HotDoc.History: Πόσο κόστισε στον Χίτλερ η «παράκαμψη» στην Ελλάδα;
H προγραμματισμένη για τον Μάιο του ’41 πολεμική επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» μετατίθεται για το καλοκαίρι.

Ο φίρερ σπεύδει προς βοήθεια του Μουσολίνι και η προγραμματισμένη για τον Μάιο του ’41 πολεμική επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» μετατίθεται για το καλοκαίρι.
Η απόφαση ανάμειξης του Χίτλερ στα Βαλκάνια και στην Ελλάδα ουσιαστικά άρχισε σχεδόν ταυτόχρονα με την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου το ξημέρωμα της 28ης Οκτωβρίου 1940. Η Βρετανία θεώρησε ότι οι ελληνικές στρατιωτικές νίκες επί των Ιταλών παρουσίαζαν μεγάλη ευκαιρία για να πληγεί ο Άξονας και ίσως ακόμη και να εξουδετερωθεί οριστικά η Ιταλία. Ο λόγος που εκφώνησε ο Βρετανός υπουργός των Αποικιών Έμερι την 1η Δεκεμβρίου 1940 αντικατοπτρίζει τις αυξημένες βρετανικές προσδοκίες: «Οι ελληνικές επιτυχίες κατά της Ιταλίας ανοίγουν μπροστά μας μια προοπτική ευκαιρίας, η οποία μπορεί να έχει τεράστια και ίσως μάλιστα αποφασιστική επίδραση… Εάν καταφέρουμε να καταστήσουμε την Ελλάδα ικανή να κρατήσει τον αγώνα μέχρι να τελειώσουμε με τους Ιταλούς στην Αίγυπτο, θα έχουμε εξασφαλίσει στις στρατιές μας ένα προγεφύρωμα, από το οποίο θα μπορούμε να απειλούμε από τα πλάγια κάθε γερμανική επίθεση κατά της Τουρκίας. Από το προγεφύρωμα αυτό θα μπορούμε εν τέλει με τα στρατεύματά μας και με τα στρατεύματα νέων συμμάχων, τους οποίους θα προσέλκυε η αυξανόμενη δύναμή μας, να επιφέρουμε θανάσιμο πλήγμα κατά του γερμανικού δράκοντα όχι εναντίον του φολιδωτού θώρακα της γραμμής Ζίγκφριντ, αλλά εναντίον του μαλακού του υπογαστρίου».
Η Γερμανία φοβόταν την επανάληψη ενός Βαλκανικού Μετώπου, όπως του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Η ιταλική επίθεση στην Ελλάδα, χωρίς μάλιστα να προηγηθεί έστω ενημέρωση, είχε εξοργίσει τον Χίτλερ και είχε αναστατώσει τους γερμανικούς στρατιωτικούς κύκλους. Σε επιστολή προς τον Μουσολίνι εξέφρασε τις έντονες ανησυχίες του εξαιτίας της ιταλικής αποτυχίας στην Ελλάδα και του ανέλυε τις στρατιωτικές επιπτώσεις:
«Οι στρατιωτικές συνέπειες, Ντούτσε, είναι βαρύτατες»
«Οι στρατιωτικές συνέπειες της κατάστασης αυτής είναι, Ντούτσε, βαρύτατες. Η Αγγλία καθίσταται κυρία ορισμένου αριθμού αεροπορικών βάσεων, οι οποίες θα τη φέρουν όχι μόνο αμέσως κοντά στο πετρελαιοφόρο λεκανοπέδιο του Πλοεστίου (Ρουμανία), αλλά και σε άμεση γειτνίαση με ολόκληρη την νότια Ιταλία και ειδικά με τα λιμάνια επιβίβασης και αποβίβασης, τόσο στα μητροπολιτικά ιταλικά εδάφη, όσο και στα αλβανικά… Είναι προφανές ότι για την Αγγλία είναι τελείως αδιάφορο αν η Ιταλία, σε επιθέσεις αντιποίνων, καταστρέφει ελληνικές πόλεις.
Εκείνο που έχει αποφασιστική σημασία είναι η επίθεση εναντίον ιταλικών πόλεων… Η Αγγλία, εφόσον έχει καταλάβει ήδη την Κρήτη, ετοιμάζεται πλέον να καταλάβει και πολλά άλλα νησιά και επιπλέον να σταθεροποιήσει αεροπορικές βάσεις σε ολόκληρη σειρά ελληνικών τοποθεσιών, μεταξύ των οποίων δύο κοντά στη Θεσσαλονίκη και δύο πιθανώς στη Θράκη. Ακόμη και η Ρόδος βρίσκεται τώρα σε απόσταση προσιτή για τα βαρέα αγγλικά βομβαρδιστικά και αν, όπως φαίνεται, οι Άγγλοι εγκαταστήσουν αεροπορικές βάσεις και στη δυτική Ελλάδα, θα απειληθούν σοβαρά όλες οι παράλιες περιοχές της νοτίου Ιταλίας».
Οι ανησυχίες του Χίτλερ ήταν λογικές. Σίγουρα όμως θα αισθανόταν πιο σίγουρος αν γνώριζε ότι η Βρετανία δεν διέθετε τη δυνατότητα να καταστήσει την Ελλάδα ένα πανίσχυρο εφαλτήριο για αντεπίθεση μέσω των Βαλκανίων. Τα αεροσκάφη ήταν απαραίτητα για την υπεράσπιση της μητρόπολης, πράγμα που καθιστούσε αδύνατη κάθε ουσιαστική βοήθεια στη μαχόμενη Ελλάδα. Στην καλύτερη οι Βρετανοί θα προσπαθούσαν να προκαλέσουν όσο το δυνατόν μεγαλύτερες απώλειες στα γερμανικά στρατεύματα.
Την ίδια στιγμή υπήρχε μεγάλη δυσφορία στην ελληνική κυβέρνηση, η οποία διαπίστωνε ότι η «συμπαράσταση» των Βρετανών έμενε σε θεωρητικό επίπεδο. Η αλήθεια είναι ότι κατά το πρώτο κρίσιμο δεκαήμερο της ιταλικής επίθεσης, η βοήθεια περιορίστηκε σε μόνο 15 αεροσκάφη και στη συνέχεια οι ενισχύσεις σε πολεμικό υλικό υπήρξαν ανεπαρκείς. Ο Μεταξάς είχε αντιληφθεί ότι οι Βρετανοί δεν θα εμπλέκονταν πλήρως στρατιωτικά στην Ελλάδα. Θέλοντας να αποφύγει την επέμβαση της Γερμανίας απαγόρευσε στα βρετανικά βομβαρδιστικά να χρησιμοποιούν τα αεροδρόμια της Μακεδονίας για να πλήξουν τις ρουμανικές πετρελαιοπηγές.
Ωστόσο οι Γερμανοί δεν καθησυχάζονταν από την πολιτική κατευνασμού του Μεταξά. Ο στρατιωτικός ακόλουθος της Γερμανίας στη Ρώμη, στρατηγός Ένο φον Ρίντελεν, ανέφερε στο Βερολίνο ότι οι Βρετανοί μπορούσαν τώρα πλέον να επιτίθενται από ελληνικές βάσεις κατά των ρουμανικών πετρελαιοπηγών, ενώ η παρουσία της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή σύρραξη δημιούργησε νέο μεγάλο θέατρο επιχειρήσεων στα Βαλκάνια, το οποίο έπρεπε να είχε αποτρέψει η Γερμανία.

Από τα τέλη Νοεμβρίου 1940 ο Χίτλερ επιδίδεται σε πυρετώδεις διπλωματικές επαφές με Ρουμανία, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία. Με τον βασιλιά Μπόρις Γ΄ στο τέλος της χρονιάς στο Βερολίνο
«Πείθοντας» Ρουμανία, Βουλγαρία, Γιουγκοσλαβία
Στα τέλη Νοεμβρίου 1940, η Γερμανία επειγόταν να ξεκαθαρίσει το τοπίο στα Βαλκάνια ώστε να εξασφαλίσει τα νώτα της όταν θα επιτιθόταν στην ΕΣΣΔ τον Μάιο του 1941, όπως προέβλεπε το αρχικό χρονοδιάγραμμα. Ο Χίτλερ επιδόθηκε σε πυρετώδεις διπλωματικές επαφές με Ρουμανία, Βουλγαρία και Γιουγκοσλαβία προκειμένου να χρησιμοποιήσει τα εδάφη τους ως βάση για μία πιθανή επίθεση εναντίον της Ελλάδας και ως ακόμη μία βάση για την επίθεσή του εναντίον της ΕΣΣΔ ενώ ο Γερμανός πρεσβευτής στην Άγκυρα Φραντς φον Πάπεν καθησύχαζε την Τουρκία, η οποία θεωρούσε ως απειλή για την ασφάλειά της την παρουσία ξένων στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Η Γιουγκοσλαβία δέχθηκε τις πιο έντονες γερμανικές πιέσεις. Αν επέτρεπε τη χρήση του εδάφους της για την επίθεση εναντίον της Ελλάδας η Βέρμαχτ θα προσπερνούσε το εμπόδιο των ελληνικών οχυρών της γραμμής Μεταξά σε Μακεδονία και Θράκη, ενώ δεν θα χρειαζόταν η στάθμευση γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία κοντά στα σύνορά της με την Τουρκία. Ο Χίτλερ μάλιστα υποσχέθηκε στο Βελιγράδι γιουγκοσλαβική τη Θεσσαλονίκη, που συνεπαγόταν την πολυπόθητη διέξοδο στο Αιγαίο. Όμως οι Γιουγκοσλάβοι ηγέτες, ιδιαίτερα ο αντιβασιλέας πρίγκιπας Παύλος και ο υπουργός Εξωτερικών Τσίνκαρ-Μάρκοβιτς, ήταν διστακτικοί αναλογιζόμενοι ότι μια ενδεχόμενη συμμαχία με τη Γερμανία θα προκαλούσε εμφύλιο πόλεμο, καθώς Κροάτες και Σλοβένοι θα διέβλεπαν ένα πρώτο βήμα για την «αποτίναξη του σερβικού ζυγού».
Ο Χίτλερ αναλογιζόμενος το ρίσκο δεν είχε αποκλείσει το ενδεχόμενο μιας διπλωματικής συνεννόησης με την Ελλάδα. Σε όλη τη διάρκεια του ελληνοϊταλικού πολέμου διατήρησε ανοικτούς διπλωματικούς δίαυλους. Με αυτό τον τρόπο ήταν σε θέση να αντλεί πληροφορίες, να «διαβάζει» τις διαθέσεις της ελληνικής κυβέρνησης, να σφυγμομετρεί το ηθικό του ελληνικού λαού και να πιέζει την Αθήνα να μην κάνει δεκτές τις βρετανικές αξιώσεις για επέκταση των ναυτικών και αεροπορικών βάσεων. Η ελληνική κυβέρνηση έκανε ό,τι μπορούσε για να αποφύγει το μένος της φοβερής γερμανικής πολεμικής μηχανής. Εν τω μεταξύ, μάταια ο Μεταξάς απεύθυνε εκκλήσεις προς τη Βρετανία για αεροπορική υποστήριξη και παροχή αντιαρματικών και αντιαεροπορικών πυροβόλων. Ωστόσο το μόνο που λάμβανε ήταν αόριστες υποσχέσεις και προτάσεις για ευρύτερη συμμαχία. Οι Βρετανοί δεν ήταν διατεθειμένοι να αποσπάσουν πολύτιμες δυνάμεις από τη Μέση Ανατολή. Ο Μεταξάς απέρριπτε τις βρετανικές προτάσεις για συμμαχία εκτός αν συνοδεύονταν από σημαντικές ενισχύσεις σε υλικό και στρατεύματα.
Συμπερασματικά, η Γερμανία ήταν διατεθειμένη να βοηθήσει στην εξεύρεση μιας διπλωματικής λύσης με την υπογραφή συνθήκης ειρήνης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Ιταλία. Έτσι θα αφαιρούσε το γρηγορότερο το ενοχλητικό ελληνικό «αγκάθι» που άνοιξε η «ηλίθια» (σύμφωνα με τον ίδιο τον Χίτλερ) ιταλική περιπέτεια στην Ελλάδα. Αυτή την ειρήνη όμως δεν επρόκειτο να τη ζητήσουν οι νικηφόροι Έλληνες. Αλλά ούτε και οι Ιταλοί τολμούσαν να το ζητήσουν, καθώς αυτό θα σήμαινε παραδοχή της ήττας.

Μετά τη Γιουγκοσλαβία η Βέρμαχτ να επιτεθεί στην Ελλάδα από μη αναμενόμενη κατεύθυνση, πλευροκοπώντας τη Γραμμή Μεταξά
Παρασκηνιακές βολιδοσκοπήσεις με διπλωμάτες
Η γερμανική κυβέρνηση ανέλαβε πρωτοβουλία. Στα μέσα Νοεμβρίου 1940 ο στρατιωτικός ακόλουθος της πρεσβείας στην Αθήνα, συνταγματάρχης Κλεμ φον Χόχενμπεργκ, προσέγγισε μέλη της κυβέρνησης σχετικά με τους όρους που θα δέχονταν τη σύναψη ειρήνης με την Ιταλία. Στις 4 Δεκεμβρίου –ενώ ο Μουσολίνι σκεφτόταν προς στιγμή να ζητήσει τη γερμανική μεσολάβηση για τη σύναψη ανακωχής ώστε να βγει από το ελληνικό αδιέξοδο– ο Χίτλερ έστειλε στη Μαδρίτη τον Κανάρη. Είχε ως αποστολή την άσκηση πίεσης στον Φράνκο ώστε να επιτραπεί η διέλευση γερμανικών στρατευμάτων με στόχο την κατάληψη του Γιβραλτάρ και να ενώσει τις δυνάμεις του με τους Γερμανούς. Επιπλέον ο Κανάρης διαβίβαζε –έμμεσα– στον Έλληνα πρεσβευτή στη Μαδρίτη Περ. Ιακ. Αργυρόπουλο προτάσεις για ειρήνευση. Ως μεσάζων για το διάβημα χρησιμοποιήθηκε ο πρεσβευτής της Ουγγαρίας στη Μαδρίτη. Ο στρατηγός Αντόρκα συναντήθηκε με τον Έλληνα πρεσβευτή και τον διαβεβαίωσε ότι τον επισκέπτεται κατόπιν επίσημης υπόδειξης της γερμανικής κυβέρνησης και του πρότεινε το σχέδιο ειρήνευσης υπό τους εξής όρους: α) οι δύο αντιμαχόμενες πλευρές θα προχωρούσαν αμέσως στην υπογραφή συνθήκης ειρήνης, β) η Ελλάδα θα διατηρούσε τα εδάφη που κατέλαβε ο στρατός της στην Αλβανία, γ) προς αποφυγή μελλοντικών επεισοδίων μεταξύ Ελλήνων και Ιταλών θα δημιουργείτο νεκρή ζώνη, εντός της οποίας θα παρεμβάλλονταν γερμανικές στρατιωτικές μονάδες ως εγγυήτριες της συνθήκης, δ) η Ελλάδα θα παρέμενε στο μέλλον ουδέτερη χώρα και θα υποχρέωνε όλες τις βρετανικές στρατιωτικές δυνάμεις που βρίσκονταν στο έδαφός της να αποχωρήσουν οριστικά και ε) η γερμανική κυβέρνηση, αν δεχόταν η ελληνική, θα ανελάμβανε να πείσει την ιταλική πλευρά να δεχθεί τους παραπάνω όρους.
Το πρώτο δεκαήμερο του Δεκεμβρίου, ο υπουργός Ασφαλείας Κων. Μανιαδάκης δέχθηκε την επίσκεψη του καθηγητή Μπέρινγκερ, μορφωτικού ακολούθου της γερμανικής πρεσβείας, και ενός προσώπου το οποίο δεν αποκάλυψε το όνομά του αλλά ισχυρίστηκε ότι ενεργούσε κατ’ εντολή του υπουργού Εξωτερικών της Γερμανίας φον Ρίμπεντροπ. Ο μυστηριώδης απεσταλμένος επανέλαβε ακριβώς τις προτάσεις του Αντόρκα.
Ο Αργυρόπουλος προώθησε το προτεινόμενο γερμανικό σχέδιο ειρήνης στην Αθήνα και πρότεινε την αποδοχή του. Δεν έλαβε όμως καμία απάντηση. Οι όποιες ελληνογερμανικές επαφές διακόπηκαν απότομα αμέσως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Μεταξά, καθώς ο Γεώργιος Β΄, προσδεμένος στο βρετανικό άρμα, απέκτησε τον ουσιαστικό έλεγχο της κυβέρνησης. Το γεγονός πάντως ότι απασχολούσε έντονα τον Χίτλερ η απεμπλοκή από τα Βαλκάνια έστω και με ζημιά των Ιταλών, αποδείχθηκε μεταπολεμικά, όταν δημοσιεύθηκαν τα πρακτικά της σύσκεψης των Γερμανικών Ενόπλων Δυνάμεων στην Καγκελαρία την 5η Δεκεμβρίου 1940. Εκεί, κατά τη διάρκεια της παρουσίασης του σχεδίου «Μαρίτα» (επίθεση εναντίον της Ελλάδας), ο Χίτλερ παραδέχθηκε ότι η επίθεση εναντίον της Ελλάδας ήταν σκόπιμη, εκτός αν οι Έλληνες τερμάτιζαν μόνοι τους τη σύρραξη με τους Ιταλούς και εξανάγκαζαν τους Βρετανούς να φύγουν. Σε αυτή την περίπτωση το σχέδιο «Μαρίτα» θα ακυρωνόταν.
Ο Τσώρτσιλ στην «Ιστορία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου» σημειώνει την ανησυχία του μήπως η Ελλάδα συνάψει χωριστή ειρήνη με την Ιταλία. Ακόμη πιο ωμά στις 6 Μαρτίου 1941 ανέφερε σε επιστολή του προς τον υπουργό Εξωτερικών Άντονι Ιντεν: «Η απώλεια της Ελλάδος δεν αποτελεί καθόλου συμφορά για μας, αρκεί η Τουρκία να κρατήσει έντιμον ουδετερότητα». Από τη μεριά τους οι Βρετανοί ασκούσαν αφόρητες πιέσεις στον Μεταξά για την αποβίβαση στη Θεσσαλονίκη ενός μικρού βρετανικού εκστρατευτικού σώματος, ανίκανου να προσφέρει ουσιαστική βοήθεια στον μαχόμενο ελληνικό στρατό, ικανού όμως να προκαλέσει γερμανική επέμβαση (επίσκεψη Βρετανού αρχιστράτηγου Ουέιβελ στις 13 Ιανουαρίου 1941 στην Ελλάδα). Ο Μεταξάς απέρριψε το βρετανικό αίτημα, το οποίο θα συνεπαγόταν «να πολεμήσουν οι Άγγλοι μέχρι να πέσει ο τελευταίος Έλλην».

Σύμφωνα με τη μαρτυρία της σκηνοθέτιδας Λένι Ρίφενσταλ, ο Χίτλερ τής είχε εκμυστηρευθεί ότι «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δεν χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική πορεία»
Τα Δωδεκάνησα και ο «επιτήδειος ουδέτερος»
Τον Ιανουάριο ο Μεταξάς είχε ακόμη μία σοβαρή διαφωνία με τους Βρετανούς όσον αφορά τα Δωδεκάνησα. Ζητούσε τη διενέργεια αποβατικής επιχείρησης για απελευθέρωσή τους. Η βρετανική κυβέρνηση αρνείτο πεισματικά φοβούμενη ότι αυτό θα δυσαρεστούσε τον «επιτήδειο ουδέτερο», την Τουρκία. Η δυσαρέσκεια των Βρετανών για την επιμονή του Μεταξά να κρατήσει την Ελλάδα μακριά από τον πόλεμο των Βρετανών με τον Άξονα ήταν πλέον διάχυτη.
Στο Βερολίνο, ο Χίτλερ δεν είχε αρκεστεί σε διπλωματικούς ελιγμούς. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 εξέδωσε την κατευθυντήρια οδηγία αρ. 20 προς το γερμανικό Ανώτατο Επιτελείο Στρατού η οποία αφορούσε την ανάγκη εκπόνησης σχεδίων στρατιωτικής εισβολής στην Ελλάδα. Στις 17 Δεκεμβρίου ο φίρερ σχολίαζε μεταξύ άλλων: «η ιταλική συμβολή είναι ανύπαρκτη, αλλά η στρατηγική θέση της Ιταλίας είναι εξαιρετικά σημαντική για να μπορέσω να δεχθώ να βγει από τον πόλεμο με μια κατάρρευση». Την επομένη, 18 Δεκεμβρίου, εξέδωσε την κατευθυντήρια οδηγία αρ. 21 που αφορούσε την εισβολή στη Σοβιετική Ένωση (επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα»).
Παράλληλα ο Χίτλερ πίεζε τα βαλκανικά κράτη να υποστηρίξουν το σχέδιό του για εισβολή στην Ελλάδα. Η Ρουμανία δεν είχε επιλογή από το να επιτρέψει να χρησιμοποιηθούν τα εδάφη της. Η Βουλγαρία, έπειτα από πολλές αμφιταλαντεύσεις (εξαιτίας του φόβου για πιθανή σοβιετική αντίδραση), δέχθηκε να χρησιμοποιηθούν τα εδάφη της ως βάση της επίθεσης κατά της Ελλάδας με αντάλλαγμα την προσάρτηση της ελληνικής Θράκης. Αρνήθηκε όμως να λάβει μέρος στην επίθεση με πρόσχημα την έλλειψης ετοιμότητας του βουλγαρικού στρατού. Ως χειρονομία καλής θέλησης προς την Τουρκία, τα γερμανικά στρατεύματα θα παρέμεναν σε απόσταση 50 χιλιομέτρων από τα βουλγαροτουρκικά σύνορα. Την 1η Μαρτίου 1941 άρχισε η είσοδος των γερμανικών στρατευμάτων στη Βουλγαρία. Οι πρώτες μονάδες βρέθηκαν απέναντι από τη Γραμμή Μεταξά, στην περιοχή Νευροκοπίου, στις 8 Μαρτίου. Σχεδόν ταυτόχρονα ξεκίνησε η άφιξη στην Ελλάδα από την Αίγυπτο του Βρετανικού Εκστρατευτικού Σώματος / ΒΕΣ (θα έφτανε συνολικά τους 58.000) υπό τη διοίκηση του αντιστράτηγου Χένρι Μέτλαντ-Ουίλσον.
Στις 4 Μαρτίου ο Χίτλερ συναντούσε τον Γιουγκοσλάβο πρίγκιπα Παύλο στο Βερολίνο. Η απάντηση του Παύλου είναι ενδεικτική: «Φοβάμαι πως αν ακολουθήσω τη συμβουλή σας και υπογράψω, δεν θα είμαι πια εδώ σε έξι μήνες». Η «προφητεία» του επρόκειτο να εκπληρωθεί σε πολύ συντομότερα. Ο Τσώρτσιλ, αντιθέτως, προειδοποιούσε αυστηρά τον πρωθυπουργό Τσβέτκοβιτς ότι «αν η χώρα σας γίνει συνεργός στην επιχειρούμενη δολοφονία της Ελλάδας, η καταστροφή της θα είναι σίγουρη και αναπόδραστη». Ο αντιβασιλιάς Παύλος ανακοίνωσε, στις 20 Μαρτίου 1941, την προσχώρηση στον Άξονα φοβούμενος ότι οι Κροάτες και οι Σλοβένοι θα στρέφονταν κατά του γιουγκοσλαβικού στρατού.
Οι Γερμανοί πλευροκοπούν τη Γραμμή Μεταξά
Στις 25 Μαρτίου 1941 ο Γιουγκοσλάβος πρωθυπουργός Τσβέτκοβιτς υπέγραψε στη Βιέννη την προσχώρηση στον Άξονα. Αυτό ξεσήκωσε τους Σέρβους, ανεξαρτήτως πολιτικών πεποιθήσεων. Η ηγεσία του γιουγκοσλαβικού στρατού (πτέραρχος Σίμοβιτς), υποκινούμενη από τους Βρετανούς, προχώρησε σε πραξικόπημα τη νύχτα της 26ης Μαρτίου. Ο Τσβέτκοβιτς συνελήφθη και ο Παύλος υποχρεώθηκε να παραιτηθεί υπέρ του νεαρού διαδόχου Πέτρου Β΄. Η αντίδραση του Χίτλερ ήταν ανελέητη. Στις 27 Μαρτίου εξέδωσε την κατευθυντήρια οδηγία αρ. 25 για διαδοχική εισβολή στη Γιουγκοσλαβία και την Ελλάδα. Αποφάσισε, σύμφωνα με τα ίδια του τα λόγια, να καταστρέψει τη Γιουγκοσλαβία «στρατιωτικά και ως εθνική οντότητα. Δεν θα γίνει διπλωματική διερεύνηση, ούτε θα δοθεί τελεσίγραφο. Η Γιουγκοσλαβία θα κονιορτοποιηθεί με ανελέητη σκληρότητα». Τα σχέδια του γερμανικού επιτελείου τροποποιήθηκαν άμεσα. Τώρα τα γερμανικά στρατεύματα θα ήταν σε θέση να επιχειρήσουν κατά της Ελλάδας από μη αναμενόμενη κατεύθυνση (πέρασμα του Μοναστηρίου και κοιλάδας του Αξιού) πλευροκοπώντας τη Γραμμή Μεταξά και αποκόπτοντας τον κύριο όγκο του ελληνικού στρατού που μαχόταν στην Αλβανία.

Γερμανική μονάδα προωθείται στη Σοβιετική Ένωση τον Νοέμβριο του 1941 μέσα από «ωκεανό» λάσπης. Η «παράκαμψη» του Χίτλερ στην Ελλάδα βάρυνε στην αποτυχία της επιχείρησης «Μπαρμαρόσα»; Είναι ένα ζήτημα που ακόμη αποτελεί αντικείμενο διαφωνιών. (Bundesarchiv)
Ισχυρή επιχειρηματολογία και υπέρ και κατά
Ένα από τα πιο επίμαχα ερωτήματα ως σήμερα σχετικά με τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο είναι η περιβόητη γερμανική «παράκαμψη», δηλαδή σε ποιο βαθμό η εισβολή της Γερμανίας στην Ελλάδα συντέλεσε σε μοιραίες καθυστερήσεις με αποτέλεσμα την τελική αποτυχία της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» –την εισβολή του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση– και κατά συνέπεια, στην ολοκληρωτική ήττα του Άξονα στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Από αυτή την άποψη ο ελληνογερμανικός πόλεμος αποκτά μεγάλο ενδιαφέρον από πλευράς ευρύτερης στρατηγικής. Στη χώρα μας αποτελεί ευρεία πεποίθηση ότι οι Γερμανοί έχασαν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση λόγω της επίθεσης κατά της Ελλάδας. Πρόκειται για ένα μύθο ή είναι αλήθεια; Έλληνες και ξένοι πολιτικοί, στρατιωτικοί, διπλωμάτες και ιστορικοί έχουν επιχειρηματολογήσει με θέρμη υπέρ και κατά αυτής της άποψης. Ας δούμε συνοπτικά τις διάφορες θέσεις που έχουν εκφραστεί γύρω από το θέμα αυτό.
Το 1942, μέλη του Βρετανικού Κοινοβουλίου κατηγόρησαν τη βρετανική κυβέρνηση ότι παρασύρθηκε σε μία αναίτια εκστρατεία στην Ελλάδα λαμβάνοντας μία «πολιτική και συναισθηματική απόφαση» και αγνοώντας την στρατιωτική αναγκαιότητα και περιορισμούς. Ο τότε υπουργός Εξωτερικών Άντονι Ίντεν απέρριψε την κριτική ισχυριζόμενος ότι η απόφαση της βρετανικής κυβέρνησης λήφθηκε ομόφωνα. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο να υποστηρίξει ότι η εκστρατεία στην Ελλάδα καθυστέρησε σημαντικά την έναρξη της επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα». Πάνω σ’ αυτή τη θέση του Ίντεν αρκετοί Ιστορικοί υποστήριξαν ότι η πεισματώδης ελληνική αντίσταση εναντίον των Γερμανών εισβολέων επηρέασε αποφασιστικά το αποτέλεσμα του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου.
Διάλογοι του Χίτλερ με Ρίφενσταλ και Μανερχάιμ
Σύμφωνα με τη σκηνοθέτιδα και στενή φίλη του Χίτλερ, τη Λένι Ρίφενσταλ, η οποία είχε σκηνοθετήσει την ταινία «Ο Θρίαμβος της Θέλησης», μέσα από την οποία αποθεωνόταν η ναζιστική ιδεολογία, ο Χίτλερ της είχε εκμυστηρευθεί ότι «εάν οι Ιταλοί δεν είχαν επιτεθεί στην Ελλάδα και δεν χρειάζονταν τη βοήθειά μας, ο πόλεμος θα είχε πάρει διαφορετική πορεία. Θα μπορούσαμε να είχαμε προλάβει το ρωσικό κρύο και να είχαμε κατακτήσει το Λένινγκραντ και τη Μόσχα. Δεν θα συνέβαινε το Στάλινγκραντ».
Παρά τις επιφυλάξεις του, ο αρχηγός του βρετανικού Γενικού Επιτελείου, στρατηγός σερ Άλαν Μπρουκ (Alan Brooke) φαίνεται επίσης να παραδέχτηκε ότι η γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία καθυστέρησε την επίθεση εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης.
Επίσης έχει έρθει στο προσκήνιο μία αυθεντική ηχογραφημένη συνομιλία ανάμεσα στον Χίτλερ και τον Μάνερχαϊμ στις 4 Ιουνίου 1942, όταν ο πρώτος επισκεπτόταν ανεπίσημα τη Φινλανδία με αφορμή τα 75α γενέθλια του δεύτερου και την προαγωγή σε «Στρατάρχη της Φινλανδίας». Σε γεύμα που έλαβε χώρα σε βαγόνι του προσωπικού τρένου του Μάνερχαϊμ, ένας Φιλανδός μηχανικός, ο Θορ Ντάμεν, ηχογράφησε κρυφά τη συνομιλία ανάμεσα στους δύο ηγέτες. Ανάμεσα στα άλλα, ο Χίτλερ ακούγεται να λέει ότι «η βοήθεια που κλήθηκε να δώσει η Γερμανία στους Ιταλούς για να αντιμετωπίσουν την Ελλάδα ήταν μια τεράστια ατυχία, γιατί αποδυνάμωσε τα γερμανικά στρατεύματα που ετοιμαζόταν να επιτεθούν στη Σοβιετική Ένωση».
Το 1942 ο Γάλλος δημοσιογράφος και πολιτικός Πιερ Μπουρντάν (Pierre Bourdan) σε συνέντευξή του στο BBC δήλωσε ανάμεσα σε άλλα: «Με την πάροδο του χρόνου θα φανεί ότι μετά την απόφαση της Αγγλίας του 1940, ήταν η ανδρεία του ελληνικού λαού που συνέβαλε περισσότερο για να σωθεί ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο δημιουργημένος από τον ίδιο αυτό λαό πριν από 2.400 χρόνια. Πρέπει να το σκέπτονται αυτό όταν θα διαμορφώσουν την Ευρώπη. Κάθε αχαριστία στην Ελλάδα θα ισοδυναμούσε με προδοσία προς την Ευρώπη».
Η σημασία της καθυστέρησης εξακολουθεί να συζητείται ως τις μέρες μας. Το 1990, ο πολεμικός ανταποκριτής του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου Ουίλιαμ Σίρερ (William Shirer) ισχυρίστηκε ότι η εκστρατεία του Χίτλερ στα Βαλκάνια είχε καθυστερήσει την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» για αρκετές εβδομάδες και συνεπώς, επηρέασε αρνητικά την έκβασή της.
Οι ιστορικοί Μπράντλεϊ (Bradley) και ο Μπιούελ (Buell) ισχυρίζονται ότι «αν και κανένα τμήμα της βαλκανικής εκστρατείας δεν ανάγκασε τους Γερμανούς να καθυστερήσουν την Barbarossa, προφανώς ολόκληρη η εκστρατεία τους ώθησε να περιμένουν» ενώ ο Χάιντς Ρίχτερ θεωρεί την επιχειρηματολογία του Ίντεν ως «παραποίηση της Ιστορίας», δηλαδή μία προσπάθεια του Βρετανού υπουργού Εξωτερικών να δικαιολογήσει έμμεσα την αποτυχία της εκστρατείας στην Ελλάδα. Από την άλλη, οι Λίντελ Χαρτ (Liddell Hart, Βρετανός αξιωματικός του στρατού, στρατιωτικός θεωρητικός και Ιστορικός) και Φρέντι ντε Γκίνγκαντ (Freddie de Guingand, Βρετανός στρατιωτικός) επισημαίνουν ότι η καθυστέρηση της εισβολής του Άξονα στη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν μέρος των στρατηγικών σχεδιασμών της Βρετανίας και ως εκ τούτου η πιθανότητα μιας τέτοιας καθυστέρησης δεν θα μπορούσε να επηρεάσει τη λήψη απόφασης για στρατιωτική εμπλοκή στην Ελλάδα. Ενδιαφέρον παρουσιάζει η γνωμοδότηση του Ιστορικού Τμήματος του Υπουργικού Συμβουλίου του Ηνωμένου Βασιλείου το 1952, σύμφωνα με την οποία η εκστρατεία στην Ελλάδα και στη Γιουγκοσλαβία δεν επηρέασε την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα».
Ο ιστορικός Ρόμπερτ Κίρτσιμπολ (Robert Kirchubel) θεωρεί ως τις «κύριες αιτίες για την αναβολή της έναρξης του Barbarossa από τις 15 Μαΐου έως τις 22 Ιουνίου τις ελλιπείς υλικοτεχνικές ρυθμίσεις και έναν ασυνήθιστα υγρό χειμώνα που κράτησε ποτάμια σε πλήρη πλημμύρα μέχρι αργά την άνοιξη». Ωστόσο αυτή η προσέγγιση δεν απαντά ικανοποιητικά στο ερώτημα τι θα συνέβαινε αν ελλείψει αυτών των προβλημάτων η εκστρατεία θα ξεκινούσε σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο.
Ο αντίλογος: Ήταν αρκετός ο χρόνος από τις 22 Ιουνίου
Το 2012 ο γνωστός ιστορικός Άντονι Μπίβορ (Antony Beevor) διατύπωσε τη θέση ότι η γερμανική εκστρατεία στα Βαλκάνια «δεν είχε μεγάλο αντίκτυπο» στο τελικό αποτέλεσμα της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» ενώ o ερευνητής της Διεύθυνσης Ιστορίας του Στρατού των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χούκετ Τζούνιορ (Richard Hooker, Jr.) υποστηρίζει ότι η ορισθείσα 22α Ιουνίου από τον Χίτλερ ως ημερομηνία έναρξης της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» διασφάλιζε επαρκές χρονικό περιθώριο στη Βέρμαχτ για να προελάσει ως τη Μόσχα μέχρι τα μέσα Αυγούστου, ενώ η νικηφόρος εκστρατεία στα Βαλκάνια ενίσχυσε το ηθικό των Γερμανών στρατιωτών.
Ο Ντέιβιντ Γκλαντζ (David Glantz), ειδικός σε θέματα στρατιωτικής ιστορίας, εισήγαγε μια ενδιαφέρουσα προσέγγιση γύρω από το θέμα αυτό θεωρώντας ότι η γερμανική εκστρατεία στα Βαλκάνια παραπλάνησε τη σοβιετική ηγεσία σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του Χίτλερ.
Ωστόσο, ο ιστορικός Τζκ Π. Γκριν (Jack P. Greene) θεωρεί ότι αν και «άλλοι παράγοντες ήταν πιο σημαντικοί» όσον αφορά την καθυστέρηση της «Μπαρμπαρόσα», εντούτοις οι μονάδες Πάντσερ, οι οποίες είχαν συμμετάσχει στις πολεμικές επιχειρήσεις στα Βαλκάνια, χρειάστηκαν αρκετό χρόνο για να ανασυγκροτηθούν και να καταστούν πάλι ετοιμοπόλεμες.
Σε γενικές γραμμές, τα επιχειρήματα που συνηγορούν στην άποψη ότι η γερμανική εκστρατεία στα Βαλκάνια καθυστέρησε σημαντικά την έναρξη της επιχείρησης «Μπαρμπαρόσα» και σφράγιζε την έκβασή της και συνακόλουθα αυτή του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνοψίζονται στα εξής:
α) η σκληρή καταπόνηση του μηχανοκίνητου υλικού των γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων είχε αποτέλεσμα πολλές από αυτές, μετά τη λήξη της εκστρατείας στα Βαλκάνια, να μην προλάβουν να αντικαταστήσουν το φθαρμένο υλικό τους με νέο. Τα γερμανικά μηχανοκίνητα τμήματα έπρεπε να μεταβούν από τη Γαλλία και την Πολωνία κυρίως, στα Βαλκάνια, να πολεμήσουν σε ορεινά και γενικά κακοτράχαλα εδάφη μέχρι τη νότια Ελλάδα και έπειτα να επιστρέψουν έγκαιρα στην Πολωνία, στα σύνορα της Σοβιετικής Ένωσης, τις παραμονές της εισβολής στην ΕΣΣΔ. Με άλλα λόγια, έπρεπε να διανύσουν συνολική απόσταση πάνω από 6.000 χιλιόμετρα σε μικρό χρονικό διάστημα. Κατά συνέπεια, στη διάρκεια της προέλασης προς τη Μόσχα οι απώλειες των γερμανικών αρμάτων που συμμετείχαν στην επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα», τον χειμώνα του 1941-42 (έφτασαν στο 80% επί του συνόλου!), ήταν σε μεγαλύτερο βαθμό αποτέλεσμα της φθοράς και αδυναμίας συντήρησής τους και σε μικρότερο βαθμό αποτέλεσμα των πολεμικών συγκρούσεων,
β) οι Γερμανοί υπέστησαν σημαντικές απώλειες επίλεκτων στρατευμάτων, όπως οι αλεξιπτωτιστές, μεγάλος αριθμός εκ των οποίων εξολοθρεύθηκαν στη μάχη της Κρήτης. Ύστερα από αυτή, το σώμα των αλεξιπτωτιστών έπαψε να υφίσταται ως απειλή από αέρος και, όταν πολέμησε, χρησιμοποιήθηκε στην Αφρική και στην Ιταλία ως επίλεκτο πεζικό. Η έλλειψή τους κατέστη ιδιαίτερα εμφανής τα επόμενα σκληρά χρόνια του πολέμου και
γ) η καταστροφή μεγάλου αριθμού μεταγωγικών αεροσκαφών στην Κρήτη. Μετά την Κρήτη, ο στόλος των μεταγωγικών Ju 52 δεν μπόρεσε ποτέ πια να φτάσει στο επιθυμητό επιχειρησιακό επίπεδο, γεγονός που επηρέασε τις δυνατότητες ανεφοδιασμού του Afrika Korps και κυρίως της γερμανικής 6ης Στρατιάς, που παγιδεύτηκε στο Στάλινγκραντ ενάμιση χρόνο μετά τη λήξη της μάχης της Κρήτης.
Από την άλλη, τα επιχειρήματα που συνηγορούν στην άποψη ότι η γερμανική εκστρατεία στα Βαλκάνια δεν είχε σημαντικό αντίκτυπο στην επιχείρηση «Μπαρμπαρόσα» συνοψίζονται στα εξής:
α) η Βέρμαχτ δεν πρόλαβε να ξεκινήσει έγκαιρα την επίθεσή τους εναντίον της Σοβιετικής Ένωσης, όχι εξαιτίας της επίθεσης στα Βαλκάνια αλλά εξαιτίας των δυσμενών καιρικών συνθηκών. Παρά την καθυστέρηση στα Βαλκάνια, η Βέρμαχτ ήταν έτοιμη να ξεκινήσει την εισβολή στην ΕΣΣΔ την προκαθορισμένη ημερομηνία (αρχές Ιουνίου), αλλά επήλθε αναβολή της επίθεσης για ακόμα δύο εβδομάδες, μέχρι να στεγνώσει η λάσπη από τις καταρρακτώδεις ανοιξιάτικες βροχές του 1941 και
β) οι επιχειρήσεις σε Ελλάδα και Γιουγκοσλαβία λειτούργησαν ως παράγοντας παραπλάνησης του Στάλιν. Αναμφισβήτητα, το μεγαλύτερο πλεονέκτημα των Γερμανών έναντι των Σοβιετικών ήταν η πεισματική άρνηση του Στάλιν να πιστέψει μέχρι και την τελευταία στιγμή ότι ο Χίτλερ θα καταπατούσε το Σύμφωνο Ρίμπεντροπ – Μολότοφ και αυτό παρά τις διαβεβαιώσεις των ικανότατων κατασκόπων του για το αντίθετο. Το ισχυρότερο επιχείρημα του Στάλιν, όταν όλοι οι σύμβουλοί του τον προειδοποιούσαν ότι οι Γερμανοί συγκέντρωναν δυνάμεις στην Πολωνία, ήταν ότι οι δυνάμεις αυτές στόχευαν να εξασφαλίσουν την κεντρική και νότια Ευρώπη και όχι να επιτεθούν κατά της Σοβιετικής Ένωσης, όπως και τελικά συνέβη.
Όποια κι αν είναι όμως η στρατηγική σημασία της επίθεσης εναντίον της Ελλάδας, αναμφισβήτητο παραμένει το γεγονός ότι οι Γερμανοί αναγκάστηκαν να απασχολήσουν ισχυρές δυνάμεις τους και να δημιουργήσουν ακόμη ένα μέτωπο στα Βαλκάνια ως τα τέλη του 1944. Το μέτωπο αυτό δημιούργησε μια «χαίνουσα πληγή» στην υπερεκτεταμένη και εξουθενωμένη Βέρμαχτ.
* Ο Γιάννης Χρονόπουλος είναι ιστορικός, διευθυντής του εκδοτικού οίκου Historical Quest
** Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #76 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 27 Οκτωβρίου 2019. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.















