HotDoc.History: Υπόκωφη «νευρικότητα» της Απελευθέρωσης. Η Αθήνα στο επίκεντρο του ζητήματος εξουσίας
Το ΕΑΜ «καταπίνει» τα πρώιμα «Δεκεμβριανά» και οι Χίτες ακονίζουν τα μαχαίρια.

12 Οκτωβρίου 1944. Ώρα 11:00 το πρωί..
«Η λευτεριά φτερουγίζει πάνω από την Αθήνα μας» «Πριν φύγουν και οι τελευταίοι Ούννοι ο λαός ξεχύθηκε με σημαίες και ζητωκραυγές στους δρόμους. Απ’ το Πανεπιστήμιο, απ’ τις Τράπεζες, απ’ όλα τα κέντρα οι τηλεβόες του ΕΛΑΣ σαλπίζουν το χαρμόσυνο μήνυμα. Οι συνοικίες σε παραλήρημα ενθουσιασμού ετοιμάζονται για το μεγάλο γιορτασμό. Στο μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη αντιπροσωπείες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ κατέθεσαν στεφάνι. Έξαλλος από τον ενθουσιασμό ο συγκεντρωμένος κατά χιλιάδες λαός ζητωκραύγαζε. Δακρύζοντας οι πολίτες αγκάλιαζε ο ένας τον άλλο» γράφει ο «Ριζοσπάστης» αποτυπώνοντας την πανηγυρική ατμόσφαιρα των πρώτων στιγμών:
Η Απελευθέρωση συνιστά μια περίπλοκη διαδικασία στο επίκεντρο της οποίας τίθετο το ζήτημα της εξουσίας. Ποιος θα κυβερνήσει την απελευθερωμένη χώρα και ποια μορφή θα είχε η εξουσία αυτή. Πίσω από τις αυθόρμητες λαϊκές εκδηλώσεις χαράς και ενθουσιασμού υπέβοσκαν εντάσεις και αντιθέσεις. Η κάθε άλλο παρά ομαλή διαδικασία συντελείται μέσα σε ένα κλίμα τρομακτικής ψυχολογικής πίεσης. Η ατμόσφαιρα «νευρικότητας» εντεινόταν από φήμες για την ύπαρξη διαταγής του Χίτλερ για καταστροφή όλων των ζωτικών εγκαταστάσεων κατά τη γερμανική υποχώρηση. Κατά την προσφιλή τους πρακτική οι Γερμανοί επιχείρησαν να μεταθέσουν την ευθύνη για την τήρηση της τάξης στον ίδιο τον πληθυσμό. Ήταν «η ανόητη δράση» «εγκληματικών στοιχείων» που θα τους ανάγκαζε (sic!) να λάβουν μέτρα. Στις 20 Σεπτεμβρίου 1944 ο Γερμανός Στρατιωτικός Διοικητής Χέλμουτ Φέλμι, επικεφαλής του 68ου Σώματος Στρατού της Βέρμαχτ, διέψευσε με ανακοινώσεις του τις διαδόσεις: «ουδείς Αθηναίος, όστις επιδεικνύει ήσυχον και σώφρονα διαγωγήν, πρέπει να φοβήται δια την πόλιν του ή να γίνεται περίφροντις δια την ζωήν και την περιουσίαν του».
Χάος. «Ανατινάξτε τις υποδομές»
Το στρατιωτικό διακύβευμα της γερμανικής υποχώρησης ήταν η «ειρηνική εκκένωση» των Αθηνών. Η εξασφάλισή της από τη γερμανική διοίκηση ήταν προϋπόθεση για την απρόσκοπτη υποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων, χωρίς δηλαδή επιθέσεις από αντάρτες ή Βρετανούς. Σε διαφορετική περίπτωση θα εφαρμοζόταν η «θεωρία του χάους» που διατύπωσε στα μέσα του 1944 ο αρχηγός της γερμανικής Μυστικής Αστυνομίας (SiPo) Βάλτερ Μπλούμε (Walter Blume) σύμφωνα με την οποία προβλεπόταν η ανατίναξη εργοστασίων, αποβαθρών και άλλων υποδομών στα κατεχόμενα εδάφη τα οποία αναγκάζονταν να αφήσουν οι Γερμανοί.
Τόνοι με εκρηκτικά τοποθετήθηκαν στο φράγμα του Μαραθώνα και σε τούνελ στον Λυκαβηττό ενώ το δίχτυ των υπονομεύσεων περιλάμβανε την τηλεφωνική εταιρεία, τους στρατώνες, την ηλεκτρική εταιρεία, τις αποβάθρες του λιμανιού του Πειραιά, τους σιδηροδρομικούς σταθμούς, γέφυρες, τελωνεία, το εργοτάξιο των ΣΕΚ και άλλα σημαντικά κτίρια, όπως οι στρατιωτικές αποθήκες στο Ρουφ, ο ραδιοφωνικός σταθμός και κεντρικά ξενοδοχεία της πόλης. Το ίδιο προβλεπόταν για όλες τις σημαντικές υποδομές της επικράτειας με έμφαση στο σιδηροδρομικό δίκτυο και στον Ισθμό της Κορίνθου. Η παράλληλη σύλληψη και εκτέλεση όλης της ελληνικής πολιτικής ηγεσίας στόχευε στην πρόκληση «πολιτικού χάους» που ενδεχόμενα θα οδηγούσε σε ΕΑΜο-βρετανική σύγκρουση.(1)

Η διαταγή του ΕΛΑΣ «Σταματήστε τους παλμούς της καρδιάς σας» δεν ήταν τυπική. Ο Ν. Πλουμπίδης γλιτώνει από λιντσάρισμα τον ταγματασφαλίτη Παπαδόγκονα που συνέχιζε να δολοφονεί («Ριζοσπάστης» αρ.14, 28 Οκτωβρίου 1944)
Πάνω λοιπόν στον τρόπο με τον οποίο θα υποχωρούσαν οι Γερμανοί στήθηκε ένα διπλωματικό παιχνίδι με πολλούς παίχτες και διαφορετικές στοχεύσεις. Αν και καμία πλευρά δεν είχε επίσημη εξουσιοδότηση να διαπραγματευτεί τη γερμανική παράδοση, η απειλή των καταστροφών, με τις ανθρώπινες απώλειες και τις υλικές ζημιές που συνεπαγόταν, και η δυνατότητα των τοπικών Γερμανών αξιωματούχων να τις αποτρέψουν μπορούσε να εξασφαλίσει μια άτυπη ουδετερότητα.
Γερμανική σφήνα μεταξύ Βρετανών – ΕΑΜ
Οι Γερμανοί εντέχνως εκμεταλλεύτηκαν τη βρετανική καχυποψία απέναντι στο ΕΑΜ το οποίο εν δυνάμει μπορούσε να επωφεληθεί από την κατάσταση κυριεύοντας βαρύ γερμανικό οπλισμό ή ακόμα και καταλαμβάνοντας την εξουσία. Για άλλη μια φορά στη βρετανική πολιτική τέθηκαν πολιτικές προτεραιότητες έναντι της στρατιωτικής αναγκαιότητας ενός πολέμου ο οποίος συνεχιζόταν ακόμη με μεγάλη σφοδρότητα. Είναι ενδεικτικό ότι παρά τη συντριπτική από αέρος υπεροπλία της η βρετανική αεροπορία (RAF) δεν παρεμπόδισε την προσπάθεια σύμπτυξης ούτε μιας γερμανικής νησιωτικής φρουράς προς την ηπειρωτική Ελλάδα, το μεγαλύτερο μέρος των οποίων αφέθηκε να διαπεραιωθεί ανενόχλητο. Μόνο όταν η βρετανική παθητικότητα άρχισε να προκαλεί όχι μόνο υποψίες αλλά και αντιδράσεις –από τους έτερους της συμμαχίας, Αμερικανούς– οι Βρετανοί βομβάρδισαν, στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944, τα τρία αεροδρόμια της Αττικής (Καλαμάκι, Τατόι, Ελευσίνα) καταστρέφοντας πάνω από τα μισά γερμανικά μεταγωγικά αεροπλάνα και ανακόπτοντας τη διαδικασία εκκένωσης των νησιών. Η ίδια εφεκτική στάση τηρήθηκε και απέναντι στις υποχωρούσες από ξηράς γερμανικές δυνάμεις στις οποίες η βρετανική αεροπορία απέφυγε να δώσει συντριπτικό πλήγμα.
Με κύριο στόχο την παραμονή της Ελλάδας στη βρετανική σφαίρα επιρροής, στις 9 Αυγούστου 1944 το Βρετανικό Πολεμικό Συμβούλιο ενέκρινε το σχέδιο «ΜΑΝΝΑ» για την αποστολή στρατιωτικής δύναμης 10.000 ανδρών στην Ελλάδα αμέσως μόλις υποχωρήσουν οι Γερμανοί. Το σημαντικότερο στοιχείο στην επιχείρηση ήταν ότι όλες οι διαθέσιμες στρατιωτικές μονάδες έπρεπε να συγκεντρωθούν και να εισέλθουν στην Αθήνα.
Η επιχείρηση θα ξεκινούσε μόνο όταν οι Γερμανοί είχαν εγκαταλείψει την πόλη. Καθώς η μικρή στρατιωτική δύναμη που ήταν διατεθειμένοι να στείλουν μετά βίας έφτανε να ελέγξει την Αθήνα, η εξουδετέρωση γερμανικών δυνάμεων, όπως επέτασσαν τα συμμαχικά καθήκοντα, τέθηκε σε δεύτερη μοίρα. Η Σοβιετική Ένωση δεν είχε αντίρρηση για την αποστολή βρετανικής στρατιωτικής δύναμης στην Ελλάδα και ούτε προτίθετο να στείλει η ίδια στρατεύματα εκεί. Η βρετανική πρωτοκαθεδρία στην Ελλάδα και η αντίστοιχη παραίτηση της Μόσχας σφραγίστηκε με τη Συμφωνία των Ποσοστών μεταξύ Στάλιν και Τσόρτσιλ για το μοίρασμα των σφαιρών επιρροής στα Βαλκάνια (7 Οκτωβρίου 1944) καθώς και στις συζητήσεις των υπουργών Εξωτερικών των δύο χωρών τις ακόλουθες ημέρες.
Το ΕΑΜ/ΕΛΑΣ, ο βασικός παράγοντας (εκτός των Βρετανών) ο οποίος διέθετε αξιόμαχη στρατιωτική ισχύ, είχε κηρύξει ανειρήνευτο πόλεμο με τους Γερμανούς με το σύνθημα «Όλοι επί ποδός πολέμου». Έχοντας συγκροτηθεί μέσα στις δύσκολες συνθήκες της Κατοχής με πρωτοβουλία και κύρια πολιτική δύναμη το ΚΚΕ, το ΕΑΜ πρότασσε την Αντίσταση με όλα τα μέσα στον κατακτητή καθώς και ένα πολίτευμα που μεν δεν υπερέβαινε το αστικοδημοκρατικό αλλά είχε προοδευτικό κοινωνικό περιεχόμενο. Ως ανεξάρτητος από τα παραδοσιακά πολιτικά κόμματα και αυτόνομος πολιτικός μηχανισμός το ΕΑΜ διέρηξε τους παραδοσιακούς θεσμούς εξουσίας εκφράζοντας τα αιτήματα των λαϊκών και μικροαστικών στρωμάτων τα οποία σταδιακά ριζοσπαστικοποιήθηκαν. Η συλλογική θέληση της κοινωνίας για αλλαγή αποτυπώθηκε στις πρακτικές και τις δομές της Ελεύθερης Ελλάδας.
Μέσω της ΠΕΕΑ, της «Κυβέρνησης του Βουνού», την οποία συγκρότησε τον Μάρτιο του 1944, το ΕΑΜ ασκούσε πολιτική και στρατιωτική εξουσία σε εκτεταμένες περιοχές διαθέτοντας τις παραμονές της απελευθέρωσης 81.000 αντάρτικο στρατό και περίπου 30.000 μέλη στον εφεδρικό ΕΛΑΣ.(2) Αλλά και στην ίδια την πρωτεύουσα τις παραμονές της Απελευθέρωσης οργανωμένα στρατιωτικά τμήματα του ΕΛΑΣ είχαν καθημερινή παρουσία στις απομακρυσμένες από το κέντρο συνοικίες, οι οποίες στα μέσα Σεπτεμβρίου 1944 είχαν ουσιαστικά απελευθερωθεί.
Στο τέλος της Κατοχής η πραγματική δύναμη του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ στην Αθήνα ήταν 2.500 τακτικός στρατός (ένοπλοι) και 18.000 εφεδρικός (άοπλοι).(3) Αυτή ακριβώς η de facto στρατιωτική και πολιτική ισχύς του ΕΑΜ στην κατεχόμενη χώρα και η εν δυνάμει αποτύπωσή της στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό στεκόταν εμπόδιο στην επιστροφή στην προπολεμική τάξη πραγμάτων. Κύριο μέλημα της βρετανικής πολιτικής αλλά και του μέρους εκείνου της ελληνικής αστικής τάξης που βρισκόταν υπό την προστασία της ήταν να αποτρέψουν την άνοδο του ΕΑΜ στην εξουσία, είτε τη βίαιη, όπως θεωρούσαν αρχικά, είτε την ομαλή, μέσω δημοκρατικών διαδικασιών, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια.

Ο στρατηγός Παναγιώτης Σπηλιωτόπουλος (δεύτερος από αριστερά) ορίστηκε από τον Σκόμπι (τρίτος) στρατιωτικός διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ελλάδα. Αριστερά ο Γ. Παπανδρέου και δεξιά ο Θεμ. Τσάτσος
Η Συμφωνία της Καζέρτας στις 26 Σεπτεμβρίου 1944 αποτύπωνε σε στρατιωτικό επίπεδο τις δεσμεύσεις που επιβλήθηκαν στο ΕΑΜ για να εμποδίσουν την πορεία του προς την εξουσία. Όλες οι αντάρτικες δυνάμεις ετίθεντο υπό τη δικαιοδοσία του Βρετανού αντιστράτηγου Ρόναλντ Σκόμπι ο οποίος οριζόταν στρατιωτικός διοικητής των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Ελλάδα. Η στρατιωτική διοίκηση της Αττικής ανετίθετο στoν στρατηγό Παναγιώτη Σπηλιωτόπουλο ο οποίος θα δρούσε σε στενή συνεργασία με εκπροσώπους της κυβέρνησης εθνικής ενότητας που επρόκειτο να φτάσουν στην Αθήνα. Ο ΕΛΑΣ, υπό το πρόσχημα αποφυγής της σύγχυσης, διατασσόταν να κρατήσει τις κύριες δυνάμεις του εκτός Αττικής. Όλες οι δυνάμεις του στην περιοχή της πρωτεύουσας (Α΄ Σώμα Στρατού) υπάγονταν στον Σπηλιωτόπουλο υπό τις διαταγές των Βρετανών.
Με βάση αυτό το σκεπτικό ο Σπηλιωτόπουλος έδωσε διαταγή να μη γίνει καμία επιθετική ενέργεια εναντίον των υποχωρούντων Γερμανών μέσα στην Αθήνα και στον Πειραιά για να μη διακινδυνεύσει ο άμαχος πληθυσμός και προκληθούν εκτεταμένες καταστροφές.(4) O ΕΛΑΣ της Αθήνας αναλάμβανε το καθήκον να εμποδίσει τον εχθρό να καταστρέψει φεύγοντας ό,τι είχε στρατιωτική και οικονομική αξία αλλά και να εξασφαλίσει την τάξη μετά την αποχώρηση των Γερμανών.
Παρόλο που το ΕΑΜ δεσμεύτηκε με ετεροβαρείς συμφωνίες και προσχώρησε στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας του Γ. Παπανδρέου συνέχιζε να αντιμετωπίζει την καχυποψία των πολιτικών του αντιπάλων και των Βρετανών. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ζέρβας διέρρεε σχέδιο για λίστες προγραφών του ΕΑΜ με την Απελευθέρωση που αφορούσαν 60.000 άτομα μόνο στην Αθήνα. Φιλοβασιλικές οργανώσεις με κύριο μοχλό το πολιτειακό ζήτημα, την επάνοδο δηλαδή ή όχι του βασιλιά Γεωργίου Β΄, έχοντας την υλική και πολιτική στήριξη των Βρετανών ενισχύονταν στρατιωτικά προκειμένου να επιβάλουν την επιστροφή του «απονομομοποιημένου –λόγω της συνεργασίας με τον Μεταξά– μονάρχη. Υπολείμματα Σωμάτων Ασφαλείας, μέλη των Ταγμάτων Ασφαλείας και ακροδεξιές οργανώσεις εξοπλισμένες από Γερμανούς με την έγκριση της κυβέρνησης Ράλλη αλλά και με τη σιωπηρή αποδοχή των Γερμανών συγκρότησαν υπό την καθοδήγηση του Παν. Σπηλιωτόπουλου φιλομοναρχικά στρατιωτικά σώματα.
Ο Σπηλιωτόπουλος, επιτελικός αξιωματικός της Χωροφυλακής στην πρώτη κατοχική κυβέρνηση του Τσολάκογλου είχε στενούς δεσμούς με τους φιλομοναρχικούς της Μέσης Ανατολής καθώς ήταν δεύτερος στην ιεραρχία της οργάνωσης ΡΑΝ (Ρήλος – Αυλών – Νήσοι) η οποία είχε αρχηγό τον στρατηγό Βεντήρη, αρχηγό του Επιτελείου του Βασιλικού Ελληνικού Στρατού Μέσης Ανατολής και ακραιφνή φιλοβασιλικό.(5) Τα σώματα αυτά θα μπορούσαν να δράσουν από κοινού με άνδρες των Σωμάτων Ασφαλείας (Χωροφυλακή – Αστυνομία) για να πραγματοποιήσουν φιλοβασιλικό πραξικόπημα και να καταλάβουν την Αθήνα με την αποχώρηση των Γερμανών. Ιδιαίτερα μετά την ενίσχυσή τους με οπλισμό που έφτασε στις ακτές της ανατολικής Αττικής από τη Μέση Ανατολή (23 Σεπτεμβρίου και 12 Οκτωβρίου 1944)
Όλα αυτά ήταν γνωστά στις ηγεσίες του ΕΑΜ και του ΚΚΕ. Παρέμεναν ωστόσο αμετακίνητες στην πολιτική της εθνικής συμφιλίωσης, όπως αυτή εκφράστηκε στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΚΚΕ στα τέλη του 1942. Ο αντιστασιακός εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας προτασσόταν έναντι οποιουδήποτε πολιτικού στόχου, είτε αυτός ήταν η λύση του πολιτειακού ζητήματος είτε ο απώτερος στόχος του σοσιαλισμού. Είχαν επιβάλει ακόμα στην εσωκομματική τους αντιπολίτευση τις συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας, υπόθεση καθόλου εύκολη καθώς οι συμφωνίες αυτές είχαν προκαλέσει γενική αγανάκτηση σε μεγάλη πλειοψηφία μαχητών του ΕΛΑΣ. Είχαν τιθασεύσει τον ενθουσιασμό αλλά και τις πρωτοβουλίες καπετάνιων δίνοντας αυστηρές εντολές να μην εισέλθει ο ΕΛΑΣ στις περιοχές εκείνες που δεν το επέτρεπε η Συμφωνία της Καζέρτας. Το αποτέλεσμα ήταν να τηρηθεί η κομματική πειθαρχία, ιδιαίτερα την περίοδο της Απελευθέρωσης.
Σταματήστε τους παλμούς της καρδιά σας. Ήρεμοι, αξιοπρεπείς, περήφανοι
Η προσήλωση αυτή του ΕΛΑΣ στην τήρηση των δεσμεύσεων που του είχαν επιβληθεί αποτυπώθηκε στην ημερήσια διαταγή του Α΄ Σώματος Στρατού του ΕΛΑΣ στις 12 Οκτωβρίου 1944: «Από δέκα μέρες τώρα είσαστε μαζί με άλλες δυνάμεις και τους συμμάχους μας Βρετανούς κάτω από τις διαταγές του Στρατ. Διοικητή Αττικής, οι οριστικοί νικητές των δύο πόλεων…. Το μεγαλύτερο μέρος της Αθήνας και του Πειραιά είναι στα χέρια σας και αν δε γίνατε ολότελα ακόμη κύριοι και των δύο πόλεων, δεν είναι γιατί δεν έχετε τη δύναμη και την ικανότητα να γίνετε, αλλά γιατί ύψιστα συμφέροντα του Λαού μας μας επιβάλλουν να είμαστε συγκρατημένοι (…) Τώρα φανήτε άξιοι του Λαού μας.
Η τάξη της Αθήνας είναι στα χέρια σας. Μη σφίγγετε με αγαναχτησμένα χέρια τα τουφέκια σας καραδοκώντας να εφορμήσετε κατά του φεύγοντος επαίσχυντα εχθρού. Τώρα προσωρινά έχετε ένα μεγάλο και ιερό σκοπό, να κρατήσετε την τάξη που μόνο στα χέρια τα δικά σας βρίσκεται. Είμαστε βέβαιοι πως θα την κρατήσετε. Σταματήστε τους παλμούς της καρδιά σας για λίγες μέρες, που και πάλι σαν Εθνικός Στρατός για να επαναλάβουμε τον ιερό μας αγώνα κατά του καταχτητή Γερμανοβουλγάρου. Όλοι στις θέσεις σας ήρεμοι, αξιοπρεπείς, περήφανοι για τη μεγάλη μας νίκη, τη νίκη του Λαού. Οι αρχηγοί σας θα σας οδηγήσουν σε νέες δόξες, σε νέες νίκες».(6)

ΕΛΑΣίτες μπροστά στις Τρεις Γέφυρες που πρόλαβαν να ανατινάξουν οι Γερμανοί κατά τη φυγή τους
Με όλους τους τρόπους, σε αρθρογραφία στον ΕΑΜικό και τον κομματικό τύπο, σε διαταγές, σε αναφορές και σημειώματα για εσωτερική χρήση τονίζεται η παραδειγματική τάξη και πειθαρχία από την πλευρά του ΕΑΜ το οποίο κατάφερε να εξασφαλίσει μια ειρηνική μετάβαση προς την ομαλότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι την τελευταία στιγμή πριν από την Απελευθέρωση οι Γερμανοί και τα Τάγματα Ασφαλείας προέβησαν σε επιχειρήσεις που στόχο είχαν να τρομοκρατήσουν τον πληθυσμό αλλά και να ανακαλύψουν τον οπλισμό της Αντίστασης. Ενδεικτικά αναφέρουμε το μπλόκο της Καλλιθέας στις 28 Αυγούστου 1944, την εκτέλεση 50 ομήρων στην Καισαριανή στις 5 Σεπτεμβρίου 1944, την εκτέλεση στο Χαϊδάρι 72 μελών της χρηματοδοτούμενης από τους Βρετανούς κατασκοπευτικής οργάνωσης «Υβόννη» στις 8 Σεπτεμβρίου, πάνω από 100 εκτελεσμένους στο Μπαρουτάδικο στο Αιγάλεω στις 29 Σεπτεμβρίου, τα θύματα στο μνημόσυνο του Μπλόκου της Κοκκινιάς στην πλατεία της Οσίας Ξένης και άλλων 34 ατόμων στην Καισαριανή στις 2 Οκτωβρίου 1944.
10.000 εκτελεσμένοι Γάλλοι δωσίλογοι
Για να δώσουμε ένα μέτρο της τεράστιας προσπάθειας που έκανε ο ΕΛΑΣ να τιθασεύσει τους ένοπλους μαχητές του αναφέρουμε ότι ακόμα και σε χώρες που είχαν μικρότερες συνέπειες από τις δυνάμεις Κατοχής παρατηρήθηκαν φαινόμενα εκτεταμένων αντεκδικήσεων. Χαρακτηριστικά στη Γαλλία 10.000 άτομα εκτελέστηκαν με συνοπτικές διαδικασίες από αντιστασιακές ομάδες προτού εγκατασταθούν οι κυβερνητικές αρχές και αμέσως μετά την αποχώρηση των Γερμανών. Γυναίκες που κατηγορήθηκαν για «οριζόντια συνεργασία» με τον εχθρό κουρεύτηκαν και διαπομπεύτηκαν. Στην Ιταλία εκτελέστηκαν 15.000 άτομα στο Βέλγιο λυντσαρίστηκαν δημόσια 265 άνθρωποι.(7)
Σε όλη τη διάρκεια των πανηγυρισμών για την απελευθέρωση της πόλης επικρατεί απόλυτη τάξη Ο Βρετανός συνταγματάρχης της SOE Ρ. Σέπαρντ, σύνδεσμος του στρατιωτικού διοικητή με το Βρετανικό Στρατηγείο, ο οποίος επισκέφθηκε το βράδυ της 12ης Οκτωβρίου τις συνοικίες της πόλης και τις περιοχές που έλεγχε το ΕΑΜ, διαπίστωσε απόλυτη ησυχία παντού, ενώ ο ΕΛΑΣ και άλλες οργανώσεις περιπολούσαν με πειθαρχία στους σχεδόν έρημους δρόμους.
Με την πλήρη αποχώρηση των Γερμανών εγκαταστάθηκε στην Αθήνα τριμελές κλιμάκιο της κυβέρνησης εθνικής ενότητας από τους υπουργούς Φ. Μανουηλίδη, Γ. Ζεύγο και Θ. Τσάτσο για να αναλάβει την εξουσία των απελευθερωμένων περιοχών ενώ η αστυνομία, που τελούσε υπό τις διαταγές του Άγγελου Έβερτ, συνέλαβε τον τελευταίο κατοχικό πρωθυπουργό Ι. Ράλλη ο οποίος είχε παραμείνει στη Μητρόπολη καθ’ όλη τη διάρκεια της 12ης Οκτωβρίου. Την ίδια τύχη είχε και ο πρώτος δωσίλογος πρωθυπουργός Γ. Τσολάκογλου και οι υπουργοί της κυβέρνησής του αλλά και διευθυντές εφημερίδων που είχαν συνεργαστεί ανοιχτά με τους Γερμανούς.

Σύντομα τους αυθόρμητους πανηγυρισμούς διαδέχτηκαν διαδηλώσεις των οργανώσεων. Ήταν μια αριθμητική αναμέτρηση επίδειξης δύναμης προς τους Συμμάχους
Οι τρεις υπουργοί της κυβέρνησης εθνικής ενότητας ύστερα από δοξολογία στη Μητρόπολη της Αθήνας απηύθυναν ομιλία στο πλήθος που είχε κατακλύσει την πλατεία Συντάγματος. Ακολούθησε είσοδος στην πόλη και παρέλαση 700 Βρετανών καταδρομέων και 400 Ιερολοχιτών. Τα τμήματα αυτά κατέληξαν στην πλατεία Συντάγματος όπου τα επιθεώρησε ο Π. Σπηλιωτόπουλος και κατέθεσαν στεφάνι στον Άγνωστο Στρατιώτη. «Στην πόλη επικρατεί τεράστιος ενθουσιασμός» σημείωναν τα τηλεγραφήματα που έστελναν οι Βρετανοί σύνδεσμοι.
Την επομένη της Απελευθέρωσης τους αυθόρμητους πανηγυρισμούς του αθηναϊκού λαού διαδέχθηκαν διαδηλώσεις των οργανώσεων με έντονα συμβολικά στοιχεία. Στις 13 και τις 14 Οκτωβρίου το ΕΑΜ κατέβασε συντεταγμένα τις δυνάμεις του στο κέντρο της Αθήνας με συνθήματα υπέρ των Συμμάχων, της κυβέρνησης εθνικής ενότητας και της λαοκρατίας.
Στις 15 Οκτωβρίου ήταν η σειρά του αστικού κόσμου και των «εθνικών» οργανώσεων να κάνουν επίδειξη των δυνάμεών τους. «Ήταν μια αριθμητική αναμέτρηση, μια απόδειξη και προς τους συμμάχους ότι δεν ήταν μόνο το ΕΑΜ που είχε το λαό».(8) Στη διαδήλωση στην οποία συμμετείχαν ο ΕΔΕΣ, η ΠΕΑΝ, το Εθνικό Κομιτάτο, η Ιερά Ταξιαρχία, η οργάνωση Χ και άλλες οργανώσεις, κυριάρχησε συνθηματολογία με αιτήματα για εδαφικές αξιώσεις της Ελλάδας και τιμωρία των Βουλγάρων για εγκλήματα που διέπραξαν στη Θράκη και στην Ανατολική Μακεδονία Η δημόσια και μαζική αυτή έκφραση της διαφοροποίησης προανήγγειλε τον χαρακτήρα της ταξικής σύγκρουσης που θα ακολουθούσε. «Έφτανε ένα σπίρτο για να πάρει η Αθήνα φωτιά σαν ένα δοχείο μπενζίνα» παρατηρούσε ο Θεοτοκάς.
Την ίδια ημέρα και ώρα διεξαγωγής της διαδήλωσης των «εθνικών» οργανώσεων συνεργάτες των Γερμανών που διέμεναν υπό περιορισμό αλλά ένοπλοι σε ξενοδοχεία της Ομόνοιας πυροβόλησαν εναντίον παράλληλης ΕΑΜικής διαδήλωσης σκοτώνοντας επτά και τραυματίζοντας δεκάδες. «Αφορμή των φονικών επεισοδίων προήλθε από τους εις το ξενοδοχείον “Ερμής” εγκατεστημένους οπαδούς του αρχηγού ΕΑΣΑΔ [Εθνικός Αγροτικός Σύνδεσμος Αντικομμουνιστικής Δράσης] Τάκη Μακεδόνος. Ωσαύτως αφορμή υπήρξεν και η προκλητική στάσις άλλων ομάδων εγκατεστημένων εις τα ξενοδοχεία “Εθνικόν” και “Πάνθεον”. Κατά τας παρασχεθείσας πληροφορίας οι άνδρες του Τάκη Μακεδόνος ήρχισαν πυροβολούντες εναντίον αυτοκινήτου του οποίου επέβαινον διαδηλωταί του ΕΑΜ» σημειώνει η εφημερίδα «Ελευθερία».
Το ΕΑΜ δεν απάντησε στην πρόκληση τηρώντας τις δεσμεύσεις που είχε αναλάβει απέναντι στην κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Με δεδομένη την πολιτική του κυριαρχία σε ολόκληρη την πρωτεύουσα αλλά και τη στρατιωτική κυριαρχία στο μεγαλύτερο μέρος της χώρας επιδίωκε να κεφαλοποιήσει σε πολιτικό επίπεδο αυτή την επικράτησή του.
Η άφιξη της ελληνικής κυβέρνησης υπό τον Γ. Παπανδρέου, στην οποία το ΕΑΜ συμμετείχε με έξι υπουργούς, έγινε το πρωί της Τετάρτης 18 Οκτωβρίου 1944. Στην υποδοχή της βρέθηκε το σύνολο του αθηναϊκού λαού και τα μέλη της κυβέρνησης με επικεφαλής τον Γεώργιο Παπανδρέου έγιναν δεκτά με επευφημίες και ενθουσιασμό.
Την κυβέρνηση συνόδευε ο Βρετανός πρεσβευτής Ρ. Λίπερ (R. Leeper) και ο αντιστράτηγος Ρ. Σκόμπι (R. Scobie), αρχηγός των συμμαχικών δυνάμεων στην Ελλάδα, υπό τις διαταγές του οποίου έχουν υπαχθεί ο ΕΔΕΣ και ο ΕΛΑΣ με βάση τη Συμφωνία της Καζέρτας. Η βρετανική παρουσία αποτελούσε διαρκή επισήμανση του ρόλου των Βρετανών στις εξελίξεις στην Ελλάδα και συνιστούσε εγγύηση του νόμου και της τάξης για τους αστούς πολιτικούς. Η επιστροφή των τελευταίων στον θώκο της εξουσίας περνούσε μέσα από τη βρετανική διπλωματία και τα βρετανικά όπλα.
Νέος κόσμος πάνω από τα ερείπια ή τα ερείπια ενός νέου κόσμου;
Στον λόγο του ο πρωθυπουργός επισήμανε την αναγκαιότητα διατήρησης της εθνικής ενότητας έως τη διεξαγωγή των εκλογών, την εθνική ολοκλήρωση και την ανασύνταξη των ενόπλων δυνάμεων και των σωμάτων ασφαλείας. Παράλληλα επιβεβαίωσε με έμφαση την απόφαση να τιμωρηθούν οι προδότες της πατρίδας και οι εκμεταλλευτές της δυστυχίας του λαού διαβεβαιώνοντας ότι «η Εθνική Νέμεσις θα είναι αδυσώπητος». Απευθυνόμενος σε ένα κοινό το οποίο συνεχώς τον διέκοπτε με τα συνθήματα «λαοκρατία» και «εθνική νέμεση», δεν δίστασε να εκφωνήσει εκτός κειμένου την περίφημη φράση: «Πιστεύομεν εις τη λαοκρατίαν».
«Ένας νέος κόσμος θα υψωθεί από τα ερείπια» υποσχέθηκε ο Παπανδρέου στον λόγο της απελευθέρωσης. Αντί όμως να ξημερώσει ένας «νέος κόσμος» τον οποίο οραματίστηκαν και για τον οποίο αγωνίστηκαν όλοι όσοι αντιστάθηκαν στους κατακτητές και τους συνεργάτες τους, αυτό που περίμενε τον ελληνικό λαό ήταν νέα ερείπια.
* Αναδημοσιεύεται από το τεύχος #23 του HotDoc.History που κυκλοφόρησε στις 15 Οκτωβρίου 2017. Διατηρούνται οι ιδιότητες των προσώπων όπως είχαν την εποχή της δημοσίευσης.
Παραπομπές
(1) Mark Mazower, Inside Hitler’s Greece: The Experience of Occupation, 1941-44, σ. 231-232, Yale University Press, 1993 και Roland Hampe, Η διάσωση της Αθήνας τον Οκτώβριο του 1944, ελλ. εκδ. Αθήνα 1994 (γερμ. εκδ. Wiesbaden) 1955, σ. 31. Στις 27 Σεπτεμβρίου 1944 το στρατόπεδο Χαϊδαρίου διαλύθηκε και αφέθηκαν ελεύθεροι οι αρχηγοί των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων, όπως οι Φιλελεύθεροι Θεμιστοκλής Σοφούλης και Γεώργιος Καφαντάρης
(2) Μιχάλης Λυμπεράτος, «Οι οργανώσεις της Αντίστασης», στο Ιστορία της Ελλάδας του 20ού αιώνα. Β Παγκόσμιος Πόλεμος. Κατοχή – Αντίσταση 1940-1945 (επιμ. Χρήστος Χατζηιωσήφ και Προκόπης Παπαστράτης), τόμος Γ2, Αθήνα 2007, σ.20
(3) Η έκθεση Σιάντου για τα Δεκεμβριανά και η έκθεση της ΧΙΙΙης Μεραρχίας του ΕΛΑΣ για τη Μάχη της Αθήνας. Δύο αδημοσίευτα ντοκουμέντα, Έρευνα Περικλής Ροδάκης και Μπάμπης Γραμμένος, Αθήνα 1986, σ. 14-15
(4) Woodhouse προς Σαράφη, 5 Οκτ. 1944. F.O. 371/43693/ R 16197, Χρονολόγιο, σ. 648
(5) Μιχάλης Λυμπεράτος, «Τα Γερμανικά Αντίποινα, τα Τάγματα Ασφαλείας και ο Ε.Λ.Α.Σ. Η περίπτωση της κεντρικής και νότιας Πελοποννήσου στην Κατοχή», στο Γ. Καρακατσιάνης (εκδ.), Νότια Πελοπόννησος, 1935-1950, Αθήνα 2009
(6) ΓΕΣ/ΔΙΣ, Αρχείο 6ου Συντάγματος του ΕΛΑΣ, Α Σώμα Στρατού, Ημερήσια Διαταγή της 12ης Οκτωβρίου 1944.
(7) Τα στοιχεία από Λυμπεράτο, ό.π.,
(8) Αναστάσης Πεπονής, Προσωπική Μαρτυρία, Αθήνα, Προσκήνιο 2001, σ. 145)















