Κάθε χρόνο εθιμοτυπικά την ανακοίνωση του νικητή για το Νόμπελ Λογοτεχνίας ακολουθεί μια μεγάλη συζήτηση που τραβάει για μέρες, η οποία είναι συνήθως μοιρασμένη σε δύο στρατόπεδα – από τη μια αυτοί που θεωρούν τη βράβευση δίκαιη και από την άλλη εκείνοι που υποστηρίζουν πως ο νικητής είναι υπερτιμημένος, ένα ακόμη πρόσωπο που προωθεί ο κύκλος του βιβλίου. Φέτος δεν υπήρξαν τέτοιες συζητήσεις.
Το Νόμπελ απονεμήθηκε στον πραγματικά σπουδαίο Λάσλο Κρασναχορκάι και όλοι μείναμε ευχαριστημένοι. Είχαμε όμως μια άλλη συζήτηση που επίσης ανοίγει τέτοιες μέρες και αφορά την καταγωγή του συγγραφέα. Για πολύ κόσμο που ασχολείται με το βιβλίο υπάρχει μόνο ένα είδος λογοτεχνίας, αυτό που προέρχεται από την Ευρώπη, άιντε και από τις Ηνωμένες Πολιτείες – μέχρι Ροθ, ΜακΚάρθι και ΝτεΛίλο στο τσακίρ κέφι. Οτιδήποτε υπάρχει κάτω και ανατολικά από τη Μεσόγειο, κάτω από τη Διώρυγα του Παναμά (εξαιρούνται ο Μπόρχες, ο Μάρκες και ο Κορτάσαρ) και down under δεν αναγνωρίζεται ως λογοτεχνία. Οτιδήποτε δεν αναφέρεται στον Ευρωπαίο αναγνώστη, στο παρελθόν, το παρόν και το μέλλον της Ευρώπης και στη δυτική κοσμοθεώρηση αντιμετωπίζεται σαν παραχώρηση τύπου «πάρτε κι εσείς ένα νομπελάκι μη λέτε ότι δεν σας παίζουμε». Πρόκειται για αποικιοκρατικής κατεύθυνσης αντίληψη η οποία αγνοεί επιδεικτικά το μεγαλείο συγγραφέων όπως ο Ελίας Χούρι, ο Ναγκίμπ Μαχφούζ, ο Γιασουνάρι Καουαμπάτα, ο Κόμπο Αμπέ, ο Νγκούγκι γουά Θιόνγκο, o Τσινούα Ατσέμπε και δεκάδες άλλοι, οι οποίοι πέρα από εικόνες της κοινωνίας τους μας έδωσαν τα κλειδιά για άλλα συστήματα σκέψης.
Και είναι τόσο κρίμα να διαβάζουμε και να σκεφτόμαστε σαν να ζούμε στα μέσα του 20ού αιώνα, όταν η τεχνολογία έχει φέρει στο σπίτι μας ακόμη και την πιο απομακρυσμένη γωνιά του πλανήτη. Είναι τόσο κρίμα την τόσο πεπερασμένη χρονικά ζωή μας να την περάσουμε μόνο στη δική μας –ή αυτή που φαντασιωνόμαστε ως δική μας– γειτονιά.

















