Η σπείρα των πορτοφολάδων, οι διάλογοι και η «αδυναμία» σε συγκεκριμένους σταθμούς του μετρό (Photos)

Η Ελληνική Αστυνομία κατόρθωσε να εξαρθρώσει πολυμελή σπείρα τα μέλη της οποίας δραστηριοποιούνταν συστηματικά, την τελευταία τουλάχιστον 10ετία, σε κλοπές πορτοφολιών από επιβάτες στα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς στην Αττική.

Πέραν της εξάρθρωσης, πολύ σημαντικό είναι πως έγινε γνωστό, μετά από μια μεθοδική προσέγγιση πώς ήταν οργανωμένη, πώς είχε «μοιράσει» τις περιοχές (και τους σταθμούς) και πως κινείτο.

Σε πρακτικό επίπεδο συνελήφθησαν 31 άτομα, στην πλειονότητά τους «αρχηγικά» στελέχη τα περισσότερα εκ των οποίων είναι υπήκοοι Αλβανίας.

Από τη διερεύνηση της υπόθεσης η Αστυνομία κατάφερε να εξιχνιάσει 764 κλοπές πορτοφολιών ( με κατασχέσεις 498 κλεμμένων πορτοφολιών) αλλά και το χρηματικό ποσό των 9.500 ευρώ, ενώ ταυτοποιήθηκαν και αναζητούνται άλλα δέκα οκτώ μέλη της οργάνωσης.

Σε αυτήν περιγράφονται ως αρχηγικά μέλη της συμμορίας ένας άνδρας και μια γυναίκα από την Αλβανία, 32 και 35 ετών. Και οι δύο έχουν πλούσιο «βιογραφικό», καθώς την τελευταία δεκαπενταετία μετρούν δεκάδες συλλήψεις για κλοπές από ΜΜΜ.

Συγκεκριμένα, ο 32χρονος είχε και το 2015 κατηγορηθεί για συμμετοχή σε σπείρα που διέπραττε κλοπές από επιβάτες του μετρό και του ηλεκτρικού, ενώ τον Αύγουστο συνελήφθη στον σταθμό του μετρό στο Σύνταγμα για το ίδιο αδίκημα.

Εξίσου ή και περισσότερο δραστήρια ήταν η γυναίκα-αρχηγός της συμμορίας: ήταν υπεύθυνη για τη στελέχωση των ομάδων «κρούσης», διοχέτευε τα κλεμμένα κινητά στην Αλβανία, ενώ μετείχε και η ίδια στις «επιχειρήσεις» της ομάδας. Επιπλέον, μετέτρεπε το κλεμμένο συνάλλαγμα σε ευρώ και στη συνέχεια μοίραζε τη λεία στα μέλη της ομάδας.

Από το ηλεκτρονικό αρχείο της ΕΛ.ΑΣ. προκύπτει ότι συνελήφθη για πρώτη φορά το 1999 από αστυνομικούς του Τμήματος Παγκρατίου, ενώ μόνο την τελευταία διετία έχει κατηγορηθεί 8 φορές για κλοπές από μέσα μεταφοράς. Αστυνομικοί περιγράφουν το εξής περιστατικό ως χαρακτηριστικό της ιδιοσυγκρασίας της: ενώ βρισκόταν στο Τ.Α. Καλλιθέας, έδινε οδηγίες –μέσω κινητού– σε μέλη του κυκλώματος που διέπρατταν κλοπές.

Εναντίον τους σχηματίστηκε κακουργηματική ποινική δικογραφία για διακεκριμένες περιπτώσεις κλοπής κατά συναυτουργία και εξακολούθηση, από δράστες που διαπράττουν τέτοιες πράξεις κατ΄ επάγγελμα και συνήθεια, σε συνδυασμό με τις διατάξεις για εγκληματική οργάνωση και πρόληψη και καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Η έρευνα:

Όπως αναφέρει η Ελληνική Αστυνομία, το δομικό χαρακτηριστικό της έρευνας αυτής είναι ότι δεν επικεντρώθηκε στην ταξινόμηση και διερεύνηση των κλοπών, με βάση αποκλειστικά την περιπτωσιολογία και τυπολογία των υποθέσεων, όπως κατά κανόνα εφαρμόζονταν διαχρονικά, αλλά επικεντρώθηκε στα επίπεδα των οργανωτικών δομών που συνέθεταν το πάζλ διασύνδεσης των μελών της Εγκληματικής Οργάνωσης.

Κατά τη μυστική έρευνα, η ΕΛ.ΑΣ κατέγραψε πολλούς διαλόγους, ιδιαίτερα στο μετρό και τον ΗΣΑΠ ενώ όπως φαίνεται η σπείρα είχε αδυναμία στη γραμμή του αεροδρομίου.

«Έλα εδώ στην πόρτα τη δικιά μου, γιατί είναι κάτι καλά θύματα, πολύ καλά και είναι μπούφοι εντελώς και έχουν πολλά λεφτά», αναφέρεται σε έναν εξ αυτών των διαλόγων

Σε ποιους σταθμούς είχαν «αδυναμία»:

Σύμφωνα με τα δικαστικά έγγραφα, οι «ελαφροχέρηδες» έδειχναν προτίμηση στους σταθμούς του μετρό «Ευαγγελισμός», «Μέγαρο Μουσικής», «Σύνταγμα», «Πανόρμου», «Ομόνοια», ενώ επέλεγαν να δρουν τις ώρες αιχμής: από τις 7 π.μ. έως 9.30 π.μ. και από τις 5 μ.μ. έως τις 9 μ.μ., προκειμένου να εκμεταλλεύονται τον συνωστισμό στους συρμούς.

Οι διάλογοι:

Παρίσταναν τους τουρίστες και κρατούσαν χάρτες, εφημερίδες και τσαντάκια για να μην κινούν υποψίες. «Βασική προϋπόθεση για να ενεργήσουν αποτελούσε η απόσπαση της προσοχής του θύματος και η διαμόρφωση των κατάλληλων συνθηκών με τη δημιουργία τεχνητού συνωστισμού», αναφέρεται στη δικογραφία.

Α: Πού είσαι, μωρή;

Β: Στην Εθνική Αμυνα.

Α: Πού είσαι, δεν σε έχουμε δει σε δύο τρένα;

Β: Αδελφέ, δουλεύω το αεροδρόμιο για πάνω.

Α: Φύγαμε εμείς, βγήκαμε.

Β: Γιατί;

Α: Δεν είδαμε εσένα, είπαμε κάτι έγινε και φύγαμε και εσύ δεν το σήκωνες.

Β: Στη δουλειά, ρε άνθρωπε...

Αυτά ακούγονται να λένε σε τηλεφωνική τους συνομιλία η 35χρονη φερόμενη ως αρχηγός και δύο συνεργοί, το απόγευμα της 16ης Ιουνίου. Σε άλλη περίπτωση η ΕΛ.ΑΣ. κατέγραψε τη συνομιλία γυναικών μελών της σπείρας που κατάφεραν να διαφύγουν από κλοιό αστυνομικών: «Παραλίγο να μας κλειδώσουν, αλλά ο Θεός ξέρει τη δουλειά του, προσέχει τους άλλους αλλά προσέχει και εμάς. Είναι το ρίσκο του επαγγέλματος αλλά εντάξει, όλα καλά πήγαν».

«Στο κόλπο απότακτος αστυνομικός»

Σε αρκετές περιπτώσεις, υπάρχουν αναφορές των μελών της συμμορίας για επαφές και διασυνδέσεις τους με επίορκους αστυνομικούς ή υπαλλήλους security, που τους παρείχαν «ασπίδα προστασίας». Για συμμετοχή στην υπόθεση, εξάλλου, κατηγορείται 49χρονος απότακτος αστυνομικός. Το τελευταίο μάλιστα δεκαπενθήμερο πριν από την εξάρθρωση της σπείρας φέρεται να εισέπραξε τρεις φορές το ποσό των 3.000 ευρώ για να εξασφαλίσει το… ακαταδίωκτο στους «πορτοφολάδες», επικαλούμενος επαφές με πρώην συναδέλφους του. Συνέντευξη Τύπου για την υπόθεση παραχώρησε χθες ο επικεφαλής της Διεύθυνσης Ασφάλειας Αττικής Χρήστος Παπαζαφείρης, παρουσία του αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ. Κωνσταντίνου Τσουβάλα.

Παραθέτουμε και ένα μέρος των δηλώσεων του Εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ. Θεόδωρου Χρονόπουλου όπου αναφέρεται για την οργάνωση της σπείρας:

Οι περισσότερες κλοπές πορτοφολιών έχουν διαπραχθεί σε βάρος αλλοδαπών τουριστών διαφόρων εθνικοτήτων, από όλο τον κόσμο.

Αναφορικά με τον τρόπο δράσης της οργάνωσης (modus operandi), προέκυψε ότι τα μέλη της είχαν κατανείμει μεταξύ τους διακριτούς ρόλους, δρώντας μεθοδικά και οργανωμένα, ως ακολούθως :

Με αφετηρία κεντρικούς σταθμούς του «ΜΕΤΡΟ» και του «Η.Σ.Α.Π.» («Ομόνοια», «Ευαγγελισμός», «Μέγαρο Μουσικής», «Πανόρμου», «Σύνταγμα», «Μεταξουργείο», «Καλλιθέα»), ενώνονταν σε προκαθορισμένες ομάδες, συνήθως των (3) έως (10) ατόμων και εισέρχονταν σε συρμούς, δείχνοντας «ιδιαίτερη προτίμηση» στα δρομολόγια από και προς το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος», όπου σημειώνεται η μεγαλύτερη κίνηση τουριστών.

Για να μην κινούν υποψίες, τηρούσαν συγκεκριμένους ενδυματολογικούς κανόνες, έτσι ώστε να προσαρμόζονται στις επικρατούσες συνθήκες και το περιβάλλον και να εκλαμβάνονται ως τουρίστες.

Αναλυτικότερα, μέλη της οργάνωσης κατά τη διάρκεια των δρομολογίων άλλαζαν συνεχώς συρμούς και βαγόνια, αναζητώντας κατά κύριο λόγο ανυποψίαστους τουρίστες ή ηλικιωμένους ή γενικότερα επιβάτες που είχαν το πορτοφόλι ή το κινητό τους σε τσέπη του παντελονιού τους.

Για την επίτευξη του σκοπού τους και προκειμένου να καλύπτουν τις κινήσεις των χεριών τους, χρησιμοποιούσαν ως προκάλυμμα εφημερίδες, χάρτες, τσαντάκια, σακάκια, ζακέτες και άλλα παρεμφερή αντικείμενα.

Επιπλέον, προκειμένου να μην γίνουν αντιληπτοί, αποσπούσαν την προσοχή του θύματος με τη δημιουργία τεχνητού συνωστισμού, από τη συμμετοχή άλλων μελών της ομάδας, έτσι ώστε ο ένας να δράσει με μεγαλύτερη ευκολία.

Πιο συγκεκριμένα τα μέλη της εκάστοτε ομάδας, περικύκλωναν το υποψήφιο θύμα και την στιγμή που ο ένας το έσπρωχνε, άλλο μέλος της ομάδας, συνήθως ο πιο «ελαφροχέρης», το προσέγγιζε και άρπαζε το πορτοφόλι, ή το κινητό του, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Ταυτόχρονα, οι υπόλοιποι εγκλώβιζαν το θύμα, διασφαλίζοντας τη διαφυγή του δράστη.

Αυτός που αφαιρούσε το αντικείμενο το παρέδιδε άμεσα σε άλλο μέλος, και με αυτή την μορφή «σκυταλοδρομίας», ο τελευταίος απομακρυνόταν από το βαγόνι και αποβιβαζόταν στην επόμενη στάση, ενώ τα υπόλοιπα μέλη «σκόρπιζαν» σε διαφορετικές κατευθύνσεις.

Αφού απομακρύνονταν, ερευνούσαν τα πορτοφόλια αφαιρώντας από μέσα χρήματα κ.λπ. έγγραφα και στη συνέχεια τα απέρριπταν σε κάδους ή υπονόμους, κοντά στους σταθμούς και συνέχιζαν τη δράση τους.

Στη συνέχεια έτερα μέλη της οργάνωσης, με υποστηρικτικό ρόλο, έσπευδαν και παραλάμβαναν τα κλοπιμαία, έτσι ώστε αυτά να μην παραμένουν στην κατοχή των ομάδων «κρούσης», ελαχιστοποιώντας με τον τρόπο αυτό, τον εντοπισμό τους με τα κλοπιμαία, σε τυχόν γενόμενο αστυνομικό έλεγχο.

Κατόπιν, τα αρχηγικά μέλη καθόριζαν τα μερίδια που αντιστοιχούσαν για κάθε μέλος της ομάδας.

Όπως προέκυψε από την έρευνα, προκειμένου να ενισχύσουν περαιτέρω τη δράση τους, «προσλαμβάνονταν» προσωρινά περιφερειακά μέλη με βοηθητικό ρόλο, τα οποία λάμβαναν ως «ημερομίσθιο» περίπου 20-30 ευρώ, ανεξάρτητα των κλοπιμαίων που θα αποκόμιζαν.

Τα αρχηγικά μέλη της οργάνωσης είχαν αποφασιστικό ρόλο, καθορίζοντας την λειτουργία της οργάνωσης, ρυθμίζοντας τα επί μέρους θέματα σε όλα τα στάδια της εγκληματικής τους δραστηριότητας.

Συγκεκριμένα:

Ήταν υπεύθυνοι για «τη σύνθεση» των μελών της σπείρας που θα συγκροτούσαν κατά περίπτωση την «ομάδα κρούσης»,

αποφάσιζαν το «ωράριο δράσης», (κυρίως μεταξύ των ωρών αιχμής όπου παρατηρείται μεγαλύτερη επιβατική κίνηση),

επέλεγαν τα δρομολόγια, όπου θα δρούσαν οι ομάδες, φροντίζοντας να καλύπτουν διαδρομές και στις δύο γραμμές του «ΜΕΤΡΟ», καθώς και την γραμμή του «Η.Σ.Α.Π.», έτσι ώστε να καλύπτεται όλο το δίκτυο και οι ομάδες να μην παραμένουν συνεχώς στο ίδιο σημείο, με κίνδυνο να επισημανθούν.

Επιπρόσθετα, τα μέλη της οργάνωσης, στο πλαίσιο του «επιχειρησιακού σχεδιασμού», φρόντιζαν έτσι ώστε οι ομάδες να επιχειρούν σε διαφορετικά σημεία και να μην αλληλοκαλύπτονται, εκτός περιπτώσεων που εντόπιζαν μεγάλα «γκρουπ» τουριστών, οπότε και συνέκλιναν στο «επίμαχο» σημείο.

Έχοντας γνώση των μεθόδων της αστυνομίας, λάμβαναν μέτρα αντιπαρακολούθησης, φροντίζοντας να παραμένουν αθέατοι σε «τυφλά» σημεία, που δεν καλύπτονται από κάμερες ασφαλείας, ώστε να μην καταγράφεται η συνεχής παρουσία τους σε συγκεκριμένο χώρο, ενώ η έξοδος από τους σταθμούς, γινόταν πάντα επιβλέποντας για τυχόν αστυνομική παρουσία, ώστε να απομακρυνθούν προσωρινά, ή και να αναστείλουν προσωρινά τη δράση τους.

Επίσης, σε όλα τα στάδια της παράνομης δράσης τους λάμβαναν ιδιαίτερα μέτρα προφύλαξης, ενώ για τις μεταξύ τους επικοινωνίες, χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα καταχωρημένα σε ονόματα ανύπαρκτων αλλοδαπών, ασιατικής καταγωγής.

Αξίζει να σημειωθεί πως σε ορισμένες περιπτώσεις, επέκτειναν την παράνομη δραστηριότητά τους, επιλέγοντας να μετακινούνται ανά την επικράτεια σε τουριστικά νησιά τους καλοκαιρινούς μήνες, είτε σε αθλητικούς αγώνες, γιορτές και πανηγύρια, όπου συρρέει πλήθος κόσμου και παρατηρείται συνωστισμός.

Για την μεγιστοποίηση των κερδών τους, διέθεταν τα κινητά τηλέφωνα και λοιπά τιμαλφή σε συγκεκριμένο κλεπταποδόχο, που διατηρεί κατάστημα στο κέντρο των Αθηνών, είτε μέσω ταξιδιωτικού πρακτορείου τα διοχέτευαν στην Αλβανία, ενώ εξαργύρωναν το συνάλλαγμα που αποκόμιζαν από τις κλοπές σε ανταλλακτήρια στο κέντρο των Αθηνών.

Από την υποδομή που είχαν διαμορφώσει, υπολογίζεται ότι είχαν τη δυνατότητα να διαπράττουν τουλάχιστον (15) κλοπές πορτοφολιών κάθε ημέρα, αποκομίζοντας με αυτό τον τρόπο, ποσό που υπερβαίνει τα 3.500 ευρώ την ημέρα.

Εκτιμάται ότι τα μέλη της εγκληματικής οργάνωσης έχουν διαπράξει περισσότερες από (4.000) κλοπές πορτοφολιών, ενώ τα κέρδη από την πολύχρονη εγκληματική τους δραστηριότητα, ανέρχονται σε εκατοντάδες χιλιάδες ευρώ.

Πληροφορίες: ΕΛ.ΑΣ / ΑΠΕ-ΜΠΕ / Καθημερινή 





Ετικέτες