HotDoc.History: Φιλομοναρχικά κινήματα στον Μεσοπόλεμο: Ο «πειρασμός» μιας εξουσίας με λόγχες
Ο «πειρασμός» μιας εξουσίας με λόγχες

Το 1909 διαδέχτηκε το 1922 και από εκεί και πέρα στην «Οργάνωση Ταγματαρχών», τα «Δημοκρατικά Τάγματα», τον Πάγκαλο, τον Ζέρβα, τον Κονδύλη και εν τέλει στον Γεώργιο Β΄ και τον Μεταξά
Η σχέση του στρατού με την πολιτική αποτέλεσε διαχρονικά μια βασική συνιστώσα των ευρύτερων κοινωνικοοικονομικών εξελίξεων που καθόρισαν τόσο σε διεθνές όσο και σε εθνικό επίπεδο την ιστορική πορεία των κρατών και των κοινωνιών στον 20ό αιώνα.(1) Η ελληνική περίπτωση δεν θα μπορούσε να αποτελέσει εξαίρεση, για τον επιπλέον λόγο της εμπλοκής του ελληνικού έθνους-κράτους σε μείζονα πολεμικά γεγονότα (Α΄ και Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος) σε μια εκτεταμένη στρατιωτική επιχείρηση που οδήγησε στη Μικρασιατική Καταστροφή, αλλά και σε έναν πολυαίμακτο Εμφύλιο Πόλεμο (1946-1949). Η σχέση της θεσμισμένης πολιτικής εξουσίας με τον στρατό έλαβε μάλιστα εντελώς διαφορετική μορφή μετά τη νίκη των αντικομμουνιστικών δυνάμεων στην εμφύλια αναμέτρηση και την ισχυροποίηση των στρατιωτικών στη νέα δομή εξουσίας.
Η επτάχρονη στρατιωτική δικτατορία (1967-74) ήταν το επιστέγασμα της ανάμειξης του στρατού στην πολιτική ζωή και επιβεβαίωσε, με τον χειρότερο δυνατό τρόπο, τα όρια της μετεμφυλιακής «καχεκτικής» δημοκρατίας. Με τη μεταπολίτευση που ακολούθησε, και στο πλαίσιο του νέου κοινωνικού συμβολαίου που εξασφάλιζε την αποκατάσταση των δημοκρατικών ελευθεριών, ο στρατός αποχώρησε από το προσκήνιο της πολιτικής ζωής και περιορίστηκε στα καθαυτό καθήκοντά του. Στο σημείωμα αυτό θα επιχειρήσουμε μια εντελώς συνοπτική παρουσίαση της πολυκύμαντης σχέσης στρατού και πολιτικής στην Ελλάδα, με επικέντρωση σε συγκεκριμένα στρατιωτικά κινήματα του Μεσοπολέμου.
Μετά την ελληνική επανάσταση και τη συγκρότηση του ελληνικού κράτους το ζήτημα της συγκρότησης τακτικού στρατεύματος, που να ανταποκρίνεται στα ευρωπαϊκά δεδομένα της εποχής, ήταν ιδιαιτέρως σημαντικό. Για το μεγαλύτερο όμως διάστημα του 19ου αιώνα ο ελληνικός στρατός παρέμενε γενικά ολιγάριθμος, χαμηλής ποιότητας και, σε κάθε περίπτωση, αδυνατούσε να εκπληρώσει τις επιδιώξεις της Μεγάλης Ιδέας. Από την περίοδο διακυβέρνησης του Χαρίλαου Τρικούπη άρχισε σταδιακά μια αναδιοργάνωσή του, χωρίς όμως να επιτευχθούν εντυπωσιακά αποτελέσματα. Η καταστροφική επιλογή του πολέμου με την Οθωμανική Αυτοκρατορία το 1897, υπό την ουσιαστική καθοδήγηση της σκληροπυρηνικά εθνικιστικής Εθνικής Εταιρείας, καταρράκωσε μεταξύ άλλων και το κύρος του στρατεύματος, η κατάσταση του οποίου στην πρώτη δεκαετία του 20ού αιώνα αντικατόπτριζε πλήρως το γενικότερο πολιτικό και κοινωνικό κλίμα που είχε διαμορφωθεί στη συγκυρία.

Μονάδες πυροβολικού στην Αθήνα κατά την εκδήλωση της δικτατορίας Πάγκαλου στις 25 Ιουνίου 1925
Πλήθος χαμηλόβαθμων αξιωματικών δυσανασχετούσε με τις επιλογές της ηγεσίας, στην οποία σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζαν ο διάδοχος Κωνσταντίνος και τα μέλη της βασιλικής οικογένειας. Το κύρος των αξιωματικών είχε αναβαθμιστεί με τη συμμετοχή πολλών εξ αυτών στον Μακεδονικό Αγώνα, αλλά σε γενικές γραμμές το επίπεδο οργάνωσης και στελέχωσης των ενόπλων δυνάμεων παρέμενε χαμηλό. Στο πλαίσιο αυτό οι κομματικοί ανταγωνισμοί, οι αναταράξεις που προξενούσαν οι αναδυόμενοι βαλκανικοί εθνικισμοί και η αυξανόμενη πίεση συσσωρευμένων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων οδηγούσαν σε κρίση το πολιτικό σύστημα.
Το κίνημα στο Γουδί (καλοκαίρι του 1909) συνιστά ουσιαστικά την πρώτη σημαντική επέμβαση του στρατού στην πολιτική ζωή της χώρας. Εκατό και πλέον χρόνια από την εκδήλωσή του, η ερμηνεία του κινήματος αυτού εξακολουθεί να αποτελεί ιστοριογραφική πρόκληση. Σύγχρονες προσεγγίσεις το αποδεικνύουν με τον πλέον εναργή τρόπο.(2) Σε κάθε περίπτωση η απόπειρα του Στρατιωτικού Συνδέσμου, της ομάδας δηλαδή που υπό την ηγεσία του συνταγματάρχη Νικολάου Ζορμπά σχεδίασε και υλοποίησε το κίνημα, να καλέσει τον Ελευθέριο Βενιζέλο από την Κρήτη και να του ζητήσει να ηγηθεί της προσπάθειας ανασυγκρότησης της χώρας είχε καταλυτικές συνέπειες.(3)
Μεταξύ των άλλων θεσμικών τομών της περιόδου 1910-1912 τέθηκε σε νέα βάση η αναδιοργάνωση των ενόπλων δυνάμεων της χώρας υπό την επίβλεψη ξένων στρατιωτικών αποστολών. Οι νικηφόροι Βαλκανικοί Πόλεμοι 1912-13 απέδειξαν το αξιόμαχο του στρατεύματος και έδωσαν την ευκαιρία στο σώμα των αξιωματικών να αυξήσει έτι περαιτέρω το κύρος του.
Η επιδείνωση όμως των αντιθέσεων στο επίπεδο της πολιτικής ηγεσίας (με τη διαφαινόμενη ρήξη βασιλιά Κωνσταντίνου – Βενιζέλου) δημιουργούσαν έντονες πιέσεις και στο εσωτερικό του σώματος των αξιωματικών. Ο Εθνικός Διχασμός που ακολούθησε όξυνε τις προϋπάρχουσες αντιθέσεις και εκτός των άλλων σοβαρών συνεπειών του δημιούργησε και ανεπίστρεπτη ρήξη στους κόλπους του στρατεύματος ανάμεσα στους βενιζελικούς και τους αντιβενιζελικούς αξιωματικούς. Το κομβικό ζήτημα περί της συμμετοχής ή μη της χώρας στον Μεγάλο Πόλεμο (1914-1918) συνιστούσε την αφορμή για την εκδήλωση αυτής της μείζονος και διαρκούς κρίσης του πολιτικού συστήματος, που έλαβε συμβολική μορφή με τη σφοδρή αντιπαράθεση των δυο πρωταγωνιστών, το κίνημα της Εθνικής Αμύνης στη Θεσσαλονίκη (1916), την επιστροφή του Βενιζέλου στην Αθήνα (1917) και την προσωρινή απομάκρυνση του Κωνσταντίνου.(4) Η προσωρινή επικράτηση των βενιζελικών και η εμπλοκή της χώρας στη Μικρασία είχαν σοβαρές συνέπειες στη συνοχή του στρατεύματος και επέτειναν το χάσμα ανάμεσα στους αξιωματικούς, δημιουργώντας μεταξύ άλλων και σοβαρά ζητήματα ως προς τις προαγωγές, τους βαθμούς και τα προνόμια των στελεχών που ταυτίζονταν με τις αντιμαχόμενες πολιτικές παρατάξεις.
Η διεξαγωγή του πολέμου στη Μικρά Ασία, της μεγαλύτερης πολεμικής προσπάθειας που είχε αναλάβει ως τότε το ελληνικό κράτος, έθετε σε νέα βάση το ζήτημα της σχέσης στρατού και πολιτικής. Μετά την ήττα του Βενιζέλου στις εκλογές του 1920 η κατάσταση ανατράπηκε για ακόμη μια φορά. Η επιστροφή των αντιβενιζελικών στην εξουσία μετέβαλε για ακόμη μια φορά τις ρευστές ισορροπίες που είχαν διαμορφωθεί στο σώμα των αξιωματικών. Παλαιότερες φατριαστικές διαμάχες επανεμφανίστηκαν με οδυνηρό τρόπο, εντείνοντας τη διάσταση ανάμεσα στις πραγματικές δυνατότητες του ελληνικού στρατού και τις στρατηγικές επιδιώξεις της ελληνικής ηγεσίας. Η κατάρρευση του μετώπου, τον Αύγουστο του 1922, επέφερε την ουσιαστική αποδιοργάνωση των ελληνικών δυνάμεων.
Η ήττα του ελληνικού στρατού στη Μικρασία το 1922, εκτός των υπόλοιπων οδυνηρών συνεπειών που είχε για την καθημαγμένη ελληνική κοινωνία, απονομιμοποίησε πλήρως το πολιτικό σύστημα, και την εξουσία ανέλαβε μια «επαναστατική επιτροπή» υπό την ηγεσία των Νικολάου Πλαστήρα και Στυλιανού Γονατά. Η δίκη και εκτέλεση της αντιβενιζελικής ηγεσίας των «Έξι» στο Γουδί προσέφερε προσωρινά μια διέξοδο εκτόνωσης της αγανάκτησης και της απογοήτευσης που κυριαρχούσαν σε εκτεταμένα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας.
Η χώρα είχε εισέλθει όμως σε μια περίοδο μακράς πολιτικής αστάθειας, η οποία χαρακτηριζόταν από τη διαρκή και έντονη ανάμειξη των στρατιωτικών στα τεκταινόμενα της πολιτικής ζωής. Γεγονός παραμένει ότι η σχετικά γρήγορη αναδιοργάνωση του ελληνικού στρατού στο μέτωπο της Θράκης (στρατός του Έβρου) έδωσε τη δυνατότητα στον Ελευθέριο Βενιζέλο να διαπραγματευθεί υπό σχετικά καλύτερους όρους τη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία ενταφίασε οριστικά τη Μεγάλη Ιδέα και καθόρισε, σχεδόν στην οριστική τους μορφή, τα σύνορα του ελληνικού κράτους. Τη συγκρότηση της στρατιάς του Έβρου πιστώθηκε σε μεγάλο επίπεδο προσωπικά ο Θεόδωρος Πάγκαλος, βενιζελικός αξιωματικός με μεγάλες φιλοδοξίες.
Στασιαστικές ενέργειες με υποκίνηση Μεταξά το 1923
Την ίδια περίοδο άρχισαν να εμφανίζονται και στασιαστικές ενέργειες από την πλευρά των αντιβενιζελικών, ειδικότερα από το τμήμα εκείνο του στρατού που ένιωθε παραγκωνισμένο από τις εξελίξεις. Το κίνημα Λεοναρδόπουλου – Γαργαλίδη ήταν το σημαντικότερο της κατηγορίας αυτής. Εκδηλώθηκε τα μεσάνυχτα της 21ης προς την 22η Οκτωβρίου 1923, τρεις μόλις μέρες μετά την προκήρυξη βουλευτικών εκλογών (είχαν υπολογιστεί να πραγματοποιηθούν στις 16 Δεκεμβρίου). Πρωταγωνιστικό ρόλο στο κίνημα έπαιξε μια οργάνωση αντιβενιζελικών με την ονομασία «Οργάνωση Ταγματαρχών». Κατά τα φαινόμενα σημαντικό ρόλο διαδραμάτιζε από το παρασκήνιο και ο Ιωάννης Μεταξάς. Την ηγεσία του κινήματος είχαν οι υποστράτηγοι Γεώργιος Λεοναρδόπουλος και Παναγιώτης Γαργαλίδης και ο συνταγματάρχης Γεώργιος Ζήρας.
Η αντίδραση του Πλαστήρα (με την κήρυξη στρατιωτικού νόμου) ήταν άμεση, καθώς η ενέργεια θεωρήθηκε «προδοτική». Παρά το γεγονός ότι οι κινηματίες είχαν εξασφαλίσει την υποστήριξη σημαντικών μονάδων του στρατού (ειδικά στη βόρεια Ελλάδα και την Πελοπόννησο) την πλάστιγγα υπέρ της κυβέρνησης έγειρε η υπακοή των μονάδων των μεγάλων αστικών κέντρων και η αποφυγή ανάμειξης του ναυτικού. Η καταστολή του κινήματος έδωσε τη δυνατότητα στη βενιζελική παράταξη να προχωρήσει σε εκτεταμένες εκκαθαρίσεις αντιβενιζελικών στους κόλπους του στρατεύματος και ευνόησε την πορεία προς την κήρυξη της αβασίλευτης δημοκρατίας. Στο πλαίσιο αυτό ο Γεώργιος Β΄ αναχώρησε από την Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 1923. Οι αρχηγοί του κινήματος, αν και αρχικά καταδικάστηκαν σε θάνατο, αμνηστεύτηκαν αργότερα. Ο ίδιος ο Μεταξάς εξορίστηκε προσωρινά στο εξωτερικό.
Υπό τα δεδομένα αυτά η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία, που ανακηρύχθηκε το 1924, είχε έντονη τη σφραγίδα της παρουσίας των αξιωματικών στον περίγυρό της.(5) Το γεγονός αυτό αποδείχθηκε από το πλήθος των στρατιωτικών κινημάτων που τη σημάδεψαν ως την τελική κατάργησή της (με τη δικτατορία Μεταξά).
Πάγκαλος. Κατάργησε τη Βουλή που τον ψήφισε
Η πρώτη βραχύβια δικτατορία ήταν αυτή του στρατηγού Θεόδωρου Πάγκαλου, ο οποίος ήδη από το 1924 δεν έκρυβε τις προθέσεις του. Η πολιτική αστάθεια που επικρατούσε, τα φαινόμενα διαφθοράς και η εμπλοκή στο ζήτημα της Δ΄ Συντακτικής Συνέλευσης ήταν παράγοντες που ευνοούσαν τη στρατιωτική παρέμβαση, η οποία τελικά εκδηλώθηκε στις 25 Ιουνίου 1925. Το κίνημα δεν συνάντησε ιδιαίτερη αντίσταση και επικράτησε σχετικά εύκολα. Οι μονάδες της βόρειας Ελλάδας είχαν ταχθεί εξαρχής στο πλευρό του πραξικοπηματία, ενώ ταυτόχρονα μυημένοι αξιωματικοί κατέλαβαν το θωρηκτό «Αβέρωφ» και στρατηγικές τοποθεσίες στην πρωτεύουσα. Παρά το γεγονός ότι αρχικά τουλάχιστον ο Πάγκαλος προσπάθησε (και κατάφερε) να εξασφαλίσει κοινοβουλευτική νομιμοποίηση, τον Σεπτέμβριο του 1925 κατήργησε τη Βουλή, υποστηρίζοντας ότι «είχε χάσει την εμπιστοσύνη του έθνους».

Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος, αναδιοργανωτής της στρατιάς της Θράκης, δεν έκρυβε από το 1924 τις δικτατορικές προθέσεις του
Παρά την εκτίμηση του Πάγκαλου ότι το καθεστώς του δεν κινδύνευε, στην πραγματικότητα εσωτερικές διεργασίες στους κόλπους των αξιωματικών οδηγούσαν νομοτελειακά στην ανατροπή του. Ιθύνων νους της ενέργειας αυτής, που εκδηλώθηκε τον Αύγουστο του 1926, ήταν ο Γεώργιος Κονδύλης. Ο τελευταίος είχε εξασφαλίσει τη στήριξη των διοικητών των λεγόμενων «Δημοκρατικών Ταγμάτων» Ναπολέοντα Ζέρβα και Βασιλείου Ντερτιλή.
Τα «Δημοκρατικά Τάγματα» λειτουργούσαν ως ένα είδος επίλεκτων στρατιωτικών σωμάτων, απολύτως πιστών στη βενιζελική παράταξη.(6) Ο ίδιος ο Ναπολέων Ζέρβας το 1925 ως διοικητής του Β΄ Τάγματος Δημοκρατικής Φρουράς είχε συνεργαστεί με τον Θεόδωρο Πάγκαλο, χρηματίζοντας φρούραρχος Αθηνών και υπασπιστής του προέδρου της Δημοκρατίας Παύλου Κουντουριώτη. Την εποχή αυτή αναγκάστηκε να συλλάβει τον Νικόλαο Πλαστήρα, γεγονός που κατά τα φαινόμενα δεν του συγχώρησε ποτέ ο αδιαμφισβήτητος «ηγέτης» των βενιζελικών αξιωματικών.
Η Δημοκρατική Φρουρά (αποτελούνταν από τα δυο Τάγματα) θεωρούνταν από τους αντιπάλους του καθεστώτος ένα είδος σώματος «πραιτοριανών». Το βέβαιο είναι ότι η Δημοκρατική Φρουρά συνιστούσε μια κρίσιμη δύναμη για την επιβίωση της κυβέρνησης. Όπως ήταν αναμενόμενο, οι προσωπικές φιλοδοξίες των διοικητών της δεν ήταν εύκολο να τιθασευτούν εντός ενός ρευστού πολιτικού περιβάλλοντος, όπως αυτό της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας, το οποίο ευνοούσε εγχειρήματα στρατιωτικής κατάληψης της εξουσίας.(7)
1926. Το κύρος του στρατού στο ναδίρ
Από την άποψη αυτή ελάχιστοι εξεπλάγησαν από τα γεγονότα του Αυγούστου 1926. Τις επόμενες ημέρες επικράτησε γενική πολιτική αστάθεια, καθώς η χώρα δεν διέθετε τυπικά κυβέρνηση και την ουσιαστική εξουσία ασκούσε ο Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος αποφάσισε να διαλύσει τα Δημοκρατικά Τάγματα. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1926 σφοδρές μάχες διεξήχθησαν στην Αθήνα μεταξύ των κυβερνητικών και των μονάδων των Ζέρβα – Ντερτιλή. Ο ίδιος ο Ζέρβας κινδύνευσε προσωπικά να σκοτωθεί από τα πυρά των μονάδων του Κονδύλη. Αφού αρνήθηκε την πρόταση διαφυγής του στο εξωτερικό, παραδόθηκε προκειμένου να δικαστεί.(8) Τα αιματηρά αυτά επεισόδια προκάλεσαν έντονη κατακραυγή από τον πληθυσμό της Αθήνας, που τα θεωρούσε άλλο ένα δείγμα της γενικότερης έκπτωσης του στρατιωτικού ήθους. Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι την εποχή εκείνη το κύρος του στρατού είχε φτάσει στο ναδίρ.
Μετά την οριστική επικράτησή του ο Κονδύλης οδήγησε στο δικαστήριο τους αρχηγούς των «Δημοκρατικών Ταγμάτων». Η δίκη, η οποία έγινε λίγες ημέρες μετά το αποτυχημένο κίνημα, γνώρισε ευρεία δημοσιότητα. Ο Ζέρβας καταδικάστηκε σε φυλάκιση, παρά το γεγονός ότι στη δίκη προσκόμισε συμφωνητικό με τον Κονδύλη, με το οποίο ο τελευταίος δεσμευόταν να μην πολιτευθεί μετά τη συγκρότηση μεταβατικής κυβέρνησης που θα διενεργούσε εκλογές.(9) Αμνηστεύτηκε όμως δυο χρόνια αργότερα (στις 17 Οκτωβρίου 1928) από τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αποστρατεύθηκε τελικά με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Ως προς τις γενικότερες εξελίξεις αξίζει να σημειωθεί ότι τελικά η χώρα δεν διολίσθησε σε μακροχρόνια στρατιωτική δικτατορία. Μείζονος σημασίας γεγονός ήταν η μετατόπιση της ευρύτερης προσοχής των κρατούντων προς το κομμουνιστικό κόμμα που, παρά την περιορισμένη του απήχηση, στη συνείδησή τους άρχισε να αντιπροσωπεύει μια πραγματική απειλή.

Ο πυρήνας των σκληροπυρηνικών φιλομοναρχικών αξιωματικών Οικονόμου (αριστερά), Ρέππας (τρίτος από αριστερά) και Παπάγος (δεξιά) απηύθυναν τελεσίγραφο στον πρωθυπουργό Παναγή Τσαλδάρη να παραιτηθεί. Ανάμεσά τους ο Κονδύλης
Οι έντονες πολιτικές διαμάχες, που δεν ανεστάλησαν από την εκ νέου ανάρρηση στην εξουσία του Βενιζέλου (1928), είχαν αντανάκλαση και στις φατριαστικές διαμάχες εντός του σώματος των στρατιωτικών, που επιτείνονταν από την ύπαρξη συνωμοτικών ομάδων και «κινήσεων». Πολλές από αυτές τις ομαδώσεις είχαν ευθεία αναφορά σε συγκεκριμένα πρόσωπα, όπως σε αυτό του Νικολάου Πλαστήρα. Τα κινήματα που επιχείρησαν οι βενιζελικοί αξιωματικοί το 1933 και 1935 εντάσσονταν σε μια απόπειρα δυναμικής επιβολής της πλευράς αυτής, αλλά η μη ευόδωσή τους είχε σημαντικές συνέπειες. Ειδικά το αποτυχημένο κίνημα του Μαρτίου 1935 έδωσε την ευκαιρία στους παράγοντες της αντιβενιζελικής παράταξης να ολοκληρώσουν τις διώξεις στο εσωτερικό του στρατεύματος και να δημιουργήσουν μια στρατιά «απότακτων» στελεχών, ανατροφοδοτώντας παλαιές πικρίες και απογοητεύσεις και εντείνοντας την εχθρότητα ανάμεσα στους αξιωματικούς. Σε κάθε περίπτωση το στράτευμα εμφανιζόταν απολύτως παραταξιακό στα μέσα του 1935, και μια σημαντική μερίδα των στελεχών του εκφραζόταν πλέον ανοιχτά υπέρ της παλινόρθωσης της βασιλικής δυναστείας.
«Παραίτησαν» τον Τσαλδάρη στη μέση του δρόμου
Πρωταγωνιστής εμφανιζόταν στη συγκυρία ο Γεώργιος Κονδύλης, ο οποίος είχε ολοκληρώσει απόλυτα τη στροφή του προς τη φιλοβασιλική παράταξη. Τον Ιούλιο του 1935 εκφώνησε έναν βαρυσήμαντο λόγο στη Βουλή υπέρ του μοναρχικού θεσμού, γεγονός που επέδρασε στην απόφαση διεξαγωγής δημοψηφίσματος για το ζήτημα. Οι κυβερνητικές καθυστερήσεις και παλινωδίες όμως οδήγησαν τον σκληροπυρηνικό πυρήνα των ανώτατων φιλομοναρχικών αξιωματικών (όπως ο Αλέξανδρος Παπάγος, ο Δημήτριος Οικονόμου και ο Γεώργιος Ρέππας) να απευθύνουν τελεσίγραφο στις 10 Οκτωβρίου 1935 στον πρωθυπουργό της κυβέρνησης των Λαϊκών Παναγή Τσαλδάρη και να τον εξαναγκάσουν σε παραίτηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι η ενέργεια αυτή έλαβε χώρα κυριολεκτικά στον δρόμο, όταν οι κινηματίες σταμάτησαν το αυτοκίνητο του Τσαλδάρη επί της λεωφόρου Κηφισιάς. Την ίδια μέρα ορκίστηκε πρωθυπουργός ο Κονδύλης, ο οποίος προχώρησε στην άμεση κατάργηση της αβασίλευτης δημοκρατίας και στην επιστροφή της μοναρχίας, με τον ίδιο στον προσωρινό ρόλο του αντιβασιλέα.
Η επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄ μετά το πασιφανώς νόθο δημοψήφισμα που ακολούθησε λίγο αργότερα και η επαναφορά της μοναρχίας δημιουργούσαν νέα δεδομένα στην πολιτική ζωή της χώρας. Η προσφυγή στη δικτατορία ήταν μια από τις πιθανές επιλογές που διέθετε το συντηρητικό κατεστημένο, που ανησυχούσε σφόδρα και για τον «κομμουνιστικό κίνδυνο», μια νέου τύπου απειλή «έναντι του κοινωνικού καθεστώτος». Η δικτατορία της 4ης Αυγούστου υπό τον πρώην επιτελικό αξιωματικό Ιωάννη Μεταξά συγκροτούσε την «απάντηση» της καθεστηκυίας τάξης στις νέες προκλήσεις που δημιουργούσε η πολύπλευρη κοινωνική και οικονομική κρίση. Η πορεία προς τη δικτατορία ξεκίνησε ήδη από τις αρχές του 1936 και τις βουλευτικές εκλογές, την κοινοβουλευτική αστάθεια που επικράτησε και την ανησυχία των ελίτ για δυναμική είσοδο του ΚΚΕ στην κεντρική πολιτική σκηνή (μετά την προσωρινή συμφωνία με τους Φιλελεύθερους με το λεγόμενο σύμφωνο Σοφούλη – Σκλάβαινα).
Την κατάσταση εκμεταλλεύθηκε ο Ιωάννης Μεταξάς, πρόεδρος μέχρι τότε του μικρού κόμματος των Ελευθεροφρόνων, ο οποίος αρχικά διορίστηκε υπουργός στην κυβέρνηση του υπηρεσιακού πρωθυπουργού Κωνσταντίνου Δεμερτζή. Μετά τον θάνατο του Δεμερτζή, στις 13 Απριλίου 1936, διορίστηκε πρωθυπουργός από τον Γεώργιο Β΄ και εξασφάλισε κοινοβουλευτική στήριξη από όλα τα κόμματα εκτός από το ΚΚΕ και τον Γεώργιο Παπανδρέου.
Λίγες μέρες αργότερα η Βουλή ανέστειλε ουσιαστικά τη λειτουργία της έως τον Σεπτέμβριο, απόφαση που άνοιξε τον δρόμο στον Μεταξά να προχωρήσει απερίσπαστος στην εγκαθίδρυση ενός φασίζοντος καθεστώτος, σε αναλογία αυτών που επικρατούσαν σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες την περίοδο αυτή. Μεγάλες εργατικές απεργίες, στις οποίες πρωτοστατούσε το ΚΚΕ, αλλά και οι γενικότερες ευρωπαϊκές εξελίξεις τρομοκρατούσαν τα κυρίαρχα κοινωνικά στρώματα και έκαναν απολύτως ορατό το ενδεχόμενο επιβολής δικτατορίας. Στις 4 Αυγούστου 1936 ο βασιλιάς συμφώνησε στην αναστολή βασικών άρθρων του Συντάγματος, γεγονός που οδήγησε σε ένα ιδιότυπο κυβερνητικό μοντέλο «βασιλο-μεταξικής» δικτατορίας, στην άγρια καταστολή της κομμουνιστικής αριστεράς αλλά και των προοδευτικών αστικών δυνάμεων.(10) Το φασίζον «Νέον Κράτος» του Μεταξά δεν απέκτησε βέβαια ποτέ σημαντική κοινωνική βάση, ανταποκρινόταν όμως απόλυτα στα δεδομένα της μεσοπολεμικής εποχής.

Ο Κονδύλης επί της υποδοχής κατά την επιστροφή του βασιλιά Γεωργίου Β΄ μετά το πασιφανώς νόθο δημοψήφισμα
Η επικράτηση του καθεστώτος αυτού ολοκλήρωσε μια μακρά πορεία μετασχηματισμού του ίδιου του στρατεύματος, το οποίο στελεχώθηκε από αξιωματικούς απόλυτα πιστούς στην «4η Αυγούστου». Το μεγάλο τμήμα όμως των αξιωματικών που παρέμεναν εκτός στρατεύματος δεν είχε παραιτηθεί των αξιώσεων επιστροφής του μόλις οι συνθήκες θα το επέτρεπαν. Η ευκαιρία δόθηκε με την όξυνση της κατάστασης στο διεθνές επίπεδο, η οποία οδηγούσε στο ξέσπασμα ενός νέου πολέμου που θα ανέτρεπε ριζικά τις ισορροπίες σε όλο τον κόσμο.
* Ο Bαγγέλης Τζούκας είναι διδάκτορας Κοινωνιολογίας Παντείου, διδάσκων στο ΕΑΠ
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #89 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 19 Ιουλίου 2020
Παραπομπές
(1) Για τη σχέση στρατού και πολιτικής στην Ελλάδα στη μακρά κλίμακα βλ. Θ. Βερέμης, Ο στρατός στην Ελληνική Πολιτική-από την Ανεξαρτησία έως τη Δημοκρατία, Κούριερ Εκδοτική, Αθήνα, 2000.
(2) Bλ. Νίκη Μαρωνίτη, Το κίνημα στο Γουδί εκατό χρόνια μετά. Παραδοχές, ερωτήματα, νέες προοπτικές, Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2010.
(3) Βλ. Γ. Μαυρογορδάτος, «Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός», στο Γ. Θ. Μαυρογορδάτος – Χ. Χατζηιωσήφ (επιμ.), Βενιζελισμός και Αστικός Εκσυγχρονισμός, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο, 1988, σσ. 9-19.
(4) Για τη συμμετοχή της χώρας στον πόλεμο και τις περιπλοκές που αυτή δημιούργησε, βλ. Γ. Λεονταρίτης, Η Ελλάδα στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, ΜΙΕΤ, Αθήνα, 2000.
(5) Για την περίοδο αυτή, βλ. Α. Ρήγος, Η Β΄ Ελληνική δημοκρατία – Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, Θεμέλιο, Αθήνα, 1988.
(6) Βλ. Ιωάννης Θ. Δασκαρόλης, Δημοκρατικά Τάγματα. Οι πραιτωριανοί της Β΄ Ελληνικής Δημοκρατίας 1923-1936, Παπαζήσης, Αθήνα, 2019.
(7) Για μια ερμηνεία της πολιτικής κρίσης του Μεσοπολέμου, βλ. Ά. Ρήγος, Η Β΄ Ελληνική Δημοκρατία – Κοινωνικές διαστάσεις της πολιτικής σκηνής, Θεμέλιο, Αθήνα, 1988, σσ. 265-331.
(8) Βλ. Α. Ρήγος, Τα κρίσιμα χρόνια 1922-1935, Παπαζήσης, Αθήνα, 1995, τμ. 1, σσ. 185-189.
(9) Γ. Δαφνής, Η Ελλάς μεταξύ δυο πολέμων, Αθήνα, 1955, τμ. Α΄, σ. 345.
(10) Βλ. Γ. Σ. Πλουμίδης, Το καθεστώς Ιωάννη Μεταξά (1936-1941), Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα, 2016.















