Η Κίνα εξάγει στην ΕΕ και την οικονομική της κρίση
Επιβραδύνεται η ανάπτυξη στο «εργοστάσιο» του πλανήτη και έρχονται συνέπειες

Ρήγματα διαφαίνονται στο κινεζικό μοντέλο ανάπτυξης, καθώς το «παγκόσμιο εργοστάσιο» της ασταμάτητης παραγωγής στην Ασία, που επί δεκαετίες υπήρξε κινητήριος μοχλός της παγκόσμιας οικονομίας, παρουσιάζει σαφή σημάδια επιβράδυνσης. Αν και ο επίσημος κυβερνητικός στόχος για την ανάπτυξη έχει τοποθετηθεί στο 5% του ΑΕΠ για το 2025, η επίτευξή του βρίσκεται υπό αμφισβήτηση.
Τα πρόσφατα στοιχεία, όπως ο ρυθμός ανάπτυξης του ΑΕΠ που επιβραδύνθηκε στο 4,8% το τρίτο τρίμηνο του 2025, υποδηλώνουν ότι η χώρα δυσκολεύεται να διατηρήσει την απαιτούμενη δυναμική, παρά την αισιοδοξία του Πεκίνου.
Αυτό δεν θα προκαλούσε έκπληξη, λαμβάνοντας υπόψη τον εμπορικό πόλεμο του Αμερικανού προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος έχει βάλει στο στόχαστρό του την Κίνα, απειλώντας την με εξωφρενικούς δασμούς. Ωστόσο με προνοητική ευελιξία οι κινεζικές επιχειρήσεις είχαν ήδη προετοιμαστεί για μια τέτοια κατάσταση στρεφόμενες σε εναλλακτικές αγορές, δεδομένου ότι ο δισεκατομμυριούχος ένοικος του Λευκού Οίκου είχε επιβάλει παρόμοιους δασμούς και κατά την πρώτη του προεδρία.
Τα αίτια του «φρένου»
Πώς λοιπόν εξηγείται το «φρένο» στην ανάπτυξη της Κίνας, παρά τις στοχευμένες προληπτικές ενέργειες της κυβέρνησης και των επιχειρήσεων; Μήπως η στροφή στις εξαγωγές μετατρέπεται από λύση σε παγκόσμιο πρόβλημα;
Ενώ οι ΗΠΑ συνέχιζαν τις απειλές, το Πεκίνο είχε ήδη δρομολογήσει τις εξαγωγές προς νέους προορισμούς. Ενδεικτικά, οι συνολικές εξαγωγές της Κίνας δεν εμφανίστηκαν επηρεασμένες από τον τυφώνα Τραμπ και αυξήθηκαν κατά 8% τον περασμένο μήνα. Αυτό οφείλεται στην Ενωση Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας (ASEAN), τον μεγαλύτερο εμπορικό εταίρο της Κίνας, καθώς και στην Ευρωπαϊκή Ενωση. Με αυτή την ευελιξία η Κίνα απέδειξε ότι μπορεί να αντισταθμίσει την πίεση των αμερικανικών δασμών.
Το διπλό πλήγμα
Το πραγματικό πλήγμα φαίνεται να προέρχεται από την «καρδιά» της κινεζικής οικονομίας, η οποία υπονομεύεται από δύο παράγοντες: την κατάρρευση της αγοράς ακινήτων και την αδράνεια της εσωτερικής ζήτησης.
Ο κλάδος των ακινήτων, αντιπροσωπεύοντας περίπου το ένα τρίτο του κινεζικού ΑΕΠ, ήταν επί δεκαετίες ο βασικός τροχός στην ανάπτυξη, καθώς λειτουργούσε ως κύρια πηγή πλούτου για τα νοικοκυριά και πρωταρχική πηγή εσόδων για τις τοπικές κυβερνήσεις. Ωστόσο ο τομέας βρίσκεται πλέον σε καθοδική πορεία. Οι επενδύσεις σε ακίνητα έπεσαν κατά 13,9% τους πρώτους εννέα μήνες του 2025. Η παρατεταμένη αδυναμία του κλάδου, που ξεκίνησε το 2021 με την αποτυχία των κατασκευαστών να ολοκληρώσουν σπίτια που είχαν προπωληθεί πριν από την κατασκευή τους (όπως και η φούσκα ακινήτων στις ΗΠΑ το 2007-08), διαβρώνει την καταναλωτική εμπιστοσύνη. Οταν η αξία των ακινήτων συρρικνώνεται, οι πολίτες αισθάνονται φτωχότεροι και περιορίζουν τις δαπάνες τους, επιβραδύνοντας την ανάπτυξη του ΑΕΠ.
Την ίδια στιγμή, ενώ οι εγχώριες επενδύσεις έχουν μειωθεί, η βιομηχανική παραγωγή επιταχύνεται. Τον Σεπτέμβριο αυξήθηκε κατά 6,5% κυρίως στην τεχνολογία, με τους κλάδους των ηλεκτρικών οχημάτων (EVs), της ρομποτικής και της 3D-εκτύπωσης να καταγράφουν τις ισχυρότερες επιδόσεις.
Αυτό δημιουργεί ένα παράδοξο σχετικά με το πλεόνασμα της χώρας. Η Κίνα παράγει με αμείωτο ρυθμό, ωστόσο η παραγωγή δεν βρίσκει αγοραστές στο εσωτερικό.
Ο λόγος περιγράφεται από αναλυτές ως απλός και βαθιά οικονομικός. Οι λιανικές πωλήσεις κινούνται με υποτονικούς ρυθμούς, καθώς οι Κινέζοι πολίτες επιλέγουν την αποταμίευση έναντι της κατανάλωσης. Τα νοικοκυριά διοχετεύουν τα χρήματά τους σε ασφαλέστερες καταθέσεις, μειώνοντας δραματικά την εσωτερική ζήτηση και μετατρέποντας το πλεόνασμα παραγωγής σε αναγκαστικό εξαγωγικό φορτίο.
Η Κίνα είναι πλέον υποχρεωμένη να διοχετεύσει το πλεόνασμά της στις διεθνείς αγορές προκειμένου να διατηρήσει τις θέσεις εργασίας και να αποφύγει την κοινωνική αναταραχή. Η Κίνα δεν εξάγει απλώς προϊόντα. Εξάγει την εσωτερική της οικονομική κρίση.
Η μαζική εισροή φτηνών κινεζικών προϊόντων στις δυτικές αγορές πυροδοτεί νέο κύκλο προστατευτισμού. Οι δυτικές κυβερνήσεις αντιλαμβάνονται ότι η Κίνα «υποτιμά» ουσιαστικά τα προϊόντα της προκειμένου να ξεφορτωθεί το πλεόνασμα, μια πρακτική γνωστή ως dumping (πώληση προϊόντων σε τιμές κάτω του κόστους παραγωγής), απειλώντας ευθέως τις δικές τους βιομηχανίες.
Η Ευρώπη υπό πίεση
Πέραν της πρακτικής dumping, η ευρωπαϊκή αγορά αντιμετωπίζει τα δικά της προβλήματα, τα οποία εμποδίζουν την ικανότητά της να απορροφήσει το κινεζικό πλεόνασμα. Καταρχήν, η ακρίβεια περιορίζει την αγοραστική δύναμη των Ευρωπαίων καταναλωτών και ταυτόχρονα πρωτοβουλίες όπως η φορολόγηση της λεγόμενης «γρήγορης μόδας» (fast fashion, μέσα από πλατφόρμες όπως Shein, Temu κ.ά.), που χαρακτηρίζει τις κινεζικές επιχειρήσεις του κλάδου, αποτελούν παράδειγμα στοχευμένων μέτρων περιορισμού των κινεζικών εισαγωγών (προς αποφυγήν επιβάρυνσης των εγχώριων βιομηχανιών). Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η επιβολή τέλους 2 ευρώ για κάθε μικρό δέμα από την Κίνα σε εταιρείες τέτοιου τύπου.
Επιπλέον, η στροφή στην πολεμική βιομηχανία λόγω γεωπολιτικής αστάθειας, με προδιαγεγραμμένη απειλή από τη Ρωσία, αποτελεί κεντρική προτεραιότητα στην Ευρωπαϊκή Ενωση, κυρίως στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ. Η δέσμευση των μελών της Συμμαχίας για αύξηση των συνολικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ έως το 2035, μετά και τις απειλές του Τραμπ, ανακατανέμει σημαντικούς πόρους προς την άμυνα παράλληλα με τη στρατηγική στόχευση της ΕΕ προς την ενίσχυση των επιχειρήσεων παραγωγής οπλικών συστημάτων, με περικοπές από την κοινωνική πρόνοια και «απορρόφηση» επί της ουσίας της οικονομικής ρευστότητας που θα μπορούσε να τροφοδοτήσει την αγορά καταναλωτικών αγαθών.















