H ραγισμένη καρδιά του Τζέιμς Γκαντολφίνι

Οι δαίμονες του εθισμού πήραν κεφάλι όσο η καριέρα του Γκαντολφίνι εκτοξευόταν στη στρατόσφαιρα

Νέα βιογραφία επιχειρεί να δώσει απαντήσεις για τη σχέση που υπήρχε ανάμεσα στον αρχιμαφιόζο της σειράς «The Sopranos» και τον ηθοποιό που τον ενσάρκωσε.

Μπορεί ο Τζέιμς Γκαντολφίνι να θεωρούσε τον εαυτό του «έναν Γούντι Αλεν 120 κιλών», στην πραγματικότητα όμως παραδεχόταν ότι μερικά ελαττώματα του Τόνι Σοπράνο που ενσάρκωνε ήταν και δικά του. «Προσπαθείς να ξεφύγεις απ’ αυτά, αλλά μετά σε παρασύρει», όπως είχε εξομολογηθεί λίγα χρόνια πριν από τον πρόωρο θάνατό του στη Ρώμη τον Ιούνιο του 2013 από καρδιακή προσβολή, σε ηλικία μόλις 51 ετών.

Ίσως ήταν η ευαλωτότητα του πιο διάσημου τηλεοπτικού αρχηγού της μαφίας και ο συναρπαστικά πολύπλοκος ψυχισμός του που έκαναν τον Γκαντολφίνι να ταυτιστεί με τον ρόλο; Κανείς δεν μπορεί να ερμηνεύσει με τόση δεξιοτεχνία αυτό το μείγμα περηφάνιας και περιφρόνησης, πυγμής και αδυναμίας, ατσάλινου βλέμματος και βαθιάς μελαγχολίας, θανατηφόρας γαλήνης και ηφαιστειακών ξεσπασμάτων, δολοφονικού ενστίκτου και απύθμενης αυτολύπησης, αν δεν ξύσει δικές του σκοτεινές ψυχικές περιοχές. Οι κρίσεις πανικού ενός αιματοβαμμένου κακοποιού που τον οδήγησαν κρυφά στο ντιβάνι της ψυχαναλύτριας θα μείνουν στην τηλεοπτική ιστορία με την ικανότητα του Γκαντολφίνι να προκαλεί το γέλιο, τον αποτροπιασμό, τη συμπάθεια και την επίγνωση ότι ήταν η τέλεια ενσάρκωση ενός αιμοσταγούς δολοφόνου με κακοφορμισμένες ανοιχτές πληγές, ένα ανδρείκελο που σηματοδοτούσε το τέλος της βασιλείας της τοξικής αρρενωπότητας σε έναν κόσμο που άλλαζε ορμητικά. Και τελικά πόσο διχαστικό είναι να σε ξέρουν όλοι με το όνομα του τηλεοπτικού alter ego σου ταυτίζοντάς σε με τον αντιήρωα που έμελλε να αλλάξει την πορεία της αμερικανικής τηλεόρασης;

Στο πάνθεον των αντιηρώων

Ο ρόλος του Τόνι Σοπράνο μπήκε σχεδόν αμέσως στο πάνθεον των Αμερικανών αντιηρώων μαζί με αυτούς των Τζέι Γκάτσμπι και Μάικλ Κορλεόνε στον κινηματογράφο που προηγήθηκαν, του Ντον Ντρέιπερ της σειράς «Mad men» και του Γουόλτερ Γουάιτ στο «Breaking bad» που ακολούθησαν. Σύμφωνα με την εμπεριστατωμένη βιογραφία διά χειρός του δημοσιογράφου και κριτικού Τζέισον Μπέιλι με τίτλο «Γκαντολφίνι: Ο Τζιμ, ο Τόνι και η ζωή ενός μύθου» (Gandolfini: Jim, Tony, and the Life of a Legend, εκδ. Harry N. Abrams), που κυκλοφόρησε στις ΗΠΑ στο τέλος Απριλίου και περιέχει δεκάδες συνομιλίες με συνεργάτες, φίλους, παραγωγούς και σκηνοθέτες που τον γνώριζαν πολύ καλά, είναι πολλά τα κοινά στοιχεία αλλά και οι διαφορές ανάμεσα στον Τζιμ (όπως τον αποκαλούσαν οι δικοί του) και τον Τόνι.

Η ιταλική καταγωγή τους, το Νιου Τζέρσεϊ, όπου μεγάλωσαν και οι δύο, οι δαίμονες της προσωπικής ζωής τους, οι εξαρτήσεις, η πολύπλοκη ψυχοσύνθεση, τα οικογενειακά προβλήματα, η χαμηλή αυτοεκτίμηση. «Αλλά ο Τζιμ ήταν πολύ παραπάνω από τον ρόλο που του άλλαξε τη ζωή» αναφέρει ο βιογράφος. Για τη γενναιοδωρία του, την ενσυναίσθηση που έδειχνε στον πόνο του άλλου, για τη συνήθειά του να μοιράζει μεγάλα μπόνους από τη δική του αμοιβή στο τηλεοπτικό συνεργείο και στους ηθοποιούς που έπαιζαν δεύτερους ρόλους στο τέλος κάθε σεζόν των «Sopranos» είχε κερδίσει το παρατσούκλι «αγαθός γίγαντας». Ακόμη θυμούνται τα ακριβά δώρα που τους πρόσφερε και βέβαια το ρολόι που χάρισε σε όλους στο τέλος του 86ου επεισοδίου, στην αυλαία της έκτης και τελευταίας σεζόν των «Sopranos». Πρόκειται για ένα φινάλε τόσο διφορούμενο που όλοι το συζητούν ακόμη.

Επιτυχία αλλά και αυτοκαταστροφή

Αυτό όμως που προκαλεί τη μεγαλύτερη εντύπωση στη βιογραφία του Μπέιλι είναι ότι κανένας από όσους του μίλησαν για τον Γκαντολφίνι δεν ήταν επικριτικός, ακόμη κι όταν ανέφεραν τα σοβαρά προβλήματα της συμπεριφοράς του που ξεκίνησαν περίπου στο μέσον της σειράς, όταν η επιτυχία ήταν τόσο μεγάλη που ο εσωστρεφής ηθοποιός δεν μπορούσε πλέον να τη διαχειριστεί. Ο συμπρωταγωνιστής του Βαν Ζαν θυμάται ότι τουλάχιστον μία φορά τον μήνα προσπαθούσε να τον πείσει να μην εγκαταλείψει τη σειρά, με βασικό επιχείρημα ότι θα άφηνε χωρίς δουλειά εκατοντάδες εργαζόμενους.

Ομως ήταν φανερό ότι ο Γκαντολφίνι κατέβαλλε πλέον μεγάλες προσπάθειες για να ανταποκριθεί στον ρόλο που του χάρισε συνολικά τρία βραβεία Emmy, τρία βραβεία της Ενωσης Αμερικανών Κριτικών και μία Χρυσή Σφαίρα, συχνά βρίζοντας τον εαυτό του στα μισά μιας σκηνής επειδή δεν θυμόταν τα λόγια ή επειδή δεν ήταν ικανοποιημένος από την ερμηνεία του, με τις λήψεις να επαναλαμβάνονται επί ώρες. Το χειρότερο ήταν ότι αργούσε στα γυρίσματα ή δεν εμφανιζόταν καθόλου έπειτα από ολονύχτιες καταχρήσεις με αλκοόλ και κοκαΐνη.

Οι δαίμονες του εθισμού πήραν κεφάλι όσο η καριέρα του εκτοξευόταν στη στρατόσφαιρα και η δόξα, που δεν επιζήτησε ούτε περίμενε, επηρέασε ολόκληρη την ύπαρξή του. Τον γάμο του, τις σχέσεις του και το αυτο-είδωλο ενός κατά βάση ταπεινού καλλιτέχνη που είχε διαπρέψει τη δεκαετία του ’90 ως εξαιρετικός ηθοποιός χαρακτήρων σε ρόλους που δεν μπορούσες να ξεχάσεις, παρόλο που δεν μπορούσες να θυμηθείς σωστά το ιταλικό όνομά του.