HotDoc.History: Λαϊκή εξαθλίωση και ευμάρεια της αθηναϊκής ελίτ στις αρχές του Εμφυλίου
Αφορολόγητοι πλούσιοι και πισσόχαρτα.

Η υφαρπαγή των εφοδίων της UNRRA είχε τέτοια έκταση που θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τροφοδότησε την αναπαλαίωση του κοινωνικού ιστού στην πρωτεύουσα. Στις τεχνητές ελλείψεις, την επιδίωξη αθέμιτου κέρδους προστίθεντο σκάνδαλα υπεξαίρεσης πρώτων υλών και τροφίμων και η μεροληπτική διανομή
Μανώλης Μαθιουδάκης
Το ζήτημα της επιβίωσης στην Αθήνα κατά την πρώτη μεταπολεμική εποχή και τα κοινωνικά του συμφραζόμενα –η αγωνία για την εξασφάλιση τροφής, στέγης
και εργασίας, η βία, ο φόβος, η ανασφάλεια, η χειραγώγηση, η προπαγάνδα, η κατάσταση της σωματικής και ψυχικής υγείας των ανθρώπων, οι συλλογικότητες, οι ατομικές πρακτικές και άλλα πολλά– βιώνεται στην Αθήνα ως το καθοριστικότερο στοιχείο συνολικού προσδιορισμού του κοινωνικού σώματος. Δεν επρόκειτο για ένα δευτερεύον θέμα κοινωνικού ενδιαφέροντος που παρεισφρέει ανάμεσα στις διαιρέσεις και τις συγκρούσεις της εποχής, αλλά για
ένα θέμα που τις διαμορφώνει, τις διογκώνει και τις εκτραχύνει.
Η UNRRA και οι μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις
Στο διάστημα 1945 έως 1947, η μόνη σημαντική βοήθεια για τον πληθυσμό προερχόταν από τον διεθνή οργανισμό της UNRRA(1) η οποία στην πραγματικότητα χρηματοδοτούνταν κατά 73% από αμερικανικά κεφάλαια και αφορούσε τρόφιμα, πρώτες ύλες, καύσιμα, μέσα μεταφορών και χρηματικό κεφάλαιο. Η σχετική συμφωνία που είχε υπογραφεί τον Μάρτιο του 1945, ανάμεσα σε άλλα, προέβλεπε ότι το ελληνικό κράτος είχε την αποκλειστική ευθύνη για τη διανομή και χρήση των εφοδίων που λαμβάνονταν δωρεάν από την υπηρεσία. Το γεγονός αυτό αποτέλεσε την καθοριστικότερη παράμετρο για την αποτελεσματικότητα της χρήσης της ξένης βοήθειας.
Τα αγαθά της υπηρεσίας θα παρέχονταν δωρεάν στους απόρους και επί πληρωμή στους πιο ευκατάστατους, ενώ στο κράτος θα κατέληγαν τα έσοδα από την πώληση των αγαθών. Η πρακτική του διεθνούς οργανισμού να θέσει αυτή την τεράστια βοήθεια στη διάθεση των κρατικών αρχών, δίνοντας τη διακριτική ευχέρεια στις μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις να ρυθμίσουν τη διανομή των εφοδίων κατά το δοκούν, δεν εφαρμόστηκε μόνο στην Ελλάδα. Και άλλες χώρες της Ευρώπης, όπως η Τσεχοσλοβακία,(2) η Γιουγκοσλαβία, η Πολωνία, έτυχαν παρόμοιας βοήθειας. Τα δύο τελευταία κράτη στις συμφωνίες που υπέγραψαν διατήρησαν το δικαίωμα να ρυθμίζουν οι κρατικές αρχές και όχι οι ξένες αποστολές τη διανομή της βοήθειας.(3)
Η αυστηρή προϋπόθεση που έμπαινε ήταν ότι κανενός είδος διακρίσεις, πολιτικές ή άλλες δεν έπρεπε να ισχύσουν στη διανομή των αγαθών.(4) Στις επικρίσεις μάλιστα που είχε δεχτεί ο γενικός διευθυντής της UNRRA Φιορέλο Λα Γκουάρντια (Fiorello La Guardia) για την ενίσχυση της Αλβανίας με βοήθεια το καλοκαίρι του 1946, απαντούσε ότι δεν θα καταδικαστεί σε πείνα ένας λαός επειδή δεν αρέσει σε κάποιους η κυβέρνησή του και ότι η UNRRA «προμηθεύει στους λαούς τρόφιμα και όχι κυβερνήσεις».(5)

Οι βιτρίνες των κεντρικών αθηναϊκών καταστημάτων έδιναν μια παραπλανητική αίσθηση για το γενικό επίπεδο διαβίωσης. (Pathe)
Στην Ελλάδα η επίγνωση της ζωτικής σημασίας που είχε η ξένη βοήθεια δεν αμφισβητήθηκε από την Αριστερά.(6) Όμως πραγματικά τεράστια υπήρξε η διαστρέβλωση του νοήματος της ξένης συνδρομής από την εγχώρια αστική τάξη, που όξυνε αντί να αμβλύνει τα κοινωνικά χάσματα. Το πρώτο μεγάλο κοινωνικό αλλά και πολιτικό διακύβευμα που τέθηκε με βίαιο τρόπο στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο ήταν αν θα μπορούσε να διατηρηθεί η κοινωνική ηγεμονία και οι πρακτικές μιας νέας αστικής τάξης της κατοχικής περιόδου και μεταπολεμικά, όταν δηλαδή το εξουσιαστικό status quo πέρασε από τον ξένο κατακτητή και τον κάθε μορφής δωσιλογισμό στις εγχώριες κυβερνήσεις. Οι αθηναϊκές εφημερίδες παρουσιάζουν στις αρχές του 1946, σε πλήθος
καταγγελιών, τη χρήση της ξένης βοήθειας από την αστική τάξη της χώρας.
«Τον ελληνικό λαό τον στέλνουν από τον Άννα στον Καϊάφα ενώ η συμμαχική βοήθεια που θα μπορούσε να γιατρέψει κάμποσες πληγές είτε μένει αχρησιμοποίητη προς όφελος των βιομηχάνων που διατηρούν το μονοπώλιο της εσωτερικής αγοράς, είτε διαρρέει στη μαύρη (αγορά) προς όφελος λίγων κερδοσκόπων…».(7) Η έκταση της υφαρπαγής των εφοδίων της UNRRA ήταν τέτοια(8) που θα μπορούσε να πει κάποιος ότι τροφοδότησε την αναπαλαίωση του κοινωνικού ιστού στην Αθήνα. Οι τεχνητές ελλείψεις αλλά και η διαρκής επιδίωξη του μέγιστου και παντελώς αθέμιτου κέρδους,(9) διόγκωναν τις παθογένειες της εσωτερικής αγοράς. Σε αυτά προστίθεντο τα ηχηρά σκάνδαλα διάθεσης και υπεξαίρεσης πρώτων υλών, οι κλοπές και η σπατάλη στα τρόφιμα, τον ιματισμό(10) και στα εφόδια της UNRRA.(11) Δεν επρόκειτο για έναν καταγγελτικό λόγο στα πλαίσια της ακραίας πολιτικής πόλωσης αλλά για μια ανεξέλεγκτη πραγματικότητα.
Εκτός από την Αριστερά, πολιτικοί του Κέντρου, οι Βρετανοί, η ίδια η UNRRA και αρκετοί Αμερικανοί εξέφραζαν τις ίδιες κατηγορίες ενάντια στις μεταδεκεμβριανές κυβερνήσεις και την εγχώρια αστική τάξη.(12) Το ζήτημα των αντιδράσεων που εκφράζονταν στις πρακτικές της διανομής και τις μεροληψίες που είχαν να κάνουν τόσο με τις ποσότητες των αγαθών που έφταναν στα κράτη-μέλη της UNRRA όσο και με τις πολιτικές μεροληψίες της διανομής τους στο εσωτερικό των κρατών, απασχολούσαν και τον ίδιο τον διεθνή οργανισμό.
Αντιδράσεις υπήρχαν ως προς τους όρους διανομής στην Κίνα αλλά και τη Γιουγκοσλαβία, ενώ ειδικά για το θέμα της πολιτικής χρήσης των εφοδίων της UNRRA από τις κυβερνήσεις απασχολούσαν οι διακρίσεις που γίνονταν ειδικά στην Ελλάδα. Ιδιαίτερα επικριτικά για την ελληνική κυβέρνηση ήταν τα δημοσιεύματα στον διεθνή Τύπο και προβλημάτιζαν τα ηγετικά κλιμάκια του οργανισμού. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του άρθρου του «Manchester Guardian Weekly» το 1946, το οποίο αναφερόταν σε σοβαρές διακρίσεις και παραποίηση του σκοπού της βοήθειας και της σχετικής συμφωνίας από την ελληνική κυβέρνηση.(13) Παρόλα αυτά πάντως η ροή της ξένης βοήθειας στην Ελλάδα συνεχίστηκε αμείωτη και χωρίς ιδιαίτερους ελέγχους και παρεμβάσεις, για να αυξηθεί εντυπωσιακά αργότερα από τους Αμερικανούς.
Κοινωνική πόλωση
Οι εξελίξεις αυτές αποτυπώθηκαν άμεσα στην κοινωνία της πρωτεύουσας. Η επικράτηση της νέας αστικής τάξης, που είχε ξεκινήσει με την απομάκρυνση Βαρβαρέσου(14) (01.09.1945) και την αποτυχία παραγωγικής πνοής στις αστικές δραστηριότητες, σφραγίστηκε με τις εκλογές του 1946 και το δόγμα της ενίσχυσης της «ατομικής πρωτοβουλίας»(15) της κυβέρνησης Τσαλδάρη, ενώ επικυρώθηκε πανηγυρικά η διαιώνιση των προνομίων της που παρουσιάζονται ατράνταχτα αν όχι και ενισχυμένα από τις δονήσεις του Εμφυλίου. Η καταναλωτική ευμάρεια της αθηναϊκής ελίτ που ήταν πρόδηλη και προκλητική,(16) ελάχιστα επηρεάστηκε από την έναρξη του Εμφυλίου.
Η τάξη των «αφορολόγητων πλουσίων»,(17) μπορούσε να απολαμβάνει όλες τις ανέσεις και την πολυτέλεια ενός μεγάλου ευρωπαϊκού μητροπολιτικού κέντρου. Μνημειώδεις ήταν οι συναθροίσεις στις βίλες της Κηφισιάς με χαρτοπαιξία, πολυτελή εδέσματα και γλέντια μέχρι πρωίας, η πολυτέλεια της διαβίωσης των Άγγλων στο Κεφαλάρι, σε μια εποχή που οι κηπουπόλεις των βορείων προαστίων έμοιαζαν με προέκταση του Κολωνακίου.(18) Εκεί στα βόρεια προάστια αλλά και στις πολυτελείς γειτονιές του κέντρου, η ξένη δύναμη της Αθήνας ενοποιούνταν με την ανώτερη αστική τάξη, παράγοντας μία ιδιόμορφη κοινωνική συμμαχία που χαρακτηριζόταν από κοινές συνήθειες, κοινά συμφέροντα, κοινές επιδιώξεις. Επρόκειτο για μία ενδιαφέρουσα ιδεολογική
μετατόπιση που μετά την Απελευθέρωση απενοχοποιούσε τη συνεργασία και τον συναγελασμό με την ξένη παρουσία στην Αθήνα, την οποία η Αριστερά δεν παρέλειπε να καταγγέλλει ως νέα Κατοχή. Τα ελαφριά χρονογραφήματα της εποχής αποκάλυπταν όμως και κάποιες πτυχές αυτής της συνύπαρξης όχι και τόσο αυτονόητες για την ελληνική κοινωνία.

Οι τεχνητές ελλείψεις αγαθών που παρατηρούνταν στην Αθήνα το 1946 έδωσαν τη θέση τους στη δραματική υποκατανάλωση στην αγορά και θέριεψαν τον μαυραγοριτισμό. (Nat Farbman)
Η αριστοκρατική καταγωγή και οι τίτλοι ευγενείας που ακολουθούσαν τους Άγγλους αξιωματούχους στην Αθήνα προσέδιδαν ένα κύρος και μία ανωτερότητα που ήταν αδύνατο να γεφυρωθεί από την εγχώρια ηγετική τάξη όσο μεγάλη κι αν ήταν η οικονομική της επιφάνεια. Σε κάθε περίπτωση πάντως η κοινωνική συναναστροφή με τους ξένους προσέδιδε στην αντίληψη της ντόπιας ολιγαρχίας αναμφισβήτητο κοινωνικό κύρος.(19) Η αντίληψη αυτή αποτελούσε συχνά για τις Αθηναίες των «καλών» οικογενειών, που παντρεύονταν Άγγλους στρατιώτες, μία φενάκη και όταν προσγειώνονταν στο Λονδίνο, είχαν να αντιμετωπίσουν μια πραγματικότητα πολύ διαφορετική από αυτή που φαντασιακά είχαν πλάσει για την πάλαι ποτέ «Κραταιά Αυτοκρατορία».(20) Στις λαϊκές συνοικίες και στις φτωχογειτονιές κοντά στο Κέντρο τα πράγματα ήταν εντελώς διαφορετικά. Η αληθινή Αθήνα δεν είχε καμία σχέση με την παραπλανητική, ως έξωθεν μαρτυρία, λαμπερή εικόνα των βιτρινών του Κέντρου, των σαλονιών του Κολωνακίου και των πολυτελών κέντρων διασκέδασης.
Το κοινωνικό περιβάλλον για τη συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού της πρωτεύουσας ήταν ασφυκτικό.(21) Η ανέχεια, η καθημερινή αγωνία για την εξασφάλιση των αναγκαίων, οι ατελείωτες ουρές για την προμήθεια των τροφίμων του δελτίου για όσους μπορούσαν να πληρώσουν το αντίτιμο, οι άθλιες συνθήκες στις τρώγλες και το άγχος της στέγασης, οι αρρώστιες και η αδυναμία εργασίας, ο φόβος, οι διακοπές στο ρεύμα, όπου υπήρχε, και στο νερό, η ανεπάρκεια των συγκοινωνιών, δεν ήταν καταστάσεις που έπλητταν τους άνεργους, τους άστεγους ή μόνο μία μικρή κοινωνική ομάδα του περιθωρίου. Στις αρχές του 1946 ακόμα και όσοι εργάζονταν αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας, σε μία Αθήνα που συνέχιζε να είναι το διοικητικό κέντρο διανομής της ομολογουμένως μεγάλης ξένης βοήθειας για την ανακούφιση του πληθυσμού. Ο αποκλεισμός εξάλλου που επέβαλε το κράτος στους επαγγελματίες από τις πρώτες ύλες της UNRRA και οι εξαιρετικά υψηλές τιμές οδηγούσαν στη βίαιη προλεταριοποίηση και αυτών των στρωμάτων. Αντίθετα ο προσεταιρισμός του κράτους, η επιρροή στη διανομή και μεταποίηση των υλικών της ξένης βοήθειας και ο κάθε μορφής μαυραγοριτισμός αποτελούσαν τη βασική αφετηρία προσπορισμού οικονομικής δύναμης.(22)
Το 1946, οι τεχνητές ελλείψεις αγαθών που παρατηρούνταν στην Αθήνα την προηγούμενη χρονιά έδωσαν τη θέση τους στη δραματική υποκατανάλωση στην αγορά, λόγω της ακρίβειας και της ανεπάρκειας των οικονομικών πόρων των κατοίκων. Εν μέσω μίας πρωτοφανούς τρομοκρατίας, στις αρχές του 1946 ξέσπασε ένα τεράστιο απεργιακό κύμα, που μετουσίωσε την αδυναμία επιβίωσης σε κοινωνική διαμαρτυρία και συμπεριέλαβε σχεδόν όλους τους αστικούς παραγωγικούς τομείς και ολόκληρη τη χώρα. Οι κομμουνιστές κατηγορούνταν από τις δεξιές εφημερίδες ότι εκμεταλλεύονται πολιτικά τη φτώχεια και τη δυστυχία στην Αθήνα και σε αυτό συνηγορούσαν και οι αγγλικές ανταποκρίσεις στην πρωτεύουσα που υπενθύμιζαν εμφατικά ότι «από οικονομικής απόψεως η Ελλάς θα καταρρεύσει άνευ της βοηθείας της Ούνρα και πολιτικώς άνευ της υποστηρίξεως της Μεγάλης Βρετανίας».(23)
Την ίδια στιγμή καταγγελλόταν ότι μία οικογένεια χρειαζόταν, για φαγητό μόνο, 400.000 δρχ. τον μήνα, όταν οι μισθοί κυμαίνονταν στις 40 με 60.000 δρχ.(24) Στις 31.01.1946 σε μία προσπάθεια εκτόνωσης της κοινωνικής έντασης η κυβέρνηση Σοφούλη δεκαπλασίασε σχεδόν όλους τους μισθούς. Παρά το γεγονός αυτό, οι νέοι μισθοί είχαν ήδη εξανεμιστεί από τον πληθωρισμό και αποτελούσαν μόνο το 54% του μισθολογίου Βαρβαρέσου, που ίσχυε τον Ιούνιο του 1945.(25) Η εξαθλίωση δημοσίων υπαλλήλων και εργατών έπαιρνε μεγάλες διαστάσεις έως τα τέλη του 1946 και οι απολύσεις αυξάνονταν. Οι μισθοί τους δεν εξασφάλιζαν ούτε τα στοιχειώδη για τη διατροφή τους (πίνακες 1 και 2). Ταυτόχρονα, το φθινόπωρο του 1946 για την ενοικίαση ενός σπιτιού απαιτούνταν η προκαταβολή ενοικίων ενός ή δύο ετών. Για την ενοικίαση ενός μόνο δωματίου απαιτούνταν 10-15 λίρες, δηλαδή δύο εκατομμύρια δρχ. Για ένα σπίτι δύο δωματίων και κουζίνα το ποσό ανέβαινε στις 20 με 30 λίρες και ανάλογη αύξηση υπήρχε για περισσότερα δωμάτια. Σε αυτά τα ποσά δεν περιλαμβανόταν το κόστος των επίπλων και του εξοπλισμού. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι ένα πιάτο κόστιζε από 5.000 δρχ. έως 12.000 δρχ. και ένα φλιτζάνι του καφέ 2 έως 3.000 δρχ. ενώ ένα στοιχειώδες σαλονάκι 1.200.000 δρχ.(26)
Πίνακας 1: Τιμές των προϊόντων (δραχμές ανά οκά)

Πίνακας 2: Οι μισθοί των δημοσίων υπαλλήλων* (σε δρχ.)

[Πηγή: «Ελεύθερη Ελλάδα» 14.11.1946]

[Πηγή: «Ελεύθερη Ελλάδα» 14.11.1946]
[* Αν ληφθούν υπόψη τα διάφορα επιδόματα και οι παροχές σε ιματισμό, τρόφιμα κ.ά., οι τελικοί μισθοί του Νοεμβρίου του 1946 στην καλύτερη περίπτωση διπλασιάζονταν. Δηλαδή σε προπολεμικές δραχμές αντιστοιχούσαν σε ποσά από 900 δρχ. έως 2.000 δρχ. για τον διευθυντή α΄. Υπολείπονταν δηλαδή κατά πολύ των μισθών της προπολεμικής εποχής, παρά τις αυξημένες ανάγκες που είχαν δημιουργήσει οι δύσκολες συνθήκες διαβίωσης στην Αθήνα.]
Η λύση είχε μάλλον βρεθεί για την Αθήνα, όταν στις αρχές Απριλίου του 1946 η κυβέρνηση απαγόρευσε να εκτίθενται στις βιτρίνες των αθηναϊκών καταστημάτων τα γλυκίσματα και τα εκλεκτά τρόφιμα.(27) Η είδηση που αναπαράγεται στις αθηναϊκές εφημερίδες, όσο απίστευτη κι αν φαίνεται, πάντως πρόδιδε την αντίληψη των ιθυνόντων για τη γεφύρωση των κοινωνικών χασμάτων. Η εφημερίδα του Κέντρου «Ελευθερία» έγραφε με μεγάλη δόση ειρωνείας: «Με βαθύτατην ικανοποίησιν θα πληροφορηθεί ο ελληνικός λαός την σοφήν απόφασιν του Υπουργείου Εφοδιασμού διά της οποίας καταργούνται αι προθήκαι… Ως γνωστόν ο υποσιτισμός του λαού, το χαμηλόν αγοραστικόν επίπεδόν του και η δυστυχία του οφείλονται εις τας προθήκας, αι οποίαι καλλιεργούν την λιχουδιάν…».(28)
Η γιορτή των Χριστουγέννων του 1946 αποκάλυπτε με τον πιο εύγλωττο τρόπο τους δύο «κόσμους» που συμβίωναν στις αρχές του Εμφυλίου στο αστικό πλέγμα της πόλης. Χαρά και διασκέδαση για τα νέα αστικά στρώματα, αγώνας επιβίωσης και φτώχεια για τους πολλούς. Το βαρόμετρο της αθηναϊκής αγοράς των Χριστουγέννων του 1946 επιβεβαίωνε τα κοινωνικά δεδομένα.(29) Παρά την πληθώρα των αγαθών, οι τιμές ήταν απαγορευτικές για τους εργαζομένους. Ένας εργαζόμενος που αμειβόταν με 5.000-5.500 δρχ. την ημέρα έπρεπε να ξοδέψει όλο το βδομαδιάτικο για το φαγητό μίας ημέρας. Οι έμποροι διαμαρτύρονταν γιατί ακόμα και την παραμονή των Χριστουγέννων δεν σημειώθηκε αύξηση του αγοραστικού κοινού. Το ίδιο «γιορτινό» βράδυ ένας αστός, ευνοούμενος του κράτους ή ένας ξένος στην Αθήνα, θα ξόδευε 300.000 έως 500.000 δρχ. μόνο για τη διασκέδασή του σε κάποιο πολυτελές κέντρο.
Η εφημερίδα «Η Βραδυνή» αφού διαπίστωνε κι αυτή στις αρχές του 1947 τις εξαιρετικά υψηλές τιμές που επικρατούσαν στην αγορά της Αθήνας, σε μία πραγματικά πρωτότυπη ερμηνεία που ενοχοποιούσε την εξαθλίωση, τις απέδιδε στην παρουσία χιλιάδων προσφύγων, άνεργων ή με «παρασιτική εργασία» στα αστικά κέντρα που, ιδίως στην Αθήνα, «άθελά τους συντελούσαν στη διατήρηση των υψηλών τιμών», και οι περισσότεροι «είναι εντελώς άστεγοι ή στεγάζονται πρόχειρα, γυρίζουν όλοι χωρίς δουλειά, ντυμένοι στο πένθος και βουτηγμένοι στην απογοήτευση».(30) Η πρωτεύουσα συνολικά αποτέλεσε το χωρικό στοιχείο και ένα πυκνό περιβάλλον φιλοξενίας των ανισοτήτων αυτών.
Πολλοί παράγοντες συμβάλλουν στην κατανόηση των αντιξοοτήτων που αντιμετωπίζει ένα κοινωνικό σώμα και μάλιστα πολλοί από αυτούς δεν είναι καν μετρήσιμοι σε απόλυτα μεγέθη, όπως τα ανθρώπινα συναισθήματα και το ψυχολογικό κλίμα μίας εποχής. Η κατάσταση στις λαϊκές και εργατικές συνοικίες της Αθήνας επιβεβαίωνε τα αδιέξοδα και έδινε ένα ιδιαίτερο νόημα στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης των λαϊκών στρωμάτων της πόλης.
Λαϊκή προαστιοποίηση και κοινωνικός αποκλεισμός
«Η ζωή εδώ δε βαστιέται» δήλωνε μια ηλικιωμένη κάτοικος της Καλογρέζας στους δημοσιογράφους της «Ελεύθερης Ελλάδας» στο οδοιπορικό τους στους συνοικισμούς στα μέσα του 1946. Αυτή μάλιστα δεν ήταν η σκληρότερη δήλωση με την οποία ήρθαν αντιμέτωποι οι δημοσιογράφοι στις φτωχογειτονιές της Αθήνας. Ένα μικρό κορίτσι της Καλογρέζας, ορφανό και άρρωστο από φυματίωση, έβαζε τους όρους της ζωής αλλά και του θανάτου σε αυτές τις γειτονιές: «Το ξέρω ότι θα πεθάνω» έλεγε, «αλλά να ’φευγα, να ’φευγα μόνο από δω. Να μην κολλήσει το θανατικό και τον αδερφό μου…».(31)

Στην αθηναϊκή «περιφέρεια» κυριαρχούσαν οι παράγκες με τα πισσόχαρτα. Η
φωτογραφία είναι πιθανότατα μεταγενέστερη του Εμφυλίου και προέρχεται από
το Δουργούτι
Η συγκεκριμένη έρευνα της εφημερίδας(32) έφερε στο προσκήνιο κάποιες σταθερές που χαρακτήριζαν την προσφυγική και λαϊκή προαστιοποίηση της Αθήνας στα μέσα του 1946: στην Καισαριανή, στον Βύρωνα, στον Ασύρματο, στο Δρουγούτι (Ν. Κόσμο), στο Μπαρουτάδικο, στο Περιστέρι, στην Καλογρέζα, στους Ποδαράδες και αλλού τα μεγαλύτερα προβλήματα ήταν το στεγαστικό, η εκτεταμένη ανεργία, ο ακραίος υποσιτισμός, οι αρρώστιες που θέριζαν, οι εντελώς ακατάλληλες υγειονομικές συνθήκες και η δραματική ανεπάρκεια ζωτικών αστικών υποδομών, όπως το νερό και το ρεύμα. Όλα αυτά είχαν κοινό παρονομαστή την απόλυτη εγκατάλειψη από το κράτος. Οι άνθρωποι στοιβάζονταν σε χαλάσματα, έτρωγαν όλα τα μέλη της οικογένειας (άρρωστοι από φυματίωση και υγιείς) από το ίδιο πιάτο, κοιμούνταν στις ίδιες κουρελούδες, υπήρχαν –στην καλύτερη περίπτωση– κοινόχρηστες τουαλέτες, οι κάτοικοι ήταν συχνά σε πλήρη αδυναμία να αγοράσουν τα προϊόντα του δελτίου και ταυτόχρονα δεν μπορούσαν να ενταχτούν στις λίστες απορίας για δωρεάν διανομές.
Αυτή η κοινή μοίρα δεν είχε μόνο οικονομικές και κοινωνικές αναφορές. Κυρίως σε αυτές τις γειτονιές η πίστη στο ΕΑΜ και στο ΚΚΕ σήμαινε πίστη στους πολιτικούς φορείς που εξέφραζαν και μετά την Απελευθέρωση τις ελπίδες για βελτίωση της θέσης τους και δεν αμφισβητήθηκε στη νέα περίοδο, παρά τη σφοδρότητα της διαδικασίας απονομιμοποίησης της Αριστεράς, που σε κάποιον βαθμό είχε αρχίσει ήδη να αποδίδει μετά τα Δεκεμβριανά, και εντάθηκε έως τη γενίκευση του Εμφυλίου. Περισσότερο από ποτέ, στις αρχές του Εμφυλίου, το χωρικό στοιχείο της αστικότητας στην πρωτεύουσα παρήγαγε ή σχηματοποιούσε κοινωνικές αλλά και πολιτικές ταυτότητες.
«Πολίται α΄ ποιότητος»
Το δημοψήφισμα της 1ης Σεπτεμβρίου 1946 για την επιστροφή του βασιλιά κατέγραψε με χαρακτηριστική ακρίβεια το ρήγμα των προσφυγικών συνοικισμών της Αθήνας με το αστικό κέντρο. Η εφημερίδα «Εμπρός» διέβλεπε την «εξαίρεση» στον «κανόνα» των μοναρχικών αντιλήψεων στους προσφυγικούς συνοικισμούς της πόλης, τονίζοντας ότι δεν ήταν αναμενόμενο να ψηφίσουν έτσι
(υπέρ της αβασίλευτης δημοκρατίας) γειτονιές που είχαν δώσει δείγματα της «εθνικής τους πίστης» στην Κατοχή, αλλά είχαν διαμορφώσει από τις κακουχίες και την πείνα «ιδιαίτερη ψυχολογία». Μάλιστα εξέφραζε την ελπίδα ότι «οι πρόσφυγες που παραπλανήθηκαν θα είναι οι πρώτοι που θα αποδείξουν ότι η κομμουνιστική παρέκκλισις ήτο ένα επεισόδιον και ένα κακόν όνειρον».(33) Στο επόμενο φύλλο μάλιστα, της 4ης Σεπτεμβρίου 1946, η εφημερίδα γινόταν πιο σαφής: «Οι πολίται α΄ ποιότητος των συνοικισμών δεν εψήφισαν την αβασίλευτον». Αντίθετα έπραξαν «οι αξιαγάπητοι πρόσφυγες των συνοικισμών… ο Θεός να μας συγχωρήσει, δεν τους θεωρούμε ανώτερους από τους άλλους Αθηναίους».
Πολύ σκληρότερη ρητορική, διανθισμένη με ευθείες απειλές για τους πρόσφυγες, διατύπωναν άλλα έντυπα όπως το «Ελληνικόν Αίμα» και το «Ελληνικόν Μέλλον» που θεωρούσε ζωτικής σημασίας για την ύπαρξη της πόλης την απαλλαγή από «το επικίνδυνο αυτό βραχυκύκλωμα των αναρχικών των τριγύρω συνοικισμών» .(34) Η πτυχή αυτή της κοινωνικής πόλωσης στην Αθήνα είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Η αναγωγή της κοινωνικού-ταξικού περιεχομένου πόλωσης, σε ψευδεπίγραφα δίπολα του τύπου «Έλληνας» – «Πρόσφυγας», παρόλο που φαντάζει αναχρονιστική στα μέσα της δεκαετίας του 1940, αναφύεται με σαφήνεια από τους ακραίους μοναρχικούς, προκειμένου να εξυπηρετήσει την επιχειρηματολογία τους.
Πρόκειται για ένα μεγάλης εμβέλειας θέμα, στο οποίο ο πολιτικός παράγοντας υπεισέρχεται ως καθοριστικός, και γίνεται η αφορμή για την ανάδυση μιας βαθύτατης κοινωνικής διαίρεσης του παρελθόντος που για τους μοναρχικούς κύκλους φαίνεται ότι δεν έχει πάψει να υπάρχει ακόμα το 1946 ή τουλάχιστο εφευρίσκεται και επιστρατεύεται ως «εθνολογικού περιεχομένου» επιχείρημα, δηλαδή επικαιροποιημένο και ενδεδυμένο με τις νοηματοδοτήσεις του «εθνικόφρονος» στρατοπέδου της εποχής του Εμφυλίου. Οι παρατάξεις οχυρώνονται πολιτικά, ιδεολογικά και κυρίως κοινωνικά στον χώρο.
Τον χρησιμοποιούν σαν εφαλτήριο της ρητορικής τους.(35) Η Αριστερά δεν επέτρεπε να μένουν αναπάντητες οι διαιρέσεις που προκλητικά αναβίωναν οι μοναρχικοί, σε μία σύγκρουση που δεν άφηνε τίποτα εκτός, ούτε τα λαμπερά σαλόνια ούτε τις παράγκες με τα πισσόχαρτα και τα ερείπια των σπιτιών: «…Όσον αφορά δε τους κατοίκους των πόλεων, αυτοί δεν έχουν κανένα διακριτικό κατοικίας στη συνεισφορά τους προς το Έθνος.
Αν τώρα συμβαίνει οι πλουσιότεροι απ’ αυτούς και οι πιο άτονοι στα εθνικά τους αισθήματα […] σήμερα να κατοικούν στο κέντρο και όχι στις συνοικίες ή τους συνοικισμούς, αν συμβαίνει ώστε η προσφυγική παράγκα και το πισσόχαρτο να έγιναν προμαχώνας του έθνους, τα δε μέγαρα του Κολωνακίου, σαλόνια δεξιώσεως των Γερμανών και των Ιταλών, αυτό δεν αποδεικνύει παρά ότι οι ψήφοι που έπεσαν στη Δημοκρατία, είναι ψήφοι εθνικοί…».(36) Ο Εμφύλιος και η επικράτηση της τρομοκρατίας και στην Αθήνα δρούσαν πλέον καταλυτικά στον κοινωνικό ιστό.
Η γενίκευση της επίθεσης του κράτους τον Ιούλιο του 1947(37) απέκλεισε οριστικά οποιαδήποτε προσπάθεια συνεννόησης ανάμεσα στις δύο παρατάξεις. Η θεσμοθέτηση της βίας, με βασικό πεδίο εφαρμογής την αποβολή με κάθε τρόπο της Αριστεράς, άλλαξε καθοριστικά τα κοινωνικά δεδομένα στην Αθήνα. Οι κερδοσκόποι αυξήθηκαν(38) και οι πρακτικές τους πλήρως νομιμοποιημένες και απαλλαγμένες από ενοχλητικούς ελέγχους προσέφεραν νέα πεδία πλουτισμού. Το βασικό χαρακτηριστικό της καθημερινότητας ήταν ο φόβος. Η επιβίωση στην Αθήνα γινόταν δυσκολότερη από ποτέ. Η πλειονότητα των κατοίκων της μπήκε σε ένα καθεστώς παρανομίας.(39) Η επιδίωξη της κοινωνικής ευτυχίας θα περνούσε στο μέλλον μέσα από το «πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων».
* Ο Μανώλης Μαθιουδάκης είναι υποψήφιος διδάκτορας Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας Παντείου Πανεπιστημίου
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #45 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 19 Αυγούστου 2018. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.
Παραπομπές
(1) Η UNRRA συγκροτούνταν από 44 κράτη-μέλη, ανάμεσά τους και την Ελλάδα. Από αυτά, η Μ. Βρετανία, ο Καναδάς και οι ΗΠΑ κάλυπταν το 94% των λειτουργικών εξόδων της. Βλ. Τσιλάγα, Φ. (2012). Δράσεις και αντιδράσεις μεροληψίας: η αποστολή της UNRRA στην Ελλάδα, 1945-1947. Στο Βόγλης, Π., Τσιλάγα, Φ., Χανδρινός, Ι., & Χαραλαμπίδης, Μ. (Επιμ.). (2012). Η εποχή των ρήξεων. Η ελληνική κοινωνία στη δεκαετία του 1940. Θεσσαλονίκη, σ. 144 και 146.
(2) United Nations Relief and Rehabilitation Administration (1945), UNRRA Organization aims progress, Washington, D.C., σ. 20.
(3) Εμπρός, 12.01.1946.
(4) United Nations Relief and Rehabilitation Administration (1945), ό.π., σ. 21.
(5) Ελεύθερη Ελλάδα, 22.07.1946.
(6) Ελεύθερη Ελλάδα, 11.11.1946.
(7) Ριζοσπάστης, 13.01.1946.
(8) Βλ. την εξαντλητική ανάλυση στο Λυμπεράτος, Μ. (2006). Στα πρόθυρα του Εμφυλίου πολέμου. Από τα Δεκεμβριανά στις εκλογές του 1946. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 195-232 και 245-248.
(9) Ελεύθερη Ελλάδα, 29.09.1945 και 01.10.1945.
(10) Βλ. ενδεικτικά Ελεύθερη Ελλάδα, 23.05.1945 και 24.05.1946.
(11) Ελεύθερη Ελλάδα, 11.09.1945 και 29.09.1945.
(12) Αυγουστίδης, Α. (1999). Το Ελληνικό συνδικαλιστικό κίνημα κατά τη δεκαετία του ’40 και τα περιθώρια της πολιτικής. Αθήνα: Καστανιώτης σ. 269-270.
(13) «U.N.R.R.A.». (1946). Social Service Review Vol. 20, No. 3 (Sept., 1946), The University of Chicago Press, σσ. 415-417, Ανάκτηση Ιούνιος 20, 2018, από http://www.jstor.org/stable/30014953.
(14) Ο Βαρβαρέσος σε μία αποτίμηση του έργου του έγραφε το 1947: «Δεν δυσαρεστούμαι ποσώς ακόμη διά το μίσος της τάξεως των εκμεταλλευτών διότι θα εθεώρουν ως προσωπική προσβολήν και αναξιότητα την επιδοκιμασίαν ή έστω την ανοχήν ανθρώπων οι οποίοι είναι οι κυρίως υπεύθυνοι δια το σημερινόν (εν. το 1947) κατάντημα της χώρας». Νέα Οικονομία, Χρόνος Α΄, τ.7, Μάιος 1947, σσ. 339 -340.
(15) Το ΕΑΜ αντιδρούσε έντονα στην υπογραφή ειδικών συμβάσεων με εισαγωγείς, εμπόρους και τράπεζες που θα αναλάμβαναν την παραλαβή, φύλαξη και διαχείριση της διανομής των εφοδίων της UNNRA, καθώς και στην ανάθεση της βιομηχανοποίησης των πρώτων υλών στους βιομηχάνους χωρίς έλεγχο και έθετε τη διοίκηση της UNRRA στην Αθήνα προ των ευθυνών της για τη σκανδαλώδη διαστρέβλωση του νοήματος της ξένης αρωγής. Βλ. Ελεύθερη Ελλάδα, 18.05.1946.
(16) Porter, P. A. (2008). Ζητείται: Ένα θαύμα για την Ελλάδα. Ημερολόγιο ενός προεδρικού απεσταλμένου, 20 Ιανουαρίου – 27 Φεβρουαρίου 1947 (Β΄ εκδ.). (Μ. Ψαλιδόπουλος, Σ. Βρετός, επιμ., & Ν. Κιοσέογλου, μεταφρ.). Μεταμεσονύκτιες Εκδόσεις, Αθήνα, σ. 183-186.
(17) Πρόκειται για τον τίτλο κεφαλαίου της έκθεσης της Βρετανικής Κοινοβουλευτικής Αντιπροσωπείας που είχε έρθει στην Ελλάδα τον Αύγουστο του 1946. Σε αυτή την αθηναϊκή ελίτ συγκαταλέγονταν και πολλοί από τους ηγετικούς πολιτικούς. Βλ. Σταθάκης, Γ. (2004). Το Δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ. Η ιστορία της αμερικανικής βοήθειας στην Ελλάδα. Αθήνα: Βιβλιόραμα, σ. 150, υποσημ. 44.
(18) Ελεύθερη Ελλάδα, 27.07.1946.
(19) Ελεύθερη Ελλάδα, 02.07.1946.
(20) Ελεύθερη Ελλάδα, 07.09.1946.
(21) Καιροφύλας, Γ. (1988). Η Αθήνα μετά τον πόλεμο. Αθήνα: Φιλιππότης, σ. 274.
(22) Λυμπεράτος, Μ. (2006), ό.π., σ. 234-238.
(23) Εμπρός, 09.01.1946.
(24) Ριζοσπάστης, 04.01.1946.
(25) Ελεύθερη Ελλάδα, 31.01.1946.
(26) Ελεύθερη Ελλάδα, 30.09.1946.
(27) Ελεύθερη Ελλάδα, 29.04.1946.
(28) Ελευθερία, 28.04.1946, «Ελεύθερα».
(29) Ελεύθερη Ελλάδα, 24.12.1946.
(30) Η Βραδυνή, 31.01.1947, «Παλινόστησις των προσφύγων και συσσίτια διά τους απόρους».
(31) Ελεύθερη Ελλάδα, 30.05.1946.
(32) Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο διάστημα Μαΐου – Σεπτεμβρίου 1946.
(33) Εμπρός, 03.09.1946.
(34) Ελεύθερη Ελλάδα, 05.09.1946.
(35) Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η παρουσίαση της Αγίας Παρασκευής ως υπόδειγμα συνοικισμού στην εφ. Εμπρός, 11.08.1946.
(36) Ελεύθερη Ελλάδα, 10.9.1946.
(37) Ελευθερία 10.07.1947.
(38) Βερβενιώτη, Τ. (2000). «Η πόλη σε καθεστώς νομιμοποιημένης παρανομίας». Στο Η πόλη στους νεότερους χρόνους. Μεσογειακές και Βαλκανικές όψεις. Πρακτικά του Β΄ Διεθνούς Συνεδρίου. Αθήνα, 27-30 Νοεμβρίου
1997. (2000). Αθήνα: Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού, σ. 537.
(39) Ό.π., σ. 54.




















