Προδημοσίευση από το νέο βιβλίο του Γιάννη Η. Παππά το οποίο έρχεται να προστεθεί στην πολύ σημαντική έρευνα που έχει κάνει έως τώρα ο Ελληνας συγγραφέας και μελετητής του Παζολίνι.
Ποιητής, πεζογράφος, σεναριογράφος, σκηνοθέτης, ηθοποιός, θεατρικός συγγραφέας, γλωσσολόγος, μεταφραστής, δοκιμιογράφος, ζωγράφος, αμφισβητίας. Ο Παζολίνι υπήρξε η ενσάρκωση του ουμανιστικού προτύπου. Στις 2 Νοεμβρίου συμπληρώνονται 50 χρόνια από την άγρια δολοφονία του. Ο Γιάννης Η. Παππάς, συγγραφέας και μελετητής του έργου του Ιταλού διανοούμενου (τον μελετά από το 1982), συγκέντρωσε και μετέφρασε μερικά σημαντικά κείμενα που αφορούν την προσωπικότητά του, τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά στα ελληνικά στην έκδοση «Πιερ Πάολο Παζολίνι – Ρέκβιεμ: 1922-1975, 50 χρόνια από τον θάνατό του» (εκδ. 24γράμματα). Το βιβλίο επικεντρώνεται στον θάνατο του Παζολίνι, σε όσα συνέβησαν μετά και στον αντίκτυπο που είχε στο περιβάλλον του. Φωτίζει επίσης τη σχέση του με τις γυναίκες της ζωής του, τη μητέρα του και τη Λάουρα Μπέτι, τη Μαρία Κάλλας, την ομοφυλοφιλία του αλλά και την επιρροή που δέχτηκε από τον Ιταλό μαρξιστή Αντόνιο Γκράμσι, τον Καρλ Μαρξ, τη θρησκεία και την έννοια του ιερού καθώς και τη σύνδεση του κινηματογράφου του με την αρχαία Ελλάδα και τους μύθους της. Στο βιβλίο περιλαμβάνονται μεγάλα αποσπάσματα από τις ημερολογιακές σημειώσεις του από την παιδική και την εφηβική του ηλικία («Τα κόκκινα τετράδια»), αλλά και δύο πολύ σημαντικές συνεντεύξεις του. Το Documento εξασφάλισε προδημοσίευση.
Από τα «Κόκκινα τετράδια»
Οι παιδικές αναμνήσεις του Παζολίνι εστιάζονται γύρω από μικρά γεγονότα και λέξεις-κλειδιά. Από την Μπολόνια θυμάται λεπτομέρειες για το σπίτι και τα παιδικά του παιχνίδια.
ΜΠΟΛΟΝΙΑ: Βρίσκομαι σε μια κουζίνα. Βγαίνω από αυτήν και μπαίνω σε ένα δωμάτιο, πλησιάζοντας δύο τεράστιες, χνουδωτές λευκές μεταξωτές κουρτίνες. Το παράθυρο βλέπει σε ένα υγρό, σκοτεινό δρομάκι. Επιστρέφω στην κουζίνα, ανταλλάσσω μερικές κουβέντες με τη μητέρα μου.
Μέσα από εκείνο το δρομάκι, άλλες φορές περνάνε γαυγίζοντας (;) σκυλιά. Παρόμοια με αυτό το δρομάκι είναι μια αυλή που στάζει από την υγρασία. Οδηγώ το τρίκυκλό μου μέσα από αυτή την αυλή (προσποιούμενος ότι είμαι σε τρένο) και φωνάζω «Μιλάνο, Ρώμη, Τρεβίζο»… Θυμάμαι το τεράστιο κρεβάτι της γιαγιάς, χωμένο σε μια ξύλινη εσοχή. Θυμάμαι το τραπέζι πάνω στο οποίο τρώγαμε το μεσημεριανό γεύμα, γιατί δεν ξέρω τι δραματική στάση κράτησαν ο πατέρας μου και η μητέρα μου.
ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΑΥΤΟΚΙΝΗΤΑΚΙ: Είχα πολλά παιχνίδια, επειδή ήμουν απίστευτα ιδιότροπος (έτσι μου λένε), τόσο πολύ που έφτασα να απαιτώ ένα παιχνίδι την ημέρα από τον πατέρα μου. Το μόνο παιχνίδι που άντεξε ήταν ένα μικρό κόκκινο αυτοκινητάκι με πεντάλ, με το οποίο έτρεχα στους κοντινούς κήπους. Με ζήλευαν τα άλλα παιδιά, ακόμη και τα μεγαλύτερα, που με έσπρωχναν. Μια μέρα εμφανίστηκε ένα άλλο παιδί με ένα μπλε αυτοκινητάκι, παρόμοιο με το δικό μου. Μας ανάγκασαν να αγωνιστούμε· ήρθα τελευταίος, γιατί τον άλλον τον έσπρωχναν τα αδέρφια του (ή οι φίλοι του). Στενοχωρήθηκα βαθιά. Αλλά αυτό που μου άρεσε περισσότερο στους κήπους ήταν τα παιχνίδια των μεγαλύτερων αγοριών, δεν ξέρω αν ήταν ακόμα παιδιά ή έφηβοι, των οποίων οι χειρονομίες, όπως είπα, με ενοχλούσαν και με αναστάτωναν, ιδίως το λύγισμα των ποδιών τους, που φαινόταν από πίσω, όταν σταματούσαν ξαφνικά να τρέχουν ή έσκυβαν…
ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΩΝ ΕΝΤΕΛΒΑΪΣ: Δύο αγόρια ερχόντουσαν ποιος ξέρει από ποιο χωριό για να πουλήσουν, ματσάκια από Εντελβάις (ή κυκλάμινα;) στους περαστικούς στην πλατεία του σταθμού. Για πολλές ημέρες τους παρακολουθούσα από απόσταση, λέγοντας στη μητέρα μου αυτό το γεγονός το οποίο το θεωρούσα πολύ σημαντικό. Σιγά σιγά απέκτησα την αίσθηση της κοινωνικής μου υπεροχής απέναντί τους και άρχισα στην αρχή ντροπαλά, να τους κοροϊδεύω. Τους έφτιαξα και στιχάκι: Εντελβάις, Εντελβάις, μιμούμενος τη ρινική προφορά τους. Αφού με ανέχτηκαν για λίγο, άρχισαν να με απειλούν και να με κυνηγούν. Εγιναν εχθροί μου. Εγώ όμως τους θαύμαζα, νιώθοντας ότι ήταν αποκομμένοι από εμένα και τον κόσμο μου, από εκείνα τα μικρά ματσάκια με τα λευκά λουλούδια (ή, αν ήταν κυκλάμινα, από το άρωμά τους) που αυτοί μάζευαν πάνω στα βουνά.
Η μητέρα του την τραγική ώρα
Ρεπορτάζ του Φαμπρίτσιο ντε Σάντις για την «Corriere della Sera» (3 Νοεμβρίου 1975).
Ρώμη, 2 Νοεμβρίου – Μια σκοτεινή σκιά πίσω από ένα τζάμι, ένα ξέφρενο χτύπημα των χεριών, μια απάνθρωπη κραυγή: αυτός θα παραμείνει για κάποιους από εμάς ο θάνατος του Πιέρ Πάολο Παζολίνι. Μερικές εικόνες τραγωδίας ενάντια στο φως, στην ησυχία ενός κυριακάτικου πρωινού στην περιοχή EUR της Ρώμης. Το μεσημέρι, όταν φτάνουμε στη Via Eufrate, η μητέρα του δεν ξέρει ακόμα τίποτα. Στην πύλη με τον αριθμό εννέα, ένας αδύνατος, αυστηρός θυρωρός μάς εμποδίζει να μπούμε. «Η κυρία Σουζάνα αγνοεί τα πάντα. Η δεσποινίς Γκρατσιέλα με διέταξε να μην αφήσω ούτε τους φίλους της να ανέβουν επάνω». «Αλλά κάποιος πρέπει να την ενημερώσει. «Υπάρχουν οι γείτονες, η οικογένεια που μένει στο διπλανό διαμέρισμα. Και υπάρχει και η Λάουρα Μπέτι, η οποία σύχναζε στο σπίτι του Πιέρ Πάολο κανονικά. Προσπαθούν να την προετοιμάσουν».
Ο Παζολίνι ζούσε με τη μητέρα του και την ξαδέλφη του Γκρατσιέλα σε αυτό το σπίτι στη συνοικία EUR. Η Via Eufrate είναι ένας μικρός δρόμος σε απόσταση αναπνοής από την εκκλησία των Αγίων Πέτρου και Παύλου, η οποία δεσπόζει στο λόφο. Συνορεύει με έναν γκρεμό, έτσι ώστε τα κτίρια που πλαισιώνουν τη μία πλευρά του να έχουν μια πανοραμική θέα της πόλης. Το σπίτι του Παζολίνι είναι το πιο απλό στην περιοχή, δεν λάμπει από ορείχαλκο και πολύτιμα ξύλα, δεν έχει μπαλκόνια γεμάτα σπάνια λουλούδια. Το διαμέρισμα όπου έζησε ο Πιέρ Πάολο και όπου τώρα έχουν απομείνει μόνο οι δύο γυναίκες βρίσκεται στον πρώτο όροφο. Από το δρόμο, φαίνεται η άδεια βεράντα και τα τζάμια των δύο παραθύρων πίσω από τα οποία κινούνται σκιές. Είναι μερικά δωμάτια, μας λένε, όχι μεγάλα, γεμάτα με βιβλία. Εδώ ο Πιέρ Πάολο επέστρεφε σχεδόν κάθε βράδυ, γύρω στις δύο η ώρα, σαν ένα αγόρι που ζούσε σεμνά με την οικογένειά του. Μερικές φορές, μπορούσε να τύχαινε να περάσει τη νύχτα έξω, και να κοιμηθεί σε κάποιον φίλο του. Ετσι, η κυρία Σουζάνα, που δεν τον είχε δει να επιστρέφει στο σπίτι από προχθές, δεν ανησύχησε.
Είχε συνηθίσει να είναι μόνη της. Η ανιψιά της, η Γκρατσιέλα, διδάσκει στο πανεπιστήμιο. Συχνά η μητέρα του Πιέρ Πάολο έμενε για λίγες ώρες στο διαμέρισμα του θυρωρού: ήθελε να σκοτώσει την ώρα, η οποία δεν περνούσε με τίποτα. «Ηταν ευτυχισμένη», είπε ο άντρας στην πύλη, «με τις επιτυχίες του Πιέρ Πάολο. Ηταν περήφανη γι’ αυτές. Αλλά δεν μπορούσε ακόμα να ησυχάσει για τον θάνατο του άλλου της γιου, που σκοτώθηκε από τους αντάρτες στο Φριούλι, όταν ο πόλεμος έφτανε στο τέλος του. Ηταν ένα παιδί. Δεν πολέμησε∙ ήταν θύμα μιας εκκαθαριστικής επιχείρησης».
Η γυναίκα είχε ρίξει πάνω στον Πιέρ Πάολο το σύνολο της μητρικής της αγάπης. Ο συγγραφέας, όπως είναι γνωστό, ζούσε μια άτακτη ζωή, αλλά με τη μητέρα του είχε μια σχέση βασανιστικής τρυφερότητας. Το μέτρο του βάρους που είχε η μητέρα του στη ζωή του φάνηκε όταν θέλησε να της εμπιστευτεί τον ρόλο της Παναγίας στο «Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο». Ηταν η απόδειξη μιας ορθολογικής μυθοποίησης και μιας ολοκληρωτικής αγάπης.
Στο δρόμο επικρατεί ακόμα σιωπή∙ κανένας θόρυβος δεν βγαίνει από το σπίτι. Πέντε ή έξι αγόρια και ένα κορίτσι με μπλε τζιν και δερμάτινα μπουφάν έχουν έρθει με ένα αυτοκίνητο. Ζητούν να μπουν, αλλά ο θυρωρός τους διώχνει με αποφασιστικότητα. Ενας φωτογράφος βγάζει μερικές φωτογραφίες καδράροντας τα παράθυρα στο φακό, όπου το παιχνίδι των κινέζικων σκιών είναι πολύ γρήγορο. Είναι σε αυτό το σημείο –είναι λίγο μετά τη μία η ώρα– που μια πολύ δυνατή κραυγή σχίζει τον αέρα, ακολουθούμενη από άλλη μία και άλλη μία: είναι κραυγές που δεν έχουν τίποτα το ανθρώπινο, οι κραυγές ενός πληγωμένου, βασανισμένου ζώου. Σβήνουν και ξαναρχίζουν αμέσως σε ένα πιο έντονο διαπασών. Μπορούμε να αισθανθούμε τη σκηνή. Η μητέρα του Πιέρ Πάολο Παζολίνι έμαθε και εκδήλωνε, παρά τη φριουλιάνικη καταγωγή της, τον σπαραγμό της με τον τρόπο των γυναικών του Νότου, των ταπεινών γυναικών του Νότου.
Στο μυαλό μας έρχεται η σκηνή του «Ευαγγελίου» με τη Σουζάνα-Παναγία να κρατιέται από ευσπλαχνικά χέρια μπροστά στον εσταυρωμένο Χριστό. Θα περάσουν λίγες ώρες μέχρι να φτάσουν στη Via Eufrate φίλοι, γνωστοί, θαυμαστές του Πιέρ Πάολο, με μια ατελείωτη σειρά. Καταφθάνουν τα «Παιδιά της ζωής» –Νινέτο Ντάβολι, Φράνκο και Σέρτζιο Τσίτι– τους οποίους ο Παζολίνι μετέτρεψε σε αξέχαστους χαρακτήρες της ανθρώπινης τραγωδίας. Πλησιάζουν την κυρία Σουζάνα: βρίσκουν μια βουβή γυναίκα, χωρίς βλέμμα, πετρωμένη. Ο οικογενειακός γιατρός, που είναι παρών, ανησυχεί.
INFO
Το βιβλίο «Πιερ Πάολο Παζολίνι – Ρέκβιεμ» του Γιάννη Η. Παππά θα παρουσιαστεί στην 21η ΔΕΒΘ