Δεν είναι πολλά χρόνια που είχα ξετρυπώσει ένα παλιό δημοσίευμα εφημερίδας από τα τέλη της δεκαετίας του 1940, στο οποίο η ηθοποιός Άννα Κυριακού αναγραφόταν ως μια «νέα υποσχόμενη ενζενί». Μ’ αυτή την αφορμή βρήκα το σταθερό τηλέφωνο της στου Φιλοπάππου, όπου διέμενε, της τηλεφώνησα και είχαμε μία σημαντική συνομιλία, που δεν περιορίστηκε στις «Τρεις Χάριτες» και το ρόλο της «θείας Μπεμπέκας», που την έκανε δημοφιλή στο πανελλήνιο και σε ώριμη ηλικία. Καταρχάς η Κυριακού δεν επιθυμούσε να δώσει συνέντευξη. Είχε καεί η… γούνα της, όπως μου είχε πει, από κάτι επιτήδειους τύπους των κουτσομπολίστικων εντύπων, οι οποίοι την καλούσαν στο τηλέφωνο, τους έλεγε δυο – τρία λόγια κι εκείνοι μετά τα έβγαζαν ως «αποκλειστική συνέντευξη».
Στη δική μας περίπτωση δεν συνέβη κάτι τέτοιο, αφού ποτέ δεν δημοσίευσα την κατ’ ιδίαν συνομιλία μας (δεν την ηχογραφούσα άλλωστε), σεβόμενος πρώτα απ’ όλα την προχωρημένη ηλικία της. Σήμερα που κοινοποιήθηκε ο θάνατος της επιστρατεύω τις μνήμες μου από τη συνομιλία μας και ας μου επιτραπεί να μεταφέρω εδώ αυθαίρετα τον λόγο της. Διότι η Άννα Κυριακού διέθετε ένα απίστευτο μνημονικό, σπάνιο για κάθε άνθρωπο άνω των 90 ετών. Είχε ενθουσιαστεί με εκείνο το παλιό δημοσίευμα που την αφορούσε. «Τώρα πια δεν κρατάω αρχείο» μου είχε πει, «αλλά χαίρομαι να μου μιλάνε για μένα. Αυτά κρατήστε τα για σας που είστε νέοι, εγώ έχω τελειώσει πια με τα δημοσιεύματα». Άκουγε τις ερωτήσεις μου και απαντούσε γρήγορα, επίσης συνθήκη σπάνια για άνθρωπο στην ηλικία της. Θυμόταν τον Ζαν Βιλάρ, τον περίφημο καθηγητή της στη σχολή «Charles Dullin» στο Παρίσι.
Ταγμένη θεατρίνα από τα πολύ νεανικά της χρόνια, με τη στήριξη της οικογένειας της, η Κυριακού είχε τελειώσει πρώτα τη Δραματική Σχολή του Εθνικού Θεάτρου, ενώ πάτησε για πρώτη φορά το σανίδι, συνεργαζόμενη με τη Μαρίκα Κοτοπούλη. Από κει και πέρα δεν υπήρξε μεγάλος ηθοποιός του καιρού εκείνου που να μην είχε συνεργαστεί μαζί του: Βασίλης Λογοθετίδης, Μάνος Κατράκης, Κυρία Κατερίνα, Δημήτρης Μυράτ, Ντίνος Ηλιόπουλος, Μίμης Φωτόπουλος κ.α. Αναπολούσε τον Δημήτρη Ροντήρη και το Πειραϊκό Θέατρο: Με όλους τους καλούς θιάσους είχε δουλέψει, με τους καλύτερους, όπως έλεγε αλλά ο Ροντήρης την έκανε πρωταγωνίστρια λίγο πριν ξεκινήσει η μόνιμη συνεργασία της με το Εθνικό. Και σωστά τα έλεγε η Κυριακού, εφόσον για μία εικοσαετία έπαιξε με πρωταγωνιστικούς ρόλους στο Εθνικό Θέατρο (από το 1960 έως το 1980).
Όπως και αμέσως μετά στο νεοϊδρυθέν τότε Απλό Θέατρο των Αντώνη Αντύπα – Χρήστου Πολίτη ερμηνεύοντας έργα του Πίντερ. Μεγάλη και η θητεία της στον κινηματογράφο, αν και εκεί η Κυριακού δεν έγινε ποτέ πρωταγωνίστρια. Τη ρώτησα αν την ενοχλούσε το γεγονός πως δεν έγινε ποτέ κινηματογραφική σταρ εξ αιτίας μάλλον της ταυτόχρονης ενασχόλησης της με το θέατρο: «Είχα το “disadvantage” να δείχνω ωριμότερη από την ηλικία μου, όπως και η Καίτη Πάνου που υπήρξε καλή μου φίλη. Εγώ όμως ήμουν και νοστιμούλα, οπότε δεν γινόταν να κάνω τη σύζυγο ή την κυρία του σπιτιού. Έτσι, έκανα συνήθως τη ντάμα που κρατούσε συντροφιά στις πρωταγωνίστριες σαν τη Ρένα Βλαχοπούλου».

Προφανώς η Κυριακού αναφερόταν στην κωμωδία «Ζητείται επειγόντως γαμπρός» (1971) του Αλέκου Σακελλάριου με τη Βλαχοπούλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο. Το πέρασμα της όμως από τον παλιό ελληνικό κινηματογράφο συνδέθηκε και μ’ άλλες εξαιρετικές ταινίες, σαν τον «Μεθύστακα» (1950) με τον Ορέστη Μακρή, την «Αγνή του λιμανιού» (1952) με την Ελένη Χατζηαργύρη και, βέβαια, με το ρόλο της «Ψυχής» που κράτησε στον θρυλικό «Αλέξη Ζορμπά» (1964) του Μιχάλη Κακογιάννη.
Η Κυριακού, αν και όχι ευρέως γνωστή –επαναλαμβάνω– είχε εμφανιστεί και σε πολλές τηλεοπτικές σειρές από τις αρχές της δεκαετίας του 1970. Ενδεικτικοί τίτλοι: «Η γειτονιά μας», «Γιούγκερμαν», «Εκείνος και Εκείνος», «Το ημερολόγιο ενός θυρωρού» κ.α. Όπως έλεγε οι σειρές εκείνες δεν απείχαν στην κατασκευή τους από τα κινηματογραφικά γυρίσματα. Έπαιρναν πολύ χρόνο για να γυριστούν, «αλλά μην ξεχνάτε πως είχαμε χούντα τότε και κάποιες απ’ αυτές τις σειρές είχαν και καμουφλαρισμένα πολιτικά μηνύματα».
Σκέφτομαι τώρα ότι ενδεχομένως την Κυριακού να μην την ενδιέφερε από ένα σημείο και μετά η μεγάλη καριέρα, αυτή της πρωταγωνίστριας, αφού από πολύ νωρίς υπήρξε παντρεμένη με τον περίφημο μοντερνιστή αρχιτέκτονα Μαργαρίτη Αποστολίδη (1921 – 2005), επιθυμώντας την ισορροπία μεταξύ του επαγγελματικού και του προσωπικού της βίου. Σημαντική λεπτομέρεια για τον άνθρωπο που η Κυριακού μοιράστηκε μαζί του μια ολόκληρη ζωή: Ο Μαργαρίτης Αποστολίδης ήταν κι εκείνος μεταξύ των 200 Ελλήνων διανοουμένων που είχαν φύγει για σπουδές στη Γαλλία με το νεοζηλανδέζικο πλοίο Mataroa το 1945.

Η ζωή βέβαια της Κυριακού άλλαξε κατά πολύ το 1989, στα εξήντα της χρόνια, όταν ο Μιχάλης Ρέπας και ο Θανάσης Παπαθανασίου της έδωσαν το ρόλο της «θείας Μπεμπέκας» στις τηλεοπτικές «Τρεις Χάριτες», με τον οποίο την έμαθαν (και τη λάτρεψαν) ως και οι… πέτρες στη χώρα μας. Η ίδια πιστεύε πως «τα δύο αυτά παιδιά», όπως έλεγε τη διάλεξαν για τον τρόπο που μιλούσε. «Σαφώς και με ήξεραν από το θέατρο και τις παλιές ταινίες, ήθελαν όμως μία καπάτσα αστεία και καλόκαρδη μεγαλοκυρία με έναν συγκεκριμένο τρόπο εκφοράς του λόγου. Έτσι πήρα το ρόλο και τους έβγαλα όλους ασπροπρόσωπους». Και πάλι δίκιο είχε η Κυριακού, αφού η «θεία Μπεμπέκα» έγινε ο ρόλος της ζωής της κι έτσι την αγάπησαν οι νεότερες γενιές, αλλά και εμείς, που την πετυχαίναμε στις ελληνικές ταινίες του 1950 και του ’60 και την αναγνωρίζαμε ακριβώς απ’ αυτό τον χαρακτηριστικό τρόπο εκφοράς του λόγου της.
Είναι πολύ σπάνια συνθήκη για έναν καλλιτέχνη που δουλεύει ακατάπαυστα επί σειρά δεκαετιών να αναγνωρίζεται πλήρως στην ωριμότητα του και να λατρεύεται κυριολεκτικά. Τα τελευταία λόγια της προτού κλείσουμε το τηλέφωνο ήταν για την πανδημία του covid, που την έκλεισε για τα καλά στο σπίτι και σιγά – σιγά οι έξοδοι έγιναν απαγορευτικές στην ηλικία της. Σαν τη ρώτησα, τέλος, αν διατηρεί επαφές με τις συμπρωταγωνίστριες της στις «Τρεις Χάριτες», μου απάντησε πως χάθηκαν μέσα στα χρόνια και πως ποτέ δεν έκαναν ιδιαίτερη παρέα.
Η Άννα Κυριακού έφυγε από τη ζωή σήμερα, 13 Οκτωβρίου του 2025, σε ηλικία 96 ετών αφήνοντας πίσω τον μοναχογιό της, τον πολιτικό μηχανικό Χρήστο Αποστολίδη, και τον λαό αυτού του τόπου που του χάρισε μοναδικές στιγμές γέλιου και ξεγνοιασιάς.

















