HotDoc.History: Η δυσεπίλυτη εξίσωση εθνικής ενότητας και ΕΑΜικής εξουσίας
Η πολιτική εθνικής ενότητας του ΕΑΜ είχε ένα αδύνατο σημείο: Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του.

Από τον πρώτο χρόνο της Κατοχής το ΕΑΜ συγκροτήθηκε για να οργανώσει την πάλη ενάντια στον κατακτητή. Είχε ως σημαία του την εθνική ενότητα για την επίτευξη αυτού του στόχου. Αυτή την πολιτική δεν την άλλαξε σε κανένα σημείο της Κατοχής. Τα κόμματα που συναποτελούσαν το ΕΑΜ και ιδίως το μεγαλύτερο από αυτά, το ΚΚΕ, έκαναν συνεχείς εκκλήσεις στα υπόλοιπα κόμματα και σε προσωπικότητες για συμμετοχή τους στον εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα χωρίς σπουδαία αποτελέσματα. Προσπάθησε το ΚΚΕ να βρει σημείο σύμπλευσης με τα δημοκρατικά αστικά κόμματα πάνω στο θέμα της μοναρχίας και το καυτό ζήτημα της (μη) επιστροφής του Γεωργίου Β΄ στη χώρα μετά την απελευθέρωση. Οι προσπάθειες αυτές βρέθηκαν κοντά στην πολιτική επιτυχία κατά την αποστολή της αντιπροσωπείας «των βουνών» στο Κάιρο τον Αύγουστο του 1943 αλλά προσέκρουσαν στην αντίδραση του μονάρχη που υποστηρίχτηκε από τη Μεγάλη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες αλλά και σε εσωτερικές διαφοροποιήσεις που διέσπασαν το δημοκρατικό μέτωπο.
Η εδραίωση ενός οιονεί κράτους της Αντίστασης
Στο μεταξύ, είχε δημιουργηθεί η Ελεύθερη Ελλάδα, αποκτώντας διαστάσεις που δεν βρίσκονταν στους αρχικούς σχεδιασμούς κανενός επιτελείου. Με την κατάρρευση της Ιταλίας και τη συνθηκολόγηση των ιταλικών δυνάμεων που κατείχαν το μεγαλύτερο μέρος της χώρας, το οιονεί κράτος της Αντίστασης εδραιώθηκε και ανέπτυξε μια δυναμική που το έκανε ικανό να αντέξει στις οργανωμένες προσπάθειες των Γερμανών που έσπευσαν να καλύψουν το κενό στα νώτα τους. Ενόψει όμως και της διαφαινόμενης ήττας των τελευταίων στον πόλεμο άνοιγαν επιτακτικά τα ζητήματα της μεταπολεμικής κατάστασης της χώρας. Και σε αυτό το επίπεδο όλα ήταν ανοιχτά.
Το ΕΑΜ, έχοντας το κύρος της ένοπλης Αντίστασης, μεγάλη υποστήριξη μέσα στη χώρα και ουσιαστικά τη διοίκηση μεγάλου μέρους της, έβλεπε με έκδηλη ανησυχία το αίτημα για αποκατάσταση της λαϊκής κυριαρχίας να απωθείται από τη βρετανική πολιτική που εργαζόταν για την επαναφορά στο προπολεμικό status quo με την επιστροφή του Γεωργίου Β΄ στο θρόνο του. Οι προσπάθειες του ΕΑΜ στράφηκαν στον ανασχηματισμό της εξόριστης κυβέρνησης με την αποφασιστική συμμετοχή των δυνάμεων της Αντίστασης σε αυτήν και στην παράλληλη δέσμευση του μονάρχη για μη επιστροφή του προτού αποφασίσει γι’ αυτό το ζήτημα ο ελληνικός λαός με δημοψήφισμα. Η κυβέρνηση του Τσουδερού προσπάθησε να απαντήσει στο πιεστικό αίτημα για πολιτική έκφραση της εθνικής ενότητας στρεφόμενη προς τις αστικές πολιτικές δυνάμεις, τις κατεστημένες αλλά και νεότερες στα πρόσωπα των Παναγιώτη Κανελλόπουλου, Γεωργίου Παπανδρέου και άλλων, που με τη σειρά τους ανησυχούσαν για την αυξανόμενη δύναμη του ΕΑΜ. Οι πολιτικές διεργασίες στην Αθήνα και το Κάιρο άφηναν σταδιακά στην άκρη το πολιτειακό ζήτημα και επικεντρώνονταν στην αντιμετώπιση του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Αυτές οι διεργασίες ενσωμάτωναν τμήμα και του δωσιλογικού μηχανισμού, που με τη σειρά του αντιπροσώπευε πολιτικά τις κοινωνικές μερίδες που είχαν επωφεληθεί, εις βάρος της πλειοψηφίας βέβαια, από τις κατοχικές συνθήκες και αγωνιούσαν να διασφαλίσουν την αναβαθμισμένη οικονομική και κοινωνική τους θέση μέσω της ενσωμάτωσής τους στη μεταπολεμική πολιτική νομιμότητα.
Το ΚΚΕ από τη μεριά του επέμεινε στην πολιτική της εθνικής ενότητας εξαντλώντας κάθε προσπάθεια για συνεννόηση με πολιτικά κόμματα αλλά και με τις αντιστασιακές οργανώσεις του ΕΔΕΣ και της ΕΚΚΑ παρά τις συγκρούσεις του ΕΛΑΣ κυρίως με τον πρώτο. Στις αρχές του 1944 και με την αίσθηση ότι το τέλος του πολέμου και της κατοχής πλησιάζει γοργά, το ΚΚΕ στη 10η Ολομέλειά του προσανατολίζεται προς τη δημιουργία κυβέρνησης στην Ελεύθερη Ελλάδα, διεκδικώντας την εκπροσώπηση του έθνους στην κρίσιμη αυτή καμπή του πολέμου, προσβλέποντας στις διακηρύξεις της Τεχεράνης και εμπνεόμενο από το παράδειγμα της Γιουγκοσλαβίας. Άλλωστε το ζήτημα της πολιτικής διοίκησης της μεγάλης απελευθερωμένης περιοχής της χώρας ήταν έτσι κι αλλιώς επιτακτικό· η ευθύνη για τη μη ολοκλήρωση της εθνικής ενότητας με μια και μόνη κυβέρνηση έπρεπε να πέσει στην κυβέρνηση Τσουδερού και στον Γεώργιο Β΄.

Το αμφίστομο μαχαίρι της εθνικής ενότητας και η ΠΕΕΑ
Το ΚΚΕ, σύμφωνα με την απόφαση της 10ης Ολομέλειας «θεωρεί μοναδικό κατάλληλο πολίτευμα για τη μεταπολεμική αναδημιουργία της Ελλάδας, τη λαϊκή δημοκρατία και θ’ αγωνιστεί να κατακτήσει την πλειοψηφία του ελληνικού λαού στις εκλογές της συντακτικής εθνοσυνέλευσης. […] Η εθνική ενότητα και πάλη στο πλευρό των συμμάχων ως τη συντριβή του φασισμού, για την επιβίωση του λαού, για την εθνική απελευθέρωση, για τη λαοκρατική λύση του εσωτερικού προβλήματος, για τη λαϊκή δημοκρατία, είνε ο δρόμος της νίκης, της λευτεριάς, της προόδου. Κυβέρνηση εθνικής ενότητας και απελευθέρωσης, καταρτιζόμενη άμεσα στην ελεύθερη Ελλάδα, θα εξασφαλίσει, με τις λιγότερες θυσίες, αυτές τις λύσεις προς το συμφέρο του έθνους».(1) Η εθνική ενότητα για το ΕΑΜ δεν ήταν χωρίς κοινωνικό περιεχόμενο – αντιθέτως σκόπευε στον εξοβελισμό εκτός «εθνικού σώματος» όλων όσοι συνεργάστηκαν με τον κατακτητή. Είχε όμως ένα αδύνατο σημείο: μπορούσε να χρησιμοποιηθεί εναντίον του. Αυτό ακριβώς έκανε ο Γεώργιος Παπανδρέου από τον Λίβανο και μετά, διακήρυξε με τη σειρά του μια άλλη εκδοχή εθνικής ενότητας θέτοντας το ΕΑΜ στο περιθώριό της και υπό συνεχή απειλή να αποκλειστεί από αυτήν.
Είχε προηγηθεί μια μεγάλη πρωτοβουλία του ΕΑΜ που φάνταζε να αποκλείει το ενδεχόμενο μιας κυβέρνησης εθνικής ενότητας: η ίδρυση μιας ξεχωριστής κυβέρνησης, της Πολιτικής Επιτροπής Εθνικής Απελευθέρωσης (ΠΕΕΑ) στην περιοχή της Ελεύθερης Ελλάδας την άνοιξη του 1944. Η απόφαση αυτή ήταν αποτέλεσμα της παρατεταμένης κωλυσιεργίας της κυβέρνησης Τσουδερού να ανταποκριθεί στο πιεστικό αίτημα ανασχηματισμού της και θα μπορούσε να θεωρηθεί ως το ύστατο μέσο πίεσης προς την κατεύθυνση αυτή. Άλλωστε η ίδια η ΠΕΕΑ εξαρχής δήλωσε τη βούλησή της να συμμετάσχει σε μια νέα κυβέρνηση και όντως οι αντιπρόσωποί της συμμετείχαν στο Συνέδριο του Λιβάνου που οργανώθηκε εσπευσμένα λίγο μετά την ίδρυσή της. Υπήρξε όμως ο σχηματισμός της ΠΕΕΑ και το αποτέλεσμα της επείγουσας ανάγκης για διοίκηση και θεσμική συγκρότηση μιας μεγάλης απελευθερωμένης επικράτειας: η Ελεύθερη Ελλάδα κάλυπτε μια έκταση μεγαλύτερη της Ελβετίας με ίσως 2.000.000 κατοίκους. Αυτή η θεσμική συγκρότηση με το Εθνικό Συμβούλιο βγαλμένο μέσα από τις πρώτες εκλογές από το 1936 και τα όργανα λαϊκής αυτοδιοίκησης και δικαιοσύνης, δεν ήταν με τη σειρά της ουδέτερη αλλά προεικόνιζε την ιδέα της διακηρυσσόμενης «λαοκρατίας».
Η παράταξη του ΕΑΜ, με πρωταγωνιστή το ΚΚΕ, ξεδίπλωνε μια δισκελή (και όχι διπλή) πολιτική στρατηγική. «Από τα πάνω» θα συμμετείχε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας κατοχυρώνοντας την πολιτική της θέση και αποκρούοντας τις κατηγορίες για «αντισυμμαχική» συμπεριφορά εν καιρώ πολέμου και διάσπαση του έθνους. Παράλληλα, «από τα κάτω» συγκροτούσε θεσμικά τον κοινωνικό και πολιτικό της χώρο μέσα από τα αυτοδιοικητικά όργανα, τον έλεγχο των συνεταιρισμών και των συνδικάτων, την προσέγγιση τμημάτων του στρατού και των σωμάτων ασφαλείας. Αυτοί οι νέοι συσχετισμοί, ή και θεσμοί όπως τα εκλεγμένα αυτοδιοικητικά όργανα, με τη σειρά τους θα μπορούσαν να νομιμοποιηθούν de facto μέσα από την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, φέρνοντας την τελευταία προ τετελεσμένων γεγονότων. Ο τελικός στόχος αυτής της στρατηγικής θα ήταν η κατάκτηση της πλειοψηφίας σε γενικές εκλογές, πράγμα που αποκλείστηκε από την τροπή των εξελίξεων.
Μετά λοιπόν και τη συνεχιζόμενη κωλυσιεργία του Τσουδερού στο ζήτημα του ανασχηματισμού της κυβέρνησης στο Κάιρο και του Ζέρβα στις διαπραγματεύσεις στο Μυρόφυλλο και στην Πλάκα μεταξύ των αντιστασιακών οργανώσεων αλλά και της βρετανικής πλευράς και της κυβέρνησης του Καΐρου που αντιπροσωπεύονταν από κοινού στο πρόσωπο του Κρις Γούντχαουζ (Chris Woodhouse), τον Μάρτιο του 1944 συγκροτείται η ΠΕΕΑ που συσπειρώνει εκτός από τις δυνάμεις του ΕΑΜ και λίγες ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις που εκπροσωπούνται κυρίως από τον Αλέξανδρο Σβώλο, ο οποίος θα αναλάβει την προεδρία της ΠΕΕΑ τον Απρίλιο. Οι πολιτικές διαπραγματεύσεις για τη συμμετοχή της ΠΕΕΑ, του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στην κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου όπως συγκροτείται από το Συνέδριο του Λιβάνου θα συνεχιστούν μέσα σε συγκρουσιακό κλίμα όλο το καλοκαίρι του 1944 μέχρι την τελική συμμετοχή τους λίγο πριν από την απελευθέρωση, τον Σεπτέμβριο του 1944.
Εκείνη όμως ακριβώς την περίοδο –άνοιξη και καλοκαίρι του 1944– κλονιζόταν σημαντικά ο ρόλος της Βρετανίας στο σύνολο της πολεμικής προσπάθειας και έπαυε να διαδραματίζει πρωτεύοντα ρόλο και στην ενίσχυση της ευρωπαϊκής Αντίστασης. Οι Αμερικανοί συνέβαλαν ολοένα περισσότερο στην ενίσχυση της Αντίστασης στη Δύση ενώ η σοβιετική επιρροή εξαπλωνόταν με τις νίκες του Κόκκινου Στρατού. Μπροστά σε αυτή την κατάσταση, ο Τσόρτσιλ θα έριχνε όλο το βάρος του για να πετύχει πλέον καθαρά πολιτικά και όχι στρατιωτικά αποτελέσματα.(2)
Ολόκληρο το καλοκαίρι του 1944, οι δύο προτάσεις για τη μεταπολεμική μορφή της χώρας, ουσιαστικά μια ριζοσπαστική δημοκρατική αλλαγή και μια παλιά καλή επιστροφή στα καθιερωμένα, χωρίς τον Μεταξά αλλά ποτέ χωρίς τον Γεώργιο Β΄, βρίσκονταν στην πορεία πολιτικής ενοποίησής τους υπό τη σκέπη της Εθνικής Ενώσεως και το άγρυπνο βλέμμα των Βρετανών. Η επίπλαστη ενότητα πραγματοποιήθηκε στις αρχές Σεπτεμβρίου αλλά η πραγματική ενότητα ήταν αδύνατη.
Με ημερομηνία 3 Αυγούστου δημοσιεύτηκε η Απόφαση της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ, για την τρέχουσα πολιτική κατάσταση, το πρόβλημα της ενότητας και τα καθήκοντα του ΚΚΕ, με τίτλο «Όλοι επί ποδός πολέμου!».(3) Σε αυτήν, αφού γινόταν μια επισκόπηση της γενικής κατάστασης του πολέμου και της προέλασης των Συμμάχων τόσο δυτικά όσο και ανατολικά, αναφέρεται ο αγώνας του ελληνικού λαού τόσο στις πόλεις όσο και ο ανταρτοπόλεμος. Δηλώνει το Κόμμα «την ακλόνητη προσήλωσή του στην πολιτική της εθνικής ενότητας», με σκοπό το ομαλό δημοκρατικό πέρασμα στην απελευθέρωση. Θέτει απέναντι στα συμφέροντα του έθνους «την πιο μαύρη αντίδραση», που συμμαχεί με τους κατακτητές, και τους «πιο αντιδραστικούς κύκλους», που «εμπνεόμενοι από την πολιτική του Γλύξμπουργκ» και με πολιτικό εκφραστή τον Γεώργιο Παπανδρέου, προσπαθούν να «τορπιλίσουν την πραχτική επίτευξη της ενότητας, που έγινε κατ’ αρχήν δεχτή στο Λίβανο».

Η αντιπροσωπεία «των βουνών» αναχωρεί για το Κάιρο τον Αύγουστο του 1943. Πέτρος Ρούσος, Αλέξανδρος Σβώλος, Στέφανος Σαράφης
Αγώνας δρόμου για την κατάκτηση επίκαιρων θέσεων
Οι εξελίξεις των προηγούμενων μηνών, μετά τον Λίβανο, έχουν φέρει τις σχέσεις των δύο μερών σε κρίσιμο σημείο. Οι υπεκφυγές Παπανδρέου ως προς την καταδίκη των Ταγμάτων Ασφαλείας που οργιάζουν το καλοκαίρι του 1944 αλλά και ως προς τη στάση του ΕΔΕΣ, οι καταδίκες Ελλήνων στρατιωτικών για τη στάση στη Μέση Ανατολή, δείχνουν περισσότερο μια επικείμενη σύγκρουση παρά βήματα προς την επίτευξη μιας πολιτικής ενότητας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, και δεδομένης της άποψης των συμμάχων του στην ΠΕΕΑ για συμμετοχή στην κυβέρνηση, το ΚΚΕ εκτίμησε ότι δεν είχε άλλο δρόμο από το να εφαρμόσει μέχρι τέλους τη γραμμή της πανεθνικής ενότητας, την οποία και θεωρούσε δικό του επίτευγμα και να δεχτεί τη συμμετοχή στην κυβέρνηση Εθνικής Ενώσεως. Άρχιζε ένας αγώνας δρόμου για την κατάκτηση των περισσότερων δυνατόν επίκαιρων θέσεων μέσα στη χώρα, ώστε η επικείμενη απελευθέρωση να έρθει με τέτοιους συσχετισμούς που να αντέξουν και να υπερκεράσουν τις αντιδράσεις των πολιτικών αντιπάλων και άσπονδων συμμάχων του.
Η πολιτική της τελευταίας αυτής περιόδου χαρακτηρίζεται από την ένταση στην εφαρμογή μιας ήδη προδιαγεγραμμένης πολιτικής ώστε να δημιουργήσει πολιτικά γεγονότα πριν από την απελευθέρωση στους τομείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, της διοίκησης και του ρόλου των συνεταιρισμών, στην τακτοποίηση του ζητήματος των αξιωματικών του ΕΛΑΣ ενώ ετοιμάζεται η έντονη προπαγάνδιση και κατοχύρωση του έργου της Εθνικής Αντίστασης και ιδιαίτερα αυτού της αυτοδιοίκησης.
Ένα ζήτημα που έχει τεθεί επανειλημμένα είναι το μέγεθος της εμβέλειας της ΕΑΜικής παράταξης κατά την Απελευθέρωση. Η δύναμη αυτή δεν ήταν ομοιόμορφα κατανεμημένη: στη Θεσσαλία και την Κεντρική και Δυτική Μακεδονία, ο αριθμός των μελών του ΕΑΜ ανερχόταν στο περίπου 40% του πληθυσμού ενώ στις υπόλοιπες περιοχές της χώρας κυμαινόταν στο 20 με 25%. Ο Μιχάλης Λυμπεράτος συγκρίνει τη δύναμη του ΕΑΜ με τον πληθυσμό της χώρας, όπως υπολογίζεται από την απογραφή του 1940 και συνεκτιμώντας τις απώλειες του πολέμου και τον πληθυσμό άνω των 10 ετών φτάνοντας σε μια εκτίμηση ενεργού πληθυσμού για 5.500.000 άτομα. Με βάση αυτόν τον αριθμό, τα μέλη όλων των ΕΑΜικών οργανώσεων και του ΕΛΑΣ, υπολογίζονταν σε 25% του συνολικού πληθυσμού.
Μέσα στις συνθήκες της απελευθέρωσης, το ΕΑΜ κυριαρχεί σε ολοένα μεγαλύτερο μέρος της χώρας. Η επικράτειά του απλώνεται καθώς αποχωρούν οι γερμανικές δυνάμεις και συντρίβονται οι θύλακες των ένοπλων συνεργατών τους. Ο ΕΛΑΣ μπαίνει στις πόλεις με κάθε επισημότητα και μέσα σε πανηγυρικό κλίμα εγκαθίστανται αυτοδιοικητικές αρχές και οι πολιτικές οργανώσεις. Γύρω από τις διοικητικές επιτροπές της ΠΕΕΑ εγκαθίστανται όλοι οι κρατικοί θεσμοί της ένοπλης Αντίστασης – ο «εθνικός στρατός» ΕΛΑΣ αντί του προπολεμικού στρατού, η Εθνική Πολιτοφυλακή αντί της Χωροφυλακής, η ΕΤΑ ως οικονομικός μηχανισμός, δικαστήρια όπου χρειαζόταν. Αυτό το πλέγμα έπρεπε να εμφανιστεί ως ανασύσταση της εθνικής κυριαρχίας και να αναγνωριστεί de facto από την κυβέρνηση Εθνικής Ένωσης. Το δύσκολο στοίχημα πολιτικά είναι να διαχωριστούν από το πιο «πολιτικό» ΕΑΜ και φυσικά από τους κομματικούς μηχανισμούς, την ΟΠΛΑ, κ.λπ. Είναι πράγματι μια γραμμή που επιβάλλει με σθένος η καθοδήγηση του ΚΚΕ αλλά περιπλέκεται και δημιουργεί προβλήματα στην πραγματικότητα της βάσης, στις κατά τόπους περιοχές και την πραγματικότητά τους.
Γενικά δίνονται σαφείς οδηγίες στις περιφερειακές οργανώσεις του ΚΚΕ να εγκαθίστανται διοικητικές αρχές στις απελευθερωμένες περιοχές εν ονόματι της Εθνικής Κυβέρνησης και όχι του ΕΑΜ, να τηρηθεί η τάξη και η ασφάλεια και να μη γίνουν αντεκδικήσεις, εκτελέσεις ούτε και συλλήψεις για αμιγώς πολιτικούς λόγους.(4)
Οι διοικητικές αρχές θα ήταν προσωρινές αναγκαστικά μέσα στο εμπόλεμο ακόμη περιβάλλον αλλά θα ήταν οπωσδήποτε παρακαταθήκη για την πολιτική κατοχύρωση του ΕΑΜικού στρατοπέδου στις μετέπειτα πολιτικές εξελίξεις, με πρώτο ορόσημο τις δημοτικές εκλογές που είχε μονομερώς αναγγείλει η ΠΕΕΑ για τις 28 Οκτωβρίου και που πλέον όλα έδειχναν ότι θα μπορούσαν να διεξαχθούν σε μια απελευθερωμένη Ελλάδα. Προς το παρόν, ο γενικός γραμματέας του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος τηλεγραφούσε τόσο στις κομματικές οργανώσεις όσο και ως γραμματέας Εσωτερικών στις διοικητικές επιτροπές της ΠΕΕΑ, μέσω του κομματικού μηχανισμού, για να υποδείξει να συνεχίσουν τη λειτουργία τους τα δικαστήρια, όπου αυτά υπάρχουν, «αφού απομακρυνθούν προδότες» ενώ στην αντίθετη περίπτωση να διορίσουν προσωρινά λαϊκά δικαστήρια «οι Πρόεδροι Λαϊκής Επιτροπής και Αναθεωρητικού της Περιφερείας». Όσο για την αυτοδιοίκηση, υποδείκνυε να εκλέγονται προσωρινά κοινοτικά συμβούλια διά βοής για χωριά μέχρι 500 εκλογέων, ενώ για μεγαλύτερα και πόλεις να διορίζονται προσωρινά Κοινοτικά και Δημοτικά Συμβούλια από τα Επαρχιακά Συμβούλια της περιφέρειας.(5)
Τα πρόσωπα που θα πλαισίωναν τους αυτοδιοικητικούς θεσμούς, έπρεπε να συμβολίζουν μια πέραν του ΕΑΜ κοινωνική και πολιτική συμμαχία προς την ολοκλήρωση της εθνικής ενότητας, που συμβολιζόταν από την ύπαρξη της Εθνικής Κυβέρνησης. Από την άλλη, έπρεπε να είναι της πολιτικής εμπιστοσύνης του ΕΑΜ· ήταν οπωσδήποτε μια δύσκολη κατάσταση καθώς η κοινωνική πραγματικότητα και οι κατοχικές διαιρέσεις δεν μπορούσαν τόσο εύκολα να ξορκιστούν με την επίκληση μιας εκ των άνω πολιτικής πανεθνικής ενότητας.

Μετά το Συνέδριο του Λιβάνου ο Γεώργιος Παπανδρέου (στη μέση) διακήρυξε μια δική του εκδοχή εθνικής ενότητας θέτοντας το ΕΑΜ στο περιθώριο. Αριστερά του ο Σοφιανόπουλος και δεξιά του οι Σβώλος, Ρούσος
Ο «τρίτος δρόμος» για την οικονομική ανασυγκρότηση
Ακόμα πιο δύσκολα ήταν τα πράγματα στο οικονομικό πεδίο, σε μια χώρα λεηλατημένη και κατεστραμμένη από την τετράχρονη ναζιστική κατοχή. Μπροστά στις ανυπέρβλητες δυσκολίες ανασύνταξης της οικονομίας της χώρας, το ΕΑΜ προσανατολίστηκε σε μετριοπαθείς προτάσεις που λάμβαναν υπόψη τους διεθνείς συσχετισμούς, δηλαδή την πρωτοκαθεδρία της Μεγάλης Βρετανίας στην περιοχή και την ήδη –από την περίοδο της Κατοχής– κρίσιμη παράμετρο της διεθνούς βοήθειας για τον επισιτισμό των πόλεων. Από την άλλη, η οικονομική κατάσταση που δημιουργήθηκε στην Ελεύθερη Ελλάδα και ιδιαίτερα το οικονομικό δίκτυο που στηρίχτηκε στους συνεταιρισμούς τόσο στην ελεύθερη όσο και στην κατεχόμενη χώρα αλλά και το ίδιο το ΕΑΜ ως ευρύτερο κοινωνικό-πολιτικό σύστημα που επικάλυπτε αυτήν την οικονομική σφαίρα, δεν μπορούσε παρά να αποτελέσει οδηγό των ΕΑΜικών δυνάμεων για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας μετά την απελευθέρωση. Στις 3 Νοεμβρίου 1944 δημοσιεύτηκε στο πρώτο τεύχος του δεκαπενθήμερου περιοδικού «Νέα Ελλάδα» (μετεξέλιξη της κατοχικής μηνιαίας έκδοσης), που εξέδιδε η ΚΕ του ΕΑΜ με διευθυντή τον Ν. Καρβούνη, το άρθρο «Συμβολή στον αγώνα του λαού για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας» του Παύλου Δέλμη, εκ μέρους του «Οικονομολογικού Τμήματος Μελετών του ΕΑΜ». Σε αυτό το άρθρο προτεινόταν ο «τρίτος δρόμος» οργάνωσης της οικονομίας αφού πρώτα γινόταν κριτική στις άλλες δύο, κατά τον αρθρογράφο, λύσεις, δηλαδή την «ασύδοτη λειτουργία της οικονομίας» και τον «ασύδοτο παρεμβατισμό».
Σύμφωνα με τον αρθρογράφο, η κατάσταση στη χώρα κατά την απελευθέρωση χαρακτηριζόταν: 1) από την «απελπιστική ελάττωση της παραγωγικής ικανότητας της χώρας», σημειώνοντας πάντως την καλύτερη κατάσταση της Ελεύθερης Ελλάδας χάρη «στην υποστήριξη και την ασφάλεια που παρείχε η ΠΕΕΑ σαν Κυβέρνηση του Λαού στη γεωργία» και «στο θεσμό της αυτοδιοίκησης στις γεωργικές περιοχές», 2) από την «αναρχούμενη και εκμεταλλευτική μαύρη αγορά» και 3) από τον «κακοήθη πληθωρισμό», ως αποτέλεσμα κι όχι αιτία των παραπάνω παραγόντων: «Ο πληθωρισμός είναι η ενσάρκωση της επιτεινόμενης αγωνίας του λαού μας και γι’ αυτό ίσως να φαίνεται από πρώτη ματιά σαν πρωτογενές αίτιο της οικονομικής κατάστασης».(6)
Κύριο ζητούμενο ήταν η ανασυγκρότηση της παραγωγικής βάσης με γνώμονα την επάρκεια σε είδη κατανάλωσης για τις «πλατειές λαϊκές μάζες», δηλαδή «ένα ολόκληρο σύστημα προοδευτικής δραστηριοποίησης των διαφόρων κλάδων και υποκλάδων της οικονομίας ανάλογα με τη σημασία του καθενός για την παραγωγή». Το πρόβλημα μιας ανεξέλεγκτης λειτουργίας της αγοράς θα ήταν η χαμηλή καταναλωτική δύναμη των φτωχών στρωμάτων και ειδικά στις ζώνες όπου είχε εκλείψει η κυκλοφορία του χρήματος – οι ανάγκες αυτών των στρωμάτων και αυτών των περιοχών θα βρίσκονταν εκτός της λειτουργίας μιας τέτοιας αγοράς, η οποία θα στρεφόταν σε παρασιτικούς κλάδους παρασέρνοντας με τον τρόπο αυτό και την λειτουργία της ΟΥΝΡΑ σε μια «δημιουργημένη αντιοικονομική κατάσταση».
Ο «τρίτος δρόμος» που πρέσβευε το άρθρο συνοψιζόταν στην ανάγκη να βασιστεί η οικονομική πολιτικής στον λαϊκό έλεγχο – δηλαδή στην ενεργό δραστηριοποίηση και αξιοποίηση των λαοκρατικών θεσμών της προηγούμενης περιόδου, της τοπικής αυτοδιοίκησης, των λαϊκών επιτροπών και των συνεταιρισμών. Η αποδοχή του «λαϊκού ελέγχου» από την κυβέρνηση, θα της ανταπέδιδε την αναγκαία «λαϊκή εμπιστοσύνη».
Ο συντονισμός αυτού του οικονομικού προγράμματος μας φέρνει και στα πολιτικά συνεπαγόμενά του. Ο αρθρογράφος πρότεινε τη σύσταση ενός συντονιστικού και ενιαίου μηχανισμού που θα περιλάμβανε αφενός τους εκπροσώπους των συμμαχικών οργανώσεων βοήθειας, αφετέρου τους εκπροσώπους των συνεταιρισμών, παραγωγικών και καταναλωτικών, των λαϊκών επιτροπών, της ΓΣΕΕ κ.λπ. ενώ η κυβέρνηση θα συνεργαζόταν και θα δεχόταν την «οργανωμένη λαϊκή βοήθεια». Αυτό το σχέδιο παραλληλιζόταν με τα μέτρα για τη διεξαγωγή του πολέμου στις συμμάχους Αγγλία και Ηνωμένες Πολιτείες και αναφέρονταν τα σχέδια Κέινς (Keynes) και Ουάιτ (White) και επίσης πλαισιωνόταν με τα συλλογικά ιδανικά του αντιφασιστικού αγώνα, με τα οποία «το μεγαλύτερο μέρος της Ελλάδας που αυτοδιοικήθηκε, έζησε και πρόκοψε» ενώ ο αρθρογράφος δεν δίσταζε να χαρακτηρίσει προδότες, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, όσους τυχόν αντιτάσσονταν σε αυτό το σχέδιο «οργάνωσης και σωτηρίας του λαού».
Στην ουσία επρόκειτο για μια τεκμηριωμένη σε γενικό επίπεδο πρόταση οικονομικής επανενοποίησης της χώρας σύμφωνα με τα συμφέροντα των λαϊκών στρωμάτων κυρίως της υπαίθρου αλλά και των πόλεων και σύμφωνα με τους οικονομικούς μηχανισμούς που αυτά τα πλειοψηφικά στρώματα δημιούργησαν στην Κατοχή, κυρίως τους συνεταιρισμούς, με κορωνίδα και πολιτική επισφράγιση το ΕΑΜ. Δεν παραβλεπόταν, ούτε καν υποτιμούνταν, η ξένη βοήθεια αλλά αντίθετα γινόταν προσπάθεια να τεθεί έγκαιρα στην υπηρεσία των αναγκών της πλειοψηφίας του λαού και στην τροχιά μιας παραγωγικής προς αυτήν την κατεύθυνση ανασυγκρότησης και όχι να ενισχύσει τον κόσμο του μαυραγοριτισμού και τα παρασιτικά στρώματα της κρατικής παρέμβασης.
Παρατηρούμε εδώ να διαγράφονται τα δυο κοινωνικά στρατόπεδα που θα συγκρούονταν στον επερχόμενο εμφύλιο: από τη μια οι δυνάμεις της Αντίστασης και της Ελεύθερης Ελλάδας, κοινωνικά ο πληθυσμός της υπαίθρου και των επαρχιακών πόλεων που στηρίζονταν στην εγχώρια παραγωγική βάση, και από την άλλη οι παλιές και νέες ελίτ των μεγάλων πόλεων και ειδικά της Αθήνας που διαχειρίζονταν ήδη τον πλούτο εκ του εξωτερικού.
Φαίνεται πως στο ΚΚΕ και το ΕΑΜ υπήρχε η εκτίμηση ότι η συσσώρευση και συγκρότηση δύναμης σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο θα οδηγούσε σε αλλαγή των προπολεμικών συσχετισμών δύναμης και θα ξεπερνούσε την αναμενόμενη αντίδραση του πολιτικού κόσμου. Στόχος ήταν μια ανατροπή του πολιτικού σκηνικού με την αφαίρεση της μοναρχίας από την πολιτική εξίσωση και τον εξαναγκασμό τόσο του πολιτικού κόσμου όσο και των Βρετανών, στους οποίους αναγνωριζόταν ιδιαίτερος ρόλος, να συμβιβαστούν με ένα νέο πολιτικό σκηνικό, στο οποίο θα κατοχυρωνόταν η πολιτική συμμαχία του ΕΑΜ. Στην κατεύθυνση αυτή οδηγούσε και η παρακολούθηση εξελίξεων όπως η κυβέρνηση Τίτο – Σούμπασιτς στη Γιουγκοσλαβία με παραμερισμό της μοναρχίας. Στους υπολογισμούς αυτούς υπήρξε υποτίμηση και των δυνατοτήτων και των προθέσεων της αντιΕΑΜικής συμμαχίας αλλά κυρίως της απόφασης των Βρετανών να παλινορθώσουν το πρότερο καθεστώς, έστω και με μεγάλο κόστος. Γενικότερα, υπερτιμήθηκε η πλευρά της ενότητας των Μεγάλων Συμμάχων και των διακηρύξεών τους, εν καιρώ πολέμου βέβαια, και αντίστοιχα υποτιμήθηκαν οι αντιθέσεις που αναπόφευκτα θα προέκυπταν και οι ιδιαίτεροι στόχοι κάθε δύναμης.
Εντέλει, φαίνεται ότι το ΚΚΕ υποτίμησε τόσο την κοινωνική δυναμική του αντίπαλου στρατοπέδου όσο και την αποφασιστικότητα των πολιτικών του αντιπάλων και των Βρετανών να αποτρέψουν με κάθε μέσο την αλλαγή του πολιτικού σκηνικού της χώρας.
Συνοψίζοντας, μπορούμε να υποστηρίξουμε πως τα κομμουνιστικά κόμματα, ακολουθώντας τη μετωπική λογική του μεσοπολέμου, ακολουθούσαν με συνέπεια και επιτυχία μια πολιτική γραμμή που θα είχε αποτέλεσμα την κατοχύρωσή τους ως βασικό πυλώνα του πολιτικού σκηνικού στις χώρες τους, ιδιαίτερα στη νότια Ευρώπη. Στις πρώτες εκλογές του 1945 στη Γαλλία το ΓΚΚ αναδείχτηκε πρώτο με 5.000.000 ψήφους και 26%, ενώ μια σύγκριση μεγεθών δείχνει ότι το ελληνικό κόμμα ήταν πολύ ισχυρότερο. Το αν αυτές οι κατακλυσμιαίες αλλαγές τόσο στο κοινωνικό όσο και στο πολιτικό επίπεδο θα αποτυπώνονταν ή όχι σε μια νέα πολιτική πραγματικότητα ήταν το διακύβευμα της στιγμής της Απελευθέρωσης. Και στο σημείο αυτό επεισήλθε αποφασιστικά το σύστημα επιρροής των νέων –και παλαιών– παγκόσμιων δυνάμεων. Οι εξελίξεις στην Ελλάδα, που συνδύαζαν ένα από τα ισχυρότερα κινήματα Αντίστασης από τη μια και μια ισχυρή βούληση των Βρετανών και του παλιού πολιτικού κόσμου να συντριβεί αυτό το κίνημα από την άλλη, εξηγεί μεταξύ άλλων και το γιατί καμία πλευρά δεν ανέδειξε ποτέ τη στιγμή της Απελευθέρωσης.

ΕΑΜ και ΚΚΕ θα συμμετείχαν στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας αποκρούοντας τις κατηγορίες για «αντισυμμαχική» συμπεριφορά εν καιρώ πολέμου και διάσπαση του έθνους. Πανό στην Αθήνα τις μέρες της Απελευθέρωσης
* Ο Γιάννης Σκαλιδάκης είναι διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικής Επιστήμης Πανεπιστημίου Κρήτης
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #75 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 13 Οκτωβρίου 2019. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.
Παραπομπές
(1) Δέκα χρόνια αγώνες 1935-1945, Αθήνα, Πορεία, 1977, σ. 213-221 (Πολιτική απόφαση).
(2) Henri Michel, Les mouvements clandestins en Europe, Παρίσι 1965, σ. 33.
(3) Στο ίδιο, σ. 225-228.
(4) ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, φ. 23/1/78: ΚΚΕ, ΚΟΠΜ προς όλες τις περιφερειακές οργανώσεις, αρ. πρωτ. 31, 10.10.1944.
(5) ΑΣΚΙ, Αρχείο ΚΚΕ, φ. 23/1/63: ΚΚΕ, ΚΟΠΜ προς όλες τις περιφερειακές οργανώσεις, αρ. πρωτ. 25, 27.9.44 – Τηλεγραφήματα Σιάντου προς Προς Κομ. Επιτροπές Ηπείρου, Μακεδονίας, Αθηνών, Πειραιώς, Πελοποννήσου, αρ. 330, 23.09.1944 και προς Δ.Ε. Ηπείρου και Μακεδονίας, αρ. 591, 24.09.1944.
(6) Παύλος Δέλμης, «Συμβολή στον αγώνα του λαού για την οικονομική ανασυγκρότηση της χώρας», στην επιθεώρηση Νέα Ελλάδα, τεύχος 1ο, περίοδος Β΄, 5 Νοεμβρίου 1944, σ. 8-9.




















