HotDoc.History: Η Siemens, η Telefunken και η γερμανική διείσδυση με «κριό» τον Βουλπιώτη
Η μακρά παράδοση «πολιτικών χειρισμών» και οικονομικών «δώρων».

Η Siemens επανήλθε πρόσφατα στην επικαιρότητα με τη δίκη για τα «μαύρα ταμεία» της και τις κατηγορίες για δωροδοκία πολιτικών και διοικητικών παραγόντων στην Ελλάδα την περίοδο 1999-2006.
Ωστόσο η υπόθεση αυτή δεν ήταν η πρώτη για την οποία η Siemens και τα διευθυντικά στελέχη της στην Ελλάδα είχαν απασχολήσει τον Τύπο της χώρας. Ο πρώτος αντιπρόσωπος της εταιρείας στην Ελλάδα (στα τέλη του 19ου αιώνα) Αλέξανδρος Ζαχαρίου είχε βρεθεί την περίοδο του μεσοπολέμου να ανταγωνίζεται τον Μποδοσάκη Αθανασιάδη για την εγκατάσταση συστήματος αυτόματης τηλεφωνίας. Η εταιρεία είχε διεκδικήσει αρκετά ακόμα από τα αναπτυξιακά έργα της μεσοπολεμικής Ελλάδας, όπως την ανάπτυξη της ραδιοφωνίας (μέσω της Telefunken, εταιρείας που είχε ιδρύσει σε συνεργασία με την AEG), την ηλεκτροδότηση των Αθηνών, τον ηλεκτρικό σιδηρόδρομο καθώς και την υδροδότηση της πρωτεύουσας (έργο που τελικά δόθηκε στην αμερικανική Ulen).
Η επιτυχής για τη Siemens υπόθεση της τηλεφωνίας, που κατέληξε στην ίδρυση της Ανωνύμου Ελληνικής Τηλεφωνικής Εταιρείας (ΑΕΤΕ), ήταν η πρώτη που απασχόλησε τα δικαστήρια στον μεσοπόλεμο, ενώ προκάλεσε και την έντονη διαμαρτυρία της αγγλικής πρεσβείας. Η περίπτωση δε της ραδιοφωνίας προκάλεσε επίσης αντιδράσεις που κατέληξαν σε αναβολή της υπογραφής της σύμβασης με την Telefunken μέχρι το 1938, και στην καθυστέρηση της επικύρωσής της μέχρι την αρχή της Κατοχής.

Στην Ανώνυμο Ελληνική Ραδιοφωνική Εταιρεία ο ρόλος του Βουλπιώτη ήταν περισσότερο σημαντικός από όσο στις τηλεπικοινωνίες. Ο ιστός εκπομπής της Ραδιοφωνίας στα Λιόσια
Την περίοδο εκείνη το σημαντικότερο πρόσωπο που σχετιζόταν με τη Siemens (και κυρίως την Telefunken) στην Ελλάδα ήταν ο Ιωάννης Βουλπιώτης, το πλέον ίσως αμφιλεγόμενο από τα άτομα που συνδέθηκαν με τη δράση τής εταιρείας στην Ελλάδα, λόγω της δράσης του κατά την Κατοχή στην οποία και θα εστιαστούμε στο παρόν κείμενο. Θυμίζω ότι την κοινή γνώμη απασχόλησε και τη δεκαετία του 1950 ένα άλλο σκάνδαλο Siemens το οποίο τελικά οδήγησε και στην καταδίκη του Βουλπιώτη, ενώ κινδύνεψε να συμπαρασύρει και τις πολιτικές καριέρες των Σπ. Μαρκεζίνη, Αθ. Καψάλη, Κ. Παπακωνσταντίνου και Κ. Καραμανλή.
Ο ανταγωνισμός γερμανικού, αγγλικού και αμερικανικού κεφαλαίου για τα μεγάλα ελληνικά έργα της εποχής του μεσοπολέμου έβρισκε συχνά ηττημένη τη γερμανική πλευρά. Η εντύπωση που κυκλοφορούσε στους γερμανικούς κύκλους ήταν ότι για τα προβλήματα που συναντούσαν στην προσπάθεια διείσδυσής τους στην ελληνική αγορά έφταιγαν κυρίως οι πολιτικές διασυνδέσεις των άλλων μεγάλων δυνάμεων, διασυνδέσεις που μετά την ήττα στον προηγούμενο πόλεμο η Γερμανία δεν διέθετε πια στον ίδιο βαθμό. Οι διασυνδέσεις αυτές θα μπορούσαν να παραμεριστούν μόνο με μια μακροχρόνια προσπάθεια σε επίπεδο πολιτικής και δημοσίων σχέσεων ή με τη χρήση «δώρων» προς Έλληνες που κατείχαν θέσεις-κλειδιά.
Οι δυσκολίες για τη Γερμανία άρχισαν να αμβλύνονται σταδιακά κατά τη δεκαετία του 1930, όταν η παγκόσμια οικονομική κρίση δημιούργησε μεγάλα προβλήματα στο διεθνές εμπόριο και στα συναλλαγματικά αποθέματα, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να στραφεί προς ένα σύστημα κλήρινγκ για το εξωτερικό της εμπόριο. Το σύστημα αυτό οδήγησε σε μια αυξημένη οικονομική εξάρτηση της χώρας από τη Γερμανία, όπου τα τελευταία προπολεμικά χρόνια εξάγονταν τα περισσότερα ελληνικά προϊόντα, και από την οποία λογικά θα έπρεπε να εισάγονταν και τα περισσότερα βιομηχανικά είδη, όπως εκείνα που παρήγαγε η Siemens και η Telefunken.
Η εξάρτηση αυτή κατά πάσα πιθανότητα συνέβαλε στην υπογραφή από τον Μεταξά της σύμβασης Telefunken το 1938. Ωστόσο ο φόβος για εξάπλωση της γερμανικής προπαγάνδας διά του νέου αυτού μέσου φαίνεται ότι οδήγησε στην καθυστέρηση της ολοκλήρωσης της συμφωνίας, η οποία προέβλεπε, μεταξύ άλλων, την ίδρυση της Ανωνύμου Ελληνικής Ραδιοφωνικής Εταιρείας (ΑΕΡΕ), στην οποία εκτός του γερμανόφιλου Βουλπιώτη θα εργάζονταν και Γερμανοί τεχνικοί.
Η αναβολή της κύρωσης της σύμβασης Telefunken ήταν ανάμεσα στα ζητήματα που απασχόλησαν τις αρχές Κατοχής από τις πρώτες κιόλας εβδομάδες της κατάληψης της χώρας. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο πως η κύρωση δημοσιεύτηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (ΝΔ 126, ΦΕΚ 184Α/04.06.1941) περίπου πέντε εβδομάδες μετά την ανάληψη της εξουσίας από τον πρώτο κατοχικό πρωθυπουργό Τσολάκογλου, και μόλις τέσσερις ημέρες μετά την κατάληψη του τελευταίου ελεύθερου ελληνικού εδάφους, της Κρήτης (η σύμβαση θα αναδημοσιευτεί «διορθωμένη» ένα χρόνο μετά). Στις 6 Ιουνίου 1941, άλλο ΦΕΚ (αρ. 187Α) επικύρωνε μια νέα σύμβαση για τις τηλεπικοινωνίες, στην οποία προβλεπόταν η αντικατάσταση της βρετανικής Cable and Wireless Limited (είχε κερδίσει την αρχική σύμβαση το 1937) από την Telefunken.

Στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας έπαιξαν βασικό ρόλο βενιζελικοί παράγοντες όπως οι Γονατάς και Πάγκαλος μαζί με τον Βουλπιώτη
Τη σύμβαση αυτή «περί παραχωρήσεως του αποκλειστικού προνομίου της εκμεταλλεύσεως της μεταξύ της Ελλάδος και ξένων Κρατών, εξαιρέσει των ομόρων τοιούτων, τηλεγραφικής συγκοινωνίας [sic] δι’ ασυρμάτου Τηλεγράφου, της επιβοηθητικής τοιαύτης, δι’ υποβρυχίων καλωδίων, και τη εν αυτή συμβάσει προβλεπομένης μερικής ασυρμάτου Τηλεφωνικής Συγκοινωνίας» υπέγραφε από πλευράς Telefunken ο πληρεξούσιος της εταιρείας Ι. Βουλπιώτης.
Όταν έπειτα από ολιγοετή καθυστέρηση ιδρύθηκε η ΑΕΡΕ στα μέσα του 1941, ο Βουλπιώτης βρέθηκε –όπως ήταν εξάλλου φυσικό– ανάμεσα στα μέλη του εννεαμελούς διοικητικού συμβουλίου, μαζί με δύο Γερμανούς διευθυντές της Telefunken, η οποία είχε και το 96% του κεφαλαίου, καθώς και τον (επίσης Γερμανό) περιφερειακό διευθυντή της Rheinmetall Borsig, συνεργάτη του Μποδοσάκη και κατοχικό πληρεξούσιο-διοικητή των επιχειρήσεων του τελευταίου, Βάλτερ Ντέτερ (Walter Deter). Ο προπαγανδιστικός ρόλος του κατοχικού ραδιοφώνου γινόταν ακόμη εντονότερος από την ενασχόληση με αυτό της γνωστής ναζίστριας και πρώην συνεργάτιδας του Γκέμπελς (Goebbels) Σίτσας Καραϊσκάκη.
Στην ΑΕΤΕ ο ρόλος του Βουλπιώτη ήταν λιγότερο σημαντικός από όσο στην ΑΕΡΕ, αλλά βέβαια στην ΑΕΤΕ κατείχαν υψηλή θέση και άλλοι γερμανόφιλοι ή Γερμανοί όπως ο λοχαγός Τζιόμπεκ (Dziobek), καθώς η εταιρεία ήταν στενά συνδεδεμένη με την Telefunken.
Ενδιαφέρουσα λεπτομέρεια της αντίληψης που οι Γερμανοί αξιωματούχοι είχαν για τους συνομιλητές τους στην Ελλάδα κατά το πρώτο διάστημα της Κατοχής είναι ότι ο αρμόδιος αξιωματούχος προτίμησε να περάσει μεγάλο μέρος της δεκαήμερης επίσκεψής του τον Μάιο του 1941 σε συναντήσεις με στελέχη της ΑΕΤΕ (τον αρμόδιο για την ασφάλεια Μπόμπολα, τον τεχνικό διευθυντή Μουστρουφή, καθώς και τους Γουναράκη, Διομήδη και Τζιόμπεκ) και της ελληνικής AEG και όχι με στελέχη του αρμόδιου υπουργείου, το οποίο ήταν νέο και τα στελέχη του θα ήταν «αποπροσανατολισμένα». Προτίμησε μάλιστα να στείλει την έκθεση στην Deutsche Bank με την παράκληση να την προωθήσει στον Καρλ φον Ζίμενς (Carl von Siemens), επικεφαλής της ομώνυμης εταιρείας.
Τα «εχθρικά» κεφάλαια
Οι κατακτητές δεν όρισαν τον Βουλπιώτη ή κάποιο άλλο στέλεχος της Telefunken, της γερμανικής Siemens ή της ελληνικής θυγατρικής της ως επικεφαλής των ελληνικών ηλεκτρικών εταιρειών στις οποίες συμμετείχαν «εχθρικά» κεφάλαια. Ενδεχομένως ο Βουλπιώτης να προτιμούσε την ενασχόλησή του με τις δικές του επιχειρήσεις (η Telefunken εξάλλου ενδιαφερόταν σχεδόν αποκλειστικά για τις τηλεπικοινωνίες), αν και είναι σαφές ότι επιθυμούσε επίσης να παίξει και έναν περισσότερο πολιτικό ρόλο, πίσω όμως από τα παρασκήνια. Σε κάθε περίπτωση ο Έντγκαρ Τομασχάουζεν (Edgar Thomashausen) που ορίστηκε πρώτος πληρεξούσιος για την Ηλεκτρική Εταιρεία Αθηνών – Πειραιώς και για την Ηλεκτρική Εταιρεία Μεταφορών ΑΕ δεν ήταν εντελώς ξένος προς τα συμφέροντα της Siemens, αφού ήταν διευθυντής της AEG, εταιρείας με την οποία η Siemens συνεργαζόταν στενά, κυρίως στο πλαίσιο της Telefunken.
Ο αποκλεισμός των εταιρειών χωρών που παραδοσιακά ανταγωνίζονταν το γερμανικό κεφάλαιο στην Ελλάδα δημιούργησε νέες ευκαιρίες για τη Siemens, πέραν της ραδιοφωνίας και τηλεφωνίας. Οι νέες αυτές ευκαιρίες είχαν να κάνουν με την εκμετάλλευση ελληνικών εγκαταστάσεων καθώς και με κάποια δημόσια έργα που ταίριαζαν στα ευρύτερα σχέδια της Γερμανίας για την ευρωπαϊκή οικονομία. Η Νέα Ελλάδα θα ήταν μια χώρα αγροτική της περιφέρειας, που θα τροφοδοτούσε το ανεπτυγμένο ευρωπαϊκό κέντρο με ακατέργαστα ή ημικατεργασμένα αγαθά. Για τον σκοπό αυτόν έπρεπε η ελληνική οικονομία να αναπροσανατολιστεί προς την κεντρική Ευρώπη και να αποκτήσει σχετική ενεργειακή αυτοδυναμία.
Για την πραγματοποίηση των στόχων αυτών προβλέπονταν έργα βελτίωσης των οδικών και σιδηροδρομικών δικτύων και αύξησης της παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις στα έργα θα συμμετείχαν γερμανικές εταιρείες, όπως η Hansa Leichtmetall, η οποία εξασφάλισε τα δικαιώματα για μελέτες δημιουργίας υδροηλεκτρικού εργοστασίου στον Αλιάκμονα.
Μέρος της ενέργειας που θα παρήγαγε εκείνο το εργοστάσιο θα απορροφούνταν από ένα βιομηχανικό συγκρότημα παραγωγής αλουμίνας και αλουμινίου που η ίδια γερμανική εταιρεία θα κατασκεύαζε κοντά στη Θεσσαλονίκη, με σκοπό να προμηθεύει τα εργοστάσια κατασκευής αεροσκαφών στη Γερμανία. Η Siemens θα είχε επίσης εμπλοκή σε αρκετά από τα υπόλοιπα σχεδιαζόμενα έργα, όπως στην ηλεκτροκίνηση περίπου 565 χιλιομέτρων των Σιδηροδρόμων Πειραιώς – Αθηνών – Πελοποννήσου (ΣΠΑΠ). Ενδεικτικό του ρόλου της γερμανικής εταιρείας ήταν ότι οι τρεις από τους επτά παρόντες στις συνομιλίες για το έργο το φθινόπωρο του 1943 ήταν διευθυντές της γερμανικής Siemens-Schuckertwerke AG [Στάινμπαουερ (Steinbauer)] και της Σήμενς Ελληνικής Ηλεκτροτεχνικής ΑΕ [Μπάλτσερ (Baltzer) και Ευστρατίου]. Στο ίδιο πλαίσιο σχεδιαζόταν και η γέφυρα Ρίου – Αντιρρίου, στον σχεδιασμό της οποίας είχε εμπλακεί μια άλλη μεγάλη γερμανική εταιρεία με στενότερη σχέση με το ναζιστικό κόμμα, η Reichswerke Hermann Göring.
Σημαντικό ρόλο στη χρηματοδότηση των μακρόπνοων αυτών σχεδίων θα έπαιζαν οι ελληνικές τράπεζες. Δεν ήταν λοιπόν τυχαίο ότι οι κατακτητές είχαν δείξει εξαρχής ενδιαφέρον για κάποιες απ’ αυτές, ούτε ότι σε μία τουλάχιστον περίπτωση η Siemens είχε παίξει ρόλο στις σχετικές επαφές. Πρόκειται για την περίπτωση της συνεργασίας της Εθνικής Τράπεζας με την Deutsche Bank, με την οποία η ελληνική τράπεζα διατηρούσε στενές επιχειρηματικές σχέσεις από χρόνια. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των στελεχών της η ίδια η Εθνική επεδίωξε να συνεργαστεί με την Deutsche Bank από την αρχή της Κατοχής, με σκοπό να αποφύγει την υποχρεωτική πώληση μετοχών που διατηρούσε στο χαρτοφυλάκιό της, όπως είχε συμβεί με τις μετοχές της Ελληνικής Εταιρείας Πυριτιδοποιείου και Καλυκοποιείου.
Η Deutsche Bank υποσχόταν ότι θα προσπαθούσε να εγγυηθεί την προστασία του συνεταίρου της από τις πρωτοβουλίες που έβλαπταν την «παλαιόθεν γνωστήν γερμανικήν παράδοσιν». Εκτός από την «προστασία» αυτή η ελληνική τράπεζα επεδίωξε επίσης την προσέλκυση γερμανικών κεφαλαίων μέσω της Deutsche Bank ενώ προσέφερε ως αντάλλαγμα τη μεσολάβησή της ώστε η Siemens να αναλάβει την ολοκλήρωση του ελληνικού τηλεφωνικού δικτύου.
Η πρόταση αυτή δεν ήταν ασφαλώς άσχετη με το γεγονός ότι ο Ρίχαρντ Ντιρκς (Richard Diercks), ο Γερμανός ενδιάμεσος στις διαπραγματεύσεις, ήταν διευθυντής της Siemens & Halske AG στο Βερολίνο και διευθύνων σύμβουλος της ελληνικής θυγατρικής της Siemens. Εξάλλου η Deutsche Bank διατηρούσε αρκετά στενές σχέσεις με τη Siemens: ένας εκ των ιδρυτών τής γερμανικής τράπεζας ήταν ο Γκέοργκ Ζίμενς (Georg Siemens), ανιψιός του ιδρυτή της Siemens. Κατά συνέπεια και οι δύο εταιρείες είχαν μεταξύ τους στενές επιχειρηματικές σχέσεις.
Ο Ντιρκς εμφανίστηκε κατ’ αρχήν προσεκτικός, αναφέροντας στους Έλληνες συνομιλητές του ότι δεν ήθελε να δημιουργήσει υποψίες περί επιβολής των συμφερόντων της Siemens στην ελληνική τράπεζα. Ωστόσο όπως είδαμε η Telefunken μάλλον δεν χρειαζόταν τη μεσολάβηση του Ζαβιτσιάνου, αφού ήδη ετοιμαζόταν να αναλάβει το έργο των ελληνικών τηλεπικοινωνιών. Αποτέλεσμα των διαπραγματεύσεων των δύο τραπεζών ήταν η υπογραφή συμφωνητικού που προέβλεπε τη σύσταση ελληνογερμανικής εταιρείας από τις δύο τράπεζες, με κεφαλαίο 240 εκατομμυρίων δραχμών, καθώς και την εκπόνηση μελετών για την εκβιομηχάνιση, την εκμετάλλευση των υδατοπτώσεων και την εξόρυξη μεταλλευμάτων της χώρας.
Ο πληθωρισμός και οι πολεμικές εξελίξεις ανέτρεψαν κάποιους από τους αρχικούς γερμανικούς σχεδιασμούς για την Ελλάδα. Η Siemens ωστόσο κατάφερε να αναλάβει σημαντικό αριθμό μικρότερων στρατιωτικών συμβολαίων των κατακτητών, τα οποία είχαν και την προτεραιότητα κατά την πολεμική περίοδο. Μόνο το 1943 η ελληνική θυγατρική της Siemens (η Σήμενς Ελληνική Ηλεκτροτεχνική ΑΕ) πραγματοποίησε ηλεκτρικές εργασίες σε κάποιες γερμανικές μονάδες και στρατιωτικά νοσοκομεία σε Θεσσαλονίκη Αθήνα και αλλού, στις εγκαταστάσεις επισκευής αεροσκαφών στην Αθήνα, στα αεροδρόμια της Ελευσίνας, του Άραξου και του Καλαμακίου, σε εγκαταστάσεις του ναυτικού στον Πειραιά και Σκαραμαγκά. Ανάμεσα στις εργασίες αυτές ήταν η εγκατάσταση 30 σειρήνων συναγερμού στην Αθήνα, εγκαταστάσεις φωτισμού του ναυπηγείου Σκαραμαγκά, ηλεκτρικές εγκαταστάσεις σε κτίρια και υπόστεγα αεροσκαφών στο Καλαμάκι και ηλεκτρολογικές εργασίες για αντιαεροπορική πυροβολαρχία στην Ελευσίνα (καλώδια, φωτισμός κ.λπ.).
Βουλπιώτης, «προδοτικός ΕΔΕΣ» και Τάγματα Ασφαλείας
Οι μη καθαρά εμπορικές δραστηριότητες των περισσότερων στελεχών της Siemens και της Telefunken στην Ελλάδα ήταν περιορισμένες στις επαφές κυρίως των πρώτων κατοχικών εβδομάδων. Σημαντικότερη εξαίρεση αποτελεί ο Βουλπιώτης, ο οποίος συνέχισε να παίζει παρασκηνιακό πολιτικό ρόλο σε όλη τη διάρκεια της Κατοχής.
Ο γερμανόφιλος, πλην όμως πλησιέστερα στον Βενιζέλο, Βουλπιώτης διατηρούσε ήδη από την περίοδο του μεσοπολέμου στενές σχέσεις τόσο με τον Πάγκαλο όσο και με τον Πλαστήρα, τις οποίες συνέχισε και επί Κατοχής.
Ο Πλαστήρας, ο οποίος βρισκόταν την περίοδο εκείνη στη Γαλλία, συντηρούσε κάποιες επαφές με τις γερμανικές αρχές πριν ακόμα από την κατάκτηση της χώρας, μάλλον συνδεόμενες και με την προσπάθεια μεσολάβησης για τον τερματισμό της ιταλικής εισβολής. Πάντως ακόμα και αν πράγματι υπήρχε τέτοια προσπάθεια (και αν σε αυτή είχε κάποια συμμετοχή ο Βουλπιώτης), είναι μάλλον βέβαιο ότι το δικτατορικό καθεστώς Μεταξά δεν έβλεπε τις κινήσεις Πλαστήρα με ιδιαίτερα θετικό μάτι, αφού φοβόταν την πιθανή συνεννόηση του Πλαστήρα με τους Ιταλούς για την ανατροπή της ελληνικής κυβέρνησης. Έτσι, κατόπιν αιτήματος του Έλληνα προξένου στη φιλοαξονική κυβέρνηση του Βισί (Vichy) του απαγορεύτηκε η έξοδος από τη Γαλλία.
Οι συνεννοήσεις του Πλαστήρα με τους Γερμανούς συνεχίστηκαν από τη Γαλλία τουλάχιστον μέχρι τον Αύγουστο (ή πιθανώς ως και τον Οκτώβριο) του 1941, με αντικείμενο την πιθανή πρωθυπουργοποίησή του. Δεν είναι σαφές αν ο Βουλπιώτης έπαιξε κάποιον ρόλο στις διαπραγματεύσεις αυτές, αλλά μάλλον δεν είναι τυχαίο πως τον Σεπτέμβριο του 1941 εμφανίζεται (μαζί με τους Ζέρβα, Γονατά, Σταματόπουλο και άλλους) ανάμεσα στους ιδρυτές του ΕΔΕΣ, οργάνωσης η οποία όρισε ως αρχηγό της τον Πλαστήρα – αν και ο ίδιος αρχικά αγνοούσε την ύπαρξή της και στη συνέχεια μάλλον ενοχλήθηκε με την εμπλοκή του ονόματός του.
Ανάμεσα στις βασικές αρχές του ΕΔΕΣ ήταν η κατάργηση της βασιλείας, ενώ υπάρχουν αρκετά στοιχεία για τους προβληματισμούς στελεχών της οργάνωσης σχετικά με την άνοδό τους στο βουνό ως οργανωμένης αντιστασιακής ομάδας. Είναι μάλλον βέβαιο ότι ανάμεσα σε αυτούς που έβλεπαν τον ΕΔΕΣ περισσότερο ως ένα πολιτικό όχημα για την επίλυση του πολιτειακού και όχι ως πραγματική αντιστασιακή οργάνωσης ήταν ο Βουλπιώτης.
Λίγο μετά την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου, οι προβληματισμοί αυτοί θα πάρουν τέτοια μορφή που θα θέσουν σε κίνδυνο την ενότητα του ΕΔΕΣ. Το διάστημα περίπου από το καλοκαίρι του 1942 και μετά, μια μερίδα ηγετικών μελών της οργάνωσης, με βασικούς τον Σταματόπουλο και τον Γονατά, επέκριναν την απομάκρυνση του ΕΔΕΣ από τις αντιβασιλικές αρχές του και προσπαθούσαν να τον στρέψουν από την αντιστασιακή δράση στη μάχη κατά του κομμουνισμού (δηλαδή του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ) και (δευτερευόντως) κατά της εξόριστης βασιλικής κυβέρνησης. Ο Γονατάς, σε συνεργασία με δύο συνταγματάρχες της οργάνωσης, τους Απόστολο Παπαγεωργίου και Χαράλαμπο Παπαθανασόπουλο, και με τον Πάγκαλο επιδίωκε από τα μέσα της Κατοχής την κατάληψη της εξουσίας αμέσως μετά τη γερμανική υποχώρηση μέσω της αναβίωσης των «Δημοκρατικών Ταγμάτων».

Η γνωστή ναζίστρια και πρώην συνεργάτρια του Γκέμπελς, Σίτσα Καραϊσκάκη, ανέλαβε έντονα προπαγανδιστικό ρόλο στο κατοχικό ραδιόφωνο. Καθόλου τυχαία η κύρωση της σύμβασης με την Telefunken έγινε από τον Γ. Τσολάκογλου στις 4 Ιουνίου 1941, μόλις τέσσερις ημέρες μετά την κατάληψη της Κρήτης. Καταθέτει στεφάνι στο μνημείο των Γερμανών αλεξιπτωτιστών στα Χανιά.
Όταν οι δύο συνταγματάρχες συνελήφθησαν από τους Γερμανούς το 1943, ο τρίτος κατοχικός πρωθυπουργός Ιωάννης Ράλλης παρενέβη ζητώντας την απελευθέρωσή τους, επειδή εκείνοι δεν είναι πραγματικοί αντιστασιακοί, αλλά επειδή προσπαθούσαν να πείσουν τους εθνικόφρονες αντάρτες να κατέβουν από το βουνό, ενώ ισχυριζόταν ότι είχε και τη συμφωνία της εξόριστης κυβέρνησης για το ζήτημα. Το επόμενο διάστημα, μετά και την απελευθέρωση των συλληφθέντων, οριστικοποιείται η διάσπαση του ΕΔΕΣ σε «προδοτικό» (όπως χαρακτηρίστηκε από άλλα μέλη της ίδιας της οργάνωσης) και «αντιστασιακό». Ο Βουλπιώτης είχε ταυτιστεί απόλυτα με την «προδοτική» πτέρυγα του αθηναϊκού ΕΔΕΣ, η οποία μάλιστα επιτέθηκε στους εσωτερικούς αντιπάλους της (π.χ. Λίτινα, Γιαννακόπουλο) κατηγορώντας τους ως «αριστερά» ή «κομμουνιστικά στοιχεία» και μάλλον συνέβαλε στη δολοφονία, τη φυλάκιση ή και την εκτέλεση από τους κατακτητές αρκετών από αυτούς.
Στον «προδοτικό ΕΔΕΣ» Αθήνας ηγετική θέση είχαν οι απελευθερωθέντες συνταγματάρχες Παπαθανασόπουλος και Παπαγεωργίου, ο πρώτος από τους οποίους μάλιστα θα αναλάβει την ηγεσία του Τάγματος Ασφαλείας στην Εύβοια, ενώ ο δεύτερος θα οριστεί από τον Ράλλη αρχηγός της πυροσβεστικής. Συμπαραστάτες τους στη δημιουργία των Ταγμάτων Ασφαλείας και στη μάχη εναντίον του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ ήταν οι Γονατάς και Βουλπιώτης.
Η προσπάθεια δυναμικής αντιμετώπισης της «κομμουνιστικής απειλής», στην οποία συμμετείχε με όλες του τις δυνάμεις ο Βουλπιώτης, αποτελούσε και το κυριότερο ίσως σημείο σύγκλησης των πολεμικών αντιπάλων, των βασιλικών και των δημοκρατικών/βενιζελικών. Αν και στην ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας έπαιξαν βασικό ρόλο βενιζελικοί παράγοντες (Γονατάς, Πάγκαλος, Βουλπιώτης κ.ά.), στη στελέχωση και τη δράση τους συμμετείχαν και αρκετοί βασιλόφρονες.
Η κατάληψη της εξουσίας και το πολιτειακό συνέχισε να απασχολεί μέχρι και την απελευθέρωση. Σύμφωνα, για παράδειγμα, με όσα αναφέρει μεταπολεμικά ο (τότε Γερμανός αξιωματικός) Ρ. Χάμπε (R. Hampe), ο Πάγκαλος προσπαθούσε μέχρι και τις τελευταίες ημέρες της Κατοχής να πείσει τους Γερμανούς να τον τοποθετήσουν στη θέση του Ράλλη, ώστε να προλάβει την πιθανή επιβολή του βασιλιά από τους Άγγλους κατά την απελευθέρωση. Ο ίδιος ο Πάγκαλος επιβεβαιώνει την προσπάθειά του για ενίσχυση των Ταγμάτων Ασφαλείας και της προσπάθειας να τα πλαισιώσει με «δημοκρατικούς αξιωματικούς» ώστε να αποτρέψει την επιστροφή του βασιλιά.
Στο τέλος της Κατοχής η πολυποίκιλη δράση του Βουλπιώτη, ο οποίος φαίνεται ότι δεν κρατούσε πάντα ενήμερους τους Γερμανούς σχετικά με τις πράξεις του, είχε αρχίσει να προκαλεί κάποια καχυποψία και στις ίδιες τις αρχές Κατοχής. Μια γερμανική έκθεση (όπως την παραθέτει ο Ενεπεκίδης), σημειώνει για τον Βουλπιώτη: Υπήρξε «ένας των κυριωτέρων χρηματοδοτών και προαγωγών του κινήματος ΕΔΕΣ του Γονατά», «συνέβαλεν ουσιωδώς εις την κατάρτησιν των Ταγμάτων Ασφαλείας» (με «πλαστηρικούς» κατά τους Γερμανούς αξιωματικούς), αλλά παράλληλα αναμείχθηκε με δική του ευθύνη «σε όλα τα πολιτικά γεγονότα», συχνά «τυλίγοντας» γερμανικές υπηρεσίες για δικούς του σκοπούς. Ο Χάμπε από την πλευρά του δεν φαίνεται να αμφιβάλλει για τα φιλογερμανικά αισθήματα της «ζοφερής εξοχότητας» που λεγόταν Βουλπιώτης, συμφωνεί ότι ήταν ηγέτης της μιας εκ των δύο παρατάξεων του ΕΔΕΣ και πως χωρίς αυτόν ίσως οι Γερμανοί δεν δέχονταν να οπλίσουν τα Τάγματα Ασφαλείας, αλλά και ότι κατάφερε να χρησιμοποιήσει τις γερμανικές υπηρεσίες για τα δικά του σχέδια.
Όπως ήταν φυσικό, η εμπλοκή μελών του ΕΔΕΣ στην ίδρυση και στελέχωση των Ταγμάτων Ασφαλείας οδήγησε στην καταγγελία του ΕΔΕΣ από το ΕΑΜ. Όταν στις αρχές του 1944 συναντήθηκαν ηγετικά στελέχη των αντιστασιακών οργανώσεων προκειμένου να έρθουν σε συμφωνία (τη γνωστή συμφωνία της Πλάκας-Μυρόφυλλου), βασικό εμπόδιο ήταν το αίτημα του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ προς τον Ζέρβα να αποκηρύξει τους Γονατά, Βουλπιώτη, τον κατοχικό υπουργό Ταβουλάρη και τα Τάγματα Ασφαλείας συνολικά. Χαρακτηριστικό της κακής εικόνας που είχαν πλέον δημιουργήσει οι Βουλπιώτης, Γονατάς κ.ά. ήταν ότι ο Ζέρβας προέβη σε επίσημη δήλωση διαψεύδοντας πως αυτοί υπήρξαν ποτέ μέλη της οργάνωσης.
Ασφαλώς ο Βουλπιώτης δεν ήταν, όπως είδαμε, ξένος προς τον ΕΔΕΣ. Ωστόσο η ταύτισή του με τους κατακτητές, καθώς και με την υπόθεση των Ταγμάτων Ασφαλείας οδήγησαν στην πλήρη αποστασιοποίηση αρκετών στελεχών της οργάνωσης από το πρόσωπό του. Μεταπολεμικά δικάστηκε, τόσο για την υπόθεση της σύμβασης Telefunken όσο και για τη διάσπαση του ΕΔΕΣ καθώς και για καταδόσεις αντιστασιακών.
Ο ίδιος και οι υποστηρικτές του ισχυρίζονταν ότι τον «διέβαλαν οι κομμουνιστές» ή πως μπήκε στην οργάνωση καθυστερημένα, όταν αυτή είχε ήδη διασπαστεί, ότι δεν έφερε ευθύνη για την τύχη της αντιστασιακής πτέρυγας του αθηναϊκού ΕΔΕΣ και πως ό,τι έκανε το έκανε για να σώσει την πατρίδα.
Όπως πλήθος άλλων από όσους συνεργάστηκαν με τους κατακτητές, κατάφερε τελικά να απαλλαχθεί από τις κατηγορίες περί δοσιλογισμού, αν και αναγκάστηκε να εγκαταλείψει προσωρινά τη χώρα, για να επανέλθει ωστόσο δριμύτερος την επόμενη δεκαετία, όταν οι ελληνικές κυβερνήσεις θεώρησαν τις γερμανικές επαφές του χρήσιμες για την ανάκαμψη των διμερών εμπορικών σχέσεων (και κατά συνέπεια για την προσέλκυση γερμανικών κεφαλαίων). Το πρόσωπό του, που είχε τόσο συνδεθεί με τους κατακτητές, χρησιμοποιήθηκε μεταπολεμικά και ως πολιτικό όπλο: το ΕΑΜ και το ΚΚΕ που τον χρησιμοποιούσε ως απόδειξη της ενοχής του Ζέρβα ή και των Άγγλων (π.χ. Ριζοσπάστης 11.11.1945), ενώ το 1946 ο βουλευτής της Ηνωμένης Παράταξης Εθνικοφρόνων Κουλουμβάκης (ο οποίος κατά τα άλλα είχε ζητήσει να παύσει η δίωξη των δωσιλόγων) κατηγόρησε τον πρώην υπουργό των κυβερνήσεων Πλαστήρα και Σοφούλη Ι. Σοφιανόπουλο ότι συνδεόταν στενά με τον Βουλπιώτη και πως ίσως να τον προστάτευσε καθυστερώντας τη δίκη του (Εμπρός 22.12.1946).
Η Siemens συνάντησε επίσης σημαντικά προβλήματα με το τέλος του πολέμου. Εκτός από τις μεγάλες ζημιές που είχαν υποστεί οι εγκαταστάσεις της σε μεγάλο μέρος της Ευρώπης, είχε να αντιμετωπίσει και την έντονη κριτική, ακόμη και την ποινική δίωξη σε κάποιες περιπτώσεις στελεχών της, για τη στάση της κατά τη διάρκεια του πολέμου, κυρίως σε ό,τι αφορούσε την εκτεταμένη χρησιμοποίηση περίπου 80.000 καταναγκαστικά εργαζόμενων και τουλάχιστον 5.000 τροφίμων των στρατοπέδων συγκέντρωσης Άουσβιτς (Auschwitz), Ράφενσμπρουκ Φλόσενμπιργκ (Ravensbruck Flossenbürg), Μπούχενβαλντ (Buchenwald) και Γκρος-Ρόζεν (Gross-Rosen).
Ωστόσο η Siemens κατάφερε να ανακάμψει μέχρι τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του 1950, προβάλλοντας μια εικόνα κατατρεγμένης από το καθεστώς επιχείρησης που δεν είχε περιθώρια αντίστασης, και τονίζοντας ότι ήταν απαραίτητη για την ανάκαμψη της Δυτικής Γερμανίας, ειδικά μάλιστα σε μια περίοδο έντασης με την ΕΣΣΔ. Τα προβληματικά στοιχεία του παρελθόντος της επανήλθαν, τόσο τις δεκαετίες του 1960 και 1990, όταν η επιχείρηση αναγκάστηκε να προβεί σε αποζημιώσεις για τους Εβραίους και τους λοιπούς καταναγκαστικά εργαζόμενους, όσο και κατά τα πρώτα χρόνια της νέας χιλιετίας με τα σκάνδαλα δωροδοκίας.
Ωστόσο η γερμανική εταιρεία κατάφερε να αντεπεξέλθει στις απώλειες που είχε στους δύο παγκοσμίους πολέμους και στις αποκαλύψεις των σκανδάλων και να είναι σήμερα μια από τις κυρίαρχες παγκοσμίως επιχειρήσεις του κλάδου της. Ασφαλώς όμως τα κέρδη που αποκόμισε με τη χρήση των προβληματικών αυτών μεθόδων (δωροδοκίας και εκμετάλλευσης των κατακτημένων), καθώς και η μεταπολεμική αμερικανική βοήθεια στην ανόρθωση της Γερμανίας έπαιξαν τον ρόλο τους στην επιτυχία αυτή.
* Ο Βασίλης Γ. Μανουσάκης είναι ιστορικός, δρ Πολιτικών Επιστημών ΑΠΘ
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #14 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 28 Μαΐου 2017. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.
Αρχειακές Πηγές
Ιστορικό Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος – Αρχείο Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος
Γενικά Αρχεία του Κράτους – Αρχείο Ειδικού Δικαστηρίου Αθηνών
Αρχείο Μπενάκη – Αρχείο Ελευθερίου Βενιζέλου
ΕΛΙΑ – Αρχείο Αλέξανδρου Διομήδη
National Archives and Records Administration – OMGUS Finance Division Records Regarding Investigations and Interrogations, 1945-1949
Εφημερίδες «Εμπρός» 1946, «Ριζοσπάστης» 1945, «Φύλλα Εφημερίδας της Κυβερνήσεως» 1937-1942
Βιβλιογραφία
Jonathan S. Wiesen (2001): West German Industry and the Challenge of the Nazi Past, 1945-1955, University of North Carolina Press
Roland Hampe (1994 [1955]): Η διάσωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944, μετάφραση Έμη Βαϊκούση, εκδ. Πορεία
Χάγκεν Φλάισερ (1995): Στέμμα και σβάστικα. Η Ελλάδα της Κατοχής και της Αντίστασης, 1941-1944, τόμος 2, Παπαζήσης
Κομνηνός Πυρομάγλου (1978): Ο Δούρειος Ίππος. Η Εθνική και Πολιτική Κρίσις κατά την Κατοχή, εκδ. «Δωδώνη».
Γενικό Επιτελείο Στρατού/Διεύθυνση Ιστορίας Στρατού (1998): Αρχεία Εθνικής Αντίστασης (1941-1944), τόμος 2ος «Αντάρτικες Οργανώσεις ΕΟΕΑ-ΕΔΕΣ», εκδ. Διεύθυνσης Ιστορίας Στρατού
Δημοσθένης Κούκουνας (2012): Η ελληνική οικονομία κατά την Κατοχή και η αλήθεια για τα κατοχικά δάνεια, εκδ. Ερωδιός.
Πολυχρόνης Κ. Ενεπεκίδης (1964): Η ελληνική αντίστασις 1941-1944. Όπως αποκαλύπτεται από τα μυστικά αρχεία της Βέρμαχτ εις την Ελλάδα. Μια νεοελληνική τραγωδία. Βιβλιοπωλείον της «Εστίας».
Χ. Φλάισερ – Ν. Σβορώνος (1990): Ελλάδα 1936-1944. Δικτατορία – Κατοχή – Αντίσταση, Πρακτικά Α΄ Διεθνούς Συνεδρίου Σύγχρονης Ιστορίας, Μορφωτικό Ινστιτούτο ΑΤΕ
Θησεύς Θ. Πάγκαλος (1974): Αρχείον Θεοδώρου Παγκάλου, τόμος δεύτερος 1925-1952, εκδ. Κέδρος.
Μαρία Δημητριάδου-Λουμάκη (2010): Η γερμανική οικονομική και πολιτική διείσδυση στην Ελλάδα τη δεκαετία 1920-1930, ανέκδοτη διδακτορική διατριβή, Πάντειο Πανεπιστήμιο















