HotDoc.History: Από τον σιωνισμό στο κράτος του Ισραήλ
Αναζητώντας τη Γη της Επαγγελίας.

Ο ευρωπαϊκός αντισημιτισμός και τα πογκρόμ παγιώνουν την αντίληψη των Εβραίων της Διασποράς ότι αποτελούν ιδιαίτερο έθνος. Ο ρόλος των Χερτζλ, Βάιτσμαν, Μπάλφουρ, Ρότσιλντ. Η Χαγκάνα δολοφονεί Βρετανούς. Ουάσιγκτον και Μόσχα παρακάμπτουν το Λονδίνο και προχωρούν σε ίδρυση εβραϊκού κράτους: 13 Μαΐου 1948
Λάμπρος Φλιτούρης
Η ιδέα της επιστροφής των Εβραίων στη «γη της επαγγελίας» είναι τόσο παλιά όσο και η διασπορά τους. Στη σύγχρονη Ευρώπη, ειδικά μετά τη Γαλλική Επανάσταση, το ζήτημα της αποκατάστασης των υιών της Σιών της Ευρώπης, απασχολούσε αρχικά και μάλλον φιλολογικά λίγους Εβραίους που είχαν σε μεγάλο βαθμό ενσωματωθεί στις κοινωνίες της εποχής. Στα μέσα του 19ου αιώνα ο Βρετανός πολιτικός και συγγραφέας Μπέντζαμιν Ντισραέλι υπογράμμιζε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το όραμά του για το μέλλον των ομοδόξων του: «Με ρωτάτε τι θέλω. Η απάντησή μου είναι: μια εθνική ύπαρξη που δεν έχουμε. Με ρωτάς τι θέλω. Η απάντησή μου είναι: τη Γη της Επαγγελίας. Με ρωτάς τι θέλω. Η απάντησή μου είναι: την Ιερουσαλήμ. Με ρωτάς τι θέλω. Η απάντησή μου είναι: τον Ναό, ό,τι χάσαμε, ό,τι λαχταράμε, για ό,τι πολεμήσαμε. Την όμορφη χώρα μας, την ιερή μας πίστη και τα αρχαία μας έθιμα». Η άποψη αυτή διατυπωνόταν σε μια περίοδο ανάδειξης του σύγχρονου αντισημιτισμού.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα μπορούμε να διακρίνουμε την ανάδειξη του πολιτικού και επιστημονικού – φυλετικού αντισημιτισμού σε κάτι διαφορετικό από τον λεγόμενο «κλασικό» ή «παραδοσιακό» θρησκευτικό αντιεβραϊσμό που εδραζόταν κυρίως στις θεολογικές διαφορές με τις άλλες θρησκείες, καθώς και στις μακραίωνες διακρίσεις που οι Εβραίοι υφίσταντο λόγω της θρησκείας τους. Ο σύγχρονος αντισημιτισμός εμφανίστηκε με έναν ιδιαίτερο δυναμισμό αποδίδοντας φαινομενικά επιστημονικές ερμηνείες σε θεωρίες εθνολογικών, φυλετικών και πολιτισμικών διαφοροποιήσεων μεταξύ Εβραίων και μη Εβραίων. Ακόμη και ως όρος ο «αντισημιτισμός» υπήρξε νεοπαγής. Αποδίδεται ότι χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1860 από τον Αυστριακό Εβραίο λόγιο Μορίτζ Στέινσναϊντερ για να αποδώσει τη στάση του χριστιανικού πληθυσμού όχι πλέον στο πλαίσιο των θρησκευτικών διαφοροποιήσεων αλλά αποδίδοντας έναν επιστημονικό και φυλετικό αντιεβραϊσμό. Ο όρος ωστόσο καθιερώθηκε τον Μάρτιο του 1879 σε ένα δημοσίευμα του Γερμανού εθνικιστή δημοσιογράφου Βίλχελμ Mαρ (1819-1904) και αντικατέστησε τον γερμανικό όρο «Judenhaß».
Αναζητώντας τον αποδιοπομπαίο τράγο όλων των δεινών
Η υπόδειξη του εχθρού Εβραίου υπήρξε μια κατασκευή που εκδηλώθηκε ποικιλότροπα τόσο στις απολυταρχικές δεσποτείες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης όσο και στη Δύση όπου είχαν επικρατήσει ο κοινοβουλευτισμός και οι φιλελεύθερες αξίες. Στους κόλπους των διανοουμένων που γοητεύονταν από τον πολιτικό ανορθολογισμό ο αντιεβραϊσμός αποτελούσε κοινό τόπο. Η διατύπωση απόψεων και η υιοθέτηση συμπεριφορών που στρέφονταν με ειδεχθή τρόπο κατά των Εβραίων στις περισσότερες των περιπτώσεων δεν ενοχλούσαν παρά ελάχιστους. O αντισημιτισμός προσδιόριζε σε σημαντικό βαθμό ερμηνευτικά σχήματα περί της πνευματικής κατάπτωσης που διαπιστωνόταν από αρκετούς διανοούμενους και καλλιτέχνες ακριβώς στο γύρισμα του αιώνα. Η εβραϊκή συνωμοσία, ο παγκόσμιος Εβραίος και η κυριαρχία του διεθνούς σιωνισμού αποτελούσαν για εκείνους διαπιστώσεις αλλά και αίτια της αποτυχίας των δημοκρατιών, του φιλελευθερισμού, της ατομοκρατίας, του ορθού λόγου και της εποχής των επαναστάσεων. Μετά τα μέσα του 19ου αιώνα αναδεικνύεται ένας διαταξικός, σαφώς λαϊκός και αρκετά μαζικός αντισημιτισμός ως βασική παράμετρος τόσο της άσκησης της πολιτικής όσο και της πνευματικής παραγωγής.
Οι βίαιες εχθροπραξίες κατά των Εβραίων άρχισαν να λαμβάνουν πιο εκτεταμένες διαστάσεις και να προκαλούν την εύλογη ανησυχία των εβραϊκών κοινοτήτων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Στη Ρωσία ο κλασικός θρησκευτικός αντιϊουδαϊσμός εργαλειοποιήθηκε από τις τσαρικές αρχές μέσα από την κατασκευή των περίφημων «Πρωτοκόλλων των σοφών της Σιών» για να προσδιοριστεί ένας αποδιοπομπαίος τράγος υπεύθυνος για τις ελεεινές συνθήκες διαβίωσης της ορθόδοξης πλειονότητας του λαού. Μετά τη δολοφονία του τσάρου Αλέξανδρου Β΄ το 1881, γεγονός που αποδόθηκε σε Εβραίους, δόθηκε η δυνατότητα για μια σειρά διώξεων εις βάρος τους. Ένα σημαντικό μέρος των Εβραίων αναγκάστηκε να καταφύγει από την επαρχία σε μεγάλα αστικά κέντρα όπως στη Βαρσοβία ή σε πόλεις της κεντρικής Ευρώπης όπως λ.χ. στη Βουδαπέστη και τη Βιέννη(1), ενώ άλλοι εκτοπίστηκαν σε ειδικές ζώνες εγκατάστασης, στερούμενοι στοιχειώδη πολιτικά δικαιώματα.

Εβραίοι θύματα του πογκρόμ του Κιέβου το 1903
Σε άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης αλλά και του μεσογειακού χώρου η συκοφαντία του αίματος οδήγησε σε βίαια πογκρόμ ή σε υιοθέτηση πρακτικών κοινωνικού αποκλεισμού από την πλειοψηφία χωρίς απαραίτητα τη νομοθετική αρωγή των κυβερνήσεων. Στη δυτική Ευρώπη ο αντισημιτισμός αποτέλεσε μια κατά βάση πνευματική αντίδραση στον νεωτερισμό και στα πολιτικά και πολιτισμικά συμφραζόμενα. Στον γερμανόφωνο χώρο ο λαϊκός αντισημιτισμός (Völkischer Antisemitismus) αποτέλεσε βασική συνιστώσα του λαϊκού γερμανισμού (Völkische Bewegung), ενός διανοητικού εθνικιστικού κινήματος που προσδιόρισε σε μεγάλο βαθμό τη μορφή που έλαβε η γερμανική άκρα Δεξιά κατά τον 20ό αιώνα.
Νίτσε: «Ας μην αφήσουμε περισσότερους Εβραίους να μπουν μέσα!»
Αν και ο αριθμός των Εβραίων της Γερμανικής Αυτοκρατορίας άγγιζε το 1880 τις 562.000 –το μισό του αριθμού του αντίστοιχου πληθυσμού της γειτονικής Αυστροουγγαρίας– τα αντιεβραϊκά δημοσιεύματα πολλαπλασιάστηκαν, ενώ έκαναν την εμφάνισή τους δημόσιες εκκλήσεις για τον περιορισμό της εβραϊκής μετανάστευσης από την ανατολική Ευρώπη. «Ας μην αφήσουμε περισσότερους Εβραίους να μπουν μέσα! Και κλείστε τις πόρτες ιδιαίτερα από την Ανατολή» ανέφερε εμφατικά ο Νίτσε, απηχώντας προφανώς τα συναισθήματα ενός μεγάλου τμήματος των συμπατριωτών του την περίοδο εκείνη. Στην Αυστροουγγαρία η κατάσταση των Εβραίων υπήρξε διαφορετική στο δυτικό και το ανατολικό τμήμα. Στα πολωνικά εδάφη εκδηλωνόταν ένας έντονος λαϊκός αντισημιτισμός, στην Ουγγαρία η εβραϊκή κοινότητα της Βουδαπέστης προστατεύθηκε σε σημαντικό βαθμό από τις φιλελεύθερες κυβερνήσεις, στην Πράγα η πλειονότητα της κοινότητας είχε εκγερμανιστεί έχοντας όμως προκαλέσει τη δυσαρέσκεια της τσεχικής πλειονότητας. Στη Βιέννη από την άλλη, την ευρωπαϊκή μητρόπολη με τη μεγαλύτερη παρουσία εβραϊκού πληθυσμού, η καθολική Δεξιά ανέδειξε τον αντισημιτισμό ως το βασικό αντικείμενο της πολιτικής δράσης της προκαλώντας μια σειρά εντάσεων κατά τη δεκαετία του 1890.
Η στάση των πολιτικών ιθυνόντων, των πνευματικών καθοδηγητών αλλά και των λαϊκών στρωμάτων απέναντι στους Εβραίους δεν υπήρξε παντού ομοιόμορφη. Ωστόσο, κοινό γνώρισμα ήταν ότι ο βαθμός πολιτικής και κοινωνικής ενσωμάτωσης των εβραϊκών κοινοτήτων στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη υπήρξε περιορισμένος και προβληματικός.
Στη Βρετανία ο αντισημιτισμός δεν θα καταφέρει να προσβάλει τις ασκούμενες πολιτικές για μια σειρά από λόγους που εδράζονται στη συνολικότερη μορφή και στις παραδόσεις του τόπου. Ωστόσο, στον χώρο της βρετανικής και ευρύτερα αγγλοσαξονικής διανόησης θα αναδειχθούν βασικές θεωρίες φυλετικού χαρακτήρα για να ερμηνεύσουν μια ουσιοκρατική διαφοροποίηση ανάμεσα στον δυτικό πολιτισμό και τον ανατολίτικο σημιτικό πολιτισμό.
Στη Γαλλία ήταν εμφανής η επιθυμία τόσο των δημιουργών της όσο και των ιδίων των εβραϊκών ελίτ για μια λειτουργική ενσωμάτωση των Εβραίων στην εθνική πραγματικότητα. Η οικονομική και πολιτισμική ενσωμάτωση του μεγαλύτερου τμήματος του γαλλικού εβραϊσμού πραγματοποιήθηκε επί της ουσίας μέσα σε ένα μικρό χρονικό διάστημα από την περίοδο της Ιουλιανής μοναρχίας (1830) ως την πτώση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και τον γαλλοπρωσικό πόλεμο (1870-71). Η δυνατότητα που παρείχε η δημοκρατία για ισονομία και ανάδειξη των πολιτών σε θέσεις ευθύνης ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων θεωρήθηκε από την εθνικιστική Δεξιά ως ένα από τα βασικά τρωτά του πολιτεύματος. Ο αντισημιτισμός εξέφραζε την έμμεση αντίθεση της αντίδρασης απέναντι στην επανάσταση και στο πνεύμα της, προσωποποιώντας στον «αποϊουδιασμένο» και «ενσωματωμένο» Εβραίο την απόρριψη της δημοκρατίας.
Η ιουδαιοφοβική βία παγιώνει την αντίληψη ενός ιδιαίτερου έθνος
Ο αντισημιτισμός στη Γαλλία εξελίχθηκε από μια κοινή και μάλλον ξεπερασμένη αναπαραγωγή θρησκοληπτικών στερεοτύπων σε βασικό αντικείμενο δεκάδων κειμένων περισσότερο ή λιγότερο δόκιμων συγγραφέων. Επρόκειτο για ένα κύμα μίσους που δεν περιοριζόταν στον περιχαρακωμένο κύκλο των εθνικιστών διανοούμενων αλλά μέσω των εντύπων διαπότιζε την κοινή γνώμη, καταλήγοντας σε έναν ιδιότυπο λεκτικό εμφύλιο πόλεμο πριν αλλά κυρίως κατά τη διάρκεια της περίφημης υπόθεσης Ντρέιφους. Στερεοτυπικές εικόνες του Εβραίου απαντώνται στα γαλλικά γράμματα τόσο πριν όσο και μετά την έκδοση το 1886 της «γενέθλιας» για τον αντισημιτισμό μπροσούρας «La France juive» [Η εβραϊκή Γαλλία] του Eντουάρ Ντρουμόντ. Λίγο πριν και λίγο μετά την ήττα του 1870 ο πνευματικός αντισημιτισμός ενδυναμώθηκε και οι σχετικές εκδόσεις πολλαπλασιάστηκαν περιλαμβάνοντας λογοτέχνες, δημοσιογράφους, πολιτικούς και κληρικούς. Η επιτυχία που γνώρισε το βιβλίο του Ντρουμόντ στη Γαλλία επηρέασε την παραγωγή αντίστοιχων έργων σε όλη την Ευρώπη.
Ο αντισημιτισμός των τελών του 19ου διακρίνεται συμπερασματικά σε τρεις συγκλίνουσες διαστάσεις: από μια οικονομική και κοινωνική διάσταση που τοποθετεί στο επίκεντρο της κριτικής για το οικονομικό σύστημα και την κυριαρχία των τραπεζών τον ρόλο των ισχυρών Εβραίων επιχειρηματιών και τραπεζιτών, από μια θρησκευτική διάσταση που δομείται γύρω από τη μακραίωνη αντιμετώπιση από τους χριστιανούς του θρησκευτικού «άλλου» και τέλος από μια φυλετική διάσταση που ενισχύεται σταθερά τόσο από τις ψευδοεπιστημονικές αναλύσεις όσο και από την αναδιατύπωση και γενίκευση θεωριών περί «ιδιαιτέρων γνωρισμάτων» του Εβραίου τα οποία καθιστούν την ύπαρξή του ξένο σώμα για οποιοδήποτε έθνος.
Ο Τέοντορ Χερτζλ, ο σιωνισμός ως αυτοπροστασία και η ιδέα για την Παλαιστίνη
Οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσής τους στην ανατολική Ευρώπη και η ιουδαιοφοβική βία που αναπτύχθηκαν οδήγησαν πολλούς Εβραίους στην αντίληψη να θεωρούν τους εαυτούς τους ότι αποτελούν ιδιαίτερο έθνος. Πολύ σύντομα ως βασική αντίδραση αυτοπροστασίας θα προκύψει το σιωνιστικό κίνημα. Ο σύγχρονος προφήτης του Ισραήλ υπήρξε ο Τέοντορ Χερτζλ [Theodor Hertzl], γόνος ευκατάστατης οικογένειας από την Ουγγαρία, διδάκτορας της Νομικής και πολυγραφότατος συγγραφέας, που αρθρογραφεί κατά τη συνήθεια της εποχής στη Βιέννη, στο Βερολίνο και το Παρίσι. Ειδικά στο Παρίσι ο Χερτζλ θα αντιληφθεί τις διαστάσεις του σύγχρονου αντισημιτισμού και τις διαφορετικές εκφάνσεις του σε Ανατολή και Δύση. Ο Χερτζλ γίνεται μάρτυρας της δίωξης του Εβραίου λοχαγού Ντρέιφους και θα αναρωτηθεί: «Ο πυρετός του αντισημιτισμού δεν σηματοδοτεί την αποτυχία της πολιτικής ανεκτικότητας και προοδευτικής αφομοίωσης των Εβραίων; […] Πρέπει να ανασυστήσουμε ένα Κράτος, να χτίσουμε μια πατρίδα». Το 1895 ο Χερτζλ θα γράψει και θα εκδώσει το θεμελιώδες έργο του: «Το εβραϊκό κράτος» (Der Judenstaat), μια μπροσούρα που προκάλεσε έντονη σύγχυση στους ίδιους τους εβραϊκούς κύκλους της Βιέννης. Η πρόταση που κάνει είναι απλή και συμβατή με τη θρησκευτική παράδοση αλλά τόσο ξένη ως προς την πραγματικότητα της εποχής του: επιστροφή στην Παλαιστίνη. Οι Βιεννέζοι Εβραίοι αναρωτιούνται για ποιο λόγο να μεταναστεύσουν στην Παλαιστίνη, όταν η θέση τους ήταν αξιοζήλευτη σε ολόκληρη την Ευρώπη, οι περιουσίες τους εξασφαλισμένες και τα πολιτικά τους δικαιώματα εδραιωμένα.
Ο διευθυντής της εφημερίδας «Neue Fret Presse», στην οποία αρθρογραφούσε ο Χερτζλ, απαγόρευσε την οποιαδήποτε αναφορά στο νέο πολιτικό όραμα του «σιωνισμού» και προσπάθησε να περιορίσει τη διάδοση ιδεών που έμοιαζαν –και ήταν– εξαιρετικά επικίνδυνες. Ο Χερτζλ από την πλευρά του έκανε έκκληση στους ισχυρούς Εβραίους όλων των χωρών να συνδράμουν το όραμά του, οργάνωσε συνέδρια εβραϊκών συλλόγων και απευθύνθηκε σε πολιτικούς και θρησκευτικούς ηγέτες αναπτύσσοντας ένα όραμα που σε αρκετούς άρχιζε να φαίνεται ως εξαιρετική λύση για την απαλλαγή από τους Εβραίους. Το 1897 στη Βασιλεία της Ελβετίας οργανώθηκε το πρώτο παγκόσμιο σιωνιστικό συνέδριο το οποίο αποτέλεσε το έμβρυο ενός εβραϊκού κοινοβουλίου και τέθηκε στόχος η ανακατάκτηση της γης του Ισραήλ, δηλαδή της Παλαιστίνης. Ο Χερτζλ επιδίωξε μέσω πίεσης στον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ να επιτύχει την παραχώρηση αυτονομίας για τους Εβραίους στην Παλαιστίνη. Αλλά ο Οθωμανός ηγέτης αρνήθηκε, καθώς φοβόταν ότι κάτι τέτοιο θα αποτελούσε προηγούμενο για τις παρόμοιες βλέψεις των Αρμενίων.

Ο Τέοντορ Χερτζλ ευκατάστατος Εβραίος της Ουγγαρίας και γενάρχης της σιωνιστικής ιδέας, συγγραφέας του βιβλίο «Το Εβραϊκό Κράτος», στην Παλαιστίνη το 1898 ατενίζει τη «Γη της Επαγγελίας»
«Κράτος ούτε στην Ουγκάντα ούτε πουθενά – μόνο στην Παλαιστίνη»
Ο Τζόζεφ Τσάμπερλεν, υπουργός των Αποικιών της Βρετανίας, πρότεινε στον Χερτζλ την παραχώρηση μιας περιοχής στη σημερινή Ουγκάντα της Αφρικής ως κέντρο εγκατάστασης των απανταχού Εβραίων. Η πρόταση, ενδεικτική του τρόπου που αντιμετωπιζόταν το θέμα εντός της κυρίαρχης αποικιοκρατικής οπτικής, έγινε αποδεκτή από τον Χερτζλ αλλά προκάλεσε την αντίδραση μιας δυναμικής τάσης που δεν δεχόταν άλλη λύση πέρα από την Παλαιστίνη. Στο σιωνιστικό συνέδριο στη Βασιλεία το 1903, το τελευταίο στο οποίο συμμετείχε ο Χερτζλ πριν από τον θάνατό του, η άποψη που κυριάρχησε ήταν ότι ένα εβραϊκό κράτος μπορούσε να δημιουργηθεί μόνο στην Παλαιστίνη, «στην ιστορική πατρίδα όπου η προγονική ελπίδα καλούσε τον λαό του Ισραήλ». Έκτοτε, ο στόχος του κινήματος είναι ξεκάθαρος αλλά έχει να αντιμετωπίσει πολλαπλές δυσκολίες για να επιτευχθεί.
Ανάμεσα στους διαδόχους του Χερτζλ στην ηγεσία του σιωνιστικού κινήματος ξεχώρισε ο Ρώσος Χαΐμ Βάιτσμαν, κατοπινός πρόεδρος του Ισραήλ. Καθηγητής της Χημείας στο Πανεπιστήμιο της Γενεύης (1900-03) και αργότερα του Μάντσεστερ (1904-16), μετέφερε την έδρα του κινήματος στη γαλλόφωνη πόλη της Ελβετίας και ήρθε σε επαφή με την εξόριστη σοσιαλιστική ηγεσία της ρωσικής αντιπολίτευσης των Λένιν και Πλεχάνοφ, ενώ από το 1913 ήρθε σε επαφή με τον βαθύπλουτο Γάλλο τραπεζίτη βαρόνο Έντμοντ ντε Ρότσιλντ, ο οποίος και πρόσφερε ανεκτίμητη υλική υποστήριξη στους σιωνιστές. Λίγο πριν από το ξέσπασμα του Μεγάλου Πολέμου γινόταν φανερή η βούληση της πλειονότητας των σιωνιστών να προωθήσουν την ίδρυση ενός εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη, ειδικά καθώς αναμενόταν η ταχύτατη αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Από το 1914 οι πιέσεις των σιωνιστών προς τη βρετανική κυβέρνηση και τους συμμάχους της πολλαπλασιάστηκαν με σκοπό τη δέσμευσή τους για την επόμενη μέρα του πολέμου. Ωστόσο, η πολιτική του Λονδίνου που είχε βασικό στόχο να κερδίσει την υποστήριξη των Αράβων στον αγώνα κατά της Υψηλής Πύλης –μεταξύ άλλων με την περιβόητη αποστολή του Τ.Ε. Λόρενς γνωστού ως «Λόρενς της Αραβίας»– προκαλούσε έντονους προβληματισμούς στους σιωνιστές για το τελικό αποτέλεσμα.
Ιούνιος του 1917. Η πρώτη υπόσχεση για έναν «τόπο ασύλου». Επιστολή Μπάλφουρ
Τον Ιούνιο του 1917 ένας ένθερμος σιωνιστής, ο Πολωνός δημοσιογράφος Ναούμ Σοκόλοφ, κατάφερε να αποσπάσει από τη γαλλική διπλωματία μια πρώτη ευνοϊκή υπόσχεση για την τύχη της Παλαιστίνης. Για την περιοχή που προοριζόταν για τον εβραϊκό αποικισμό στην Παλαιστίνη ο πρώτος όρος που προτάθηκε να χρησιμοποιηθεί ήταν «τόπος καταφυγίου» ή «τόπος ασύλου», μια έκφραση που υποδήλωνε ένα ανθρωπιστικό πνεύμα, σε μια εποχή ωστόσο που οι διώξεις κατά των Εβραίων είχαν ατονήσει εξαιτίας της πολεμικής περιπέτειας. Ήταν όμως ενδεικτική της φιλοσοφίας που επικράτησε περί «αποκατάστασης ενός διωκόμενου λαού» πολύ πριν η ίδια η τραγική πραγματικότητα του Ολοκαυτώματος το επιβεβαιώσει.
Στην προώθηση του εβραϊκού ζητήματος στη Βρετανία σημαντικό ρόλο διαδραμάτισε ο Βάιτσμαν ο οποίος, αφού εγκαταστάθηκε στο Μάντσεστερ, έλαβε την αγγλική υπηκοότητα και διορίστηκε διευθυντής των εργαστηρίων του βρετανικού ναυαρχείου όπου και βοήθησε στην ανάπτυξη των μελετών για τις εκρηκτικές ύλες. Στον πολιτικό τομέα έπαιξε βασικό ρόλο στο να αναληφθεί από την αγγλική κυβέρνηση μια επίσημη δέσμευση για το ζήτημα της Παλαιστίνης.
Στις 2 Νοεμβρίου 1917 ο υπουργός Εξωτερικών λόρδος Μπάλφουρ με ανοιχτή του επιστολή προς τον λόρδο Λάιονελ Ουόλτερ Ρότσιλντ, βασικό εκπρόσωπο του βρετανικού σιωνισμού, διακήρυττε ότι το Ηνωμένο Βασίλειο τάσσεται υπέρ της ίδρυσης εβραϊκού κράτους στην Παλαιστίνη. Λίγες εβδομάδες αργότερα οι βρετανικές δυνάμεις εισήλθαν στην Ιερουσαλήμ, θέτοντας τέλος στη μακραίωνη οθωμανική κυριαρχία. Η στρατιωτική διοίκηση της Παλαιστίνης βλέποντας ότι η πραγματικότητα ήταν εξαιρετικά περίπλοκη και μακριά από όσα πίστευαν στο Λονδίνο (π.χ. η αντιστοιχία Εβραίων και Αράβων ήταν 1 προς 6) ζήτησαν από τις διπλωματικές υπηρεσίες να παγώσουν τα σχέδια των σιωνιστών και να μη δημοσιοποιηθεί η Διακήρυξη. Εξάλλου η αραβική κοινότητα, αν και διχασμένη ανάμεσα στους οπαδούς της Μεγάλης Συρίας και σε εκείνους ενός αραβικού αυτόνομου κράτους υπό τη βρετανική προστασία, θα απέρριπτε σίγουρα την προοπτική ίδρυσης εβραϊκού κράτους.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ στα απομνημονεύματά του τόνιζε ότι οι Βρετανοί ηγέτες δεν είχαν ουδέποτε την πρόθεση να ιδρύσουν ένα εβραϊκό κράτος χωρίς να λάβουν υπόψη την επιθυμία της πλειονότητας των κατοίκων. Αν και την ουσία της Διακήρυξης την αποδέχονταν τόσο οι Αμερικανοί όσο και οι Γάλλοι, στην πράξη κανείς δεν φαινόταν διατεθειμένος να την υλοποιήσει. Η αναγκαιότητα να μην προκληθεί η αραβική πλειοψηφία αλλά και να διατηρηθεί η υποστήριξη του παγκόσμιου εβραϊκού δικτύου προς τους συμμάχους υποχρέωναν τους Βρετανούς σε ασκήσεις ισορροπίας. Κατά τον μεσοπόλεμο επομένως η περιοχή θα αποτελούσε βρετανική εντολή με την προοπτική της μελλοντικής οργάνωσης ενός κράτους σύμφωνα με τη βούληση των κατοίκων της.

Με αμερικανοσοβιετική συμφωνία στην οποία αναγκάστηκε να προσχωρήσει η Βρετανία το Ισραήλ έγινε κράτος. Ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν ανακηρύσσει την ανεξαρτησία στις 14 Μαΐου 1948
Οκτώβριος 1920, οι πρώτες συγκρούσεις Εβραίων – Αράβων
Τον Οκτώβριο του 1920 για πρώτη φορά ξέσπασαν συγκρούσεις μεταξύ Εβραίων και Αράβων εξαιτίας της αύξησης μεταναστευτικών ροών Εβραίων από την Ευρώπη προς την περιοχή και της δημοσιοποίησης των προβλέψεων της Διακήρυξης. Εκ των πραγμάτων η Παλαιστίνη παρέμεινε μια διοίκηση χωρίς αντιπροσωπευτικό σώμα των ντόπιων και υπό άμεσο πολιτικό και στρατιωτικό έλεγχο του Λονδίνου. Έτσι, ενώ το 1921 η Υπεριορδανία (σημερινή Ιορδανία) αναγνωριζόταν από τον υπουργό Αποικιών Ουίνστον Τσόρτσιλ ως αραβικό βασίλειο, η Παλαιστίνη εισερχόταν σε μια μακρά περίοδο αμφισβήτησης των αποικιοκρατών και αραβο-εβραϊκού ανταγωνισμού. Η βρετανική κυβέρνηση όρισε ότι η εβραϊκή μετανάστευση δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τις οικονομικές δυνατότητες της χώρας, γεγονός που καταγγέλθηκε από τις σιωνιστικές οργανώσεις.
Από την άλλη πλευρά οι Άραβες –εκπροσωπούνταν από τον μεγάλο μουφτή της Ιερουσαλήμ, τον αμφιλεγόμενο Χατζ Αμίν Αλ Χουσεΐνι– απέρριπταν τα συνταγματικά σχέδια αν δεν αποσυρόταν οριστικά η Διακήρυξη Μπάλφουρ ως πιθανή προοπτική.
Παρ’ όλα αυτά ως το 1929 η βρετανική διοίκηση κατάφερε να αποτρέψει τις μεγάλες εντάσεις μεταξύ των δύο κοινοτήτων. Τη χρονιά εκείνη εκδηλώθηκαν έντονες θρησκευτικές συγκρούσεις εξαιτίας της γειτνίασης του εβραϊκού Τείχους των Δακρύων με το ισλαμικό συγκρότημα του Χαράμ αλ Σαρίφ. Αποτέλεσμα δεκάδες νεκροί Εβραίοι και Άραβες και μια εκ νέου προσπάθεια της βρετανικής διοίκησης να ισορροπήσει τα πράγματα με περιορισμό της εβραϊκής μετανάστευσης παρά την πίεση που ασκούνταν από το εξωτερικό. Η κατάσταση ωστόσο γίνεται δραματική με την έλευση του ναζισμού στην Ευρώπη, γεγονός που οδηγεί σε αύξηση της εβραϊκής μετανάστευσης: 9.500 το 1932, 30.000 το 1933, 42.000 το 1934 και 62.000 το 1935. Από τον Απρίλιο του 1936 προκλήθηκαν σοβαρές ταραχές –και με την υποδαύλιση του μεγάλου μουφτή–, καθώς η άφιξη χιλιάδων Εβραίων δημιουργούσε πίεση στην ήδη περιορισμένη αγροτική παραγωγή της περιοχής. Εβραϊκοί αποικισμοί δέχτηκαν επίθεση από Άραβες, εβραϊκές καλλιέργειες κάηκαν ή ξεριζώθηκαν, ενώ αρκετοί Εβραίοι αγρότες δολοφονήθηκαν. Ανάμεσα στο 1936 και 1938 οι αραβικοί πληθυσμοί της περιοχής εξεγέρθηκαν (Μεγάλη Αραβική Εξέγερση) τόσο κατά των Εβραίων όσο και κατά της βρετανικής διοίκησης που αναγκάστηκε να αυξήσει τις δυνάμεις της από 10.000 σε 30.000 άντρες. Οι βασιλικές επιτροπές διαδέχονται η μία την άλλη, αναζητώντας λύσεις στο ζήτημα, ενώ μια έκθεση τον Ιούλιο του 1937 πρότεινε για πρώτη φορά τη διχοτόμηση της Παλαιστίνης μεταξύ Εβραίων και Αράβων και ταυτόχρονα τη δραστική μείωση της εβραϊκής μετανάστευσης, παρά τις διώξεις των ναζί.
Στις βόμβες, τις δολιοφθορές, τις αραβικές επιθέσεις και τις αναταραχές –που τροφοδοτούνταν και από τη ναζιστική και φασιστική προπαγάνδα– οι Εβραίοι αντιτείνουν τη δική τους αυτοοργάνωση κατά της αραβικής δράσης (εβραϊκή πολιτοφυλακή Χαγκάνα). Δημοσιεύοντας τη «Λευκή βίβλο» τον Μάιο του 1939, η βρετανική διπλωματία περιέπλεξε ακόμη περισσότερο την υπόθεση. Με βάση το νέο αυτό σχέδιο η εβραϊκή μετανάστευση θα υπόκειτο σε δρακόντειους περιορισμούς, οι δυνατότητες αγοράς γης καθίσταντο πολύ περιορισμένες, το κράτος θα ήταν ενιαίο με 1/3 των κατοίκων Εβραίους και τα 2/3 Άραβες, ενώ αναγνωριζόταν το δικαίωμα βέτο στους Άραβες ως προς την εβραϊκή μετανάστευση και στους Εβραίους όσον αφορά τη μελλοντική ανεξαρτησία της Παλαιστίνης. Το βρετανικό σχέδιο καταδικάστηκε τον Ιούνιο του 1939 από την Επιτροπή Εντολών της Κοινωνίας των Εθνών, η οποία το κήρυξε αντίθετο με την ερμηνεία που δόθηκε στην ίδια την έννοια της εντολής.
Ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δημιουργεί νέα δεδομένα με τον Ρόμελ
Λίγο αργότερα το ξέσπασμα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου δημιούργησε νέα δεδομένα. Παραδόξως ο πόλεμος επέφερε στην Παλαιστίνη μια σχετική ηρεμία. Ο κίνδυνος που προκλήθηκε από τις επιχειρήσεις του Ρόμελ στη βόρεια Αφρική ανάγκασε τους σιωνιστές σε ανακωχή με τους Βρετανούς. «Αν οι ναζί κερδίσουν τον πόλεμο» έλεγε ο Βάισμαν το 1941, «δεν θα υπάρχει πλέον εβραϊκό πρόβλημα. Οι ναζί θα το έλυναν με τον τρόπο τους». Έτσι, σχεδόν 30.000 Εβραίοι από την Παλαιστίνη εντάχθηκαν στον αγγλικό στρατό κατά τη διάρκεια του πολέμου. Ωστόσο, τα μέτρα κατά της εβραϊκής μετανάστευσης στην Παλαιστίνη όχι μόνο δεν χαλάρωσαν, αλλά συνέχιζαν να εντείνονται. Η ποσόστωση των Ισραηλιτών που συνήθως επιτρεπόταν να αποβιβαστούν στην περιοχή μειώθηκε από 4.547 το 1940 σε 3.647 το 1941 και σε 2.194 το 1942. Στα φορτωμένα με πρόσφυγες πλοία απαγορεύτηκε η πρόσβαση στα παλαιστινιακά λιμάνια, όπως λ.χ. τον Φεβρουάριο του 1942 με το πλοίο «Struma», που τελικά τορπιλίστηκε και βυθίστηκε στη Μαύρη Θάλασσα με 768 επιβάτες που είχαν επιβιβαστεί στην Κωστάντζα της Ρουμανίας για να ξεφύγουν από τους ναζί. Η άρνηση παροχής πρόσβασης σε πλοία φορτωμένα με πρόσφυγες οδήγησε σε αντίδραση των Αμερικανών Εβραίων που απαιτούσαν το δικαίωμα στην απεριόριστη μετανάστευση και τη δημιουργία μιας εβραϊκής κοινοπολιτείας στην Παλαιστίνη.

Αριστερά: Το μεγαλύτερο χτύπημα σημειώθηκε τον Ιούλιο του 1946 με την ανατίναξη του ξενοδοχείου King David στην Ιερουσαλήμ όπου έδρευε το βρετανικό γενικό επιτελείο με 91 νεκρούς. Δεξιά: Απαγχονισμένοι από την Ιργκούν Βρετανοί αστυνομικοί το 1947
Στα τέλη του 1944 και ενώ φαινόταν ότι η ήττα της Γερμανίας ήταν θέμα χρόνου, η ακροδεξιά τάση των σιωνιστών της Παλαιστίνης αποφασίζει να χρησιμοποιήσει βία κατά των Βρετανών με σκοπό την ανατροπή της πολιτικής του Λονδίνου και της διαμόρφωσης τετελεσμένων πριν από την οριστική επικράτηση των συμμάχων. Τον Νοέμβριο του 1944 δολοφονείται ο λόρδος Μόιν, υπουργός υπεύθυνος για τις υποθέσεις της Μέσης Ανατολής που κατοικούσε στο Κάιρο. Η βρετανική πλευρά αυξάνει τα αστυνομικά μέτρα. Το τέλος του πολέμου και η εκλογική νίκη των Εργατικών στη Βρετανία προκάλεσαν μια μικρή ανακωχή και γέννησαν πρόσκαιρες ελπίδες κυρίως στους πολλούς Εβραίους σοσιαλιστές. Ωστόσο, η πολιτική του περιορισμού των μεταναστεύσεων προς την Παλαιστίνη συνεχίστηκε. Ο πρόεδρος Τρούμαν, πιεζόμενος από τη διεθνή κοινή γνώμη μετά την αποκάλυψη του Ολοκαυτώματος, ζήτησε από την κυβέρνηση του Άτλι να χορηγήσει 100.000 άδειες για άμεση είσοδο στην Παλαιστίνη. Ο υπουργός Εξωτερικών Μπέβιν, αντί να συναινέσει, πρότεινε τον Νοέμβριο του 1945 μια αγγλοαμερικανική εξεταστική επιτροπή (Μόρισον – Γκρέι). Αυτή η επιτροπή κατέληξε το 1946 να προτείνει την αποδοχή ενός μικρότερου αριθμού προσφύγων, την κατάργηση των περιορισμών στην αγορά γης και τη δημιουργία ενός ενιαίου ιουδαϊκο-αραβικού κράτους με τον ταυτόχρονο αφοπλισμό Εβραίων και Αράβων. Το σχέδιο ωστόσο απορρίφθηκε από όλες τις πλευρές. Η κατάσταση γινόταν καθημερινά όλο και πιο σοβαρή. Τον Ιούλιο του 1946 σημειώθηκε έκρηξη στην Ιερουσαλήμ στο ξενοδοχείο King David όπου βρισκόταν η έδρα του βρετανικού γενικού επιτελείου.
Δολοφονίες, συλλήψεις, απαγωγές, επιθέσεις κάθε είδους, απαγχονισμοί διαδέχονται η μία την άλλη. Τον Φεβρουάριο του 1947 οι Άγγλοι κήρυξαν κατάσταση πολιορκίας, ενώ οι Εβραίοι αρνήθηκαν τη συμμετοχή τους σε οποιαδήποτε συνομιλία αν δεν δινόταν λύση μέσω του ΟΗΕ. Στις 2 Απριλίου 1947 η Βρετανία αποφάσισε να φέρει το παλαιστινιακό ζήτημα ενώπιον των Ηνωμένων Εθνών. Η εβραϊκή θέση υπενθύμιζε τους υφιστάμενους δεσμούς μεταξύ των ανθρώπων της Βίβλου και της Παλαιστίνης, που κατείχαν την περιοχή μεταξύ 1500 και 1200 π.Χ., μέχρι τη βαβυλώνια αιχμαλωσία το 586, επικαλούνταν τη Διακήρυξη Μπάλφουρ και φυσικά ότι ήταν απαραίτητο να δημιουργηθεί μια πατρίδα για όσους υπέφεραν από το Ολοκαύτωμα.
Το καλοκαίρι του 1947 η τραγωδία του πλοίου «Exodus» επέδρασε καταλυτικά στις τελικές αποφάσεις.(2) Έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις οι δύο υπερδυνάμεις αποφασίζουν να προχωρήσουν στην παράκαμψη του Λονδίνου και να αποδεχτούν τη λύση των δύο κρατών με μια διεθνή πόλη, την Ιερουσαλήμ. Το σχέδιο διχοτόμησης της 29ης Νοεμβρίου 1947 ήταν μια πραγματικότητα. Καμιά πλευρά όμως δεν ήταν έτοιμη να δεχτεί τη θέση αμαχητί. Οι εντάσεις συνεχίστηκαν και εν μέσω δικοινοτικών συγκρούσεων οι Βρετανοί αποφασίζουν να εγκαταλείψουν τη διοίκηση της περιοχής προτού οργανωθούν τα δύο κράτη. Στις 13 Μαΐου 1948 η βρετανική στρατιωτική αρχή εγκαταλείπει την Ιερουσαλήμ και μία μέρα αργότερα ο Νταβίντ Μπεν Γκουριόν, πρωθυπουργός της προσωρινής κυβέρνησης, κήρυξε την ανεξαρτησία του Ισραήλ. Αμέσως αναγνωρίζεται από τις Ηνωμένες Πολιτείες και λίγο αργότερα από τη Γουατεμάλα (!) και τη Σοβιετική Ένωση. Θα ακολουθήσει η Γαλλία στις 14 Ιανουαρίου 1949 και η Βρετανία στις 29 Ιανουαρίου.

Η τραγωδία του πλοίου «Exodus» που οι Βρετανοί το περιέφεραν στη Μεσόγειο χωρίς να επιτρέπουν σε 4.500 Εβραίους να αποβιβαστούν στην Παλαιστίνη το 1947 και τελικά τους οδήγησαν σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στη Γερμανία
Η διχοτόμηση της Παλαιστίνης υπήρξε το δίχως άλλο άδικη, καθώς το 43% του εδάφους δινόταν στους Άραβες που αποτελούσαν ωστόσο τα 2/3 του πληθυσμού της Παλαιστίνης. Ήταν επίσης λύση μη λειτουργική. Στο νέο ισραηλινό κράτος ο μισός σχεδόν πληθυσμός θα ήταν αραβικός, οι γονιμότερες αγροτικές περιοχές θα ανήκαν στους Εβραίους, ενώ στους Άραβες αφήνονταν άγονες και δυσπρόσιτες περιοχές. Τέλος, η Παλαιστίνη θα ήταν αποκομμένη από τη Συρία αλλά και από την έξοδό της στην Ερυθρά Θάλασσα. Στην ουσία θα υπήρχαν δύο αραβικές ζώνες ένθεν κακείθεν του Ισραήλ χωρίς μεταξύ τους επικοινωνία. Οι βάσεις για τη δημιουργία του σύγχρονου παλαιστινιακού ζητήματος είχαν τεθεί πλέον με τη βούλα της ίδιας της παγκόσμιας κοινότητας.
* Ο Λάμπρος Φλιτούρης είναι αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #127 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 22 Οκτωβρίου 2023. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
* Eric Hobsbawm, Θρυμματισμένοι καιροί. Κουλτούρα και κοινωνία στον 20ό αιώνα, Θεμέλιο, Αθήνα 2013
* Σωτήρης Ρούσσος, Επανάσταση και εξέγερση στη Μέση Ανατολή, Gutenberg, Αθήνα 2022
* Γιάννης Σακκάς, Το Παλαιστινιακό, τόμος Α’, Πατάκης, Αθήνα 2005.
* Πιέρ-Αντρέ Ταγκιέφ, Τι είναι αντισημιτισμός;, Εστία, Αθήνα 2015
* Enzo Traverso, Το τέλος της εβραϊκής νεοτερικότητας, Εκδόσεις 21ου, Αθήνα 2020
* David Ferdman, «Englishmen and Jews: Social Relations and Political Culture, 1840-1914», Yale University Press, 1994
* Claude Klein, Israel, état en quête d’identité, Casterman, Φλωρεντία 1999
* François Massoulié, Les conflits du Proche-Orient, Casterman, Φλωρεντία 1994
Παραπομπές
(1) Το 1910 ο εβραϊκός πληθυσμός της Βαρσοβίας αποτελούσε το 32% του συνολικού πληθυσμού, στην Βουδαπέστη το 23% και στην Βιέννη σχεδόν το 9%.
(2) Το πλοίο ξεκίνησε από τη Γαλλία, μεταφέροντας περισσότερους από 4.500 Εβραίους εκ των οποίων πολλοί ήταν επιζώντες των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Δυνάμεις του Βρετανικού Ναυτικού το κατέλαβαν και το οδήγησαν στη Χάιφα και εκεί οι επιβάτες επιβιβάστηκαν σε τρία άλλα πλοία και οδηγήθηκαν πίσω στη Γαλλία. Οι επιβάτες αρνήθηκαν να αποβιβαστούν στη Γαλλία και οδηγήθηκαν αρχικά στο υπό βρετανικό έλεγχο Αμβούργο και στη συνέχεια σε στρατόπεδα εκτοπισμένων κοντά στο Λίμπεκ.


















