηχανισμών, της εργασιακής ασφάλειας, της εκπροσώπησης.

Η πανδημία έφερε ξανά στο προσκήνιο τον ρόλο του δημόσιου τομέα. Και το έκανε πρωτίστως με το δημόσιο σύστημα υγείας. Με την αυτονόητη πλέον παραδοχή, ακόμη και από τους πολέμιούς του, ότι χωρίς τον απαιτούμενο συγκεντρωτισμό και κεντρικό συντονισμό αλλά και τις οριζόντιες δομές του, το εξειδικευμένο, έμπειρο και ικανό προσωπικό, σήμερα η εικόνα θα ήταν εντελώς διαφορετική. Κάνοντας σαφές πως η ανάγκη ενίσχυσης και αναγέννησής του είναι μονόδρομος. Και μαζί με αυτό πως οι κοινωνικές υποδομές, το κοινωνικό κράτος, οι δομές πρόνοιας αλλά και ο ευρύτερος δημόσιος τομέας, μέσα από τον εκσυγχρονισμό του, την οργανωμένη και συντεταγμένη λειτουργία του, τις προτεραιότητες υπέρ του ανθρώπου και του κοινωνικού συνόλου, μακριά από δογματισμούς και ιδεοληψίες, μπορεί να έχει κρίσιμη και χρήσιμη συνεισφορά σε όλους τους τομείς λειτουργίας και ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας.

Εφερε νέες προκλήσεις στον ρόλο της Ευρώπης. Ειδικά μπροστά στο δίλημμα της εποχής –συνηγορούμενο από έναν εντεινόμενο ευρωσκεπτικισμό– μεταξύ της περαιτέρω ολοκλήρωσης και εμβάθυνσης ή του εθνικού απομονωτισμού. Ο οριζόντιος χαρακτήρας της υγειονομικής κρίσης επέβαλε κατά κάποιον τρόπο και μια πιο ενιαία λειτουργία στην αντιμετώπισή της. Βλέποντας για πρώτη φορά, έστω και μερικώς, την έννοια της αμοιβαιοποίησης των υποχρεώσεων με ενιαία οικονομικά «πακέτα» από το Ταμείο Ανάκαμψης προς όλες τις χώρες της Ενωσης. Και μαζί με αυτό μια προσπάθεια συλλογικής διαχείρισης της υγειονομικής κρίσης, των εμβολίων και των άλλων προκλήσεων που τη συνοδεύουν.

Αλλαξε σημαντικά τον ρόλο και τη λειτουργία του ατόμου εντός της κοινωνίας. Δημιουργώντας μια νέα αντίληψη για τη συλλογικότητα, ικανή να δώσει ώθηση σε μια κοινωνική λειτουργία που θα προτάσσει το «μαζί» έναντι του «εγώ». Και μαζί με αυτή την αντίληψη, η πρόκληση να δομήσουμε ξανά θεσμούς που θα μπορέσουν να αποτυπώσουν πολιτειακά τη συλλογική αυτή λειτουργία. Θεσμούς που θα βασίζονται στη διαφάνεια, που θα είναι υπερκομματικοί, υπεράνω όλων και για όλους. Θεσμούς αξιόπιστους που θα εμπνέουν εμπιστοσύνη. Αυτή την εμπιστοσύνη που όλοι μας αναζητήσαμε μέσα στην κρίση. Και όταν τη χάσαμε αντιληφθήκαμε την αξία της. Πρόκληση για την κοινωνία και το πολιτικό μας σύστημα.

Η πανδημία, λοιπόν, άλλαξε γύρω μας πολλά, μας έκανε να σκεφτούμε, να αναθεωρήσουμε, να σχεδιάσουμε. Αντί για τη μοιρολατρική ανάγνωση του ενός –και πλέον– «χαμένου» έτους, ας δούμε την ευκαιρία της λευκής σελίδας που έχουμε μπροστά μας. Ας της δώσουμε πρόσημο και προοδευτικά χαρακτηριστικά απέναντι σε όσους εργαλειοποιούν την κρίση για να μας γυρίσουν πίσω. Ωστε το βιβλίο που θα ξεκινήσουμε να γράφουμε να αφορά τους πολλούς. Με όρους δικαιοσύνης, ισότητας και βιωσιμότητας. Είναι το στοίχημα του δημοκρατικού χώρου για τη δική μας εποχή.

Ο Μανώλης Χριστοδουλάκης είναι γραμματέας της Κεντρικής Πολιτικής Επιτροπής του Κινήματος Αλλαγής