HotDoc.History: Ο πόλεμος με τον Ναπολέοντα Γ΄ έφερε την ενοποίηση υπό τον Μπίσμαρκ
Η ίδρυση του Πρώτου Ράιχ και το el clásico της ευρωπαϊκής Ιστορίας: Γαλλία Vs Γερμανία.

Παραμονές ενός αγώνα ποδοσφαίρου ανάμεσα στις εθνικές ομάδες της Γαλλίας και της Γερμανίας, ένας παίκτης της δεύτερης δήλωσε, εν είδει πρόβλεψης: «Μία ομάδα με σήμα έναν αετό δεν μπορεί να χάσει από μια ομάδα με σήμα έναν… κόκορα!». Αυτή η φράση έδειχνε ότι η κόντρα των δύο ομάδων τροφοδοτούνταν από κάτι παραπάνω από τον αθλητικό ανταγωνισμό. Ήταν η προέκταση των σφοδρών συγκρούσεων που είχαν προηγηθεί σε πολιτικό και πολεμικό επίπεδο μεταξύ των δύο χωρών, οι οποίες δημιούργησαν την Ευρώπη όπως την ξέρουμε σήμερα.
Το πρώτο μεγάλο επεισόδιο αυτού του ιστορικού σίριαλ ήταν ο γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870-1871, συνέπεια του οποίου ήταν και η ενοποίηση της Γερμανίας. Οι δύο βασικοί πρωταγωνιστές είναι ο αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων Γ΄ και ο καγκελάριος της Πρωσίας Ότο φον Μπίσμαρκ.
Από πρόεδρος της Δημοκρατίας αυτοκράτορας των Γάλλων
Ο Ναπολέων Γ΄ ήταν ο πρώτος που εκλέχτηκε πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας το 1848, σε ηλικία 40 χρόνων. Τότε, βεβαίως, χρησιμοποιούσε το κανονικό του όνομα, Κάρολος Λουδοβίκος Ναπολέων Βοναπάρτης. Ήταν γιος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη τον οποίο ο αδερφός του, ο γνωστός Ναπολέων Βοναπάρτης, είχε επιβάλει ως βασιλιά της Ολλανδίας. Κάποιοι μελετητές αμφισβητούν ότι ο Ναπολέων Γ΄ ήταν πράγματι νόμιμος γιος του Λουδοβίκου Βοναπάρτη και άρα ανιψιός του Μεγάλου Ναπολέοντα, το σημαντικό όμως είναι ότι το πίστεψαν οι Γάλλοι πολίτες που συγκινημένοι από την επάνοδο του ονόματος του Βοναπάρτη στην πολιτική ζωή της χώρας, του έδωσαν την ψήφο τους, παρότι στο τέλος τα αποτελέσματα της ηγεσίας του τον έκαναν να μείνει στην ιστορία ως ο Ναπολέων «ο Μικρός».
Ο Ναπολέων όταν ήταν νεότερος είχε γίνει μέλος των Καρμπονάρων επαναστατών και είχε επαφές και με τους Σαινσιμονιστές, δύο μεγάλα ρεύματα που επεδίωκαν –με διαφορετικό τρόπο– τη ριζοσπαστική κοινωνική αλλαγή. Δεν έμεινε για πάντα σε αυτές τις ιδέες, αλλά φαίνεται ότι τελικά τον επηρέασαν, αφού όρισε ως σκοπό του να φτιάξει έναν νέο ευρωπαϊκό χάρτη στον οποίο θα έχουν χώρο τα εθνικά κράτη και οι προοδευτικές ιδέες. Επειδή όμως τον καιρό που οι νέες ιδέες γεννιούνται ζούνε ακόμα οι παλιές ιδέες και μαζί τους επιβιώνουν οι παλιές πρακτικές, ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης εμποδίστηκε από την ίδια τη δημοκρατία να εφαρμόσει τα σχέδιά του, οπότε αποφάσισε να την υπερβεί. Το Σύνταγμα του 1848 δεν του επέτρεπε να διεκδικήσει μία δεύτερη θητεία, όμως το 1851 αυτός το έκανε. Η Βουλή αρνήθηκε αυτή την εξέλιξη και τότε ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης αποφάσισε να κάνει πραξικόπημα και να τη διαλύσει.

Ο Γουλιέλμος Α΄ της Πρωσίας βρισκόταν στη λουτρόπολη της Εμς όταν έλαβε το ενοχλητικό τηλεγράφημα του Λουδοβίκου Γ΄. Όταν όμως το κοινοποίησε στον Μπίσμαρκ, τα πράγματα εξελίχθηκαν πολύ χειρότερα
Αυτή η ενέργεια δεν βρήκε μεγάλες αντιστάσεις, αφού στο μεταξύ η Βουλή είχε χάσει τη λαϊκή υποστήριξη, επειδή όταν ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης είχε ζητήσει να αποκτήσουν περισσότεροι πολίτες το δικαίωμα ψήφου, οι βουλευτές δεν το δέχτηκαν. Πόσω μάλλον αφού η πρώτη ενέργεια του Λουδοβίκου Βοναπάρτη μετά το πραξικόπημα ήταν να θεσπίσει ξανά την καθολική ψηφοφορία κατά τον τρόπο που ίσχυε παλιότερα. Στη συνέχεια μάλιστα διοργάνωσε ένα δημοψήφισμα στο οποίο με πλειοψηφία 70% σχεδόν 7 εκατομμύρια Γάλλοι ψηφοφόροι αποδέχτηκαν τον νέο τύπο ηγεσίας. Ένα νέο Σύνταγμα θεσπίστηκε με το οποίο ο πρόεδρος της χώρας συγκέντρωνε πάρα πολλές αρμοδιότητες. Και έναν χρόνο μετά ο τίτλος του άλλαξε από πρόεδρος της Δημοκρατίας σε αυτοκράτορας των Γάλλων, χωρίς να ξενίσει σε πολλούς, όπως φάνηκε από το αποτέλεσμα του νέου δημοψηφίσματος που διοργανώθηκε και στο οποίο αυτή η αλλαγή έγινε αποδεκτή με συντριπτική πλειοψηφία.
Τώρα πια ο Ναπολέων Βοναπάρτης λεγόταν Ναπολέων Γ΄. Μπορούσε πια να επιδιώξει αυτό που ονειρευόταν, μια ευρωπαϊκή ισορροπία δυνάμεων εγγυημένη από ένα σύστημα συνεδρίων που θα διευθετούν ειρηνικά τις υποθέσεις του κόσμου. Μιλώντας λίγο αναδρομικά, ο Ναπολέων Γ΄ σχεδίαζε κάπως πρόωρα μια δομή που μας θυμίζει την Ευρωπαϊκή Ένωση. Μάλιστα, μετά τον Κριμαϊκό Πόλεμο συνήλθε το Συνέδριο των Παρισίων το 1856, στο οποίο διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο. Εκεί κατάφερε να αναφερθεί για πρώτη φορά επισήμως το ζήτημα των εθνών. Στα επόμενα χρόνια, με μεγάλους διπλωματικούς και στρατιωτικούς ελιγμούς, όχι πάντα πετυχημένους, βοήθησε στη δημιουργία το 1861 της αυτόνομης Ιταλίας, στην πρώτη μορφή της.
Συντηρητικός γαιοκτήμονας που περιφρονούσε τη δημοκρατία
Ο Ότο φον Μπίσμαρκ, ο δεύτερος πόλος αυτής της σύγκρουσης, ήταν μια εντελώς αντίστροφη περίπτωση. Συντηρητικός γαιοκτήμονας, αντιδραστικός και με βαθιά περιφρόνηση για τη δημοκρατία, δεν είχε στο μυαλό του κάποιον μεγαλύτερο μετασχηματισμό της Ευρώπης από αυτόν που θα χρειαζόταν ώστε να δημιουργηθεί ένα ενιαίο γερμανικό κράτος και μετά απλώς να σταθεροποιήσει τη δύναμή του. Από κάτι που μοιάζει σαν ιδιορρυθμία της ιστορίας, ο Μπίσμαρκ ξεκίνησε κι αυτός τη θητεία του με μία μεγάλη σύγκρουση με τη Βουλή. Ο Γουλιέλμος Α΄ της Πρωσίας τον όρισε καγκελάριο το 1862 επειδή δεν μπορούσε να ξεπεράσει το εμπόδιο της Πρωσικής Βουλής –ήδη είχαν πάρει την πλειοψηφία οι φιλελεύθεροι που διεκδικούσαν ενδυνάμωσή τους και αποδυνάμωση του βασιλιά– στην επιθυμία του να αυξήσει τη στρατιωτική θητεία από τα δύο στα τρία χρόνια και να αυξήσει τους αξιωματικούς του στρατού.

Όταν η Βουλή τού αρνήθηκε να διεκδικήσει μία δεύτερη θητεία τότε ο Λουδοβίκος Βοναπάρτης αποφάσισε να κάνει πραξικόπημα στις 2 Δεκεμβρίου 1851 και να τη διαλύσει. Γκραβούρα με τις λαϊκές αντιδράσεις που ακολούθησαν
Η Βουλή αρνούνταν να εγκρίνει τα μεγαλύτερα κονδύλια που απαιτούνταν, οπότε ο Μπίσμαρκ, που ήθελε να προετοιμάσει τη χώρα του για πόλεμο, μόλις έγινε καγκελάριος επέβαλε δικτατορικά την τριετή στρατιωτική θητεία και αύξησε τους φόρους με ένα διάταγμα. Έτσι, μετέτρεψε τη Βουλή σε ένα σκιάχτρο χωρίς ουσιαστική δύναμη. Καθόλου παράξενο για έναν άνθρωπο που μισούσε την «επονείδιστη δημοκρατία» και πίστευε ότι η ενότητα θα επιτευχθεί «όχι με ομιλίες, ούτε με αποφάσεις της πλειοψηφίας, αλλά διά πυρός και σιδήρου».
Έτσι έπραξε και στις εξωτερικές σχέσεις της Πρωσίας προκειμένου να πετύχει τον βασικό στόχο του. Δεν υποστήριζε τα «παγγερμανικά» σχέδια που ήθελαν να φτιαχτεί ένα ενιαίο κράτος με την αυτοκρατορία των Αψβούργων της Βιέννης στη θέση της πιο χαλαρής Γερμανικής Συνομοσπονδίας που είχε ιδρυθεί από το 1815 στο Συνέδριο της Βιέννης και περιελάμβανε σχεδόν 40 κρατικού τύπου οντότητες. Γι’ αυτό και αποσκοπούσε σε έναν πόλεμο με την Αυστριακή Αυτοκρατορία που θα την αποδυνάμωνε και θα έλυνε τους λογαριασμούς τους, καταστρέφοντας τα σχέδια για ενότητα. Βρήκε την αφορμή το 1866 σε μια διένεξη μεταξύ των δύο χωρών για την τύχη των δουκάτων που είχαν κερδίσει από έναν κοινό πόλεμο ενάντια στη Δανία. Εισέβαλε στο επίμαχο δουκάτο του Χόλστάιν και ξεκίνησε τη σύγκρουση. Μέσα σε ένα μήνα ο πρωσικός στρατός διέλυσε τον αυστριακό με κύρια νίκη αυτή στη μάχη της Ζάντοβα της σημερινής Τσεχίας.
Εναντίον της Γαλλίας αλλά υπό την ηγεσία της Πρωσίας
Το μόνο που έμενε πια για το σχέδιο του Μπίσμαρκ ήταν ένας μεγάλος πόλεμος που θα έβαζε όλα τα γερμανικά κράτη, πλην Αυστρίας, να πολεμήσουν υπό την ηγεσία της Πρωσίας ενάντια σε έναν εξωτερικό εχθρό. Ένας πόλεμος που μετά τη νίκη θα μεγάλωνε την Πρωσία με νέα εδάφη, θα την εμφάνιζε αδιαμφισβήτητα ως την ηγέτιδα δύναμη των γερμανικών λαών και θα οδηγούσε στη δημιουργία του ενιαίου γερμανικού κράτους υπό την ηγεσία τη δική τους και του βασιλιά της. Για αυτόν τον πόλεμο ο Μπίσμαρκ επέλεξε ως εχθρό τη Γαλλία του Ναπολέοντα Γ΄. Κίνηση λογική, καθώς η Γαλλία ήταν ένα κράτος γειτονικό με εδάφη τα οποία η Πρωσία υπέβλεπε.

Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος του 1870-1871 ήταν το πρώτο μεγάλο επεισόδιο του ιστορικού σίριαλ των πολεμικών αναμετρήσεων μεταξύ Γερμανίας και Γαλλίας και είχε ως κατάληξη την ενοποίηση της πρώτης. Ο αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων Γ΄ βρίσκεται αιχμάλωτος στα χέρια του καγκελάριου της Πρωσίας Ότο φον Μπίσμαρκ μετά τη μάχη του Σεντάν
Η ειρωνεία είναι ότι πιο πριν ο Μπίσμαρκ, για να κάνει τον νικηφόρο πόλεμό του εναντίον της Αυστρίας, βοηθήθηκε πολύ από την απόφαση του Ναπολέοντα Γ΄ να παραμείνει η Γαλλία ουδέτερη. Ο Ναπολέων Γ΄ ήθελε άλλωστε, όπως είπαμε, να βοηθήσει στη δημιουργία της Ιταλίας, οπότε έβαλε ως κύριο όρο στον Μπίσμαρκ όταν νικήσει την Αυστρία να της πάρει τη Βενετία, να τη δώσει στη Γαλλία και αυτή μετά να τη χαρίσει στην αυτόνομη Ιταλία που είχε πριν από λίγα χρόνια δημιουργηθεί. Ίσως δεν ήταν και πολύ εύκολο να προβλέψει ο Ναπολέων Γ΄ τα σχέδια του Μπίσμαρκ ή να υποστηρίξει στρατιωτικά την Αυστρία, πάντως το δεδομένο είναι πως επιλέγοντας την ουδετερότητα επέτρεψε τη μεγάλη ισχυροποίηση της Πρωσίας.
Προτού ξεκινήσει τον πόλεμο κατά της Γαλλίας ο Μπίσμαρκ φροντίζει τις συμμαχίες του. Όταν ο Ναπολέων Γ΄ ζητά ως αντάλλαγμα για την ουδετερότητά του τα εδάφη της αριστερής όχθης του Ρήνου, ο Μπίσμαρκ ενημερώνει σχετικώς τα γερμανικά κράτη που βρίσκονται εκεί. Οι ηγέτες τους τρομάζουν και τίθενται αμέσως στο πλευρό του Μπίσμαρκ και της Πρωσίας, στην πραγματικότητα μπαίνουν ανεπισήμως κάτω από την ηγεμονία του. Στη συνέχεια ο Μπίσμαρκ ενθαρρύνει τον Ναπολέοντα Γ΄ να ζητήσει ακόμη περισσότερα και αυτός εμφανίζει ένα σχέδιο προσάρτησης του Βελγίου και του Λουξεμβούργου. Τελικά λίγο αργότερα, το 1867, η Γαλλία αγοράζει το Λουξεμβούργο από τον βασιλιά των Κάτω Χωρών. Η Πρωσία διαμαρτύρεται επισήμως για λογαριασμό όλων των γερμανικών κρατών για τον τρόπο με τον οποίο ένα γερμανικό έδαφος προσαρτάται στη Γαλλία, συγκαλείται διεθνής σύσκεψη στο Λονδίνο και αποφασίζεται ότι τελικά το Λουξεμβούργο θα μείνει ουδέτερο. Έτσι ο Μπίσμαρκ πετυχαίνει με μία κίνηση πολλαπλά οφέλη. Εμφανίζεται ως ηγέτης και εγγυητής των συμφερόντων των γερμανικών λαών, κερδίζει προσωπικό κύρος στην ευρωπαϊκή πολιτική σκηνή και προκαλεί αντιγερμανικά αισθήματα στη Γαλλία που θα οδηγήσουν πιο γρήγορα στον πόλεμο.
Τελικά, το 1868 έρχεται η μεγάλη στιγμή και ο Μπίσμαρκ βρίσκει τη νέα αφορμή που έψαχνε. Ο θρόνος της Ισπανίας έχει χηρεύσει. Ο υπουργός Πολέμου της Ισπανίας προτείνει τη θέση στον πρίγκιπα Λεοπόλδο που είναι ξάδερφος του Γουλιέλμου Α΄. Αν την δεχτεί, αυτό θα σημαίνει πως το βασίλειο της Ισπανίας μπαίνει πια υπό την απόλυτη επιρροή της Πρωσίας. Οι Γάλλοι δεν θα μπορούσαν να δεχτούν κάτι τέτοιο. Ο Μπίσμαρκ το ξέρει. Γι’ αυτό και πείθει τη βασιλική οικογένεια της Πρωσίας να δεχτεί την πρόταση. Όμως τελικά οι αντιδράσεις που προκαλούνται προέρχονται από όλες τις μεγάλες δυνάμεις και είναι τόσο έντονες που ο Γουλιέλμος τρομάζει και αποσύρει την υποψηφιότητα του Λεοπόλδου.
Το «τηλεγράφημα της Εμς», ευκαιρία για τον Μπίσμαρκ
Το σχέδιο του Μπίσμαρκ κινδυνεύει με κατάρρευση και για να μη συμβεί αυτό, ο καγκελάριος απειλεί με παραίτηση. Βρίσκει όμως ένα παράθυρο ευκαιρίας. Ο υπουργός Εξωτερικών της Γαλλίας σε μία επιθετική κίνηση στέλνει τον πρέσβη του να ζητήσει προσωπικώς από τον Γουλιέλμο μια γραπτή διαβεβαίωση ότι δεν θα κατατεθεί στο μέλλον καμία άλλη υποψηφιότητα για τον ισπανικό θρόνο σαν αυτή του Λεοπόλδου. Ο Γουλιέλμος δεν δίνει τη γραπτή διαβεβαίωση, αλλά θεωρεί πως το ζήτημα έχει λήξει και δεν δίνει συνέχεια στο συμβάν και στην ενοχλητική στάση των Γάλλων. Επειδή όμως δεν βρίσκεται στην πρωτεύουσά του, στέλνει εκεί ένα τηλεγράφημα προς τον Μπίσμαρκ για να τον ενημερώσει για την απαίτηση των Γάλλων. Ο Μπίσμαρκ αρπάζει την ευκαιρία. Αλλάζει τη διατύπωση του γαλλικού αιτήματος ώστε να φαίνεται ακόμα πιο προσβλητικό και επιθετικό και το αφήνει να διαρρεύσει στον Τύπο.
Το παραποιημένο τηλεγράφημα, που από τότε ονομάζεται «το Τηλεγράφημα της Εμς» από το όνομα της λουτρόπολης στην οποία βρισκόταν τότε ο Γουλιέλμος, κυκλοφορεί και προκαλεί μια αντιγαλλική έκρηξη στην Πρωσία και σε όλα τα γερμανικά κράτη. Αλλά και στη Γαλλία η δημοσιοποίηση της πρωσικής άρνησης, που ως εκείνη τη στιγμή είχε μείνει μυστική, προκαλεί ένα αίσθημα ταπείνωσης και οργής και κάνει τους Γάλλους να πιστέψουν ότι η Πρωσία δεν έχει εγκαταλείψει την ιδέα να βάλει έναν δικό της ηγεμόνα στον ισπανικό θρόνο, παρότι ο Γουλιέλμος στην πραγματικότητα έχει εγκαταλείψει πλήρως αυτό τον στόχο. Έτσι ο Μπίσμαρκ πετυχαίνει αυτό που θέλει. Τα οξυμένα πνεύματα και η απόφαση των Γάλλων πως πρέπει να σταματήσουν τους Πρώσους προτού απλώσουν κι άλλο την επιρροή τους στην Ευρώπη αναγκάζει τον Ναπολέοντα Γ΄ να κηρύξει τον πόλεμο στην Πρωσία στις 19 Ιουλίου 1870.
Το αποτέλεσμα του πολέμου είναι άλλη μία δικαίωση της στρατηγικής του Μπίσμαρκ, τόσο στη διπλωματία όσο και στα πεδία των μαχών. Η Γαλλία παρουσίασε μόλις τον μισό στρατό από αυτόν της Πρωσίας και ανεπαρκώς προετοιμασμένο. Οι Γάλλοι στρατηγοί αποδείχτηκαν ακατάλληλοι για αυτό τον πόλεμο γιατί η ως τότε εμπειρία τους είχε προκύψει μόνο από τις μάχες στις αποικίες που είχαν πολύ διαφορετικές συνθήκες και ανάγκες. Μέσα σε έναν μήνα οι γαλλικές δυνάμεις σαρώνονται. Στην καθοριστική μάχη του Σεντάν την 1η Σεπτεμβρίου 1870 οι Πρώσοι αιχμαλωτίζουν τον ίδιο τον Ναπολέοντα Γ΄. Η Γαλλία είναι πια ακέφαλη.
Στις 4 Σεπτεμβρίου άρχισαν πολύ μεγάλες λαϊκές αντιδράσεις και διαδηλώσεις και οι Παριζιάνοι ρίχνουν το αυτοκρατορικό καθεστώς ανακηρύσσοντας τη Δημοκρατία και δημιουργώντας μια κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας. Η κυβέρνηση αναδιοργανώνει τον στρατό και επιστρατεύει τους κατοίκους του Παρισιού δημιουργώντας μία εθνοφρουρά για να πολεμήσουν δίπλα στον στρατό εναντίον των Πρώσων που έχουν φτάσει στο μεταξύ έξω από το Παρίσι. Όμως η εθνοφρουρά αρχίζει να ριζοσπαστικοποιείται και οι λαϊκές εξεγέρσεις να αυξάνονται. Η κυβέρνηση Εθνικής Άμυνας αρχίζει πια να φοβάται για τις τάσεις που αναπτύσσει ο λαός με την αύξηση της δύναμής του, μια που πλέον ήταν ένοπλος, και προτιμώντας την επιβολή των Πρώσων από τον κίνδυνο να πάρουν την εξουσία στα χέρια τους τα ίδια τα λαϊκά στρώματα, αποφασίζει να διαπραγματευτεί την ειρήνη.
Από τη Συνομοσπονδία στο Ομοσπονδιακό Πρώτο Ράιχ
Ο Γαλλοπρωσικός Πόλεμος έχει πλέον τελειώσει. Όπως προέβλεψε ο Μπίσμαρκ, η νίκη φέρνει την πρωσική ηγεμονία μεταξύ των γερμανικών κρατών. Τρία γερμανικά κράτη, η Σαξονία, η Βάδη και η Βυρτεμβέργη, αποφασίζουν κατευθείαν να ενσωματωθούν στη Συνομοσπονδία της Γερμανίας του Βορρά που ιδρύεται στο τέλος του πολέμου, ουσιαστικά να μπουν υπό τον έλεγχο της Πρωσίας. Σε λίγο ακολουθεί και η Βαυαρία, απρόθυμα, γιατί οι κάτοικοί της είναι καθολικοί ενώ οι Πρώσοι προτεστάντες. Το τίμημα όμως του να μείνει απέξω θα ήταν πιο βαρύ γιατί ο Μπίσμαρκ θα τους απέκλειε από την Τελωνειακή Ένωση και θα τους απομόνωνε, οπότε αποδέχονται την κατάσταση και η Βαυαρία ενσωματώνεται στη συνομοσπονδία. Και σε λίγο η συνομοσπονδία μετασχηματίζεται στη Γερμανική Ομοσπονδιακή Αυτοκρατορία, την Kaiserreich, το λεγόμενο Πρώτο Ράιχ. Η ίδρυσή της ανακοινώνεται στην Αίθουσα των Κατόπτρων στις Βερσαλλίες, μέσα στο Παρίσι, όπου ο Γουλιέλμος Α΄ στέφεται πρώτος Γερμανός αυτοκράτορας στις 18 Ιανουαρίου 1871. Η ενοποιημένη Γερμανία είναι πια γεγονός.
Ο Μπίσμαρκ είναι πια καγκελάριος της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και αρχιτέκτονάς της. Ο μόνος που δεν είναι και τόσο ικανοποιημένος είναι ο ίδιος ο Γουλιέλμος Α΄, ο οποίος προτιμούσε στον τίτλο του νέου κράτους να μην αναφέρεται η Γερμανία αλλά η Πρωσία. Λέγεται μάλιστα ότι την ημέρα της στέψης του δεν καταδέχτηκε να δώσει το χέρι του στον Μπίσμαρκ, τον ίδιο άνθρωπο που τον οδήγησε ως εκεί, επειδή επέλεξε αυτή την ονομασία. Ο κάιζερ, πλέον, Γουλιέλμος έβλεπε το μέλλον με παραδοσιακούς όρους, ήθελε απλώς την επέκταση του βασιλείου της Πρωσίας. Ο Μπίσμαρκ φαινόταν να έχει καταλάβει το πνεύμα της εποχής. Τα εθνικά κράτη ήταν πια το μέλλον. Απλώς ο ίδιος δεν ήθελε να επιτρέψει η δημιουργία του δικού του εθνικού κράτους να συνδεθεί με τη δημοκρατία και τους λαϊκούς αγώνες, όπως συνέβη στη Γαλλία, αλλά με τη σιδερένια πυγμή και τις πολεμικές αποφάσεις των ηγετών.

Η στέψη του Γουλιέλμου Α΄ ως πρώτου Γερμανού αυτοκράτορα στις 18 Ιανουαρίου 1871, στην Αίθουσα των Κατόπτρων στις Βερσαλλίες σηματοδοτεί τη δημιουργία της Γερμανικής Ομοσπονδιακής Αυτοκρατορίας, του λεγόμενου Πρώτου Ράιχ
Ο Μπίσμαρκ ήταν πάντα ένας συντηρητικός αριστοκράτης. Γι’ αυτό και στα επόμενα χρόνια έθεσε ως μόνο στόχο τη σταθεροποίηση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας, αφήνοντας ή και προτρέποντας τις άλλες χώρες, όπως τη Γαλλία, να κατευθύνουν τον ενδιαφέρον τους έξω από την Ευρώπη, στην κατάκτηση των αποικιών. Όμως, δεν θα τελειώσει τις μέρες του ευτυχής. Σχεδόν 20 χρόνια μετά, το 1890, ο διάδοχος του Γουλιέλμου, Φρειδερίκος Γ΄, διαφωνεί με το δόγμα του Μπίσμαρκ και θέλει να του στερήσει την ισχύ που είχε αποκτήσει. Όταν ο καγκελάριος απειλεί με παραίτηση, ο νέος κάιζερ την κάνει δεκτή. Αυτή ήταν η τελευταία πράξη της πολιτικής ζωής του Μπίσμαρκ που έπειτα από 30 χρόνια στην καγκελαρία αποσύρεται. Οκτώ χρόνια αργότερα πεθαίνει.
Η Κομμούνα του Παρισιού ενάντια στη συνθηκολόγηση
Ο γαλλοπρωσικός πόλεμος είχε ακόμα μία συνέπεια που συγκαταλέγεται στα σημαντικότερα επεισόδια της παγκόσμιας ιστορίας των κοινωνικών αγώνων. Ο λαός του Παρισιού, που είχε αντέξει απέναντι στους Πρώσους και δεν παραδόθηκε, δεν αποδέχτηκε τώρα την παράδοση που αποφάσισε η γαλλική κυβέρνηση και εξεγέρθηκε. Η εξέγερση κλιμακώθηκε γρήγορα και απέκτησε έντονα κοινωνικά και πολιτικά χαρακτηριστικά. Οι πολίτες του Παρισιού εξέλεξαν ένα νέο δημοτικό συμβούλιο με επικεφαλής τον Λουί Ογκίστ Μπλανκί και δυο μέρες μετά, στις 28 Μαρτίου 1871, ανακήρυξαν την Κομμούνα του Παρισιού.
Η Κομμούνα αμέσως πήρε ριζοσπαστικά μέτρα, όπως το πάγωμα των ενοικίων και την απαγόρευση των εξώσεων, τη δήμευση της εκκλησιαστικής περιουσίας, την απαγόρευση της νυχτερινής εργασίας στους φούρνους, μέτρα που αφορούσαν τη διασφάλιση στοιχειωδών όρων αξιοπρεπούς διαβίωσης των πολιτών. Αρκούσαν όμως για να ξυπνήσουν στις Αρχές τον εφιάλτη μιας μεγάλης κοινωνικής επανάστασης. Η κυβέρνηση έδωσε εντολή και ο γαλλικός στρατός επιτέθηκε στην Εθνοφρουρά και τους πολίτες που λίγο καιρό πριν υπερασπίζονταν ηρωικά το Παρίσι απέναντι στους Πρώσους, για να επιβάλει την τάξη. Η Κομμούνα κατέρρευσε και χιλιάδες αγωνιστές της εκτελέστηκαν, κατά κάποιους φτάνοντας τους 30.000, περισσότερους δηλαδή από όσους είχαν σκοτωθεί κατά την αιματηρή περίοδο της Τρομοκρατίας στη Γαλλική Επανάσταση.
Λίγο μετά την ανακήρυξη της Γερμανικής Αυτοκρατορίας θα ακολουθήσει στις 10 Μαΐου 1871 η Συνθήκη της Φρανκφούρτης. Εκεί η Γαλλία χάνει την Αλσατία και τη Λωρραίνη, παρότι οι ντόπιοι πληθυσμοί ήθελαν να παραμείνουν στη γαλλική επικράτεια. Όπως ξέρουμε, η τύχη αυτών των περιοχών θα άλλαζε κι άλλες φορές στα επόμενα χρόνια.
Το 1914 ξέσπασε ο Α΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, αυτός που κατόπιν ονομάστηκε «Ο Μεγάλος Πόλεμος», γιατί πράγματι ήταν η μεγάλη πολεμική σύρραξη που είχε ζήσει έως τότε ο κόσμος. Η Γαλλία με τις δυνάμεις της Αντάντ και η Γερμανία με τις Κεντρικές Δυνάμεις βρέθηκαν ξανά σε αντίπαλα στρατόπεδα. Μάλιστα, στη Γαλλία τα αντιγερμανικά συναισθήματα είχαν εξαρθεί από τα προηγούμενα χρόνια και είχαν οδηγήσει στην περίφημη υπόθεση Ντρέιφους, του Γάλλου λοχαγού που είχε ψευδώς κατηγορηθεί σαν ένοχος κατασκοπίας. Στο τέλος του πολέμου με τη Συνθήκη των Βερσαλλιών του 1918 η Αλσατία και η Λωρραίνη εντάχθηκαν πάλι στην επικράτεια της Γαλλίας. Οι όροι της συνθήκης σε βάρος της Γερμανίας ήταν πολύ βαρείς και αποδίδονται κυρίως στην επιθυμία του Γάλλου προέδρου Κλεμανσό να διασφαλίσει ότι η Γερμανία δεν θα είχε ποτέ ξανά τη δύναμη να εισβάλει στη Γαλλία.
Αυτοί οι σκληροί όροι θεωρείται ότι συνετέλεσαν πάρα πολύ στη μετέπειτα έξαρση του εθνικισμού στη Γερμανία, αντικειμενικά επειδή της δημιουργούσαν αναπτυξιακά προβλήματα, υποκειμενικά διότι εκλήφθηκαν ως εθνική ταπείνωση. Έτσι, όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος οι δύο μεγάλες χώρες βρέθηκαν πάλι στις αντίπαλες πλευρές της πιο ιστορικής σύγκρουσης που έχει γνωρίσει ποτέ ο κόσμος, όχι όνο εξαιτίας του στρατιωτικού μεγέθους της, αλλά και επειδή περιελάμβανε μία σειρά πρωτοφανούς μεγέθους πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις ανάμεσα στα συστήματα που εκπροσωπούσε κάθε χώρα, τον αστικοδημοκρατικό καπιταλισμό, τον φασισμό και τον κομμουνισμό. Η Αλσατία και η Λωρραίνη καταλήφθηκαν ξανά από τη Γερμανία το 1940. Το τέλος του πολέμου οδήγησε άλλη μια φορά στην αλλαγή επικράτειας των δύο περιοχών που το 1944 καταλήφθηκαν από τον στρατό των ΗΠΑ και μετά έγιναν πάλι τμήμα του γαλλικού κράτους.
* Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι υποψήφιος διδάκτορας Ιστορίας
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #81 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 5 Ιανουαρίου 2020. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης















