Η Μελίνα Ασλανίδου είναι μοναδική περίπτωση καθαρόαιμης λαϊκής τραγουδίστριας που ξεκίνησε από τη Θεσσαλονίκη και «κατέκτησε» όλη την Ελλάδα επανεκτελώντας ένα παλιό τραγούδι της Πόλυς Πάνου. Τα τελευταία χρόνια η συμμετοχή της στο ριάλιτι «The voice» της έδωσε μια τρομερή αναγνωρισιμότητα, απ’ την οποία εκείνη κρατάει την επαφή των νέων παιδιών με την ιστορία του εγχώριου λαϊκού τραγουδιού. Ισως γιατί ανέκαθεν, όπως υποστηρίζει, την ένοιαζε η ουσία των πραγμάτων και όχι το περιτύλιγμα. Τη συναντήσαμε στο Green Park λίγες εβδομάδες πριν από την πρεμιέρα του νέου κύκλου παραστάσεών της.
Σας συναντώ μια βροχερή μέρα. Σας αρέσει να τραγουδάτε κάτω από τη βροχή;
Πολύ! Οι πιο μαγικές στιγμές είναι, γιατί βλέπεις ότι η μουσική δεν σκιάζεται από τίποτε, αφού ο άλλος δεν θα αφήσει την αλήθεια της για να προφυλαχτεί από το νερό. Θα βραχεί και θα περάσει και τέλεια.
Αυτό προϋποθέτει μια απελευθέρωση. Είστε απελευθερωμένη τραγουδίστρια;
Τώρα πια, ναι. Οσο μεγαλώνει ένας άνθρωπος, έχει επίγνωση. Μπορεί βέβαια ένας άλλος να ’ναι από το σπίτι του απελευθερωμένος, όμως όσο πας στην αληθινή σου ουσία, πετάς τα βαρίδια που κουβαλάς από εφτά χρόνων και πορεύεσαι απελευθερωμένος. Εγώ, ας πούμε, γεννήθηκα στη Γερμανία σ’ ένα φυσιολογικό μεσοαστικό περιβάλλον των Ελλήνων της διασποράς. Οι μετανάστες ανέκαθεν περνούσαν πιο δύσκολα, αφού έπρεπε να ενσωματωθούν σε μια καινούργια πόλη με έναν διαφορετικό λαό. Η μητέρα μου αρχικά ήταν στη Σουηδία και μετά στη Γερμανία με τον πατέρα μου, οπότε είχαν μια κοσμοπολίτικη αντίληψη οι δικοί μου.
Σε ποια ηλικία ήρθατε στην Ελλάδα;
Δυόμισι ετών. Εγκατασταθήκαμε στην Παραλίμνη Γιαννιτσών και από τα 16 μου πήγαινα στη Θεσσαλονίκη, που ακόμη τη θεωρώ πόλη-μάνα μου. Κάθε φορά που πηγαίνω, ζωντανεύουν οι μαγικές στιγμές που πέρασα εκεί όλα τα επόμενα χρόνια. Σαν να βλέπω μπροστά μου τον Νίκο Παπάζογλου σε κάθε γωνιά και θυμάμαι πράγματα που μου είχε πει. Γνώρισα τον Ρασούλη, τον Λουδοβίκο των Ανωγείων, τον Μάλαμα, την Κανά και την Καλημέρη.
Να πάμε πολλά χρόνια πίσω, στο 2001, όταν ξεκίνησαν όλα με τους Απέναντι.
Ηταν φρέσκια η προσέγγιση που κάναμε στο «Τι σου ’κανα και πίνεις» που σφράγισε η Πόλυ Πάνου. Είχε βγει σε CD single μαζί και μ’ άλλα σπουδαία τραγούδια του Ακη Πάνου. Ηταν πολλή Θεσσαλονίκη εκείνη η δουλειά. Δουλεύαμε για χρόνια στον Μύλο με τον Χρήστο Μητρέντζη και θέλαμε να μπολιάσουμε αυτό το ρεπερτόριο με τον δικό μας θεσσαλονικιώτικο ήχο. Η ενορχήστρωση είχε γίνει ομαδικά, ένα σπάνιο κλίμα για τα σημερινά δεδομένα. Ημασταν μια ομάδα σαν οικογένεια σχεδόν.
Αναρωτιέμαι αν με το τραγούδι αποσκοπούσατε στη βελτίωση της τέχνης σας ή πρωτίστως του εαυτού σας.
Της τέχνης μου, θα έλεγα. Εχει πρωταρχικό ρόλο η μελωδία ή ο στίχος που θα τραγουδήσω, αφού αυτό ίσως έμαθα από τη μαθητεία μου στον Μητρέντζη. Οχι ότι δεν έχει σημασία η ανθρώπινη υπόσταση, το τι είδους άνθρωπος είσαι. Και, κυρίως, αν είσαι άνθρωπος, αφού το τραγούδι θυμίζει την ανθρώπινη ανάγκη για πόνο, ελευθερία, χαρά, όλα τα συναισθήματα. Σαν ένας ρόλος στο θέατρο, σαν να αποδίδεις μονόπρακτα τρίλεπτα κάθε φορά.
Μιλήστε μου λίγο για τις μουσικές σπουδές σας.
Εκανα φωνητική, ενώ όταν ήμουν μικρή μάθαινα βυζαντινή μουσική χωρίς να τελειώσω τις σπουδές μου. Ημουν σε χορωδίες και ακόμη μ’ ενδιαφέρει η βυζαντινή μουσική. Είχα την υποστήριξη των δικών μου, αφού στο χωριό είχε έρθει ένας ιερέας που έπαιξε σπουδαίο ρόλο στη μουσική διαπαιδαγώγηση όλων των παιδιών. Στην Παραλίμνη Γιαννιτσών, ξέρετε, έχουν μουσική κουλτούρα οι άνθρωποι. Οταν ήρθα πια στην Αθήνα, έκανα φωνητική με την εξαιρετική Σοφία Νοητή, στην οποία χρωστώ την τοποθέτησή μου και το διάφραγμά μου. Η αλήθεια είναι ότι το έψαξα πολύ.
Μου κάνει εντύπωση πάντως γιατί η βυζαντινή μουσική φαίνεται λίγο μακριά απ’ το δικό σας τραγουδιστικό πρότυπο.
Είναι ένα πιο ασκητικό είδος τέχνης και γι’ αυτό δεν της αφιερώθηκα. Είναι όμως ένα κομμάτι δικό μου που δεν παραβλέπω. Το πιστεύω και για τη δισκογραφία, δεν είναι όλα τα πράγματα για τα φώτα της δημοσιότητας, αλλά και για τη «σωτηρία της ψυχής που ’ναι πολύ μεγάλο πράγμα». Θα μπορούσα να κάνω έναν δίσκο με βυζαντινούς ύμνους κι αυτήν τη στιγμή, στο πλαίσιο της παράλληλης δισκογραφίας, κάνω έναν δίσκο στα ποντιακά. Ο Κώστας Αυγέρης μού γράφει καινούργια ποντιακά τραγούδια και ήδη έχω τραγουδήσει το πρώτο που έχει λίγο κινηματογραφική δομή.
Δηλώνετε λαϊκή τραγουδίστρια;
Μα είμαι λαϊκή τραγουδίστρια και το θεωρώ τεράστια τιμή για μένα. Μέσα απ’ αυτήν τη «σχολή» ξεγλίστρησα κι εγώ. Βέβαια, τα πράγματα στη ζωή μας αλλάζουν κι εγώ ζω ήδη τη μετάλλαξη του λαϊκού τραγουδιού. Δεν είμαι ο άνθρωπος των τραγουδιών που γίνονται για να περάσουμε καλά και μετά ξεχνιούνται. Τα παλιά λαϊκά τραγούδια δεν γίνεται να ξαναβγούν όπως έγιναν τότε.
Πώς ήταν για ένα κορίτσι που ήρθε από επαρχία στην Αθήνα και έκανε επιτυχία να μεταμορφώνεται σε μια τηλεοπτική περσόνα;
Οταν ξεκίνησε το «The voice», έρχονταν γονείς και με ευχαριστούσαν γιατί μέσω εμού τα παιδιά τους ανακάλυπταν καλλιτέχνες που δεν θα τους μάθαιναν διαφορετικά. Μπορεί εγώ να είμαι στο τώρα, αλλά όλοι είμαστε κρίκοι σε μια αλυσίδα που μας ενώνει. Ηταν μια πολύ ωραία στιγμή για μένα. Ακουγα τα τραγούδια, ήμουν μέσα στην τέχνη μου και ήταν πιο βαθύ αυτό που έπρεπε να γίνει. Μέσα απ’ το «στρας» της τηλεόρασης ήθελα και πάλι να πηγαίνω στην ουσία. Προσαρμόστηκα στις συνθήκες και στους αγχώδεις ρυθμούς της τηλεόρασης, καθώς είμαι φύσει ευπροσάρμοστο άτομο.
Ναι, αλλά γίνατε μέρος και ενός λαϊφστάιλ συστήματος.
Οταν μπήκα στην τηλεόραση, άλλαξαν οι ρυθμοί και το ενδιαφέρον γύρω από την προσωπική μου ζωή. Δεν το είχα υπολογίσει, γιατί μέχρι τότε δεν θεωρούσα ότι αφορά κανέναν. Μετά το βίωσα, το κατάλαβα κι έμαθα να προστατεύω ό,τι είναι σημαντικό για μένα. Τώρα πια δίνω ό,τι έχει ουσία και κρατώ τα προσωπικά για μένα. Είναι θέμα επίγνωσης και ισορροπίας.
Υπάρχει και η φιλοδοξία, που είναι επίσης θεμιτή σε νέους καλλιτέχνες.
Φιλοδοξία πάντα υπάρχει, αλλά σε μένα άργησε να εκδηλωθεί. Οταν ξεκίνησα στον Ζυγό με τον Νταλάρα και ήρθαν η Μαρινέλλα και ο Μπιθικώτσης, ένιωθα δέος. Με συμβούλεψε τότε η Μαρινέλλα: «Μικρή, όταν τραγουδάς δεν θα κοιτάς τα πόδια σου, αλλά τον κόσμο». Χρειάστηκε χρόνος για να ξεπεράσω τη συστολή. Η τηλεόραση με βοήθησε να τολμήσω να σταθώ πιο μπροστά, να πάρω τον χώρο μου. Η αυτοπεποίθηση για το ρεπερτόριό μου υπήρχε πάντα· απλώς ήθελα να είμαι αληθινή.
Λέτε να είχατε συσσωρευμένο θυμό μέσα σας;
Οχι, ξέρετε γιατί; Δεν είχα θυμό, αλλά επίγνωση. Ρωτούσα τον εαυτό μου: «Τι θέλω να αφήσω πίσω; Από τι να με θυμούνται;». Αυτό είναι πράξη ελευθερίας.
Στουντιακά είστε ακατάπαυστη. Τι ετοιμάζετε;
Θεωρώ τον δίσκο που κάναμε με τον Ηλία Μακρίδη και τον Λευτέρη Παπαδόπουλο μια ευλογία. Βγήκε τον περασμένο Ιούνιο ψηφιακά σε στίχους του μεγάλου ποιητή της καρδιάς μας, που τους είχε για 17 χρόνια στο συρτάρι. Αντίστοιχα τους είχε και ο Ηλίας στο συρτάρι του. Εκανε μια αναπροσαρμογή της δουλειάς στο σήμερα και μπήκαμε και γράψαμε. Κι αν δεν ήμουν εξαρχής στο project, ήμουν απ’ τις πρώτες τραγουδίστριες που είχε σκεφτεί ο Ηλίας. Εννοείται ότι κάναμε ακρόαση μαζί με τον Λευτέρη – στιγμές που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Ο «πρόεδρος» άκουγε προσεκτικά τα τραγούδια ένα ένα, καθώς μερικά έγιναν πιο σημερινά και δεν μπορούσε να τα αντιληφθεί. Το μυαλό του πήγαινε σε ζεϊμπέκικο – χασάπικο, όπως παλιά. Εδώ, που ήμασταν πιο μοντέρνοι, δυσκολεύτηκε αλλά αμέσως την αγκάλιασε τη δουλειά, αφού ακόμη με ρωτάει: «Πώς πάει, Μελίνα μου, ο δίσκος μας;». Του απαντώ: «‘‘Πρόεδρε’’, ο κόσμος αγαπάει τα τραγούδια μας και του στέλνω την αγάπη σου». Αλλωστε ο τίτλος του άλμπουμ είναι «Σ’ ευχαριστώ που σ’ αγαπώ».
Υπήρξαν γελοία δημοσιεύματα για την εμφάνισή σας…
Στην αρχή μπορεί να με επηρέαζε, θυμάμαι να παίρνω τη μητέρα μου και να τη ρωτάω αν βλέπει κάτι διαφορετικό πάνω μου. Με επανέφερε στην αλήθεια: «Μια χαρά είσαι». Πλέον τα αντιμετωπίζω με χιούμορ. Οταν κάποιος δεν είναι καλά με τη δική του ζωή, ασχολείται υπερβολικά με τη ζωή των άλλων. Ζούμε ακόμη τις συνέπειες μιας παλιάς πατριαρχικής νοοτροπίας που επηρέασε και άντρες και γυναίκες. Προσωπικά δεν ένιωσα ποτέ κατωτερότητα απέναντι σε κανέναν. Ο καθένας έχει τον ρόλο του και, όταν υπάρχει σεβασμός, μπορούμε να πορευτούμε μαζί όμορφα.
Αν σας πρότειναν να τραγουδήσετε στο Ισραήλ, θα πηγαίνατε;
Δεν θα προλάβαινα, έχω φουλ πρόγραμμα.
Καταλαβαίνετε πώς το λέω.
Καταλαβαίνω και προσπαθώ να αποφύγω την απάντηση. Κοιτάξτε, θα πω το εξής και κλείνουμε εδώ μ’ αυτό. Προσωπικά δεν θα πήγαινα, αλλά δεν θα ήθελα να κρίνω και κανέναν άλλον συνάδελφό μου. Θέλω την ειρήνη μεταξύ των πολιτισμών, αυτό με ενδιαφέρει. Μα και η μουσική δεν είναι μια πολιτική πράξη; Δεν χρειάζονται κηρύγματα, τοποθετείσαι με την αλήθεια της μουσικής σου.
Πότε ξεκινάτε εδώ στο Green Park;
Στις 21 Νοεμβρίου, σ’ αυτό τον ιστορικό χώρο διασκέδασης, όπου θα έχω τη χαρά να συνεργαστώ με δύο υπέροχους νέους καλλιτέχνες, τον Γιώργο Παπαδόπουλο και τον Παναγιώτη Ραφαηλίδη. Πρόσφατα, να πω, ηχογράφησα και το «Τραγούδι της φλόγας» του Γιώργου Μπενόβια, ενός παιδιού – εθελοντή στη Φλόγα», τον σύλλογο που έφτιαξαν γονείς καρκινοπαθών παιδιών. Ενεργοί πολίτες για οικογένειες που δεν έχουν, ας πούμε, για το ενοίκιό τους και φιλοξενούνται στη Φλόγα. Η πρόεδρος Μαρία Τρυφωνίδη, που είναι πολύ αγαπημένη μου, κάνει τεράστιο έργο. Υπάρχει έτσι και καλύτερη έκβαση ως προς τον παιδικό καρκίνο. Σήμερα που με συναντάτε είχα τη μεγάλη χαρά να τραγουδήσω το main τραγούδι που θα βγει οσονούπω.
Είστε και ακτιβίστρια, κ. Ασλανίδου;
Με τον τρόπο μου, ναι. Σε αντιπολεμικές συναυλίες, π.χ., δεν έχω τραγουδήσει, αλλά μάλλον δεν με καλούν. Τραγούδησα όμως των Γιώργου Θεοφάνους – Γιώργου Παπανικολάου ένα κομμάτι που λέγεται «Αγαπώ τη ζωή» για τα παιδάκια με τον πιο δύσκολο σακχαρώδη διαβήτη. Από τα κλικ στο τραγούδι βγαίνουν χρήματα για ερευνητικούς σκοπούς. Δεν είναι τίποτε για μας να πούμε ένα τραγούδι, το βρίσκω χρέος μας και ουσιαστικό λόγο για να τραγουδάς.

















