HotDoc.History: Η μεγάλη βιομηχανία γεννά το εργατικό κίνημα – Ρομαντικό, ουτοπικό, ριζοσπαστικό
Οι πρώιμοι σοσιαλιστές από τους Λουδίτες ως την Κομμούνα

Οι σύγχρονες μορφές διαμαρτυρίας, που χαρακτηρίζονται από τον αγώνα μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων με αντικείμενο τα ημερομίσθια και τις συνθήκες εργασίας, με τη χρήση κυρίως της απεργίας ως βασικού μοχλού πίεσης, και με τη σταδιακή οργάνωσή τους σε τοπικό και στη συνέχεια σε εθνικό επίπεδο, συνδέονται σαφώς με την ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας. Βέβαια η επιβολή εκείνου του ιστορικού φαινομένου που γνωρίζουμε ως Βιομηχανική Επανάσταση ποίκιλλε σε τεράστιο βαθμό τόσο από χώρα σε χώρα όσο και όσον αφορά την ταχύτητας της ανάπτυξης του.
Η εμφάνιση του οργανωμένου εργατικού κινήματος. Η Βρετανία
Το 1848 η Βρετανία είχε συμπληρώσει σχεδόν έναν αιώνα ταχύτατης οικονομικής ανάπτυξης, με τη χρήση μεγάλης τεχνολογίας και παραγωγής μεγάλης κλίμακας σε μερικούς τομείς, και ιδιαίτερα στην υφαντουργία, παρόλο που οι εργοστασιακοί εργάτες δεν αποτελούσαν ακόμα παρά μια αριθμητική μειοψηφία του συνολικού εργατικού δυναμικού και παρόλο που μερικοί προβιομηχανικοί τομείς της παραγωγής, όπως η οικοτεχνία και η βιοτεχνία, όχι μόνο επιβίωναν, αλλά και συνέχιζαν να αναπτύσσονται. Μόνο η βρετανική οικονομία ήταν πραγματικά εκβιομηχανισμένη ως το 1848.

Οι Λουδίτες, μέλη ομάδων Άγγλων εργατών, εξεγέρθηκαν (1811-1816) καταστρέφοντας τις μηχανές, τις οποίες θεωρούσαν αιτία των δεινών τους
Ως συνέπεια, μέχρι το 1848, αναρίθμητες μορφές διαμαρτυρίας της αναδυόμενης εργατικής τάξης είχαν ήδη αναπτυχθεί στη Βρετανία. Και πρώτοι χρονολογικά οι Λουδίτες (Luddites), οι οποίοι ήταν μέλη ομάδων Άγγλων εργατών οι οποίοι εξεγέρθηκαν (1811-1816) με αίτημα την καταστροφή των νέων μηχανημάτων, τα οποία θεωρούσαν υπεύθυνα για τα προβλήματά τους. Αυτή ήταν μία πρώιμη μορφή συνδικαλιστικής διαμαρτυρίας (στη Γαλλία και τη Γερμανία, όπου η εκβιομηχάνιση συντελέστηκε μεταγενέστερα, το σπάσιμο των μηχανών ενδημούσε κατά την περίοδο 1830-1850).
Οι απεργίες και η συνδικαλιστική οργάνωση μαζικοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια του πρώτου μισού του 19ου αιώνα, με αποκορύφωμα την εργατική συμμετοχή στην πολιτική μέσω της «Γενικής Ένωσης» των οπαδών του Όουεν (Οwen) στα 1834-1836, και του μεγάλου μεταρρυθμιστικού κινήματος των Χαρτιστών, κατά την περίοδο 1837-1848.
Η πρόοδος του βιομηχανικού καπιταλισμού παρόλα αυτά κάθε άλλο παρά ομαλή ήταν, και ήδη από τα τέλη τη δεκαετίας του 1820 και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1840 εμφάνισε μεγάλα προβλήματα ανάπτυξης. Αυτό το πρώτο γενικό «παραπάτημα» της καπιταλιστικής οικονομίας απεικονίζεται στη σημαντική επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης, και την πτώση του βρετανικού εθνικού εισοδήματος την περίοδο αυτή. Αυτή η πρώτη γενική καπιταλιστική κρίση δεν ήταν καθαρά βρετανικό φαινόμενο, αλλά η βρετανική περίπτωση είναι εντελώς ξεχωριστή. Οι σοβαρότερες συνέπειες της κρίσης ήταν κοινωνικές. Η μετάβαση στη νέα οικονομία προκάλεσε εξαθλίωση και δυσαρέσκεια, την πρώτη ύλη της κοινωνικής επανάστασης.
Στη Βρετανία, η κυβέρνηση πανικοβλήθηκε για λίγο όταν ξέσπασε και διαδόθηκε ταχύτατα ένα κύμα στάσεων και σαμποτάζ στους κόλπους των λιμοκτονούντων εργατών της νότιας και ανατολικής Αγγλίας, στα τέλη του 1830. Η Βρετανία ήταν η πρώτη χώρα στην Ιστορία όπου οι νέοι προλετάριοι είχαν ήδη αρχίσει να οργανώνονται, αλλά και να παράγουν τους ηγέτες τους. Η έννοια αλλά και η λέξη «σοσιαλισμός» είχε γεννηθεί κατά τη δεκαετία του 1820 και υιοθετήθηκε από μεριάς των εργατών. Το προλεταριακό κίνημα ήταν πια γεγονός. Στη Βρετανία εμφανίστηκε γύρω στο 1830, στην πιο ώριμη μορφή του ως μαζικό κίνημα εργαζομένων, και το τεράστιο κίνημα για τον «Χάρτη του Λαού», που έφτασε στο αποκορύφωμά του στα 1839-1842, αλλά διατήρησε μία μεγάλη επιρροή έως και μετά το 1848, ήταν το σπουδαιότερο επίτευγμά του.
Ο βρετανικός σοσιαλισμός (ή «συνεταιρισμός») ήταν πολύ πιο ανίσχυρος. Ξεκίνησε εντυπωσιακά το 1829-1834 συσπειρώνοντας το μεγαλύτερο ίσως τμήμα των μαχητικών στελεχών της εργατικής τάξης γύρω από τα δόγματά του, τα οποία ήταν διαδεδομένα κυρίως μεταξύ των τεχνιτών και των ειδικευμένων εργατών ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 1820. Οι φιλόδοξες προσπάθειες να συγκροτηθούν εθνικές «γενικές συνδικαλιστικές ενώσεις» της εργατικής τάξης με στόχο να σπάσει η τομεακή και τοπική απομόνωση των επιμέρους εργατικών ομάδων και να φτάσουμε στην εθνική, και ίσως και την παγκόσμια αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, ξεκίνησαν το 1818 και συνεχίστηκαν με πυρετώδη ένταση μεταξύ 1829 και 1834. Υπό την επίδραση των οπαδών του Ρόμπερτ Όουεν (Robert Owen), αποπειράθηκαν ακόμα και να εισαγάγουν μία γενική συνεταιριστική οικονομία παρακάμπτοντας την καπιταλιστική.

Ο Μεθοδιστής επίσκοπος Τζον Ουέσλεϊ, κήρυκας των δικαιωμάτων των εργαζομένων τάξεων
Η προσπάθεια να χρησιμοποιηθεί ένα καθαρά συνδικαλιστικό ή αλληλοβοηθητικό πρότυπο όχι μόνο για να επιτευχθούν καλύτερα ημερομίσθια για οργανωμένους κλάδους, αλλά και για να καταπολεμηθεί ολόκληρο το κοινωνικό σύστημα, έλαβε χώρα κατά την περίοδο 1829-1834 στη Βρετανία, αλλά απέτυχε και η αποτυχία κατέστρεψε το πρώτο προλεταριακό σοσιαλιστικό κίνημα. Οι συστηματικές επιθέσεις των εργοδοτών και της κυβέρνησης ολοκλήρωσαν την καταστροφή του κινήματος στα 1834-1836. Η αποτυχία αυτή ομαδοποίησε τους σοσιαλιστές σε προπαγανδιστικές και μορφωτικές πρωτοπορίες που βρίσκονταν κάπως έξω από το κύριο ρεύμα της εργατικής κινητοποίησης ή σε πρωτοπόρους της πιο μετριοπαθούς συνεργασίας των καταναλωτών με τη μορφή του συνεταιριστικού καταστήματος. Σε αυτό οφείλεται και το παράδοξο φαινόμενο, ότι στην ακμή του το επαναστατικό μαζικό κίνημα των Βρετανών φτωχών εργαζομένων, οι Χαριστές δηλαδή, ήταν ιδεολογικά κάπως λιγότερο προωθημένοι, αν και πολιτικά ωριμότεροι από ό,τι το κίνημα του 1829-1834.
Ήδη ωστόσο τόσο στη Βρετανία όσο και στις αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές χώρες της ηπειρωτικής Ευρώπης η περίοδος 1830-1848 αποτελεί την περίοδο κατά την οποία το «προοδευτικό» στρατόπεδο διασπάται. Ύστερα από σύντομο διάλειμμα ανοχής και ζήλου, οι φιλελεύθεροι έδειξαν την τάση να μετριάσουν τον ενθουσιασμό τους για περισσότερες μεταρρυθμίσεις και να καταστείλουν τη ριζοσπαστική αριστερά, κυρίως τους επαναστάτες της εργατικής τάξης. Το 1834 η τρομοκράτηση έξι ουεσλιανών [Wesleyans: οπαδοί του Ουέσλεϊ (Wesley), εμπνευστή του εκκλησιαστικού κινήματος των Μεθοδιστών] εργατών που είχαν επιχειρήσει να σχηματίσουν μία ένωση αγρεργατών («Μάρτυρες του Tolpuddle») σημείωνε την αρχή της επίθεσης κατά του κινήματος της εργατικής τάξης στη Βρετανία.
Στις αρχές της δεκαετίας του 1830 υπήρχαν ήδη και η συνείδηση της προλεταριακής τάξης και οι κοινωνικές φιλοδοξίες, σαφώς πιο αδύναμες και λιγότερο αποτελεσματικές, σε σύγκριση με την αστική συνείδηση την ίδια περίοδο, παρόλα αυτά όμως υπήρχαν. Οι ριζοσπάστες και οι ρεπουμπλικανοί και τα νέα προλεταριακά κινήματα εγκατέλειψαν συνεπώς τη συμμαχία με τους φιλελεύθερους και τους μετριοπαθείς. Ο διοικητής των ενόπλων δυνάμεων που μαχόταν τους Χαρτιστές το 1839 συμμεριζόταν πολλά από τα αιτήματά τους, αλλά παρόλα αυτά τους πολέμησε.
Η πρώτη κρίση του καπιταλισμού
Η διαφορά με την υπόλοιπη Ευρώπη είναι ότι στη Βρετανία η χειρότερη κρίση της περιόδου του πρώιμου εκβιομηχανισμού εμφανίστηκε μεταξύ του 1839 και του 1842 για καθαρά «σύγχρονους» λόγους, ήταν δηλαδή όντως η πρώτη κρίση του καπιταλισμού, και μάλιστα συνέπεσε με σχετικά χαμηλές τιμές στα σιτηρά. Η τεράστια μαζικοποίηση του κινήματος των Χαρτιστών, ιδίως αυτή την τριετία, έφτασε στο αποκορύφωμά της τη στιγμή της αυθόρμητης κοινωνικής έκρηξης στη Βρετανία με την απρογραμμάτιστη γενική απεργία των Χαρτιστών το καλοκαίρι του 1842 (τις λεγόμενες «plug riots»).
Ωστόσο οι χιλιάδες υπογραφές της περιόδου 1838-1848 δεν έφεραν την καθιέρωση της Χάρτας του Λαού. Σε ένα μεγάλο τμήμα της ηπειρωτικής Ευρώπης η οικονομική κρίση ξέσπασε στα 1846-1848, και σε αντίθεση με τη βρετανική κρίση, ήταν κατά μία έννοια η τελευταία παλαιού τύπου ύφεση αγροτικού χαρακτήρα και ίσως η χειρότερη οικονομική κατάρρευση των δομών του Παλαιού Καθεστώτος. Όμως το 1848 η Βρετανία περνούσε ήδη την πρώτη κυκλική ύφεση της μακράς εποχής της βικτωριανής ανάπτυξης. Όπως άλλωστε και το Βέλγιο, η άλλη σχετικά εκβιομηχανισμένη οικονομία στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι στην ηπειρωτική Ευρώπη, στα 1848-1849, το παλιό σύνθημα των μετριοπαθών φιλελεύθερων για «δημοκρατική και κοινωνική αβασίλευτη δημοκρατία» έγινε τώρα το σύνθημα των ριζοσπαστών επαναστατών.
Αντίθετα, στη Βρετανία την ίδια περίοδο, ακριβώς επειδή η κρίση ήταν σε διαφορετική φάση, το κίνημα του Χαρτισμού υποχωρούσε. Παρόλα αυτά, η πολιτική εκστρατεία, στη στενότερη κλίμακα, ήταν σαφώς αποτελεσματική και χωρίς το κίνημα των Χαρτιστών δεν θα υπήρχε ασφαλώς ούτε καν ο στοιχειώδης νομοθετικός έλεγχος των συνθηκών στα εργοστάσια και του ωραρίου εργασίας. Τις επόμενες δεκαετίες τα βρετανικά συνδικάτα θα γιγαντωθούν και θα αποκτήσουν ακόμα περισσότερα δικαιώματα. Ποτέ ξανά όμως δεν θα φτάσουν στον ριζοσπαστισμό της περιόδου αυτής. Θα παραμείνουν ένα ταξικό κίνημα, το οποίο δεν διεκδικούσε την πολιτική εξουσία αλλά τα συνδικαλιστικά του δικαιώματα. Αυτό ήταν εφικτό στη Βρετανία, καθώς η αυτοκρατορία μπόρεσε μέσω των τεράστιων κερδών της να δημιουργήσει μία εργατική «αριστοκρατία» και να διασπάσει το εργατικό κίνημα. Η εργατική επανάσταση θα ερχόταν τελικά από αλλού.
Η ηπειρωτική Ευρώπη. Γαλλία
Στην ηπειρωτική Ευρώπη τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Στη Γαλλία, η πρώτη μεγάλη έκρηξη οικονομικού εκσυγχρονισμού επήλθε κατά την περίοδο 1830-1848, την περίοδο δηλαδή της Ιουλιανής Μοναρχίας. Την ίδια περίοδο και στη Γαλλία η σταδιακή μαζικοποίηση του βιομηχανικού προλεταριάτου θα το οδηγήσει στην απομάκρυνση από τη «συμμαχία» από την αστική τάξη εναντίον της. Ενώ τον Φεβρουάριο του 1848 ανατρέπουν τον Λουδοβίκο-Φίλιππο, τελευταίο Γάλλο βασιλιά, τον Ιούνιο του ίδιου χρόνου η εξέγερση των εργατών εναντίον της δημοκρατικής κυβέρνησης θα πνιγεί στο αίμα. Την περίοδο της Ιουλιανής Μοναρχίας αναπτύχθηκαν υφαντουργίες στη Λιλ, τη Ρουέν, τη Μιλούζ της Αλσατίας, η οποία ήταν σχεδόν εξίσου προηγμένη τεχνολογικά με το Λάνκασαϊρ, ενώ τα ανθρακωρυχεία και οι μεταλλουργικές βιομηχανίες εγκαταστάθηκαν στο λεκανοπέδιο του Λίγηρα.
Η πραγματική εκβιομηχάνιση της Γαλλίας ωστόσο πραγματοποιήθηκε κατά τη διάρκεια της Δεύτερης Αυτοκρατορίας, με την επέκταση του σιδηροδρομικού δικτύου και τη δημιουργία ενός πιο σύγχρονου εξορυκτικού και μεταλλουργικού τομέα στη βορειοανατολική Γαλλία. Ωστόσο, σε ολόκληρη τη διάρκεια του 19ου αιώνα και σε κάποιον βαθμό ακόμα και στις αρχές του 20ού αιώνα, η Γαλλία είχε έναν μεγάλο και οπισθοδρομικό βιομηχανικό τομέα, με σημαντικές επιπτώσεις στη φύση και την κλίμακα της εργατικής διαμαρτυρίας. Η βιομηχανική ανάπτυξη στη Γαλλία συνοδεύτηκε, από το 1850 και μετά, από τη δημιουργία εργατικών συνδέσμων, την ίδρυση συνεργατικών συνδικάτων, ακόμα και επαναστατικών μυστικών οργανώσεων.
Η κατάρρευση της Δεύτερης Αυτοκρατορίας το 1870 και η περικύκλωση του Παρισιού στις αρχές του 1871 θα προκαλέσουν την πρώτη εργατική εξέγερση στην ιστορία: την Παρισινή Κομμούνα (Μάρτιος – Μάιος 1871). Η Παρισινή Κομμούνα ήταν σημαντική όχι τόσο για αυτό που πέτυχε όσο για αυτό που προανήγγειλε. Υπήρξε αποτελεσματικότερη ως σύμβολο παρά ως γεγονός. Η πραγματική της ιστορία επικαλύφθηκε από τον πανίσχυρο μύθο που δημιούργησε, τόσο στη Γαλλία όσο και στο διεθνές σοσιαλιστικό κίνημα. Υπήρξε εντυπωσιακή, ηρωική, δραματική και τραγική, αλλά με τη γυμνή γλώσσα των γεγονότων ήταν μία βραχύβια και από την αρχή θνησιγενής κυβέρνηση των εργατών σε μία μόνο πόλη.

Επαναστάτες της Παρισινής Κομμούνας στα οδοφράγματα. Παρότι επιβίωσε μόνο δυο μήνες, μπορεί να θεωρηθεί ως τελευταία παλαιού τύπου εξέγερση και ταυτόχρονα η πρώτη σύγχρονη
Το κυριότερο επίτευγμά της ήταν ότι όντως μπόρεσε να γίνει κυβέρνηση, έστω κι αν επιβίωσε για λιγότερο από δύο μήνες. Μετά τον Οκτώβριο του 1917, ο Λένιν θα μετρούσε τις ημέρες ώσπου να μπορέσει να πει θριαμβευτικά: Κρατήσαμε περισσότερο από την Κομμούνα. Πράγματι η Κομμούνα ήταν εξέγερση εργατών, και παρόλο που αυτή η λέξη αναφέρεται μάλλον σε ανθρώπους που βρίσκονταν ανάμεσα στον λαό και στο «προλεταριάτο» παρά στους εργοστασιακούς εργάτες, θα ταίριαζε στα δυναμικά στοιχεία. Ο ορθότερος όρος θα ήταν ίσως λαϊκή εξέγερση, καθώς οι 36.000 Κομμουνάροι που συνελήφθησαν αποτελούσαν ουσιαστικά ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα του εργαζόμενου λαού του Παρισιού. Θα λέγαμε ότι ήταν η τελευταία παλαιού τύπου εξέγερση και ταυτόχρονα η πρώτη σύγχρονη. Το ψηφιδωτό των επαναστατών που αποτελούνταν από μικροαστούς ριζοσπάστες και παλαιούς ιακωβίνους από τη μία, σοσιαλιστές και αναρχικούς της Α΄ Διεθνούς από την άλλη, και μπλανκιστές που τελικά επικράτησαν στην ηγεσία της Κομμούνας, φορείς και του παλαιού και του νέου τύπου οργάνωσης, αναδεικνύει αυτήν τη μεταβατικότητα.
Ήταν η Κομμούνα σοσιαλιστική εξέγερση; Σχεδόν σίγουρα ναι, αν και ο σοσιαλισμός της ήταν το προ του 1848 όνειρο για αυτοδιαχειριζόμενες συνεργατικές μονάδες παραγωγικών, όραμα των ουτοπικών σοσιαλιστών και πρόδρομος του επιστημονικού σοσιαλισμού των Μαρξ και Ένγκελς.
Στη Γερμανία (ή πιο σωστά στα γερμανικά κράτη) η εργατική τάξη δεν άρχισε να συμμετέχει σε τέτοιες δραστηριότητες παρά μόνο μετά το 1848. Αυτό φυσικά αντανακλούσε τη σχετική καθυστέρηση της βιομηχανικής ανάπτυξης. Ωστόσο από τη δεκαετία του 1850 και καθ’ όλη τη διάρκεια του β΄ μισού του 19ου αιώνα, η Γερμανία έζησε μία εντυπωσιακά γρήγορη διαδικασία εκβιομηχάνισης, κυρίως στον τομέα του άνθρακα, του σιδήρου και του χάλυβα. Δημιουργήθηκαν κατά συνέπεια πολύ μεγάλες εταιρείες στη βαριά βιομηχανία με συγκεντρωμένο εργατικό δυναμικό, παράλληλα με την ύπαρξη μικρής κλίμακας βιομηχανιών σε άλλους τομείς. Το γεγονός αυτό έπαιξε ρόλο τόσο στη γοργή εμφάνιση του εργατικού συνδικαλισμού αλλά και στον κατακερματισμό του.
Η Ισπανία, αντίθετα, με εξαίρεση την κλωστοϋφαντουργική βιομηχανία στην Καταλονία και τομείς βαριάς βιομηχανίας που υπήρχαν στις βόρειες επαρχίες της Χώρας των Βάσκων, οι οποίοι σχηματίστηκαν με τη βοήθεια ξένου (κατά βάση βρετανικού) κεφαλαίου, στα τέλη του 19ου αιώνα, πόρρω απείχε από την εκβιομηχάνιση και ακόμα και στα τέλη του 19ου αιώνα παρέμενε μια βαθιά φεουδαλική χώρα. Το εργατικό κίνημα απέκτησε κάποια δυναμική μόνο στις δύο προαναφερθείσες περιοχές όπου είχε συντελεστεί βιομηχανικός μετασχηματισμός.
Η Ιταλία επίσης παρέμεινε οικονομικά οπισθοδρομική, για πολλές δεκαετίες και μετά την ενοποίηση, και ιδίως η νότια Ιταλία, στην οποία οι φεουδαρχικές παραδόσεις ήταν πανίσχυρες. Μόνο στις αρχές του 20ού αιώνα σημειώθηκε έντονη ανάπτυξη στη βόρεια Ιταλία, και κυρίως στο τρίγωνο Τορίνο – Γἐνοβα – Μιλάνο. Επομένως το εργατικό κίνημα έως τότε ήταν εξαιρετικά περιορισμένο στην Ιταλική χερσόνησο.
Η Ρωσία
Η Ρωσία άρχισε να εκσυγχρονίζεται μόλις στη δεκαετία του 1860 και 1870. Το 1861 καταργήθηκε η δουλοπαροικία. Μέχρι τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο όμως η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού παρέμεινε αγροτική και ανέγγιχτη από τις προσπάθειες δημιουργίας βιομηχανικού κράτους. Ωστόσο η βιομηχανία που υπήρχε εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό είτε από την τσαρική γραφειοκρατία είτε από τις ξένες επενδύσεις.
Το γεγονός αυτό είχε τεράστιες επιπτώσεις στις κοινωνικές συγκρούσεις και στην ταξική πάλη στη Ρωσία πάνω από όλα εξαιτίας της σχετικής απουσίας μίας ισχυρής αστικής τάξης, που θα ηγούνταν του κοινωνικού και οικονομικού μετασχηματισμού. Κάποια άλλη κοινωνική δύναμη θα έπρεπε να παίξει αυτό τον ρόλο. Επιπλέον, η βιομηχανία που υπήρχε χρησιμοποιούσε τη σύγχρονη τεχνολογία και προκαλούσε τεράστια συγκέντρωση του βιομηχανικού εργατικού δυναμικού σε μερικές γιγάντιες επιχειρήσεις, από τις οποίες η γνωστότερη ήταν τα εργοστάσια Πουτίλοφ στην Πετρούπολη.
Η ωρίμαση και οργάνωση του εργατικού κινήματος (1870-1914)
Η Πρωτομαγιά του 1886 θα στιγματιστεί με τη σφαγή εργατών από την αστυνομία στο Σικάγο κατά τη διάρκεια απεργίας με αίτημα το οκτάωρο. Αυτό θα αποτελέσει την αφορμή να καθιερωθεί η Εργατική Πρωτομαγιά ως ημέρα μνήμης και σύμβολο των αγώνων του εργατικού κινήματος. Ο αριθμός των ανθρώπων που κέρδιζαν τα προς το ζην δουλεύοντας χειρωνακτικά για ένα μεροκάματο μεγάλωνε πραγματικά σε όλες τις χώρες που είχαν κατακλυστεί από το παλιρροϊκό κύμα του δυτικού καπιταλισμού. Ιδίως ο αριθμός των ημερομίσθιων εργατών πολλαπλασιαζόταν θεαματικά και συγκροτούσε αναγνωρισμένες τάξεις μισθωτής εργασίας στις ήδη εκβιομηχανισμένες χώρες και στις χώρες που εισήλθαν στη δική τους περίοδο εκβιομηχάνισης στα χρόνια ανάμεσα στα 1870 και 1914, δηλαδή κυρίως την Ευρώπη, τη βόρεια Αμερική και την Ιαπωνία.
Στα τέλη του 19ου αιώνα καμία βιομηχανική ή εκβιομηχανιζόμενη χώρα δεν θα μπορούσε να παραγνωρίσει αυτές τις χωρίς ιστορικό προηγούμενο ανώνυμες μάζες «προλετάριων» που συγκροτούσαν ένα ολοένα αυξανόμενο ποσοστό του λαούς της. Στα τέλη πλέον του 19ου αιώνα, σχεδόν τα δύο τρίτα του οικονομικού ενεργά πληθυσμού στις μεγαλουπόλεις (δηλαδή στις πόλεις με πάνω από 100.000 κατοίκους) απασχολούνταν σε βιομηχανικές εργασίες. Και ακόμα, παρότι αυτές οι μάζες ήταν ετερόκλητες και κάθε άλλο παρά ομοιογενείς, το γεγονός ότι όλο και περισσότερες αυτές δούλευαν ως τμήματα μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, σε εγκαταστάσεις με εργαζόμενους που κυμαίνονταν από εκατοντάδες μέχρι πολλές χιλιάδες, έμοιαζε οικουμενική, ιδιαίτερα στα νέα κέντρα της βαριάς βιομηχανίας. Η μεγάλη μάζα των εργατών, που ολοένα αυξανόταν, έριχνε βαριά τη σκιά της πάνω στο καθιερωμένο κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Τι θα συνέβαινε εάν οργανωνόταν ως τάξη;
Αυτό ακριβώς συνέβη, σε ευρωπαϊκή κλίμακα, ξαφνικά και με εκπληκτική ταχύτητα. Όπου υπήρχαν δημοκρατικά εκλογικά πολιτικά συστήματα, εμφανίστηκαν και μεγάλωσαν με εντυπωσιακά γρήγορους ρυθμούς μαζικά κόμματα με εργατική βάση, εμπνεόμενα επί το πλείστον από μία ιδεολογία επαναστατικού σοσιαλισμού (εκείνη την εποχή κάθε είδους σοσιαλισμός θεωρείτο εξ ορισμού επαναστατικός). Το 1880 ήταν ακόμα σχεδόν ανύπαρκτα, με σημαντική εξαίρεση το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα, που ενοποιήθηκε το 1875 και αντιπροσώπευε ήδη μία υπολογίσιμη εκλογική δύναμη. Το 1906 η ύπαρξή τους ήταν πλέον αυτονόητη και η παρουσία μαζικών εργατικών και σοσιαλιστικών κομμάτων ήταν πλέον η νόρμα, ενώ έκπληξη αποτελούσε πλέον η απουσία τους. Τις παραμονές του πολέμου υπήρχαν μαζικά σοσιαλιστικά κόμματα ακόμα και στις ΗΠΑ και την Αργεντινή, ενώ στην Αυστραλία ένα ομολογουμένως μη σοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα θα σχημάτιζε κυβέρνηση το 1912.
Όσο για την Ευρώπη, τα σοσιαλιστικά και εργατικά κόμματα αντιπροσώπευαν σοβαρές εκλογικές δυνάμεις σχεδόν παντού, όπου το επέτρεπαν οι συνθήκες. Ήταν βέβαια μειοψηφικά, αλλά σε κάποιες χώρες, όπως η Γερμανία και οι σκανδιναβικές χώρες, αποτελούσαν ήδη τα μεγαλύτερα εθνικά κόμματα, συγκεντρώνοντας ποσοστά έως και 35-40%, και κάθε επέκταση του δικαιώματος ψήφου αποκάλυπτε ότι οι βιομηχανικές μάζες ήταν έτοιμες να επιλέξουν τον σοσιαλισμό. Επιπλέον, πέρα από την ψήφο, οργανώνονταν σε μεγάλες στρατιές. Το Βελγικό Εργατικό Κόμμα, σε μία μικρή χώρα, αριθμούσε 276.000 μέλη το 1911, το Γερμανικό Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα είχε πάνω από 1.000.000. Ακόμα πιο μαζικές ήταν οι λιγότερο άμεσα πολιτικές οργανώσεις των εργατών, που συνδέονταν με τα κόμματα αυτά και συχνά ιδρύονταν από αυτά: τα συνδικάτα και οι συνεταιριστικές ενώσεις. Ακόμα και σε χώρες όπως η Γαλλία και η Ιταλία, όπου τα αντίστοιχα κόμματα είχαν λίγα μέλη, αναλογικά με τον πληθυσμό τους (76 και 50 χιλιάδες), έλαβαν 1,4 και 1 εκατομμύρια ψήφους αντίστοιχα στις εκλογές. Με λίγα λόγια, τα εργατικά και σοσιαλιστικά κόμματα διευρύνονταν σχεδόν παντού με ρυθμούς αξιοθαύμαστους.

Το όνειρο της Κομμούνας για αυτοδιαχειριζόμενες συνεργατικές μονάδες παραγωγών υπήρξε πρόδρομος του επιστημονικού σοσιαλισμού των Μαρξ
Ήταν φυσικό η εκπληκτική άνοδος των σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων από τη δεκαετία του 1880 και εξής να προκαλεί στα μέλη και τους υποστηρικτές τους, καθώς και στους ηγέτες τους, μία αίσθηση ευφορίας και τρελής ελπίδας, μία αίσθηση ότι ο θρίαμβός τους ήταν ζήτημα ιστορικής αναγκαιότητας. Ποτέ ξανά στο παρελθόν δεν είχε υπάρξει ξανά μία τόσο ελπιδοφόρα εποχή για τους ανθρώπους που εργάζονταν στα εργοστάσια και τα ορυχεία.
Η ανομοιογένεια του εργατικού κινήματος
Ωστόσο το «προλεταριάτο» κάθε άλλο παρά ομοιογενή μάζα αποτελούσε ακόμα και εντός μεμονωμένων εθνών. Πριν από την ανάδυση των νέων κομμάτων, οι άνθρωποι αναφέρονταν συνήθως στις «εργατικές τάξεις» στον πληθυντικό και όχι στον ενικό αριθμό. Και πράγματι οι διαιρέσεις στους κόλπους των μαζών, τις οποίες οι σοσιαλιστές ονόμαζαν «προλεταριάτο», ήταν τόσο μεγάλες που λογικά θα αποτελούσαν εμπόδιο για την ύπαρξη μίας ομοιογενούς ταξικής συνείδησης. Το σύγχρονο βιομηχανικό προλεταριάτο που αναπτυσσόταν γρήγορα δεν μπορούσε να εξομοιωθεί με τον όγκο των χειρώνακτων που εργάζονταν σε μικρά εργαστήρια ή βιοτεχνίες, ή με τον λαβύρινθο της ανομοιογενούς εργασίας των μεροκαματιάρηδων που συνωθούνταν στις πόλεις.
Τα βιοτεχνικά και συναφή επαγγέλματα είχαν συνήθως και τοπικό χαρακτήρα και περιορισμένους γεωγραφικούς ορίζοντες, δεν θεωρούσαν ότι είχαν τα ίδια προβλήματα. Οι διαιρέσεις δεν ήταν μόνο κάθετες αλλά και οριζόντιες. Ανάμεσα σε εξειδικευμένους τεχνίτες και χειρώνακτες εργάτες, ανάμεσα σε «ευυπόληπτους» ανθρώπους και «ευυπόληπτα» επαγγέλματα και τους υπόλοιπους, ανάμεσα στην εργατική «αριστοκρατία» και το λούμπεν προλεταριάτο και τους ενδιάμεσους. Πέρα από τις διαιρέσεις υπήρχαν και οι ανταγωνισμοί μεταξύ παρεμφερών ομάδων για το μονοπώλιο μιας συγκεκριμένης εργασίας. Σε όλα αυτά ας προστεθούν και οι πιο εμφανείς διαφορές κοινωνικής και γεωγραφικής προέλευσης, εθνικότητας, γλώσσας, κουλτούρας, θρησκείας, καθώς τις ταχέως αυξανόμενες στρατιές της από κάθε σημείο της χώρας της, αλλά και από το εξωτερικό.
Τo ενδιαφέρον ωστόσο είναι ότι ήταν ο εκλογικός εκδημοκρατισμός που με έναν τρόπο «επέβαλε» την ταξική ενότητα, τον οποίο οι κυβερνώντες θα προτιμούσαν να αποφύγουν. Ο ίδιος ο αγώνας για την επέκταση των δικαιωμάτων του πολίτη αναπόφευκτα πήρε ταξική χροιά για τους εργάτες, αφού η κεντρική διεκδίκηση, για τους άνδρες φυσικά, ήταν το δικαίωμα ψήφου για τους πολίτες χωρίς περιουσιακά στοιχεία. Ο ιδιοκτησιακός περιορισμός απέκλειε πρωταρχικά το μεγαλύτερο τμήμα των εργατικών στρωμάτων, αν όχι τη συντριπτική πλειοψηφία. Συνέβη και κάτι ακόμα πιο σημαντικό: το κράτος ενοποίησε την τάξη, αφού όλο και περισσότερο κάθε κοινωνική ομάδα ήταν αναγκασμένη να επιζητεί την υλοποίηση των πολιτικών της στόχων ασκώντας πίεση στην εθνική κυβέρνηση, υπέρ ή κατά της εφαρμογής. Και δεν υπήρξε τάξη η οποία να είχε μεγαλύτερη ανάγκη από τη θετική δράση του κράτους από την εργατική, καθότι οι δυσαρεστημένες μάζες της θα μπορούσαν να αποδειχτούν επικίνδυνες. Στη Βρετανία, τα παλιά συνδικάτα της μεσοβικτωριανής περιόδου διασπάστηκαν τη δεκαετία του 1880, ουσιαστικά πάνω στο ζήτημα του αιτήματος να εγκαθιδρυθεί η οκτάωρη εργασία διά νόμου με καθολική εφαρμογή για όλους τους εργάτες, και όχι με συλλογική σύμβαση.
Κι ωστόσο η δύναμη της ενοποίησης της εργατικής τάξης στους κόλπους κάθε έθνους αναπόφευκτα υποκατέστησε τις ελπίδες και τις θεωρητικές διακηρύξεις περί εργατικού διεθνισμού, εκτός από μία μειονότητα αγωνιστών και ακτιβιστών. Όπως κατέδειξε η συμπεριφορά των περισσοτέρων εργατικών τάξεων τον Αύγουστο του 1914, το αποτελεσματικό πλαίσιο της ταξικής τους συνείδησης ήταν, εξαιρουμένων κάποιων σύντομων επαναστατικών στιγμών, το κράτος και το πολιτικά οριζόμενο έθνος. Το 1914, η Γαλλία, το πλέον αστυνομοκρατούμενο κράτος της Ευρώπης είχε «φακελωμένους» περίπου 1.500.000 αριστερούς και αναρχικούς, τους φοβόταν για λιποταξία σε περίπτωση γενικής επιστράτευσης. Από τον Αύγουστο του 1914, όταν ξεκίνησε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, δεν παρουσιάστηκαν μόλις 15.000.
Την περίοδο μεταξύ του 1905 και του 1914, ο τυπικός επαναστάτης στη Δύση ήταν συνήθως κάποιο είδος οπαδού του επαναστατικού συνδικαλισμού, ο οποίος παραδόξως απέρριπτε τον μαρξισμό, γιατί θεωρούσε ότι αποτελούσε την ιδεολογία των κομμάτων που τον χρησιμοποιούσαν ως άλλοθι για να μην κάνουν επανάσταση. Αυτό αδικούσε κάπως τη μνήμη του Μαρξ, αφού το εκπληκτικό στοιχείο των δυτικών μαζικών προλεταριακών κομμάτων ήταν το πόσο περιορισμένος ήταν στην πραγματικότητα ο ρόλος του μέσα σε αυτά. Τα βασικά πιστεύω των ηγετών και των αγωνιστών τους συχνά δεν διέφεραν καθόλου από τα πιστεύω της μη μαρξιστικής εργατικής ριζοσπαστικής ή ιακωβινικής αριστεράς. Όλοι ανεξαιρέτως πίστευαν στον αγώνα του ορθού λόγου ενάντια στην άγνοια και τις προλήψεις, στον αγώνα της προόδου ενάντια στο ζοφερό παρελθόν, στην επιστήμη, τη δημοκρατία και την κοσμική τριάδα της Ελευθερίας, της Ισότητας και της Αδελφότητας.
Και τελικά η πρώτη μεγάλη και επιτυχημένη προλεταριακή επανάσταση δεν ξέσπασε σε καμία από τις παραδοσιακές εκβιομηχανισμένες χώρες της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης, αλλά στην οπισθοδρομική, φεουδαρχική, απολυταρχική χώρα της Ευρώπης: την τσαρική Ρωσία. Τα αίτια της Ρωσικής Επανάστασης, που εγκαθίδρυσε το πρώτο στην ιστορία κράτος που στόχο είχε την οικοδόμηση του σοσιαλισμού, είναι εξαιρετικά σύνθετα και δεν είναι δυνατόν να αναλυθούν στο παρόν άρθρο. Υπάρχει ωστόσο μία κομβική παράμετρος, η οποία έπαιξε ίσως καθοριστικό ρόλο στο ξέσπασμα της επανάστασης: το τσαρικό καθεστώς αρνούμενο να προχωρήσει ακόμα και στις πιο μετριοπαθείς φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, τις οποίες αντιλαμβανόταν ως ανατρεπτικές, ανάγκαζε ακόμα και τους πιο μετριοπαθείς να στραφούν πιο ριζοσπαστικές κατευθύνσεις. Είναι κυρίως για αυτό τον λόγο που ο επαναστατικός μαρξισμός είχε τέτοια μαζική απήχηση στους Ρώσους επαναστάτες, σε αντίθεση με την ευρωπαϊκή Δύση. Χωρίς στιβαρή αστική τάξη να ηγηθεί μίας αστικοδημοκρατικής επανάστασης, η ρωσική εργατική τάξη ηγήθηκε αντί αυτού μιας σοσιαλιστικής επανάστασης.
Βιβλιογραφία
– John Foster, Class Conflict in the Industrial Revoluion, Λονδίνο, 1964.
– Dick Geary, To Ευρωπαϊκό Εργατικό Κίνημα (1848-1939), Θεσσαλονίκη, 1988.
– Ε. J. Hobsbawm, H Εποχή των Αυτοκρατοριών, Αθήνα, 2000.
– Charles Louise – Richard Tilly, The Rebellious Century, Λονδίνο, 1975.
– Barrington Moore Jr., Injustice. The Social Bases of Obedience and Revolt, Νέα Υόρκη, 1978.
– Peter Stearns, Lives of Labour. Work in a Maturing Industrial Society, Λονδίνο, 1975.
– Charles Tilly – Edward Shorter, Strikes in France, 1830-1968, Cambridge, 1974.
– E.P. Thomson, The making of the English Working Class, Λονδίνο, 1978.
* Ο Θανάσης Γάλλος είναι διδάκτορας Ιστορίας ΕΚΠΑ
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #12 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 30 Απριλίου 2017. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης















