Η Ομάδα «Μέχρι Τέλους» στο documentonews.gr: «Μας ζήτησαν από τη Βουλή να βγάλουμε κάθε τι που θύμιζε τα Τέμπη»
Η ομάδα «Μέχρι Τέλους» γράφει στο documentonews.gr.

Τα μέλη της ομάδας «Μέχρι Τέλους» με άρθρο τους-παρέμβαση στο documentonews.gr καταγγέλλουν πρωτοφανή εξευτελισμό τους από την ασφάλεια της Βουλής με σωματικούς ελέγχους, περιφρούρηση στο θεωρείο που παρακολουθούσαν την ψήφιση της τροπολογίας για τον Άγνωστο Στρατιώτη, ενώ τους ζητήθηκε να αφαιρέσουν κάθε διακριτικό που αφορούσε το έγκλημα των Τεμπών και την Ομάδα τους. Τα όσα περιγράφουν προβληματίζουν έντονα για το πώς ο Φρούραρχος της Βουλής είχε αυτή την «ειδική μεταχείριση» προς τη συγκεκριμένη ομάδα, ενώ όπως ισχυρίζονται τα μέλη της, όταν ζήτησαν εξηγήσεις η απάντηση που πήραν ήταν: «Έτσι γίνονται πάντα τα πράγματα».
Όπως αναφέρει η ξεκάθαρα η Ομάδα στο άρθρο της, με τίτλο «Βουλή των… Τραμπούκων»:
«Δεν ζητήσαμε προνόμια ούτε ειδική μεταχείριση. Ζητήσαμε σεβασμό και στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Αν για να μπεις στο «σπίτι» της Δημοκρατίας πρέπει να κρύψεις ποιος είσαι, να καλύψεις την ταυτότητά σου, να υποστείς επαναλαμβανόμενους και αδικαιολόγητους ελέγχους και να νιώσεις ότι παραβιάζεται ο προσωπικός σου χώρος και το δικαίωμά σου στην έκφραση της προσωπικότητας, τότε αξίζει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς προστατεύει αυτή η Δημοκρατία και από ποιον.
Κυβέρνηση, τι φοβάστε τόσο πολύ ώστε να μεταχειρίζεστε έτσι πολίτες που προσέρχονται με σεβασμό στο Ναό της Δημοκρατίας;».
Αξίζει να σημειωθεί πως δεν ήταν η πρώτη φορά που η ομάδα «Μέχρι Τέλους» είχε επισκεφτεί το Κοινοβούλιο, μόνο που τώρα από ότι φαίνεται οι εντολές ήταν διαφορετικές για την αντιμετώπισή τους. Υπενθυμίζεται πως η Ομάδα, που έχει δεχτεί και αυτή μαζί με τους συγγενείς την λασπολογία κυβερνητικών βουλευτών και δημοσιογράφων για «τσαντίρια» και «κεράκια του ΙΚΕΑ» μπροστά από τον Άγνωστο Στρατιώτη, αποτελείται από συγγενείς θυμάτων, επιζήσαντες του Intercity 62 και αλληλέγγυους πολίτες. Είναι η ίδια ομάδα που κάθε βράδυ διαβάζει τα ονόματα των 57 θυμάτων στις 23:18 (ώρα σύγκρουση των δυο τρένων στα Τέμπη) καθαρίζει τον χώρο και ανάβει τα κεριά για τα θύματα του εγκλήματος των Τεμπών.
Ακολουθεί ολόκληρο το άρθρο με τίτλο «Βουλή των Τραμπούκων»
«Την Τετάρτη 22/10, η ομάδα Μέχρι Τέλους είχε προσκληθεί από την κυρία Ζωή Κωνσταντοπούλου, τη δικηγόρο της οικογένειας Ρούτσι και άλλων οικογενειών των Τεμπών, και πρόεδρο της Πλεύσης Ελευθερίας, στη Βουλή για να παρακολουθήσει τη συζήτηση και την ψηφοφορία για τη νέα τροπολογία σχετικά με το Μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη.
Πήγαμε με σεβασμό και διάθεση να δούμε από κοντά τον θεσμό — και ελπίδα ότι θα ζούσαμε μια φυσιολογική, δημοκρατική διαδικασία. Αντ ́αυτού, βρεθήκαμε μπροστά σε μια σειρά ενεργειών που παρέπεμπαν μάλλον σε προσπάθεια εκφοβισμού και επίδειξη εξουσίας, παρά υποδοχή πολιτών στο δημόσιο βήμα.
Την προηγούμενη φορά που επισκεφτήκαμε τη Βουλή ως ομάδα, όλα είχαν κυλήσει ήρεμα: φορούσαμε τις μπλούζες μας και τις κονκάρδες με το λογότυπο, περάσαμε τους συνήθεις ελέγχους και τους ανιχνευτές μετάλλου, χωρίς να υποβληθεί κανείς μας σε σωματικό έλεγχο, και σε περίπου μισή ώρα βρισκόμασταν στο θεωρείο. Μάλιστα το προσωπικό εκείνη τη φορά είχε δείξει συμπεριφορά επαγγελματική, ευγενική και ανθρώπινη. Κάπως έτσι περιμέναμε να είναι και η δεύτερη επίσκεψή μας. Αντίθετα, όσα συνέβησαν την Τετάρτη δεν είχαν καμία σχέση με εκείνη την προσέγγιση.
Από την είσοδο φάνηκε ότι κάτι είχε αλλάξει: πριν καν μας επιτρέψουν να περάσουμε, μας ζήτησαν να βγάλουμε τις κονκάρδες και να καλύψουμε τις μπλούζες με το λογότυπο του «Μέχρι Τέλους», παρά τις διαμαρτυρίες μας για το ότι την προηγούμενη φορά κάτι τέτοιο δεν είχε τεθεί ως απαίτηση. Μάλιστα, ένα μέλος μας, φορούσε μια διαφορετική από τις υπόλοιπες μπλούζα, που ενώ έφερε και το λογότυπο της ομάδας, απεικόνιζε και τους συγγενείς του, που χάθηκαν σε εκείνο το τραίνο.
Το επόμενο πράγμα που τους πείραξε, ήταν δύο καλά διπλωμένες σημαίες με το λογότυπο του Μέχρι Τέλους και το «Δικαιο57νη» που βρισκόντουσαν στο σακίδιο ενός από τα μέλη μας, τις οποίες χαρακτήρισαν «πανό διαμαρτυρίας» και οι οποίες ούτως ή άλλως θα παρέμεναν μέσα στο σακίδιο, στο χώρο φύλαξης των προσωπικών αντικειμένων.
Στον πρώτο έλεγχο τα πράγματα ξέφυγαν: μετά τον τυπικό έλεγχο, ένας φύλακας απομόνωσε κάποια από τα μέλη μας και προσπάθησε να τους κατεβάσει τα παντελόνια «για έλεγχο» μη δίνοντας εξηγήσεις ως προς την αιτία. Μεταξύ αυτών και το μέλος της ομάδας και συγγενή θύματος, ο οποίος φορούσε τη μπλούζα με τη φωτογραφία των εκλιπόντων συγγενών. Η εξευτελιστική μεταχείριση που υπεστήκαμε προκάλεσε ανησυχία και έντονη δυσφορία στα μέλη της ομάδας μας.
Κατά τη διάρκεια αυτού του πρώτου ελέγχου, μισή ώρα αφού είχαμε μπει στο κτίριο και ενώ ακόμα ήμασταν στον ίδιο έλεγχο, παρενέβη, κατόπιν ενημέρωσης από εμάς, η κυρία Κωνσταντοπούλου: εξήγησε στους φύλακες ότι οι μπλούζες και οι κονκάρδες μας δεν παραβιάζουν τον Κανονισμό της Βουλής και επιβεβαίωσε ότι δεν υπάρχει κανένας λόγος να μας απαγορεύσουν να τις φοράμε. Μετά την παρέμβασή της ο πρώτος έλεγχος προχώρησε με πιο γρήγορους ρυθμούς και μας επέτρεψαν να φορέσουμε ξανά τα μπλουζάκια μας. Για μια στιγμή είπαμε «εντάξει, τελείωσε».
Στον τελευταίο έλεγχο περιμέναμε να αφήσουμε τα προσωπικά μας αντικείμενα και να περάσουμε από τον τελευταίο μαγνητικό ανιχνευτή — αλλά αντί για αυτό μας ζήτησαν να αφαιρέσουμε τις κονκάρδες και να καλύψουμε τα λογότυπα, και στη συνέχεια έγινε δεύτερος, πλήρης σωματικός έλεγχος· πρώτα οι γυναίκες, μετά οι άντρες. Η διαδικασία ήταν αναίτια επιβαρυντική, έντονα παραβιαστική και χωρίς προφανή λόγο.
Μόλις μπήκαμε στο θεωρείο νομίσαμε πως τουλάχιστον εκεί θα ηρεμήσουμε, αλλά όχι: ήμασταν δεκατέσσερα άτομα με εννιά (έως δεκατέσσερις σε ορισμένες στιγμές) φύλακες να μας συνοδεύουν, έχοντάς μας κυριολεκτικά περικυκλωμένους, και κάθε μας κίνηση, κάθε βλέμμα, κάθε μικρή αντίδραση παρακολουθούνταν με τρόπο που έκανε την ατμόσφαιρα ασφυκτική. Κάποια στιγμή στην αλλαγή των φρουρών μας, η διευθύντρια της φρουράς, η οποία είχε απαιτήσει από τον πρώτο έλεγχο να αφαιρέσουμε τα διακριτικά της ομάδας διαφορετικά δεν θα μας επιτρεπόταν η είσοδος, ζήτησε από δύο κορίτσια της ομάδας μας τα οποία καθόντουσαν μπροστά, να φορέσουν τα μπουφάν τους, για να καλύψουν τις μπλούζες. Αυτές έριξαν τα μπουφάν στους ώμους και αυτό προς στιγμήν ικανοποίησε τη φρουρά.
Όταν ανέβηκε στο βήμα η κυρία Κωνσταντοπούλου και αναφέρθηκε ονομαστικά στην παρουσία των μελών της ομάδας «Μέχρι Τέλους» στο θεωρείο, μια από τις κοπέλες τόλμησε να βγάλει το μπουφάν της. Αμέσως οι φρουροί απαίτησαν να το ξαναφορέσει μα εκείνη επέμεινε, και είπε πως προτιμάει να αποχωρήσει, παρά να φορέσει το μπουφάν της, οπότε σηκώθηκε όρθια. Την ανησυχία αντιλήφθηκε εκείνη την στιγμή η Κυρία Κωνσταντοπούλου που βρισκόταν στο βήμα και εκφωνούσε την ομιλία της. Μας ρώτησε τι συμβαίνει, μα εμείς έχοντας λάβει εντολή να μην μιλάμε δεν μπορούσαμε να της πούμε.
Έτσι, αρκεστήκαμε στο να κουνάμε το κεφάλι μας σε ένδειξη κατάφασης/άρνησης στις ερωτήσεις της, ώστε να καταλάβει τι έχει συμβεί. Μόλις κατάλαβε, ζήτησε από τους φύλακες να αφήσουν την κοπέλα να παραμείνει στο θεωρείο αλλά οι φύλακες την πληροφόρησαν παραπλανητικά ότι η κοπέλα αποχώρησε επειδή ήθελε να αποχωρήσει. Ο Πρόεδρος της Βουλής την διαβεβαίωσε επανειλημμένα ότι «το θέμα έχει διευθετηθεί» και ότι όλα βαίνουν καλώς.
Η αιτιολόγηση που δόθηκε σχετικά με την απαίτηση να καλυφθεί το λογότυπο του Μέχρι Τέλους με το μπουφάν ήταν ότι «αυτό απαιτεί ο Κανονισμός της Βουλής», παρότι, όπως προαναφέραμε, τέτοιο θέμα δεν είχε τεθεί καν στην προηγούμενη επίσκεψη της ομάδας στη Βουλή, και επίσης διαψεύστηκε από τους νομικούς συμβούλους της ομάδας. Η πίεση την οποία ένιωθαν τα μέλη της ομάδας μας από την ασφυκτική εποπτεία κάτω από την οποία βρίσκονταν και τον τρόπο με τον οποίο οδηγήθηκε έξω η πρώτη κοπέλα, οδήγησε δεύτερη κοπέλα με τη μπλούζα του «Μέχρι Τέλους» η οποία επίσης είχε βγάλει το μπουφάν της, να ξεσπάσει σε κλάματα. Ζήτησε από το φρουρό που βρισκόταν από πάνω της και την επιτηρούσε να πάρει το βλέμμα του από πάνω της καθώς ένιωθε σαν «να την ακουμπούσαν χωρίς να την αγγίζουν» επειδή κάθε της κίνηση, ανάσα, και βλέμμα, τελούσε υπό αυστηρή παρακολούθηση: τα νεύρα, ο φόβος και η παραβίαση του προσωπικού χώρου ήταν τόσο έντονα που η συμμετοχή μας στη διαδικασία έγινε τραυματική για τους περισσότερους από εμάς.
Στο διάλειμμα προσπαθήσαμε να μιλήσουμε με τους φρουρούς και τον φρούραρχο για να καταλάβουμε γιατί αυτή η μεταχείριση. Η απάντηση τους ήταν ψυχρή και απαξιωτική: «Έτσι γίνονται πάντα τα πράγματα». Μόνο που εμείς ξέραμε πως δεν ήταν έτσι, αφού είχαμε ζήσει την προηγούμενη, τελείως διαφορετική προσέγγιση και μπορούσαμε πια να συγκρίνουμε.
Μετά την ψηφοφορία φύγαμε απογοητευμένοι· λίγο πιο πέρα όμως, μας βρήκε η κυρία Κωνσταντοπούλου και μας κάλεσε στο γραφείο της για έναν καφέ και μια κουβέντα καθώς και για να μάθει με λεπτομέρειες όλα όσα συνέβησαν κατά τη διάρκεια της επίσκεψής μας. Αφού της αφηγηθήκαμε αναλυτικά τι συνέβη, φάνηκε κι εκείνη εξοργισμένη με τον τρόπο που αντιμετωπίστηκαν οι πολίτες που είχαν προσκληθεί να παρακολουθήσουν μια δημόσια δημοκρατική διαδικασία.
Δεν ζητήσαμε προνόμια ούτε ειδική μεταχείριση. Ζητήσαμε σεβασμό και στοιχειώδη αξιοπρέπεια. Αν για να μπεις στο «σπίτι» της Δημοκρατίας πρέπει να κρύψεις ποιος είσαι, να καλύψεις την ταυτότητά σου, να υποστείς επαναλαμβανόμενους και αδικαιολόγητους ελέγχους και να νιώσεις ότι παραβιάζεται ο προσωπικός σου χώρος και το δικαίωμά σου στην έκφραση της προσωπικότητας, τότε αξίζει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς προστατεύει αυτή η Δημοκρατία και από ποιον.
Κυβέρνηση, τι φοβάστε τόσο πολύ ώστε να μεταχειρίζεστε έτσι πολίτες που προσέρχονται με σεβασμό στο Ναό της Δημοκρατίας;
Και για να κάνουμε πιο συγκεκριμένο το ερώτημα…
Γιατί τέτοια επίθεση, ενάντια σε παιδιά, σε κεράκια, και κόκκινη μπογιά;»















