HotDoc.History: Οι δύο κρίσιμες επαναστάσεις της συνταγματικής μοναρχίας του Όθωνα
Ο συμβιβασμός του με τους Έλληνες ή με τις ξένες Δυνάμεις και οι τρεις μύθοι της 3ης Σεπτέμβρη.

Τα «συνταρακτικά» γεγονότα που εγκαινίασαν τη συνταγματική και κοινοβουλευτική ιστορία του ελληνικού βασιλείου ξεκίνησαν, σύμφωνα με τις περιγραφές των αθηναϊκών εφημερίδων, το μεσημέρι της πρώτης Πέμπτης του Σεπτέμβρη του 1843 (2 του μήνα με το παλιό ημερολόγιο). Προφανώς οι δημοσιογράφοι δεν θεώρησαν απαραίτητο να αναφέρουν ότι η Αυλή ήταν ήδη ενήμερη για τη συνωμοσία που από μήνες βρισκόταν σε εξέλιξη.
Αντίθετα, εστίασαν την προσοχή τους στη στιγμή κατά την οποία το πλήθος συγκεντρωμένο έξω από τα νέα ανάκτορα υπέβαλε στον βασιλιά το αίτημά του για την παραχώρηση συντάγματος. Κι εκείνος, παρά τους αρχικούς δισταγμούς του, όπως σημειωνόταν, τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου συναίνεσε. Η εξωραϊστική παρουσίαση των γεγονότων από τους δημοσιογράφους που παρακολούθησαν ιδίοις όμμασι τις εξελίξεις προφανώς αποσκοπούσε στη διάδοση τριών μύθων, τους οποίους χρειαζόταν αναπόδραστα η ελληνική κοινωνία μετά την επιτυχία του κινήματος.

Το πλήθος συγκεντρωμένο έξω από τα νέα ανάκτορα υποβάλλει στον βασιλιά το αίτημα για παραχώρηση συντάγματος. Ο Όθωνας παρά τους αρχικούς δισταγμούς του τις πρώτες πρωινές ώρες της 3ης Σεπτεμβρίου συναίνεσε σύμφωνα με την κρατούσα εξωραϊστική παρουσίαση των γεγονότων. Γκραβούρα αγγλικού περιοδικού
Για να αποσοβηθεί ο κίνδυνος κάποιας από τις ανεπιθύμητες ρήξεις που συνήθως συνεπάγονται οι πολιτικές και κοινωνικές κινητοποιήσεις, η ελληνική μεταβολή ήταν αναγκαίο να αποτυπωθεί στη συλλογική μνήμη ως αποτέλεσμα αφενός της προοδευτικής «ωρίμανσης» των συνθηκών, αφετέρου της διοίκησης του «φιλόστοργου» βασιλιά αλλά προπάντων της πολιτικής συμπεριφοράς των Ελλήνων. Ακόμη κι αν υπήρξαν σχέδια για την εκθρόνιση του Όθωνα, ακόμη κι αν ο ίδιος παραδέχθηκε αργότερα ότι επέλεξε να συμβιβαστεί προκειμένου να μην υποχρεωθεί σε παραίτηση, την επομένη μέρα όλα είχαν λησμονηθεί. Ο δεύτερος μύθος σχεδιάστηκε για να τοποθετήσει την ειρηνική και αναίμακτη επανάσταση των Ελλήνων (αφού, ευτυχώς, δεν είχε θύματα με μόνη εξαίρεση έναν άτυχο χωροφύλακα) στην ευρωπαϊκή Ιστορία ως μοναδικό και αξιοθαύμαστο γεγονός της. Με αυτήν τη λογική η 3η Σεπτεμβρίου αποτελούσε αδιάσειστο τεκμήριο της απρόσκοπτης ευρωπαϊκής πορείας του βασιλείου και ήταν αποτέλεσμα της επιτυχημένης επέκτασης του δυτικού πολιτικού πολιτισμού στην ελληνική κοινωνία. Οι Έλληνες, επομένως, είχαν εντυπωσιάσει τους Ευρωπαίους με την πολιτική υπευθυνότητά τους αλλά και τον πόθο τους να κυβερνηθούν συνταγματικά. Ο τρίτος μύθος στόχευε αμεσότερα στην ενίσχυση της εθνικής ενότητας των Ελλήνων –είτε κατοικούσαν εντός είτε εκτός του βασιλείου– μέσω της σύνδεσης του «γεγονότος» με το 1821. Η «λαμπρά ημέρα» που αποκατέστησε το συνταγματικό πολίτευμα των επαναστατικών χρόνων και ανακηρύχθηκε, πριν από το τέλος της, σε δεύτερη εθνική γιορτή των Ελλήνων, παρουσιάστηκε ως συνέχεια της πρώτης εθνικής επανάστασης ή έστω ως ένα πρώτο καίριο βήμα προς την ολοκλήρωσή της, ακόμη κι αν δεν είχε εκδηλωθεί στις 25 Μαρτίου 1844, όπως προέβλεπε το αρχικό σχέδιο των συνωμοτών – δηλαδή των τριών ελληνικών κομμάτων, του αγγλικού, του γαλλικού και του ρωσικού (ή κόμμα των Ναπαίων).
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι παραπάνω μύθοι γύρω από την 3η Σεπτεμβρίου προσέφεραν το πρώτο θέμα των συνεδριάσεων της Εθνοσυνέλευσης. Το γεγονός αυτό αποδεικνύει πόσο αναγκαία ήταν η ιδεολογική νομιμοποίηση του κινήματος. Ωστόσο, τόσο οι δημοσιογράφοι όσο και οι πολιτικοί αποσιώπησαν επιμελώς μια σειρά ερωτημάτων, των οποίων οι απαντήσεις μπορούν να οδηγήσουν σε διαφορετικές ερμηνείες των εξελίξεων που εγκαινίασαν τη συνταγματική μοναρχία. Τελικά, την 3η Σεπτεμβρίου ο Όθωνας συμβιβάστηκε με τους Έλληνες, δηλαδή με τα κόμματα που τους εκπροσωπούσαν, ή με τις ξένες Δυνάμεις και τους πρεσβευτές τους που προσέφεραν τα οργανωτικά ερείσματα των ελληνικών ή «ξενικών» κομμάτων; Σε ποιον βαθμό δηλαδή οι ξένες παρεμβάσεις ευνόησαν την προετοιμασία της πολιτειακής μεταβολής και τι άλλαξε μετά την παραχώρηση του συντάγματος; Εν κατακλείδι, πώς εξηγείται η κοινή παραδοχή μετά την έξωση του Όθωνα ότι ήταν «κακή» η πορεία της συνταγματικής μοναρχίας, ώστε και η κατάργηση ακόμη της εθνικής γιορτής της 3ης Σεπτεμβρίου να θεωρείται φυσική εξέλιξη;

Η παύση πληρωμών και η επιβολή εξοντωτικών οικονομικών μέτρων τα οποία επιβλήθηκαν από το καθεστώς που δημιουργήθηκε την 3η Σεπτεμβρίου θα πρέπει να συσχετιστεί με τον ανταγωνισμό μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων. «Η Ελλάδα ανάμεσα σε δανειστές και προστάτες». Βρετανική γελοιογραφία για τη χρεοκοπία της δεκαετίας του 1840
Η 3η Σεπτεμβρίου και οι προστάτιδες δυνάμεις
Αν και από τις αρχές του 1843 οι προστάτιδες Δυνάμεις ήταν ενήμερες για την αδυναμία της Ελλάδας να καταβάλει τη δόση του δανείου που έληγε τον Μάρτιο, για πρώτη φορά αρνήθηκαν ομόφωνα να διευκολύνουν την αποσόβηση του κινδύνου της δημοσιονομικής της κατάρρευσης. Η προσπάθεια του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών να εξάρει τον ανταγωνισμό τους, ώστε να ακολουθηθεί και πάλι η δοκιμασμένη «συνταγή» –μέχρι τότε όλες οι Δυνάμεις τη θεωρούσαν επωφελή για τα συμφέροντά τους– αποδείχθηκε μάταιη. Απευθύνθηκε δηλαδή σε όλες, ζητώντας να εγγυηθούν τη σύναψη νέου δανείου ώστε η χώρα να εξυπηρετήσει το χρέος της. Μέχρι τότε τουλάχιστον μία από τις τρεις ανταποκρινόταν πρόθυμα σε εκκλήσεις αυτής της μορφής. Προσέφερε λοιπόν διευκολύνσεις, και χωρίς να παραβιάσει ανοικτά την κεντρική αρχή της «ισορροπίας δυνάμεων» του διεθνούς συστήματος εξασφάλιζε ως αντίτιμο για την «ευεργεσία» της μεγαλύτερη επιρροή στο ελληνικό βασίλειο έναντι των άλλων (π.χ. τον διορισμό υπουργών του φιλικού προς αυτήν ελληνικού κόμματος).
Η λειτουργία του συστήματος προστασίας και παρεμβάσεων σε αυτήν τη συνοπτική της παρουσίαση δεν σημαίνει φυσικά ότι οι αγγλόφιλοι, γαλλόφιλοι ή ρωσόφιλοι Έλληνες πολιτικοί ήταν «φερέφωνα» ή «πράκτορες» των Δυνάμεων. Αναντίρρητα όμως εγγράφονταν στους βασικούς συντελεστές του πανομοιότυπου στρατηγικού μηχανισμού που όλες ανεξαιρέτως εφάρμοζαν για την επέκταση της επιρροής τους στην Ελλάδα. Ωστόσο οι ίδιοι αποδέχονταν τον ρόλο τους για τουλάχιστον δύο λόγους. Αφενός διότι οι παρεμβάσεις των Δυνάμεων ιδεολογικοποιούνταν με την επίκληση της προστασίας και υπεράσπισης μιας ελληνικής εθνικής παράδοσης (της συνταγματικής ή της θρησκευτικής). Από την άλλη πλευρά μάλλον ήταν κοινώς αποδεκτή στην ελληνική κοινωνία η πεποίθηση ότι η επίτευξη των στόχων της ήταν αδύνατη χωρίς την υποστήριξη τουλάχιστον μίας ξένης Δύναμης. Υπό αυτό το πρίσμα οι αγγλόφιλοι Έλληνες υπερθεμάτιζαν την προπαγάνδα που ασκούσε ήδη από το 1837 ο Βρετανός πρεσβευτής στην Αθήνα υπέρ της παραχώρησης συντάγματος, άσχετα από το αν απώτερος στόχος του ήταν να ασκήσει πιέσεις στον Όθωνα. Ομοίως οι γαλλόφιλοι Έλληνες μάλλον ήταν ικανοποιημένοι (για παράδειγμα, το 1836) με την υποκίνηση από τον Γάλλο πρεσβευτή του ζητήματος της σύγκλησης συντακτικής συνέλευσης, ακόμη κι αν ο προφανής στόχος του ήταν να αποτρέψει την αποδυνάμωση της επιρροής της χώρας του στις υποθέσεις της Ελλάδας, που τελικά καθίστατο «θέατρο» του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού. Τέλος, οι ρωσόφιλοι ή Ναπαίοι τάσσονταν ανεπιφύλακτα υπέρ της ομόδοξης Δύναμης, αφού μόνον αυτή είχε λόγους να υπερασπίζεται την ορθόδοξη ταυτότητα των Ελλήνων και να συνδράμει στην επίλυση του εκκλησιαστικού προβλήματος που, κατά την εκτίμησή τους, είχαν δημιουργήσει οι ετερόδοξοι Βαυαροί.
Αλλά και η Ρωσία, που στην αρχή φάνηκε πρόθυμη να ανταποκριθεί στην ελληνική έκκληση των αρχών του 1843 για μια σωτήρια οικονομική ευεργεσία, λίγες μόνον μέρες αργότερα υπαναχώρησε, ενισχύοντας την εντύπωση ότι η συνεργασία όλων των Δυνάμεων πριν από την 3η Σεπτεμβρίου στόχευε στην κλιμάκωση της ελληνικής οικονομικής κρίσης. Προφανώς η αιτία δεν θα πρέπει να αναζητηθεί ούτε στην τότε ευρωπαϊκή ύφεση ούτε στην οικονομική αναξιοπιστία της Ελλάδας και τους σταθερά ελλειμματικούς προϋπολογισμούς της.(1) Εξάλλου η παύση των ελληνικών πληρωμών ή η επιβολή εξοντωτικών οικονομικών μέτρων –πράγματι επιβλήθηκαν και έγιναν δεκτά από το καθεστώς που δημιουργήθηκε την 3η Σεπτεμβρίου– ήταν εκ των προτέρων γνωστό ότι δεν θα επέφεραν κέρδος στις Δυνάμεις. Η πειστικότερη εξήγηση, επομένως, της στάσης που ομόφωνα τήρησαν απέναντι στην Ελλάδα καθ’ όλη τη διάρκεια του 1843 θα πρέπει να συσχετιστεί με τον ανταγωνισμό τους γενικά στη διεθνή πολιτική σκηνή και ειδικότερα στο Ανατολικό Ζήτημα. Αυτό που πέτυχαν δηλαδή ασκώντας οικονομικές πιέσεις οι Δυνάμεις ήταν να ενεργοποιήσουν την κρισιακή αλυσίδα, που διευκόλυνε την εξάπλωση της «συμμαχίας» ή «συνωμοσίας» των κομμάτων, με τα οποία οι ίδιες συνεργάζονταν, και τελικά ευνόησαν την εκδήλωση του συνταγματικού κινήματος. Το γεγονός ότι μόνον η Ρωσία δυσαρεστήθηκε από τη σύγκληση συντακτικής συνέλευσης (γιατί ενδεχομένως επιθυμούσε τότε την έξωση του Όθωνα) επιτρέπει την υπόθεση ότι ήταν και η αμεσότερα (αλλά προσωρινά) «ηττημένη» από το ελληνικό κίνημα – όχι όμως με πρωτοβουλία των Ελλήνων ή των κομμάτων τους. Υπαίτιοι μπορούν να θεωρηθούν η Αγγλία και η Γαλλία, οι οποίες στην προκειμένη περίπτωση προτίμησαν να μεσολαβήσουν σε συνεργασία και με την Αυστρία, ώστε να αποτρέψουν την ανατροπή του Όθωνα.
Την τελευταία υπόθεση ενισχύει και η αντίδραση του τσάρου: επέρριψε ευθύνες στον ιδιαίτερα επιτυχημένο έως τότε πρεσβευτή του στην Αθήνα, τον ελληνικής καταγωγής Γαβριήλ Κατακάζυ, και τον Οκτώβριο προέβη στην ανάκλησή του. Προφανώς το λάθος που καταλόγισε στον Κατακάζυ ήταν ότι δεν είχε καταφέρει να αποκωδικοποιήσει επιτυχώς τις διακυμάνσεις της «συνωμοσίας», που στην ουσία βρισκόταν σε εξέλιξη από τις αρχές της δεκαετίας του 1840: τότε που ο Όθωνας παραδέχθηκε μεν τη διπλωματική εξάρτησή του από τις Δυνάμεις προκειμένου να αποφύγει μια σοβαρή κρίση στις σχέσεις του με την Πύλη (μετά την ελληνική απόρριψη της πρώτης εμπορικής συνθήκης) αλλά σχεδόν παράλληλα, κατά την τότε κρίση του Ανατολικού Ζητήματος, παρουσιάστηκε απείθαρχος απέναντι στις Δυνάμεις και επέτρεψε την υποκίνηση εξεγέρσεων στη Θεσσαλία, επιδιώκοντας την ενίσχυση των πολιτικών ερεισμάτων του. Δεν κατόρθωσε όμως να καταστεί ο ικανός «εθνάρχης» στις συνειδήσεις των υπηκόων. Μέχρι την 3η Σεπτεμβρίου άλλωστε αυτή ήταν η σοβαρότερη αποτυχία της πολιτικής του. Επιπλέον, εξαιτίας του μεγαλοϊδεατισμού του τόσο η Αγγλία όσο και η Ρωσία αναζητούσαν πια ασφαλιστικές δικλίδες για την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, προκειμένου να αποτρέψουν ανεπιθύμητες εξελίξεις που θα επηρέαζαν τον ανταγωνισμό τους στο Ανατολικό Ζήτημα.(2)
Επομένως δύο διαπιστώσεις προκύπτουν μέχρι το σημείο αυτό. Πρώτον, οι ελληνικές εσωτερικές εξελίξεις εξαρτιόνταν από τον ανταγωνισμό των Δυνάμεων κυρίως στο Ανατολικό Ζήτημα. Δεύτερον, η οικονομική εξάρτηση της Ελλάδας από τις Δυνάμεις περιόριζε δραστικά την πολιτική της ανεξαρτησία.

Γελοιογραφία που σατιρίζει την αντιπαλότητα μεταξύ Αυτοχθόνων και Ετεροχθόνων με τους δεύτερους να υφίστανται περιορισμούς στα δικαιώματα εργασίας και εκπροσώπησής τους. (Γεννάδειος Βιβλιοθήκη)
Η εθνοσυνέλευση: ο πολιτικός απολογισμός, ο εθνικός διχασμός και η Μεγάλη Ιδέα
Κεντρικό θέμα των συνεδριάσεων της Εθνοσυνέλευσης, που ξεκίνησε με τον λόγο του Όθωνα, υπήρξε ο απολογισμός και η αναδρομική αξιολόγηση της γενικότερης πολιτικής έως τότε του βασιλείου. Με αφετηρία ειδικότερα ζητήματα κοινής αποδοχής (όπως οι αποζημιώσεις των στρατιωτικών και ναυτικών του Αγώνα και η διανομή των εθνικών γαιών που είχε υποσχεθεί οι επαναστατικές διοικήσεις στους πολίτες) στους πρώτους κύκλους των συνεδριάσεων πρωταγωνίστησαν το εκκλησιαστικό και το πολιτειακό ζήτημα, το οποίο τώρα εστιαζόταν στις εναλλακτικές προοπτικές της διαδοχής, σε περίπτωση που το βασιλικό ζεύγος παρέμενε άτεκνο.
Κάποιοι από τους φιλορθόδοξους πληρεξουσίους ζήτησαν τότε τη συνέχιση του Αγώνα που είχε ξεκινήσει το 1821 «με το σύνθημα υπέρ πίστεως και υπέρ πατρίδος» και, συνεπώς, την αποκατάσταση όλων των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στο ελληνικό κράτος. Αν και ο απώτερος στόχος τους ήταν η αναθεώρηση της εκκλησιαστικής μεταρρύθμισης, στην πραγματικότητα κατόρθωσαν να μεταφέρουν τη δυναμική αξία της ορθόδοξης οικουμενικότητάς στο επόμενο προς συζήτηση θέμα, το οποίο εστιαζόταν στη θρησκευτική ταύτιση του διαδόχου με τον λαό του. Ο διάδοχος θα έπρεπε να είναι ορθόδοξος και το δόγμα του αποτελούσε επαρκές στοιχείο για την απόδειξη της «ελληνικότητάς» του ή έστω για την «ένωσή» του με το «έθνος», εφόσον, κατά κοινή αποδοχή, δεν υπήρχε ζήτημα αλλαγής της βασιλικής δυναστείας. Από τη στιγμή που ο βασιλιάς ή ο επίτροπος είτε ο αντιβασιλέας δεν θα ήταν ελληνικής καταγωγής, θα έπρεπε τουλάχιστο να είναι ορθόδοξος το θρήσκευμα. Αυτή ήταν ίσως μια πρώτη νίκη του ρωσικού κόμματος πριν από την επίσημη υποδοχή της συνταγματικής μοναρχίας.
Σε αυτό το κλίμα προετοιμάστηκε η ευρύτερη συζήτηση για την ελληνική ταυτότητα και τον ανανεωμένο ορισμό της, τον οποίο απαιτούσαν οι περιστάσεις, προκειμένου να διασφαλιστεί όχι τόσο η εθνική ομοιογένεια του κράτους αλλά πρωτίστως η ενότητα της κοινωνίας του Ελλήνων πολιτών. Σε μία συνέλευση αυτοχθόνων κτηματιών και μόνιμων κατοίκων προ πενταετίας στις επαρχίες από τις οποίες εξελέγησαν οι πληρεξούσιοί της, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο του 1822, όπου οι λίγοι διακεκριμένοι ετερόχθονες αποτελούσαν τη μειοψηφία, οι αντιπαραθέσεις πολλαπλασιάστηκαν μόλις η συζήτηση επικεντρώθηκε στο άρθρο 3 του συντάγματος. Θα πρέπει μάλιστα να τονιστεί ότι στην αρχική διατύπωσή του το άρθρο αυτό δεν πραγματευόταν γενικά τα «προσόντα» του πολίτη ούτε προέβλεπε τον αποκλεισμό των ετεροχθόνων από την ελληνική ιθαγένεια αλλά των αλλοδαπών από τα δημόσια επαγγέλματα της κοινοβουλευτικής Ελλάδας. Η ένταση κλιμακώθηκε όταν μια επιτροπή υπέβαλε εκ μέρους περίπου 2.600 αυτοχθόνων πολιτών μια αναφορά που αξίωνε την «εθνική τιμωρία» των «ξένων» Ελλήνων, οι οποίοι περιπλανούνταν «εις τας Ακαδημίας», όταν οι πατριώτες αυτόχθονες πολεμούσαν «εις τα όρη» για την ελευθερία, και απαίτησε την απόλυσή τους από τις δημόσιες υπηρεσίες. Η εν λόγω τιμωρία αφορούσε αποκλειστικά τους Έλληνες της Ευρώπης, οι οποίοι εκτός των άλλων ήταν ελάχιστα εξοικειωμένοι με το οθωμανικό πολιτικό παρελθόν. Κάποιοι πληρεξούσιοι μάλιστα αξίωσαν αυτοί οι δυτικοθρεμμένοι Έλληνες να υποβληθούν, παρά το γεγονός ότι ήδη διέθεταν την ελληνική ιθαγένεια, σε ένα πρόσθετο στάδιο «δοκιμασίας» και «προσαρμογής» στην ελληνική πραγματικότητα μέχρι την ολοκλήρωση του οποίου θα στερούνταν τα πολιτικά δικαιώματά τους.
Στο μεταξύ στους δρόμους της Αθήνας η κατάσταση ήταν έκρυθμη. Μέρα με τη μέρα εκατοντάδες πολίτες εκτοπίζονταν από τις αστυνομικές αρχές από την περιοχή της πρωτεύουσας ενώ οι πρώτοι εκτοπισθέντες ήταν τα μέλη της προηγούμενης κυβέρνησης. Επομένως η Εθνοσυνέλευση που επρόκειτο να εγγυηθεί την εθνική ομοφωνία, να κατοχυρώσει τα δικαιώματα του πολίτη και να εγκαινιάσει την εγκαθίδρυση του συνταγματικού και αντιπροσωπευτικού πολιτεύματος διεξαγόταν υπό το κράτος δρακόντειας αστυνόμευσης ενώ οι αντιπαραθέσεις στις συνεδριάσεις της πολλαπλασιάζονταν ανεξέλεγκτα. Υπό αυτές τις συνθήκες το περίφημο Ψήφισμα Β´, που προέβλεπε τη διάκριση των ετεροχθόνων Ελλήνων σε κατηγορίες ανάλογα με τον χρόνο της εγκατάστασής τους στην Ελλάδα, παρουσιάστηκε ως η αναγκαία συμβιβαστική λύση που θα διευκόλυνε την εκτόνωση της κρίσης. Το κυριότερο ίσως από τα αποτελέσματα του διχασμού μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων ήταν ο περιορισμός του δικαιώματος της εκπροσώπησης των τελευταίων ως ομάδων με βάση τον τόπο της καταγωγής τους. Ενώ δηλαδή στη Συνέλευση είχε γίνει δεκτή η εκπροσώπηση σωματείων, με αποτέλεσμα να συμμετέχουν οι πληρεξούσιοι Αγράφων, «Βολγάρων-Σέρβων και Θρακών», Μακεδόνων, Σουλιωτών, Ηπειρωτών, Θεσσαλών, Κρητών, Κασιωτών, Σαμίων, Χίων και Ψαριανών, στις βουλευτικές εκλογές που διεξήχθησαν, λόγω της ασάφειας του νόμου, επί δύο ολόκληρους μήνες το επόμενο καλοκαίρι, μοναδική εξαίρεση αποτέλεσαν οι Ψαριανοί. Είναι προφανές ότι η εξέλιξη αυτή ικανοποίησε μόνον την Πύλη, που δεν επιθυμούσε τη συμμετοχή στην ελληνική βουλή πολιτικών οι οποίοι θα εκπροσωπούσαν τόπους που είχαν περιέλθει στη δική της δικαιοδοσία.
Σύμφωνα με μια ευρύτερη ερμηνεία, η αντιπαράθεση ήταν το αποτέλεσμα της σύγκρουσης των πολιτικών συμφερόντων των ομάδων που πίστευαν πως ήταν οι νικητές της πρώτης Επανάστασης και μετά την 3η Σεπτεμβρίου επιχειρούσαν να προβληθούν στο πολιτικό προσκήνιο. Σε αυτό το πλαίσιο αντίπαλοί τους θεωρήθηκαν αποκλειστικά οι δυτικοθρεμμένοι Έλληνες, διότι με την παρουσία τους στη νεοσύστατη χώρα ανέτρεψαν τις παραδοσιακές κοινωνικές ισορροπίες της και μονοπώλησαν τα καίρια αξιώματα, επειδή μόνον αυτοί διέθεταν τα προσόντα που απαιτούνταν για τέτοιους διορισμούς στη νέα τάξη πραγμάτων. Το Ψήφισμα Β´ επομένως ικανοποίησε μεν τους αυτόχθονες αλλά η εφαρμογή του τους απογοήτευσε: στην ουσία οδήγησε στην απόλυση για σύντομο χρονικό διάστημα από τα δημόσια αξιώματα μερικών μόνον δεκάδων ετεροχθόνων, που δεν ξεπερνούσαν τους 100. Σε ένα δεύτερο επίπεδο η αντιπαράθεση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων αποκάλυπτε τη σύγκρουση των εθνικών μύθων: εκείνων που είχαν συνδεθεί με την πρώτη Επανάσταση και των καινούργιων, που διαμορφώθηκαν μετά από την «νικηφόρο» έκβαση της 3ης Σεπτεμβρίου. Με αυτήν τη λογική προετοιμάστηκε και το έδαφος για την πολύτιμη παρέμβαση του Ιωάννη Κωλέττη. Με την αγόρευσή του περί «της μεγάλης εκείνης της πατρίδος ιδέας», η νέα αποστολή που αναλάμβανε το έθνος αποκαθιστούσε επιτυχώς τη συνέχεια της ελληνικής πολιτικής ιστορίας και καθιστούσε απολύτως ασήμαντη την εμμονή σε «διακρίσεις Ελλήνων και Ελλήνων, χριστιανών και χριστιανών».(3)
Η απήχηση της ομιλίας του Κωλέττη θα πρέπει ασφαλώς να θεωρηθεί ενδεικτική της καταλυτικής επίδρασης που ασκούσαν οι εθνικές προσδοκίες και οι μυθώδεις θεωρίες για την Ιστορία, το παρόν και το μέλλον της Ελλάδας στη διαμόρφωση της επίσημης πολιτικής του αρτισύστατου κράτους. Ως αποτέλεσμα η «διαίρεση» δε του έθνους σύμφωνα με το Ψήφισμα Β´ λησμονήθηκε πολύ σύντομα και μάλλον πολύ εύκολα. Συμβολικά τουλάχιστον, για τη λήθη του αρκετή θα μπορούσε να θεωρηθεί η αγόρευση ενός μεγαλοϊδεάτη βουλευτή – για παράδειγμα, του βουλευτή Αιγιαλείας Κλεομένους Οικονόμου, ο οποίος, υπό καταφανώς διαφορετικές συνθήκες τον Ιούνιο του 1848, «εκτείνας τας χείρας του ενηγκαλλίσθη και συνήψεν άπασαν την Ελληνικήν φυλήν», έδωσε το οριστικό τέλος στον «κατακερματισμό» της «ελληνικής οικογένειας», τον οποίο είχε προωθήσει «η καταχθόνιος εκείνη περί αυτοχθονισμού καί ετεροχθονισμού ιδέα». Λίγες μέρες αργότερα οι Αθηναίοι πολίτες έσπευσαν να καταθέσουν έξω από τη βουλή «αμαράντινον εκ δάφνης στέφανον», δηλώνοντας έτσι την ομόφωνη απόφασή τους να πολεμήσουν εναντίον του κοινού εξωτερικού εχθρού και υπέρ της Μεγάλης Ελλάδας.(4)
Η κορύφωση των ευρωπαϊκών επεμβάσεων, η εποχή των διπλωματικών κρίσεων
Η γαλλόφιλη κυβέρνηση που σχημάτισε ο Κωλέττης μετά τη νίκη του στις βουλευτικές εκλογές του 1844 βρέθηκε εξαρχής στο επίκεντρο του διπλωματικού ανταγωνισμού των Δυνάμεων. Η σκληρή αντιπολίτευση που δέχθηκε από το αγγλικό και το ρωσικό κόμμα την καθιστούσε δέσμια της αυστριακής και της βαυαρικής πολιτικής. Όχι σπάνια οι επιθέσεις στρέφονταν προσωπικά κατά του πρωθυπουργού (κατηγορήθηκε, π.χ., ότι ευνοούσε τους καθολικούς σε βάρος των ορθοδόξων). Η αιτία ήταν ότι, παρά τις πιέσεις που δεχόταν, αποδεικνυόταν ικανός να διατηρεί την εξουσία και να διατηρεί υπό τον έλεγχό του και τους στρατιωτικούς αλλά και τη βουλή. Στα συνηθισμένα τεχνάσματά του συγκαταλέγονταν, για παράδειγμα, τα εξής: Όταν έκρινε πως ήταν αναγκαίο, εκχωρούσε ελευθερίες στους ισχυρούς καπετάνιους, ώστε να κατευθύνει τις αλυτρωτικές και ληστρικές επιδρομές στην τουρκοκρατούμενη Ηπειροθεσσαλία και έτσι να αξιοποιεί τον ελληνικό μεγαϊδεατισμό προς όφελός του. Παράλληλα κρατούσε ως ενέχυρο τα καίρια χαρτοφυλάκια στα οποία προσέβλεπαν αρκετοί βουλευτές, ενώ στις δύσκολες συνεδριάσεις της βουλής επέλεγε να μείνει στο σπίτι του και να επενδύει στις πελατειακές σχέσεις του. Αναντίρρητα όμως το σπουδαιότερο πρόβλημά του ήταν οι επιθέσεις της Αγγλίας.
Το 1845, οι βρετανικές απειλές για την επιβολή οικονομικού ελέγχου, αν η κυβέρνηση δεν ανταποκρινόταν στις υποχρεώσεις της, δεν πραγματοποιήθηκαν. Αλλά ο γαλλικός «διπλωματικός θρίαμβος» των ισπανικών γάμων, το 1846, που άνοιγε σημαντικές προοπτικές για την επέκταση της γαλλικής επιρροής στην Ισπανία, έδωσε την αφορμή για μια ισχυρότερη διπλωματική επίθεση των Άγγλων εναντίον των Γάλλων και πάλι στην Ελλάδα του γαλλόφιλου Κωλέττη. Όπως πολύ σωστά αναφερόταν στην αγγλόφιλη εφημερίδα «Φίλος του Λαού», ο λόγος της επίθεσης ήταν ότι «η Αγγλία δεν βλέπει κατά την παρούσαν στιγμήν Ελληνικήν κυβέρνησιν, αλλ’ υπό το όνομα τούτο Γαλλικήν κυριαρχίαν εν Αθήναις, και δεν δύναται να υπομένει την αρχήν της Γαλλίας εν τη Ελλάδι». Υπό τις συνθήκες αυτές δύο γεγονότα που έλαβαν χώρα στην ελληνική πρωτεύουσα το πρώτο εξάμηνο του 1847, παρά το γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως φαίνονταν μικρής σημασίας, προσέφεραν στην Αγγλία την ευκαιρία να ενθαρρύνει δύο σοβαρές διπλωματικές κρίσεις, που αποδείκνυαν περίτρανα την απολύτως αδύναμη θέση της Ελλάδας στη διεθνή πολιτική σκηνή.
Το πρώτο, που έμεινε γνωστό ως «επεισόδιο Μουσούρου», ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 1847 στον χορό των Ανακτόρων για τον εορτασμό του νέου έτους. Πρωταγωνιστής του ήταν ο Έλληνας την καταγωγή πρεσβευτής από το 1841 της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στην Αθήνα Κωνσταντίνος Μουσούρος. Δύο μέρες πριν από τον χορό, ο υπασπιστής του Όθωνα Τσάμης Καρατάσος είχε ζητήσει από τον Μουσούρο επικύρωση του διαβατηρίου του για να ταξιδέψει στην Κωνσταντινούπολη, αλλά εκείνος αρνήθηκε, επικαλούμενος την εμπλοκή του Καρατάσου, το 1841, σε εξέγερση στη Μακεδονία. Όταν ο Όθωνας, που είχε ενημερωθεί για το περιστατικό, συνάντησε στον χορό τον Μουσούρο, τον πλησίασε και, κατά μια εκδοχή, του είπε στα γαλλικά: «επίστευον, κύριε, ότι ο Βασιλεύς της Ελλάδος ήξιζε πλειοτέρου σεβασμού, ού εδείξατε» και απομακρύνθηκε χωρίς να περιμένει την απόκρισή του. Σύμφωνα με φήμες, ο Βρετανός πρεσβευτής Έντμουντ Λάιονς έσπευσε να συμβουλέψει τον Μουσούρο να αντιδράσει, κι εκείνος εγκατέλειψε προσβεβλημένος τα ανάκτορα. Τις επόμενες μέρες ο Κωλέττης ανέλαβε προσωπικά την ευθύνη ώστε το επεισόδιο να θεωρηθεί ασήμαντη παρεξήγηση χωρίς να προσβληθεί ο βασιλιάς. Αλλά το επεισόδιο δεν αποσοβήθηκε. Η Πύλη ενημερώθηκε άμεσα και εξέφρασε τη δυσαρέσκειά της με την υποστήριξη των πρεσβευτών στην Κωνσταντινούπολη της Αγγλίας, της Ρωσίας αλλά και της Αυστρίας. Ακολούθησε η ανταλλαγή μιας σειράς διακοινώσεων ανάμεσα αφενός στην ελληνική κυβέρνηση και την τουρκική πρεσβεία και αφετέρου ανάμεσα στους πρεσβευτές της Αγγλίας, της Ρωσίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας και της Πρωσίας στην Κωνσταντινούπολη και την τουρκική κυβέρνηση. Ως αποτέλεσμα επήλθε η διακοπή των ελληνοτουρκικών διπλωματικών σχέσεων. Τον Φεβρουάριο του 1847 ο Μουσούρος εγκατέλειψε την Αθήνα και δύο μήνες αργότερα αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη ο Έλληνας πρεσβευτής.
Στο μεταξύ ο Κωλέττης δέχθηκε τη μεσολάβηση του Μέτερνιχ για τη διευθέτηση της υπόθεσης αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Τέσσερις μήνες αργότερα o πρεσβευτής της Αυστρίας στην Αθήνα ενημέρωνε την κυβέρνηση ότι η λύση που μπορούσε να δώσει η Βιέννη ήταν αυτή που υπαγόρευε ο σουλτάνος με την υποστήριξη της Αγγλίας και της Ρωσίας. Τον Αύγουστο μάλιστα του 1847, δέκα μέρες πριν από το θάνατο του Κωλέττη, εκδόθηκε φιρμάνι που επέβαλε τη διακοπή των ελληνοτουρκικών εμπορικών σχέσεων και διέταζε τις τουρκικές αρχές να μην αναγνωρίζουν τις ελληνικές προξενικές αρχές και να εφοδιάζουν τους Έλληνες υπηκόους με διαβατήρια για την υποχρεωτική επιστροφή τους στην Ελλάδα αν δεν επιθυμούσαν να θεωρούνται στο εξής Οθωμανοί υπήκοοι. Μόνο μετά τον θάνατο του Κωλέττη επιτεύχθηκε η επίλυση του επεισοδίου χάρη στη βοήθεια του τσάρου Νικόλαου, και αφού ο Όθωνας δέχθηκε να αναθερμάνει τις σχέσεις του με την Αγγλία, αναθέτοντας μερικά υπουργεία σε στελέχη του αγγλικού κόμματος.
Η υπόθεση Πατσίφικο και η προστασία του κατόχου βρετανικού διαβατηρίου
Το δεύτερο επεισόδιο ξεκίνησε την Κυριακή του Πάσχα 23 Μαρτίου (4 Απριλίου με το νέο ημερολόγιο) του 1847. Λίγες μέρες νωρίτερα είχε φτάσει στην ελληνική πρωτεύουσα εκπρόσωπος του χρηματοπιστωτικού οίκου Rothschild – «ο ανεψιός του δανειστού της Ελλάδας», όπως αναφερόταν χαρακτηριστικά στον Αιώνα. Ήταν γνωστό ότι οι Ρόθτσιλντ επηρέαζαν τη διπλωματία του Ανατολικού Ζητήματος, επίσης ότι επιδείκνυαν μεγάλη αυστηρότητα στους «πελάτες» τους οι οποίοι διέκοπταν ή καθυστερούσαν πληρωμές λόγω εσωτερικής πολιτικής αστάθειας ή κακοδιαχείρισης και, τέλος, ότι έδειχναν μεγάλο ενδιαφέρον για την κατάσταση των Εβραίων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Έτσι εξηγείται η απόφαση του Έλληνα πρωθυπουργού να απαγορεύσει για το 1847 το έθιμο της καύσης του Ιούδα – τελετή που λάμβανε χώρα την Κυριακή του Πάσχα, μετά τη δεύτερη ανάσταση, «έξωθεν της εκκλησίας απέναντι του ναού του Θησέως». Το ίδιο μεσημέρι όμως μερικές δεκάδες Ελλήνων πολιτών, αφού εμποδίστηκαν να ανάψουν την πυρά, επιτέθηκαν στην οικία του Εβραίου Βρετανού υπηκόου και προξένου της Πορτογαλίας στην Αθήνα τα έτη 1837-1842, Νταβίντε Μπονιφάτσιο Πατσίφικο (Davide Bonifacio Pacifico), γνωστού και ως Don Pacifico, και τη λεηλάτησαν. Αρχικά το περιστατικό σχολιάστηκε μόνο από τις σημαντικότερες εφημερίδες της αντιπολίτευσης και η εκτίμησή τους ήταν κοινή: επρόκειτο για ληστρική επίθεση που υποκινήθηκε όχι τόσο από θρησκευτικό ζήλο αλλά κυρίως από ταραξίες, οι οποίοι υπό συνθήκες πολιτικής αναρχίας συνηθίζουν να χειραγωγούν τους πολλούς. Με άλλα λόγια το επεισόδιο προς στιγμήν προσέφερε ακόμη μια ευκαιρία άσκησης κριτικής κατά της κυβέρνησης. Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, ο Πατσίφικο κατέφυγε αμέσως στη βρετανική πρεσβεία αξιώνοντας τεράστιες αποζημιώσεις.

Σατιρικό σκίτσο («Τράκα-τρούκα», 2 Απριλίου 1850) που δείχνει τον Βρετανό ναύαρχο Πάρκερ να δίνει εντολή σε έναν ναύτη «να προσέχει μήπως ο Πατσίφικο κλέψει κανένα κανόνι»
Πριν από τα μέσα του Απρίλη ο Λάιονς εξέφρασε τη λύπη του στον Κωλέττη, διότι δεν είχε ήδη κινήσει τη διαδικασία της δίκαιης αποζημίωσης ενός Βρετανού υπηκόου. Εφόσον επί τρεις εβδομάδες δεν έλαβε απάντηση, ανέφερε το επεισόδιο στον Πάλμερστον. Τώρα οι απαιτήσεις της Βρετανίας περιλάμβαναν, πέρα από αποζημιώσεις Ιονίων και Βρετανών υπηκόων, και εδαφικές διεκδικήσεις (τα νησιά Ελαφόνησο και Σαπιέντζα). Οι συζητήσεις σχετικά με τις βρετανικές απαιτήσεις συνεχίστηκαν το κρίσιμο έτος των ευρωπαϊκών επαναστάσεων 1848 αφού, λόγω της υποχώρησης του γαλλικού ενδιαφέροντος για τις ελληνικές εξελίξεις, η Αγγλία είχε την ευκαιρία να θέσει την Ελλάδα υπό τον άμεσο έλεγχό της. Παράλληλα οι εξεγέρσεις στην Κεφαλονιά και άλλα νησιά του Ιονίου εξήραν τις ανησυχίες του Πάλμερστον ότι το ελληνικό κράτος (ίσως και με τη συμβουλή άλλης Δύναμης) επέκτεινε τις μεγαλοϊδεατικές προσδοκίες του στα υπό βρετανική κυριαρχία νησιά.
Η νέα κορύφωση των ελληνοβρετανικών διαπραγματεύσεων εκδηλώθηκε στα τέλη του 1849 και στις αρχές του 1850. Τότε ο ναύαρχος Ουίλιαμ Πάρκερ (William Parker) (κατά σύμπτωση ο κυβερνήτης του πολεμικού πλοίου που το 1828 είχε φέρει τον Καποδίστρια στην Ελλάδα) έλαβε την εντολή του να προχωρήσει στον αποκλεισμό του Πειραιά. Κατά μία εκδοχή, ο αποκλεισμός του Πειραιά σχετιζόταν άμεσα με τις εξεγέρσεις στα νησιά του Ιονίου και είχε στόχο αφενός να δείξει στους Επτανήσιους ριζοσπάστες ότι έπρεπε να έχουν λίγη εμπιστοσύνη στην ξένη υποστήριξη, αφετέρου να δώσει ένα «καλό μάθημα» στο ελληνικό βασίλειο. Ασφαλώς ο αποκλεισμός συνδυαζόταν πάλι με τον αγγλογαλλικό ανταγωνισμό. Ο Πάλμερστον δηλαδή ήταν πεπεισμένος πως οι Γάλλοι είχαν ενθαρρύνει την ελληνική απόφαση να μην ικανοποιήσει τις βρετανικές απαιτήσεις. Ως εκ τούτου, υποστήριζε ότι αποτόλμησε τον αποκλεισμό του Πειραιά, ακόμη κι αν επρόκειτο για απόφαση με πολιτικό κόστος, προκειμένου να μην υποταχθεί στη γαλλική πολιτική. Χάρη στις ρητορικές ικανότητές του κατάφερε να διατηρήσει την εμπιστοσύνη των βρετανικών νομοθετικών σωμάτων, αναδεικνύοντας την αρχή της προστασίας των Βρετανών υπηκόων στο εξωτερικό σε δόγμα της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής (γνωστό και ως δόγμα Πατσίφικο στη βιβλιογραφία). Ίσως αυτό ήταν το σημαντικότερο κέρδος της βρετανικής πολιτικής από την κρίση.(5)
Για την Ελλάδα όμως οι διαστάσεις που έλαβαν τόσο το «επεισόδιο Πατσίφικο» όσο και το «επεισόδιο Μουσούρου» αποδείκνυαν την ανίσχυρη θέση της στη διεθνή πολιτική σκηνή. Επίσης επιβεβαίωναν την ανάγκη της να διαθέτει την προστασία κάποιας τουλάχιστον δύναμης προκειμένου να ασκεί κάποιας μορφής εθνική εξωτερική πολιτική. Ειδικότερα για τον θρόνο του Όθωνα τα δύο επεισόδια και οι συνέπειές τους σήμαναν τις απαρχές της απόλυτης αποδυνάμωσης. Στο εξής οι αποτυχίες του βασιλιά της Ελλάδας ήταν συναπτές και αλληλένδετες. Σε πρώτο χρόνο, επιδιώκοντας να αποφύγει τον κίνδυνο της διπλωματικής απομόνωσης της χώρας μετά τον αποκλεισμό του Πειραιά, προσπάθησε να προσεγγίσει τη Ρωσία, δείχνοντας τώρα πρόθυμος να δεχθεί τη μεσολάβησή της στην επίλυση του θρησκευτικού ζητήματος και ελπίζοντας να ικανοποιήσει έτσι τον ελληνικό λαό. Τόσο η Ρωσία όμως όσο και η Γαλλία στήριξαν την τακτική που εφάρμοσε η Αγγλία για την επίλυση του «επεισοδίου Πατσίφικο» ενώ και η είδηση της επικύρωσης του Συνοδικού Τόμου αντί να χαροποιήσει τον ελληνικό λαό, προκάλεσε αντιδράσεις και επεισόδια. Εξάλλου οι καταστροφές της αγροτικής παραγωγής τον βαρύ χειμώνα του 1850, η σιτοδεία του 1851 και στη συνέχεια η φυλλοξήρα που έπληξε την ελληνική σταφιδοπαραγωγή είχαν πολλαπλασιάσει τα προβλήματα της χώρας.
Αν δεχθούμε πάντως ότι η αποδυνάμωση των κομμάτων από το 1850 ήταν το μοναδικό ουσιαστικό κέρδος του Όθωνα, η ερμηνεία του ότι τώρα είχε την ευκαιρία να εφαρμόσει μια αυστηρά συγκεντρωτική πολιτική αποδείχθηκε πάλι αποτυχημένη. Βραχυπρόθεσμα κατάφερε να ελέγχει τον σχηματισμό κυβερνήσεων. Αλλά οι αυταρχικές παρεμβάσεις του στην πολιτική οδηγούσαν προοδευτικά στη δραστική μείωση των ανθρώπων που παρέμεναν αφοσιωμένοι στον θρόνο του και επίσης προετοίμαζαν τη συσπείρωση της νέας γενιάς στο αντιδυναστικό στρατόπεδο. Η τελευταία του ευκαιρία, ή τουλάχιστον το γεγονός που του έδωσε την εντύπωση ότι είχε την ευκαιρία που από καιρό ζητούσε, ήταν ο Κριμαϊκός Πόλεμος. Ακόμη κι αν πράγματι εναπέθεσε τις ελπίδες του για την εκτόνωση της εσωτερικής κρίσης σε έναν αλυτρωτικό αγώνα και σε εδαφικά κέρδη, μάλλον δεν έλαβε υπόψη του ότι ήταν αδύνατο να ελέγξει τον μεγαλοϊδεατικό εθνικισμό των Ελλήνων, τον οποίο βέβαια ο ίδιος ενθάρρυνε συστηματικά μέχρι τότε με την προσδοκία ότι έτσι ενίσχυε τον θρόνο του. Ως αποτέλεσμα, εγκλωβίστηκε και υποχρεώθηκε να αποδεχθεί όχι μόνον την ουδετερότητα αλλά και το «υπουργείο Κατοχής» που του επέβαλαν οι Άγγλοι και οι Γάλλοι (οι οποίοι δύο μέρες είχαν καταλάβει τον Πειραιά). Κατ’ επέκταση έδωσε ακόμη μία αφορμή ειδικά στους Άγγλους να επιθυμούν την εκδίωξή του και επίσης απέδειξε στους υπηκόους του ότι δεν ήταν ο ικανός εθνάρχης που θα μπορούσε να υλοποιήσει τις μεγαλοϊδεατικές προσδοκίες τους.
Αντί επιλόγου: Η νέα επανάσταση και η έξωση του Όθωνα
Ο πανηγυρικός εορτασμός της εικοσιπενταετηρίδας της δυναστείας τον Ιανουάριο του 1858 ήταν το ύστατο γεγονός που έδινε την εντύπωση ότι ο Όθωνας διέθετε ισχυρά ερείσματα στην ελληνική κοινωνία. Ασφαλώς οι λόγοι που επέτρεψαν την οργάνωση του αντιδυναστικού αγώνα δεν είναι δυνατό να αναζητηθούν στις «αλλαγές» που συνέβησαν μέχρι τις αρχές του επόμενου έτους. Αντίθετα, απαιτούν τη συνδυαστική αποτίμηση των επιτυχιών και των αποτυχιών της βασιλικής πολιτικής σε όλη τη διάρκεια της συνταγματικής μοναρχίας και επιπλέον την αποκωδικοποίηση της αλληλένδετης σχέσης μεταξύ των εσωτερικών εξελίξεων, των διεθνών συγκυριών και των εξωτερικών παρεμβάσεων. Αν επιχειρηθεί δηλαδή η σκιαγράφηση του περίπλοκου και εξαιρετικά εύθραυστου πολιτικού περιβάλλοντος στο οποίο θα πρέπει να τοποθετηθούν οι πιθανές εξηγήσεις, η εικόνα που διαμορφώνεται είναι η εξής. Αφενός ήταν οι συνεχόμενες παρεμβάσεις των Δυνάμεων στις ελληνικές υποθέσεις και ο αδυσώπητος ανταγωνισμός τους. Ένα δεύτερο στοιχείο συνιστούν η ανεξέλεγκτη δράση των ξένων πρεσβευτών στον ελληνικό πολιτικό μικρόκοσμο.

Ο Όθωνας αυτοεξόριστος πλέον στο Μόναχο το 1865. Φοράει ακόμη τη φουστανέλα. Η βασιλεία του κρίθηκε αποτυχημένη
Ως πρόσθετος παράγοντας θα πρέπει να σημειωθεί η οικονομική εξάρτηση μιας ανίσχυρης στη διεθνή σκηνή αλλά μεγαλοϊδεατικής χώρας. Αξίζει επίσης να τονιστεί ότι στο διάστημα που μεσολάβησε από την ανάρρηση του Όθωνα στον ελληνικό θρόνο μέχρι την κορύφωση του αντιδυναστικού αγώνα η κοινωνική, οικονομική και δημογραφική ανάπτυξη της πρωτεύουσας και των σημαντικότερων αστικών κέντρων της χώρας επέτρεπε νέες ομαδοποιήσεις του ελληνικού λαού (επαγγελματικές, ιδεολογικές κ.λπ.) και επίσης ευνοούσε μαζικές κινητοποιήσεις. Οι απόφοιτοι του πανεπιστημίου Αθηνών, για παράδειγμα, συγκροτούσαν πια μια σημαντική ομάδα. Αρκετοί αρθρογραφούσαν στις εφημερίδες της εποχής και κάποιοι στα ριζοσπαστικότερα φύλλα που πολλαπλασιάζονταν στα τέλη της δεκαετίας, ενώ οι πολιτικοί της παλιάς γενιάς διάνυαν πια το τελευταίο στάδιο της σταδιοδρομίας τους. Θα πρέπει, τέλος, να τονιστεί η σημασία των τελευταίων αποτυχιών του Όθωνα: η πρώτη, κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, και η δεύτερη κατά την κλιμάκωση του αγώνα της ιταλικής ενοποίησης.
«Η από της εγκαταστάσεως του Συντάγματος πολιτική του βασιλέως Όθωνος υπήρξεν απαισία και αξιοθρήνητος» ανέφερε το πρωτοσέλιδο άρθρο του «Αιώνα» τον Οκτώβριο του 1862. Οι Έλληνες ούτε ήταν αγνώμονες απέναντι στις Δυνάμεις, ούτε ήταν ανάξιοι ή ανίκανοι να διοικηθούν αλλά ούτε αμφισβητούσαν τα δικαιώματα της μοναρχίας, προσέθετε η ίδια εφημερίδα σε ένα από τα επόμενα φύλλα της. Αυτό που είχαν καταφέρει ήταν η απομάκρυνση μιας αποτυχημένης δυναστείας, όπως αποδείκνυε η σύγκρισή της με τις ευρωπαϊκές, αλλά και όπως επιθυμούσαν οι τελευταίες να παρουσιάζεται η δυναστεία του Όθωνα.
* Η Ελπίδα Κ. Βόγλη είναι επίκουρη καθηγήτρια, ΤΙΕ, ΔΠΘ
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #49 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 14 Οκτωβρίου 2018. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.
Παραπομπές
(1) Για τις παρεμβάσεις των Δυνάμεων και το ευρύτερο πολιτικό κλίμα της εποχής, βλ. John A. Petropulos, Πολιτική και συγκρότηση κράτους στο ελληνικό βασίλειο (1833-1843), Αθήνα: ΜΙΕΤ, 1985, τ. 1, σ. 356-365 και τ. 2, σ. 494-511 και 570-578. Βλ. επίσης Στέφανος Π. Παπαγεωργίου, Από το γένος στο έθνος. Η θεμελίωση του ελληνικού κράτους, 1821-1862, Αθήνα: εκδ. Παπαζήση, 2004, σ. 409-428.
(2) Αναλυτικότερα, βλ. Ελπίδα Κ. Βόγλη, «Ανάμεσα σε δύο επαναστάσεις: Το βασίλειο του Όθωνα και οι προστάτιδες Δυνάμεις», στο Αθ. Μπάλτα, Ελ. Βόγλη και Χ. Χρηστίδης, Θέματα Ελληνικής Ιστορίας (19ος-20ός αι.), Κάλλιπος, Ελληνικά Ακαδημαϊκά Συγγράμματα και Βοηθήματα, ebook 2016, διαθέσιμο στο: https://repository.kallipos.gr/handle/11419/6366. Βλ. στο ίδιο αναλυτικότερη βιβλιογραφία.
(3) Για την αντιπαράθεση μεταξύ αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, βλ. Ιωάννης Δημάκης, Η πολιτειακή μεταβολή του 1843 και το ζήτημα των αυτοχθόνων και ετεροχθόνων, Αθήνα 1991.
(4) Αναλυτικότερα για τις συζητήσεις της Εθνοσυνέλευσης σχετικά με το ζήτημα της ελληνικής ταυτότητας, βλ. Ελπίδα Κ. Βόγλη, «Έλληνες το γένος»: Η ιθαγένεια και η ταυτότητα στο εθνικό κράτος των Ελλήνων (1821-1844), Ηράκλειο: Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2007, κεφ. 7.
(5) Βλ. Βόγλη, «Ανάμεσα σε δύο επαναστάσεις», ό.π., όπου παρατίθεται και η σχετική βιβλιογραφία.




















