HotDoc.History: Παλαιστινιακό – Το «ντοκιμαντέρ» 40 χρόνων πολέμου ελπίδων και διαψεύσεων
Από την ίδρυση του Ισραήλ μέχρι τη συμφωνία του Όσλο.

Η ίδρυση του ανεξάρτητου κράτους του Ισραήλ το 1948 ήταν μια εξέλιξη που οφειλόταν σε μεγάλο βαθμό στα γεγονότα του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Η Μεγάλη Βρετανία, που από τον Α΄ Παγκόσμιο και μετά είχε υπό την ευθύνη της την περιοχή της Παλαιστίνης, είχε προτείνει τον διαχωρισμό της σε δύο κράτη: ένα εβραϊκό και ένα αραβικό. Όμως οι Άραβες απέρριψαν αυτό το σενάριο. Και επειδή οι Βρετανοί ήθελαν οπωσδήποτε στο πλευρό τους τούς Άραβες στον νέο πόλεμο, περιόρισαν αυστηρά τη μετακίνηση στην Παλαιστίνη όσων Εβραίων έφευγαν από τη Γερμανία λόγω των χιτλερικών διώξεων. Αυτό συνέβη το 1939, χρονιά έναρξης του πολέμου. Και πάλι, όμως, στο τέλος του Β΄ Παγκόσμιου από 100.000 Εβραίοι που ζούσαν στην Παλαιστίνη το 1919, βρίσκονταν εκεί πλέον 600.000. Αντιστοίχως, οι Άραβες είχαν φτάσει από τις 440.000 στο 1.000.000.
Μετά τον πόλεμο οι Βρετανοί ήθελαν να απαλλαχθούν πια από την ευθύνη της Παλαιστίνης. Δεν ήταν όμως εύκολο να γίνει αυτό ομαλά, αφού Αραβες και Εβραίοι είχαν ήδη αρχίσει να συγκρούονται βίαια στην περιοχή και η άμεση απομάκρυνση των Βρετανών μπορεί να βύθιζε την περιοχή στο χάος.

(Ο Σαντάτ παρακολουθεί τη Μέιρ καθώς εκφωνεί λόγο προς την Κνεσέτ στις 21 Νοεμβρίου 1977. (Associated Press)
Η απόφαση του ΟΗΕ το 1947 και ο πόλεμος του 1948
Υπό την πίεση και των ΗΠΑ ελήφθη τελικά μια απόφαση από τον νεοϊδρυθέντα ΟΗΕ, η απόφαση 181 του 1947, για τη δημιουργία στην Παλαιστίνη δύο κρατών: ενός αραβικού και ενός εβραϊκού. Την εξέλιξη αυτή ήθελε και η Σοβιετική Ένωση, αφού ο Στάλιν πίστευε ότι λόγω της σοσιαλιστικής κατεύθυνσης των δυτικοευρωπαϊκών εβραϊκών κοινοτήτων το νέο κράτος θα μπορούσε να είναι φιλικό προς την ΕΣΣΔ. Η απόφαση αναμενόμενα βρήκε αντίθετους τους Άραβες και έφερε νέες συγκρούσεις κατά την αποχώρηση των Βρετανών.
Ο φόβος των τελευταίων δικαιωνόταν. Ακόμη περισσότερο όταν, λίγο αφότου το Ισραήλ διακήρυξε την ανεξαρτησία του τον Μάιο του 1948 (την οποία αμέσως αναγνώρισαν οι ΗΠΑ και η Σοβιετική Ένωση), το νέο κράτος δέχτηκε συντονισμένη επίθεση από πέντε αραβικές χώρες. Αίγυπτος, Ιράκ, Λίβανος, Συρία και Ιορδανία εισέβαλαν στο Ισραήλ. Οι ένοπλες δυνάμεις του τελευταίου (πιο σωστά, οι ένοπλες ομάδες που είχαν ήδη διαμορφωθεί και είχαν ήδη συγκρουστεί μεταξύ τους, όπως γίνεται σχεδόν πάντα σε ένα κράτος που δημιουργείται ή αλλάζει καθεστώς μέσα από ένοπλη σύγκρουση) είχαν μόλις ενοποιηθεί υπό την πυγμή του πρωθυπουργού Μπεν Γκουριόν. Δεν είχαν την πείρα των Αράβων, οι οποίοι όμως δεν κατάφεραν ποτέ να συντονιστούν σε ένα ενιαίο επιχειρησιακό κέντρο επειδή οι χώρες τους προωθούσαν το δικό της σχέδιο η καθεμία. Χαρακτηριστικό είναι πως ο βασιλιάς της Ιορδανίας δεν ήθελε τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους εκείνη τη στιγμή, διότι ηγέτης του θα ήταν ο αντίπαλός του Αλ Χουσεΐνι, μεγάλος μουφτής της Ιερουσαλήμ, τοποθετημένος στη θέση αυτή από τους Βρετανούς. Οι ισραηλινές δυνάμεις κατάφεραν να αντισταθούν και μέσα σε ένα μήνα όλες οι πλευρές δέχτηκαν την κατάπαυση πυρός. Είναι χαρακτηριστικό πως τους Ισραηλινούς εξόπλιζε στα κρυφά, μέσω Τσεχίας, η Σοβιετική Ένωση του Στάλιν, πιθανότατα για να κερδίσει πόντους στην περιοχή έναντι των Βρετανών.
Τον επόμενο μήνα οι μάχες άρχισαν ξανά. Οι Ισραηλινοί, παρά τις επιτυχίες τους, δεν κατάφεραν να κρατήσουν την Παλαιά πόλη της Ιερουσαλήμ, την οποία κατέλαβε η Ιορδανία. Η Αίγυπτος κατέλαβε τη Γάζα και η Συρία τα Υψώματα του Γκολάν. Αυτός ο πόλεμος είναι ο πιο αιματηρός στην ιστορία του Ισραήλ έως τώρα. Κόστισε 6.000 νεκρούς και 30.000 τραυματίες σε έναν πληθυσμό μόλις 780.000 ανθρώπων. Όμως όταν τελείωσε, τον Ιούλιο του 1949, το Ισραήλ κατείχε πλέον συνολικά 20% περισσότερα εδάφη. Η Ιορδανία κατείχε μεν τη δυτική όχθη του Ιορδάνη ποταμού, αλλά η περιοχή αυτή έτσι κι αλλιώς προοριζόταν για το κράτος της Παλαιστίνης.

(Στις 10 Δεκεμβρίου 1994 οι Αραφάτ, Ράμπιν και Πέρες παραλαμβάνουν το Νόμπελ Ειρήνης στο Όσλο, (Associated Press, Nati Harnik)
Στις εκλογές που ακολούθησαν στο Ισραήλ το ίδιο έτος ο Μπεν Γκουριόν έγινε ξανά πρωθυπουργός με το Εργατικό Κόμμα, σε μια κυβέρνηση συνεργασίας, όπως είναι από τότε όλες όσες είχε ως σήμερα το Ισραήλ. Ο Γκουριόν κατηγορούσε τις πολιτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στα αριστερά του ως φιλοσοβιετικές και όσες βρίσκονταν στα δεξιά του ως αντιδημοκρατικές. Ενέταξε όμως στον συνασπισμό του τα ορθόδοξα εβραϊκά κόμματα, τα οποία ως αντάλλαγμα πήραν τον έλεγχο των ζητημάτων του γάμου, του διαζυγίου, του προσηλυτισμού και άλλων συναφών πεδίων ατομικών δικαιωμάτων. Το 1950 η κυβέρνηση Γκουριόν εξέδωσε τον Νόμο της Επιστροφής, με τον οποίο οι Εβραίοι άλλων χωρών μπορούσαν να εγκατασταθούν στο Ισραήλ και να πάρουν αμέσως την υπηκοότητα του νέου κράτους, κάτι που σε λίγο δημιούργησε νέα ζητήματα σε σχέση με την εθνική ταυτότητα, καθώς δεν ήταν απολύτως καθαρό το ποιος μπορούσε να θεωρηθεί Εβραίος. Για παράδειγμα, δεν ήταν σαφές αν ένας άνθρωπος εβραϊκής καταγωγής που είχε αλλάξει θρήσκευμα θα έπρεπε να θεωρείται Εβραίος. Επίσης, οι Μιζραχίμ, οι Εβραίοι της Μέσης Ανατολής, είχαν διαφορετική κουλτούρα από τους ευρωπαϊκής καταγωγής σιωνιστές που είχαν τον έλεγχο της χώρας. Έτσι, οι δεύτεροι έστειλαν τους πρώτους να κατοικήσουν σε ερημικές περιοχές.
Η εθνικοποίηση και ο πόλεμος του Σουέζ
Οι συγκρούσεις του Ισραήλ με άτακτους ένοπλους Άραβες που προσπαθούσαν να καταλάβουν τις περιοχές από τις οποίες είχαν εξοριστεί δεν σταματούσαν. Μάλιστα οι ΗΠΑ δεν έδειχναν μεγάλη διάθεση να βοηθήσουν. Ο κόσμος είχε μπει πια στην περίοδο του Ψυχρού Πολέμου. Οι Αμερικανοί έβλεπαν την τάση των αραβικών χωρών να αναζητούν στηρίγματα στην ΕΣΣΔ και δεν ήθελαν να τις σπρώξουν ακόμη πιο βαθιά στην αγκαλιά της. Ειδικά η Αίγυπτος αναζητούσε τη στήριξη των Σοβιετικών για να βοηθήσει τις αφρικανικές χώρες να διώξουν τους αποικιοκράτες Βρετανούς και Γάλλους. Από την άλλη, η Ιορδανία συνέχιζε να έχει διαύλους επικοινωνίας με τους Ισραηλινούς και να εμποδίζει τη δημιουργία παλαιστινιακού κράτους υπό τον Χουσεΐν, κάτι που οδήγησε στη δολοφονία του Ιορδανού βασιλιά Αμπντουλάχ το 1951 από έναν Παλαιστίνιο, επειδή νωρίτερα είχε ανακοινώσει την οριστική προσάρτηση της Δυτικής Όχθης στην Ιορδανία, στερώντας την έτσι από τους Παλαιστίνιους. Οι επιθέσεις των άτακτων Αράβων στο Ισραήλ συνεχίζονταν ως το 1953, όταν το Ισραήλ αποφάσισε να αντεπιτεθεί, κάτι που έκανε με επιτυχία.

Πτώμα Αιγύπτιου στρατιώτη στη Λωρίδα της Γάζας τον Ιούνιο του 1967. Associated Press
Στο μεταξύ, στην Αίγυπτο από τον προηγούμενο χρόνο υπήρχε καθεστωτική αλλαγή. Η οργάνωση Ελεύθεροι Αξιωματικοί ανέτρεψε τον βασιλιά Φαρούκ, αξιοποιώντας και τη δυσαρέσκεια του κόσμου από την ήττα του 1948. Κατήργησε τη βασιλεία, μετατρέποντας την Αίγυπτο σε ισλαμική δημοκρατία. Το 1954 ο αξιωματικός Γκαμάλ Νάσερ (Gamal Abdel Nasser) ανέτρεψε τον πρόεδρο της χώρας με την κατηγορία της πολύ ανεκτικής στάσης απέναντι στο Σουδάν και το 1956, έπειτα από εκλογές, έγινε επισήμως ο ίδιος πρόεδρος της χώρας, υπό τη διακριτική στήριξη της ΕΣΣΔ. Ήταν η χρονιά που αποφάσισε να κρατικοποιήσει τη διώρυγα του Σουέζ, που ως τότε βρισκόταν υπό διεθνή έλεγχο, δυσαρεστώντας τις Βρετανία και Γαλλία, ενώ ένα χρόνο πριν είχε υπογράψει συμφωνία ασφάλειας με την ΕΣΣΔ και αγοράς όπλων από την Τσεχοσλοβακία.
Αυτές οι κινήσεις θορύβησαν το Ισραήλ, που άρχισε να σχεδιάζει μια επίθεση κατά της Αιγύπτου προτού αυτή αποκτήσει μεγαλύτερο στρατιωτικό πλεονέκτημα. Ετσι, σε λίγο ισραηλινές δυνάμεις εισέβαλαν στην έρημα του Σινά, στις αιγυπτιακές περιοχές. Αυτό επέτρεψε στη Βρετανία και τη Γαλλία να εισβάλουν πιο εύκολα στην περιοχή της διώρυγας. Οι ΗΠΑ –προφανώς βλέποντας το ενδεχόμενο ενός πολέμου για το οποίο δεν ήταν έτοιμες και μη θέλοντας να ενισχυθεί η σοβιετική επιρροή στην περιοχή– αντέδρασαν και ανάγκασαν τις δύο ευρωπαϊκές δυνάμεις να υποχωρήσουν. Ομοίως και το Ισραήλ. Για μια δεκαετία οι συνοριακές πολεμικές συγκρούσεις σταμάτησαν, ενώ το Ισραήλ πραγματοποίησε μεγάλες αγορές όπλων από τη Γαλλία και τις ΗΠΑ –από τις τελευταίως εμμέσως, με τη Δυτική Γερμανία ως ενδιάμεσο–, αναβαθμιζόμενο στρατιωτικά κατά πολύ.
Ο Πόλεμος των Έξι Ημερών
Ο επόμενος μεγάλος σταθμός της ιστορίας των συγκρούσεων στην περιοχή ήταν το 1967, στον Πόλεμο των Έξι Ημερών. Πρωθυπουργός του Ισραήλ ήταν ο Λεβί Εσκόλ (Levi Eshkol). Οι συνοριακές προστριβές, παρότι δεν είχαν εκλείψει πλήρως, δεν ήταν τόσο υψηλής έντασης. Όμως τον Μάιο του 1967 οι Ισραηλινοί αντιλήφθηκαν ότι οι αραβικές χώρες ετοίμαζαν επίθεση εναντίον τους. Την ίδια στιγμή η ΕΣΣΔ έβλεπε κάποιες στρατιωτικές κινήσεις του Ισραήλ ως προπομπό επίθεσης στη Συρία. Η ίδια η Συρία συμμάχησε με την Αίγυπτο και ο Νάσερ, αφού έκλεισε τη διώρυγα του Σουέζ για τα ισραηλινά πλοία, έστειλε δυνάμεις στα σύνορα του Ισραήλ στην έρημο του Σινά. Η Ιορδανία δεν μπορούσε να μείνει έξω από τις εξελίξεις και μπήκε κι αυτή στο παιχνίδι συμμαχώντας με τις άλλες αραβικές χώρες και επιτρέποντας στα στρατεύματα της Συρίας και του Ιράκ να ακροβολιστούν στα σύνορά της με το Ισραήλ, προκαλώντας έτσι την περικύκλωσή του.
Ο Εσκόλ υπό την πίεση της αντιπολίτευσης έκανε μια κυβέρνηση εθνικής ενότητας και όρισε υπουργό Εθνικής Αμυνας τον Μοσέ Νταγιάν (Moshe Dayan), στη θέση του Γιτζάκ Ράμπιν που είχε καταρρεύσει από υπερκόπωση. Την επόμενη μέρα, 5 Ιουνίου 1967, στις 7.45 το πρωί το Ισραήλ έκανε τη μεγάλη κίνηση που έκρινε τον πόλεμο. Επιτέθηκε πρώτο και με την αεροπορία του βομβάρδισε τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της Αιγύπτου. Ο αιφνιδιασμός ήταν απόλυτος, το ίδιο και η επιτυχία. Η πολεμική αεροπορία της Αιγύπτου διαλύθηκε. Τα αεροπλάνα της καταστράφηκαν στο έδαφος, όπως και τα ίδια τα πολεμικά αεροδρόμια, για την τοποθεσία των οποίων οι Ισραηλινοί είχαν ακριβή πληροφόρηση.
Προώθηση σε διώρυγα, Γκολάν, Ιερουσαλήμ
Παράλληλα, οι ισραηλινές δυνάμεις επιτέθηκαν και στους στρατούς των άλλων αραβικών χωρών. Σε μόλις έξι μέρες είχαν φτάσει νικηφόρες στη διώρυγα του Σουέζ, στις όχθες του Ιορδάνη και στα Υψώματα του Γκολάν, ενώ είχαν καταλάβει και τα τμήματα της Ιερουσαλήμ που δεν κατείχαν ως τότε, μεταξύ των οποίων και την Παλαιά Πόλη. Ενώ οι δυνάμεις των δύο πλευρών δεν ήταν τόσο άνισες, παρότι οι Αραβες υπερτερούσαν καθαρά, η αιφνίδια επίθεση ανέτρεψε πλήρως τον συσχετισμό δύναμης. Και εν πολλοίς οφειλόταν στο ότι τα ισραηλινά αεροπλάνα, υπό την καθοδήγηση του Νταγιάν, χτύπησαν εκεί που οι Αιγύπτιοι δεν περίμεναν. Φεύγοντας από το Ισραήλ έκαναν έναν κύκλο πάνω από τη Μεσόγειο, εφοδιάστηκαν με καύσιμα στον αέρα από αμερικανικά αεροσκάφη και έστριψαν ώστε να επιτεθούν στην Αίγυπτο από τη δύση, σαν να έρχονταν από την Ιταλία.
Στο τέλος του πολέμου η σύγκριση των απωλειών ήταν συγκλονιστική. Στις μάχες με την Αίγυπτο χάθηκαν περίπου 12.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες και μόλις 257 Ισραηλινοί, ενώ οι αιχμάλωτοι ήταν τριπλάσιοι και πιάστηκαν με όλο τον εξοπλισμό τους. Στις συγκρούσεις με τις δυνάμεις της Συρίας και της Ιορδανίας οι πρώτες έχασαν 4.000 και 6.000 αντιστοίχως, ενώ οι Ισραηλινοί 100 και 150 στρατιώτες.
Η Χερσόνησος του Σινά, η Δυτική Όχθη, τα Υψώματα του Γκολάν και η Ανατολική Ιερουσαλήμ, όλα εδάφη που πριν από τον πόλεμο βρίσκονταν εκτός της επικράτειας του Ισραήλ, τώρα πια βρίσκονταν υπό τον έλεγχό του. Σε αυτές τις περιοχές ζούσαν 1 εκατομμύριο Παλαιστίνιοι. Η επέκταση του Ισραήλ συνάντησε διεθνή αντίδραση. Ο πρόεδρος της Γαλλίας Σαρλ ντε Γκολ (Charles de Gaulle) επέβαλε εμπάργκο όπλων στο Ισραήλ, αποδυναμώνοντας έτσι την πολεμική του αεροπορία, στην οποία νωρίτερα είχε πουλήσει αεροσκάφη. Στη θέση τους το Ισραήλ σε λίγο συμφώνησε να προμηθευτεί αμερικανικά.
Η κρίση δεν έληγε εύκολα. Ο Εσκόλ πρότεινε μυστικά στις αραβικές χώρες να ανταλλάξει μεγάλο μέρος των νέων εδαφών με συμφωνίες ειρήνης μαζί τους. Ο Νάσερ αρνήθηκε και συγκέντρωσε τις κυβερνήσεις των αραβικών χωρών στη Σύνοδο του Χαρτούμ, τον Αύγουστο του 1967, ώστε να διαμορφώσουν ενιαία στάση κατά του Ισραήλ. Το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, βλέποντας το ενδεχόμενο νέου πολέμου, εξέδωσε τη Διακήρυξη 242 με την οποία κάλεσε το Ισραήλ να αποσύρει τις δυνάμεις του από τις κατεχόμενες περιοχές και όλες τις πλευρές να αναγνωρίσουν το δικαίωμα των κατοίκων να ζήσουν «με ασφάλεια εντός αναγνωρισμένων συνόρων». Το Ισραήλ πιάστηκε από το ότι στο αγγλικό κείμενο της απόφασης η αναφορά γίνεται σε «κατεχόμενα εδάφη» και όχι σε «όλα τα κατεχόμενα εδάφη» και άρχισε να διαπραγματεύεται σε αυτήν τη βάση.

ΑΡΙΣΤΕΡΑ: Ο φαλαγγίτης πρόεδρος του Λιβάνου Μπασίρ Τζεμαγιέλ (δεξιά) υπήρξε όργανο του Σαρόν. ΔΕΞΙΑ: Εικόνα φρίκης από τη σφαγή περίπου 3.500 Παλαιστίνιων προσφύγων στα στρατόπεδα Σάμπρα και Σατίλα του Λιβάνου τον Σεπτέμβριο του 1982 από Χριστιανούς φαλαγγίτες υπό την επίβλεψη του Σαρόν
Γκόλντα Μέιρ, επιδρομές στην Αίγυπτο
Στο μεταξύ, το Ισραήλ συνέχισε να εξουσιάζει τις κατακτημένες περιοχές, αλλά με σχετική χαλαρότητα. Όμως επέκτεινε τα όρια της Ιερουσαλήμ και ανέπτυξε νέες γειτονιές, προκειμένου να δημιουργήσει μια εβραϊκή πλειοψηφία κατοίκων, αν και τελικά δεν μετέφερε σε αυτές πάνω από 5.000 ανθρώπους.
Στις αρχές του 1969 η Αίγυπτος ξεκίνησε τον λεγόμενο Πόλεμο της Φθοράς. Μια σειρά από επιθέσεις με βαρύ οπλισμό, αεροσκάφη και με την αρωγή Σοβιετικών συμβούλων που επέφεραν μεγάλα πλήγματα στο Ισραήλ. Η νέα πρωθυπουργός του Γκόλντα Μέιρ διέταξε μαζική επιδρομή από αέρος στην ενδοχώρα της Αιγύπτου, μέχρι να επέμβει με αεροπορικές περιπολίες η ΕΣΣΔ και να περιοριστούν οι μάχες στην περιοχή του Σουέζ. Το Ισραήλ δεχόταν ταυτόχρονα επίθεση και μέσα από το έδαφος της Ιορδανίας, από αντάρτες της Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης (Palestine Liberation Organization – PLO) του Γιάσερ Αραφάτ (Yasser Arafat) που είχε ιδρυθεί το 1964 και την οποία το Ισραήλ σύντομα χαρακτήρισε τρομοκρατική οργάνωση. Τελικά η παρέμβαση του Ρίτσαρντ Νίξον (Richard Nixon), προέδρου των ΗΠΑ, που φοβήθηκε πως η κλιμάκωση των συγκρούσεων θα προκαλούσε πόλεμο του Ισραήλ με την ΕΣΣΔ, έφερε μια συμφωνία ειρήνης την οποία δέχτηκαν όλες οι πλευρές τον Αύγουστο του 1970.
Η συμφωνία ανακινούσε μια διπλωματική διαδικασία με στόχο οριστικές συμφωνίες ειρήνης με αντάλλαγμα εδάφη από τις κατεχόμενες από το Ισραήλ περιοχές μετά τον Πόλεμο των Εξι Ημερών. Οι επιθέσεις που εξαπέλυε η PLO προς το Ισραήλ από τα εδάφη της Ιορδανίας οδήγησαν τον βασιλιά της χώρας στο να διώξει από τη χώρα τα μέλη της. Η οργάνωση μετέφερε έτσι την έδρα της στον Λίβανο. Στο τέλος το Ισραήλ είχε θωρακίσει καλύτερα στρατιωτικά και πολιτικά τα σύνορά του, ενώ είχε συσφίξει και τις σχέσεις του με τις ΗΠΑ.
Η σφαγή του Μονάχου, η αεροπειρατεία στη Lufthansa
Δραματική στιγμή στην ιστορία γενικώς του μεσανατολικού ζητήματος είναι και όσα έγιναν στο Μόναχο στις 5 Σεπτεμβρίου 1972 κατά τη διάρκεια των Ολυμπιακών Αγώνων. Μια ομάδα μελών της παλαιστινιακής ένοπλης οργάνωσης Μαύρος Σεπτέμβρης, διάσπασης της οργάνωσης Φατάχ, εισέβαλε στο ολυμπιακό χωριό του Μονάχου και μπήκε στα δωμάτια αθλητών της εθνικής ομάδας πάλης του Ισραήλ με σκοπό να τους απαγάγει. Προέκυψαν συμπλοκές, κατά τις οποίες πυροβόλησαν και σκότωσαν έναν προπονητή και έναν αθλητή. Η γερμανική αστυνομία επιχείρησε να επέμβει, αλλά σταμάτησε καθώς οι επιτελείς της συνειδητοποίησαν πως τα ΜΜΕ μετέδιδαν ζωντανά τις κινήσεις της.
Τα μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη μεταφέρθηκαν με ελικόπτερα, με τους υπόλοιπους εννιά ομήρους, σε μια αεροπορική βάση. Για να παραδώσουν σώους τους ομήρους απαίτησαν την απελευθέρωση πάνω από 200 ομοεθνών τους από τους ισραηλινές φυλακές, αλλά και των Αντρέας Μπάαντερ (Andreas Baader) και Ούλρικε
Μάινχοφ (Ulrike Meinhof) της οργάνωσης Φράξια Κόκκινος Στρατός. Εκεί βρέθηκαν δυνάμεις της γερμανικής αστυνομίας που ύστερα από λίγο ενεπλάκησαν σε πυροβολισμούς με τους Παλαιστίνιους. Το αποτέλεσμα ήταν να σκοτωθούν όλοι οι όμηροι και πέντε από τους απαγωγείς, ενώ τρεις από τους τελευταίους συνελήφθησαν. Μετά τα γεγονότα αυτά οι αγώνες συνεχίστηκαν κανονικά.
Λιγότερο από δύο μήνες μετά τα γεγονότα, δύο μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη έκαναν αεροπειρατεία σε ένα αεροπλάνο της Lufthansa, απαιτώντας την απελευθέρωση των τριών συλληφθέντων. Το αεροπλάνο βρέθηκε στο Ζάγκρεμπ της τότε Γιουγκοσλαβίας, ενώ τα τρία μέλη του Μαύρου Σεπτέμβρη πολύ γρήγορα μεταφέρθηκαν από τη Γερμανία στην περιοχή και ανταλλάχθηκαν με τους επιβάτες της πτήσης. Το αεροπλάνο πήγε στη Λιβύη, όπου οι τρεις έτυχαν υποδοχής ηρώων. Η πολύ γρήγορη ανταπόκριση της γερμανικής κυβέρνησης στο αίτημα των αεροπειρατών ήγειρε υποψίες σχετικά με το αν υπήρχε κάποια συνεργασία μεταξύ τους. Πράγματι, το 1999 η έρευνα που έγινε για το ντοκιμαντέρ «Μια μέρα του Σεπτέμβρη» (One day in September) απέδειξε ότι το συγκεκριμένο δρομολόγιο είχε επιλεγεί από αξιωματούχους της Δυτικής Γερμανίας και στελέχη της Φατάχ, καθώς στο αεροπλάνο επέβαιναν ελάχιστοι επιβάτες, όλοι τους άντρες.
Πόλεμος του Γιομ Κιπούρ, Συμφωνία του Καμπ Ντέιβιντ
Η Ημέρα της Εξιλέωσης, ή Γιομ Κιπούρ στα εβραϊκά, είναι η πιο ιερή μέρα του χρόνου για την εβραϊκή θρησκεία. Ανήμερα αυτής, στις 6 Οκτωβρίου 1973, Αίγυπτος και Συρία πραγματοποίησαν μαζική αιφνιδιαστική επίθεση στις ισραηλινές δυνάμεις που έδρευαν στη διώρυγα του Σουέζ και στα Υψώματα του Γκολάν, προκαλώντας τεράστια πλήγματα στην ισραηλινή αεροπορία και απειλώντας να εκμηδενίσουν το αξιόμαχο των ισραηλινών δυνάμεων. Μπροστά στο φάσμα της καταστροφής, το Ισραήλ στράφηκε πάλι στις ΗΠΑ. Αρχικά οι ΗΠΑ δεν κινήθηκαν, όμως μόλις ο Νίξον είδε την ΕΣΣΔ να εξοπλίζει την Αίγυπτο και τη Συρία πρόσφερε και αυτός εξοπλιστική βοήθεια στο Ισραήλ, παρότι τα αραβικά κράτη επέβαλαν ένα εμπάργκο στο πετρέλαιο που ανέβασε πολύ την τιμή του. Ετσι, μια ισραηλινή επίθεση με ελικόπτερα αδρανοποίησε τμήματα της αεροπορίας της Αιγύπτου, κάτι που ήταν αρκετό για να μπορέσουν οι επίγειες δυνάμεις του ισραηλινού στρατού, υπό την ηγεσία του στρατηγού Αριέλ Σαρόν (Ariel Sharon), να περάσουν τη διώρυγα και να φτάσουν να απειλήσουν την Τρίτη Στρατιά της Αιγύπτου με καταστροφή. Στα Υψώματα του Γκολάν, οι Ισραηλινοί κατάφεραν να προελάσουν με πολύ μεγάλες απώλειες βγαίνοντας στον δρόμο για τη Δαμασκό, πρωτεύουσα της Συρίας. Τότε η ΕΣΣΔ απείλησε να εμπλακεί στην περιοχή αν προχωρούσαν κι άλλο οι Ισραηλινοί και έτσι οι ΗΠΑ, μπροστά στον κίνδυνο γενικευμένης σύρραξης, διασφάλισαν την κατάπαυση πυρός.
Στη συνέχεια η Αίγυπτος –που μετά τον θάνατο του Νάσερ το 1970 είχε νέο πρόεδρο τον Ανουάρ Σαντάτ (Muhammad Anwar el-Sadat)– προσέγγισε τις ΗΠΑ. Δήλωσε πως θα ήταν πρόθυμη να εγκαταλείψει τη συμμαχία της με την ΕΣΣΔ και τη Συρία προκειμένου οι ΗΠΑ να διασφαλίσουν πως το Ισραήλ θα της επιστρέψει την περιοχή του Σινά. Ο υπουργός Εξωτερικών του Νίξον Χένρι Κίσιντζερ (Henry Kissinger) ξεκίνησε μια σειρά πυκνών επαφών με όλες τις πλευρές και αφού επέβαλε στο Ισραήλ να σταματήσει τις επιχειρήσεις προτού διαλύσει εντελώς τον αιγυπτιακό στρατό, τον επόμενο χρόνο, το 1974, πέτυχε μια σειρά από συμφωνίες απαγκίστρωσης των χωρών από τη σύγκρουση στην περιοχή. Ηταν μια διαδικασία που είχε στόχο να εφαρμόσει τη Διακήρυξη 242 του 1967 του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ για την επιστροφή εδαφών με αντάλλαγμα την ειρήνευση. Γενικώς θεωρείται πως μέχρι το 1967 οι ΗΠΑ τηρούσαν πολιτική ίσων αποστάσεων, αλλά από τότε επικράτησε το δόγμα του Κίσιντζερ περί ομφάλιου λώρου μεταξύ των συμφερόντων ΗΠΑ και Ισραήλ.
Στροφή της Αιγύπτου προς τις ΗΠΑ
Την ίδια χρονιά στο Ισραήλ την κυβέρνηση Μέιρ διαδέχτηκε μια νέα κυβέρνηση του Εργατικού Κόμματος υπό τον Γιτζάκ Ράμπιν (Yitzhak Rabin), αξιωματικού στον Πόλεμο των Έξι Ημερών και πρώην πρέσβη στην Ουάσινγκτον, που έγινε ο πρώτος πρωθυπουργός του Ισραήλ που είχε γεννηθεί στην περιοχή. Το σχέδιο του Ράμπιν ήταν να προσφέρει χρόνο στις ΗΠΑ ώστε αυτές να μπορέσουν να απεξαρτηθούν από το αραβικό πετρέλαιο, σε διάστημα επτά ετών όπως το υπολόγιζε. Για να εξασφαλίσει αυτό τον χρόνο ο Ράμπιν ήθελε να προσφέρει εδαφικά ανταλλάγματα στις αραβικές χώρες και να συνεργαστεί στενά με τη νέα κυβέρνηση της Αιγύπτου, που πλέον τηρούσε στάση φιλική προς τις ΗΠΑ. Την επόμενη χρονιά, το 1974, μια αραβική σύνοδος στο Ραμπάτ του Μαρόκου αναγνώρισε την PLO ως τη μοναδική νόμιμη εκπρόσωπο των Παλαιστινίων, κίνηση που θορύβησε το Ισραήλ μιας που είχε κατατάξει την PLO στις τρομοκρατικές οργανώσεις. Οι ΗΠΑ διαβεβαίωσαν ανεπισήμως τον Ράμπιν πως δεν θα αναγνώριζαν ποτέ την οργάνωση του Αραφάτ εάν αυτή δεν αναγνώριζε πρώτα το δικαίωμα του κράτους του Ισραήλ να υπάρχει. Στο μεταξύ ακραίοι σιωνιστές δημιουργούσαν εποικισμούς στις αραβικές περιοχές, παρά την επίσημη αντίθεση της κυβέρνησης του Ισραήλ, η οποία όμως δεν έπραττε κάτι για να τους σταματήσει. Πάντως μέχρι το 1977 που δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση από το κόμμα Λικούντ (Likud) οι έποικοι δεν είχαν ξεπεράσει τις 4.000.
Η κυβέρνηση του Λικούντ υπό τον Μεναχέμ Μπέγκιν (Menachem Begin) ήταν η πρώτη στην οποία δεν είχε την ηγεσία το Εργατικό Κόμμα. Το Λικούντ άντλησε τη δύναμή του από του Σεφαραδίτες Εβραίους, που ήταν δυσαρεστημένοι νιώθοντας πως οι μη ευρωπαϊκής καταγωγής Εβραίοι αντιμετωπίζονταν από τις εργατικές κυβερνήσεις ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Ο Μπέγκιν ήθελε να κρατήσει πιο σκληρή στάση από τον Ράμπιν απέναντι στους Άραβες και να μην αποσυρθεί το Ισραήλ από τις κατεχόμενες περιοχές. Μάλιστα ξεκίνησε εκτεταμένο πρόγραμμα εποικισμών στη Δυτική Όχθη, το οποίο επέβλεπε προσωπικώς ο υπουργός του Αριέλ Σαρόν. Την ίδια στιγμή στις ΗΠΑ η νέα κυβέρνηση του προέδρου Κάρτερ (Jimmy Carter) έκανε διαπραγματεύσεις με τους Σοβιετικούς για το παλαιστινιακό, για τις οποίες έφτασε να κατηγορηθεί για υπερβολική ενδοτικότητα απέναντι στην ΕΣΣΔ.
Φαίνεται πως αυτές τις σκέψεις συμμεριζόταν και ο πρόεδρος της Αιγύπτου Σαντάτ, που βλέποντας πως η ΕΣΣΔ αλλά και η Συρία, οι πρώην στενοί της σύμμαχοι, πήγαιναν να αποκτήσουν κρίσιμο ρόλο στο ζήτημα και πως στο τέλος ίσως οδηγούνταν σε νέο πόλεμο, έκανε στροφή και άρχισε απευθείας μυστικές συνομιλίες με τους Ισραηλινούς. Έτσι, ξαφνικά τον Νοέμβριο του 1977 εμφανίστηκε στο Ισραήλ για επίσημο διάλογο. Όμως η PLO έκανε επιθέσεις κατά του Ισραήλ από τον Λίβανο και αυτή η ένταση δυσκόλευε κι άλλο τις διαπραγματεύσεις. Τον επόμενο χρόνο το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο για να νικήσει την PLO, αλλά χωρίς σημαντικά αποτελέσματα. Η οργάνωση εκεί φρόντιζε για την καθημερινή ζωή των χιλιάδων Παλαιστίνιων προσφύγων που είχαν βρεθεί στη χώρα. Τους πρόσφερε ένα πλαίσιο κράτους, κερδίζοντας έτσι την υποστήριξή τους.
Εκκένωση οικισμών στο Σινά – Δημιουργία στη Γάζα
Τη διέξοδο επιχείρησαν να την προσφέρουν οι ΗΠΑ. Ο Κάρτερ φιλοξένησε στην περιοχή Καμπ Ντέιβιντ του Μέριλαντ τον Σεπτέμβριο του 1978 τους ηγέτες του Ισραήλ και της Αιγύπτου για συνομιλίες που κράτησαν δώδεκα μέρες, ώσπου κατέληξαν στις ομώνυμες συμφωνίες, μία για το παλαιστινιακό και μία για την ειρήνευση Αιγύπτου – Ισραήλ. Αυτές καλούσαν σε συμφωνία ειρήνης στη βάση της Διακήρυξης 242 του ΟΗΕ του 1967. Έδιναν στους Παλαιστίνιους πέντε χρόνια περιορισμένης αυτοδιοίκησης, στο τέλος των οποίων θα γίνονταν νέες συζητήσεις μεταξύ του Ισραήλ και της κοινής πλευράς Ιορδανών και Παλαιστινίων για την τελική διευθέτηση του ζητήματος. Η εξειδίκευση της συμφωνίας επτά μήνες μετά προέβλεπε μια σταδιακή εντός τριών ετών αποχώρηση του Ισραήλ από την περιοχή του Σινά, περιορισμένη ένοπλη παρουσία ως τότε, πολυεθνική δύναμη παρατηρητών, πλήρεις διπλωματικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, πρόσβαση του Ισραήλ στις πετρελαιοπηγές του Σινά και οικονομική βοήθεια των ΗΠΑ και στις δύο χώρες.
Επίσης εκκενώθηκαν οι εποικισμοί του Ισραήλ στο Σινά, παρά τις εσωτερικές αντιδράσεις που υπήρξαν. Οι άλλες αραβικές χώρες αντέδρασαν στη συμφωνία. Μάλιστα η Συρία, το Ιράκ και η PLO θέλησαν να αποπέμψουν την Αίγυπτο από τον Αραβικό Σύνδεσμο, κάτι που τελικά έγινε την επόμενη χρονιά, για να επιστρέψει τελικά το 1989. Η Ιορδανία και οι Παλαιστίνιοι αρνήθηκαν να μπουν σε ειρηνευτικές συζητήσεις. Προφανώς εκτιμούσαν αφενός πως η Αίγυπτος εκμεταλλεύτηκε το παλαιστινιακό για δικό της όφελος και για να χτίσει συμμαχία με τις ΗΠΑ και το Ισραήλ, αφετέρου πως η συμφωνία δεν διασφάλιζε την επιστροφή των κατεχόμενων στους Παλαιστίνιους. Από την άλλη, ο Μπέγκιν έφτιαχνε νέους εποικισμούς στη Γάζα και τη Δυτική Όχθη.
Το 1981 ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ Ρόναλντ Ρίγκαν, αν και ισχυρός υποστηρικτής του Ισραήλ, δυσαρέστησε τους συμμάχους του όταν αποφάσισε να πουλήσει εξελιγμένα πολεμικά αεροσκάφη AWACS στη Σαουδική Αραβία. Το Ισραήλ εισέβαλε αργότερα στο Ιράκ και κατέστρεψε έναν πυρηνικό αντιδραστήρα και οι ΗΠΑ υπερψήφισαν ένα ψήφισμα του ΟΗΕ που καταδίκαζε την ενέργεια του Ισραήλ. Τον Οκτώβριο ο Αιγύπτιος πρόεδρος Σαντάτ δολοφονήθηκε από εξτρεμιστές μουσουλμάνους και τον διαδέχτηκε ο Χόσνι Μουμπάρακ (Hosni Mubarak).
Στο μεταξύ ο Μπέγκιν, που είχε κερδίσει ξανά τις εκλογές στο Ισραήλ, είχε αποφασίσει να χτυπήσει την PLO μέσα στον Λίβανο. Παρότι οι ΗΠΑ του είχαν ζητήσει να μην επιτεθεί πρώτος αν δεν υπάρξει διεθνώς αναγνωρισμένη επίθεση, από την άλλη πλευρά, φοβούμενες μια κλιμάκωση που θα έφερνε πόλεμο Ισραήλ – Συρίας, τον Ιούνιο του 1982 διέταξε τον βομβαρδισμό της PLO στα εδάφη του Λιβάνου, κατηγορώντας τη για την απόπειρα δολοφονίας του πρέσβη του Ισραήλ στη Μεγάλη Βρετανία. Η PLO απάντησε ρίχνοντας ρουκέτες στα βόρεια σύνορα του Ισραήλ.
Ο Πόλεμος του Λιβάνου, η σφαγή σε Σάμπρα και Σατίλα
Το Ισραήλ εισέβαλε στον Λίβανο για να χτυπήσει την PLO, αλλά ενώ ο Μπέγκιν είχε δεσμευτεί ότι δεν θα προχωρούσε πέρα από 40 χλμ. από τα σύνορα, τελικά, με πρωτοβουλία του Σαρόν ως υπουργού Αμυνας, οι ισραηλινές δυνάμεις έφτασαν μέχρι τη Βηρυτό για να στριμώξουν την PLO. Όμως εκεί άρχισαν οι περιπλοκές. Το Ισραήλ περίμενε πως οι σύμμαχοί του μαρονίτες χριστιανοί του Λιβάνου θα κινούνταν για να επιτεθούν στην PLO, κάτι που δεν έκαναν. Ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Αλεξάντερ Χέιγκ (Alexander Haig) εκδιώχτηκε από τον Ρίγκαν, που του χρέωσε τις κινήσεις του Ισραήλ. Ο Ρίγκαν απαίτησε την αποχώρηση του Ισραήλ και έτσι ο Αραφάτ και η PLO βρήκαν την ευκαιρία να φύγουν από τη Βηρυτό τον Αύγουστο, εν μέσω ακόμη ενός ισραηλινού βομβαρδισμού.
Τότε ήταν που σημειώθηκε ένα από τα πιο φριχτά γεγονότα αυτής της μακράς σειράς συγκρούσεων. Στον Λίβανο είχε εκλεγεί νέος πρωθυπουργός ο χριστιανός Μπασίρ Τζεμαγιέλ (Bashir Gemayel). Προτού προλάβει καν να αναλάβει τα καθήκοντά του, ο Τζεμαγιέλ δολοφονήθηκε, πιθανώς από πράκτορες, στις 14 Σεπτεμβρίου 1982. Αυτό το γεγονός έδωσε στο Ισραήλ την αφορμή για να επιτεθεί ξανά και να εισβάλει στη δυτική Βηρυτό. Στην περιοχή βρίσκονταν δύο στρατόπεδα, της Σάμπρα και της Σατίλα, όπου ζούσαν Παλαιστίνιοι πρόσφυγες από τις περιοχές που είχε καταλάβει το Ισραήλ. Σε αυτά τα στρατόπεδα είχαν εγκατασταθεί και οι μαχητές της PLO, οι οποίοι είχαν φύγει και πολεμούσαν τους Ισραηλινούς. Ο στρατός του Ισραήλ πήρε τον έλεγχο των στρατοπέδων.
Τη νύχτα της 16ης Σεπτεμβρίου, με σχέδιο του παρόντα στην περιοχή Αριέλ Σαρόν, επιτράπηκε να μπουν στα στρατόπεδα ένοπλοι χριστιανοί του Λιβάνου, μέλη του Κόμματος των Φαλαγγιτών, επισήμως για να βρουν «τρομοκράτες» που παρέμεναν εκεί. Οι χριστιανοί κατέσφαξαν τους μουσουλμάνους πρόσφυγες. Γκρέμισαν σπίτια, έκλεψαν, βίασαν γυναίκες και μικρά κορίτσια, ενώ το πρωί νέα δύναμή τους μπήκε στα στρατόπεδα και συνέχισε τη σφαγή ολόκληρη τη μέρα. Πολλοί εν ζωή πρόσφυγες φορτώθηκαν σε φορτηγά και εξαφανίστηκαν. Είναι οι αγνοούμενοι της σφαγής στις Σάμπρα και Σατίλα. Άλλοι παραδόθηκαν στους Ισραηλινούς που τους ανέκριναν.
Την επόμενη μέρα Φαλαγγίτες πήγαν στο νοσοκομείο της Γάζας, έδιωξαν τους ξένους που βρίσκονταν εκεί και δολοφόνησαν όλους τους Άραβες που εργάζονταν σε αυτό. Ο Ισραηλινός δημοσιογράφος Αμνόν Κάπελιουκ (Amnon Kapeliouk) στο σημαντικό βιβλίο «Σάμπρα και Σατίλα. Έρευνα για μια σφαγή» υπολόγισε τα θύματα της σφαγής σε 3.500. Επίσημη έρευνα στο Ισραήλ έριξε την ευθύνη της σφαγής στον Σαρόν, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Στη χώρα σημειώθηκαν μεγάλες διαδηλώσεις εναντίον της κυβέρνησης, αφού και ο ισραηλινός στρατός είχε μεγάλες απώλειες, αλλά και λόγω της σφαγής στις Σάμπρα και Σατίλα. Σε λίγο Ισραήλ και Λίβανος υπέγραψαν συμφωνία ειρήνης.
Βόμβα της Χεζμπολάχ σκοτώνει 241 Αμερικανούς
Την επόμενη χρονιά, τον Οκτώβριο του 1983, αποστολή αυτοκτονίας ενός μαχητή του δικτύου πάνω στο οποίο αργότερα δημιουργήθηκε η λιβανέζικη Χεζμπολάχ ανατίναξε την αμερικανική βάση πεζοναυτών στο αεροδρόμιο της Βηρυτού, η οποία βρισκόταν στην περιοχή ως μέρος διεθνούς ειρηνευτικής δύναμης, σκοτώνοντας 241 άτομα. Παρόμοια επίθεση έγινε και στη γαλλική βάση. ΗΠΑ και Γαλλία τότε, οι δύο χώρες που είχαν αναλάβει την επίβλεψη της ειρήνης στην περιοχή, απέσυραν τις δυνάμεις τους. Αμέσως μετά η Συρία επέβαλε στον Λίβανο να ακυρώσει τη συμφωνία ειρήνης που μόλις είχε συνάψει με το Ισραήλ. Ο πρωθυπουργός Γιτζάκ Σαμίρ (Yitzhak Shamir) συνέχισε τους εποικισμούς στη Δυτική Όχθη. Ως το 1992 οι Εβραίοι έποικοι στα κατεχόμενα εδάφη είχαν φτάσει τους 100.000.
Στο μεταξύ η πολιτική της νέας κυβέρνησης, που αποσκοπούσε στο να προκαλέσει ασφυξία στους Παλαιστίνιους με κάθε τρόπο, είχε προκαλέσει στα τέλη του 1987 μια νέα εξέγερση των Παλαιστινίων, που έγινε γνωστή ως Ιντιφάντα, από την αραβική λέξη intifāḍah, που κυριολεκτικά σημαίνει τίναγμα. Το Ισραήλ πιάστηκε απροετοίμαστο και είχε μεγάλες απώλειες. Η διεθνής εικόνα του πλήττονταν, αφού στα διεθνή ΜΜΕ κυκλοφορούσαν εικόνες αντρών του στρατού να ξυλοκοπούν νεαρούς Παλαιστίνιους στη μέση του δρόμου.
Ενα χρόνο μετά το ξέσπασμα της Ιντιφάντα, τον Δεκέμβριο του 1988, ο Γιάσερ Αραφάτ μιλώντας ενώπιον μιας συνέλευσης του ΟΗΕ διακήρυξε την πρόθεσή του να αναγνωρίσει το κράτος του Ισραήλ και να σταματήσει τις επιθετικές ενέργειες, αρκεί να αναγνωριζόταν και το δικαίωμα των Παλαιστινίων σε δικό τους κράτος. Τότε οι ΗΠΑ αναγνώρισαν άμεσα την PLO και ξεκίνησαν μαζί της διάλογο. Ήταν η αρχή αυτού που θα κατέληγε στις Συμφωνίες του Όσλο και στη δολοφονία του ομολόγου τού Αραφάτ Γιτζάκ Ράμπιν.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Amnon Kapeliouk, 1983. Sabra and Shatila: Inquiry into a Massacre, Association of Arab-American University Graduates, Belmont, 1984
- Britannica, «Israel»
Ο Σταύρος Παναγιωτίδης είναι διδάκτορας Ιστορίας
Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #127 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 22 Οκτωβρίου 2023. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.




















