Στις 20 Ιουνίου 1975 το «Jaws» βγήκε στις αμερικανικές αίθουσες προκαλώντας αγωνία γι’ αυτό που παραμονεύει στον βυθό.
Αν θέλουμε να μελετήσουμε διεξοδικά την ιστορία του αμερικανικού κινηματογράφου, θα πρέπει να σταθούμε σε μερικές ταινίες-σταθμούς: «Η γέννηση ενός έθνους», «Οσα παίρνει ο άνεμος», «Ο πολίτης Κέιν», «Ο Νονός» κ.ά. Από τη λίστα αυτή δεν μπορεί να λείψει το φιλμ που έκανε θραύση στα ταμεία όταν βγήκε το καλοκαίρι του 1975 στις ΗΠΑ. Τo κόστους 7 εκατομμυρίων δολαρίων «Τα σαγόνια του καρχαρία» («Jaws») έγινε η ταινία-φαινόμενο που συγκέντρωσε σχεδόν μισό δισεκατομμύριο (477.900.000) δολάρια, καθιερώνοντας τον όρο μπλοκμπάστερ στο σινεμά ως μια ειδική κατηγορία ταινιών που σπάνε εισπρακτικά ρεκόρ το ένα μετά το άλλο.
Το 1974 ο 27χρονος Στίβεν Σπίλμπεργκ έχει μόλις φτιάξει το «Εξπρές του Σούγκαρλαντ», με την Γκόλντι Χον να υποδύεται μια δυναμική γυναίκα που θέλει να βοηθήσει τον φυλακισμένο άντρα της να αποδράσει. Η ταινία, παρότι δεν γνώρισε ιδιαίτερη εμπορική επιτυχία, αποθεώθηκε από μέρος της κριτικής και έπεισε τους executives της Universal να εμπιστευτούν στον ανερχόμενο σκηνοθέτη ένα ριψοκίνδυνο σχέδιο με τίτλο «Jaws», το οποίο θα βασιζόταν στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Πίτερ Μπέντσλεϊ.
Τα προβλήματα δεν έλειψαν στα επεισοδιακά γυρίσματα και οι δυσκολίες με τον μηχανικό καρχαρία που χαλούσε συχνά πυκνά στην ανοιχτή θάλασσα του Ατλαντικού –ο Σπίλμπεργκ επέμενε να γίνουν τα γυρίσματα σε αυθεντικά νερά αντί των δεξαμενών στα στούντιο– ήταν τεράστιες αρχικά. Ο Αμερικανός σκηνοθέτης θυμάται: «O καρχαρίας μας δεν δούλευε καθόλου και τα γυρίσματα ήταν ναυάγιο στην αρχή. Τότε αποφάσισα να ακολουθήσω το δόγμα του Χίτσκοκ και, αντί να δείχνω τον καρχαρία, απλώς να υπονοώ την παρουσία του είτε μέσω του κλασικού μουσικού θέματος του Τζον Ουίλιαμς είτε με άλλα σύμβολα, όπως τα βαρέλια ή τα καραβίσια σχοινιά που καταπίνει με ταχύτητα η θάλασσα».

Επιθετικό μάρκετινγκ
Το τελικό αποτέλεσμα, αν και ξέφυγε αρκετά από τον αρχικό προϋπολογισμό του (σχεδόν διπλασιάστηκε το κόστος), φάνηκε ότι δικαίωσε το όραμα του δημιουργού του. Στις δοκιμαστικές προβολές οι άνθρωποι της Universal εντυπωσιάστηκαν τόσο από όσα έβλεπαν ώστε ξέχασαν αμέσως τα παράπονά τους για τον «τελειομανή και ξιπασμένο πιτσιρικά σκηνοθέτη που ξεπέρασε το αρχικό μπάτζετ» και συμφώνησαν να επενδύσουν δυνατά σε μια επιθετική προωθητική καμπάνια που θα κόστιζε σχεδόν 700.000 δολάρια. Το μεγαλύτερο μέρος θα δινόταν σε τηλεοπτικές διαφημίσεις για κλιπάκια διάρκειας ενός λεπτού που σκοπό είχαν «να τα κάνει πάνω του ο θεατής». Ολα αυτά είχαν ως συνέπεια το φιλμ να γίνει διάσημο πρoτού καν προβληθεί.
Οι ουρές που σχηματίστηκαν στις 465 αμερικανικές αίθουσες όταν το φιλμ έκανε πρεμιέρα στις 20 Ιουνίου 1975 (στην Ελλάδα η ταινία ήρθε τα Χριστούγεννα του ίδιου χρόνου) δεν είχαν προηγούμενο. Για τις επόμενες εβδομάδες έσπαγε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο κάνοντας μακρινή ανάμνηση τις προστριβές του σκηνοθέτη με τα στελέχη του στούντιο, ενώ υιοθετήθηκαν άγνωστες μέχρι τότε μέθοδοι μάρκετινγκ που ξεκινούσαν από τις δοκιμαστικές προβολές στους αιθουσάρχες και έφταναν μέχρι την αλλαγή της εποχής κατά την οποία παραδοσιακά προβάλλονται τα μεγάλα χαρτιά των στούντιο.
Μέχρι τότε οι πρεμιέρες των πιο σημαντικών φιλμ της χρονιάς συνωστίζονταν στην περίοδο των Χριστουγέννων ή στις εθνικές εορτές και τις αργίες. Ομως η απόφαση της Universal –δικαιώθηκε απόλυτα– να «βγάλει» το φιλμ στη νεκρή μέχρι τότε περίοδο της αρχής του καλοκαιριού έφερε ριζική αλλαγή της νοοτροπίας, μεταφέροντας το επίκεντρο της εμπορικής προσοχής του Χόλιγουντ στην εποχή του καλοκαιριού. Κάτι που ισχύει σε μεγάλο βαθμό ακόμη και σήμερα, καθώς τα πολυαναμενόμενα μπλοκμπάστερ της σεζόν προβάλλονται κάθε καλοκαίρι.
Στο πρόσφατo βιβλίο της ντοκιμαντερίστα και συγγραφέα Λορέν Μπουζερό με τίτλο «Spielberg: The first ten years» ο σκηνοθέτης θυμάται με ακρίβεια όλες τις λεπτομέρειες του πρότζεκτ: από τους καθημερινούς καβγάδες στα γυρίσματα μέχρι τους ηθοποιούς που ήταν στις αρχικές επιλογές (Λι Μάρβιν, Τζεφ Μπρίτζες, Γιον Βόιτ) και τελικά δεν μπήκαν στο καστ για διάφορους λόγους. Ο Λι Μάρβιν τούς έγραψε… κανονικά λέγοντας ότι θέλει να πάει για ψάρεμα την περίοδο που θα ξεκινούσαν τα γυρίσματα, ενώ ο Μπρίτζες, που τον ήθελε διακαώς ο Σπίλμπεργκ λόγω του «The last picture show», είχε άλλες υποχρεώσεις εκείνη την εποχή.
Τελικά ο ρόλος του πρωταγωνιστή δόθηκε στον Ρίτσαρντ Ντρέιφους χάρη στην προτροπή του Τζορτζ Λούκας –έσωσε πέντε χρόνια αργότερα την καριέρα του Σπίλμπεργκ χάρη στον «Ιντιάνα Τζόουνς»– που είχε δουλέψει μαζί του στο «American graffiti». Φυσικά από όλες τις αναποδιές στα γυρίσματα ξεχωρίζει το… ναυάγιο του μηχανικού λευκού καρχαρία –τον ονόμαζαν Μπρους από το όνομα του δικηγόρου του σκηνοθέτη– που αρχικά μόνο γέλια έβγαζε λόγω των συνεχών βλαβών, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται μόλις τέσσερα λεπτά στο φιλμ. «Ηταν μια απλώς άστοχη επιλογή. Μια από τις πολλές κακές ιδέες μου που τουλάχιστον στα γυρίσματα χρησίμευσε για να γελάσουμε πολύ και να διοχετεύσουμε όλη την αρνητική ενέργεια στα μεταξύ μας πειράγματα» αναφέρει ο Σπίλμπεργκ.
Τη μάχη κέρδισε ο βυθός
Πολλές συζητήσεις έχουν γίνει γύρω από το πραγματικό θέμα της ταινίας. Εκείνη την εποχή ο πόλεμος στο Βιετνάμ μόλις είχε τελειώσει αφήνοντας μια ανοιχτή πληγή στην αμερικανική κοινωνία, που πάλευε να την κλείσει με όποιον τρόπο μπορούσε. Το συλλογικό ασυνείδητο συνάντησε την καθολική απογοήτευση, καθώς και τον φόβο για τον «ξένο εισβολέα» που εισχώρησε στα άδυτα της αγίας, καθωσπρέπει και αγαπημένης αμερικανικής φαμίλιας. Βέβαια, οι περισσότεροι από τους αναλυτές που διάβασαν με γνώμονα τον παραπάνω συλλογισμό την ιστορία του φονικού καρχαρία λησμόνησαν όχι μόνο πως αυτός είναι ένας λευκός καρχαρίας, αλλά –το κυριότερο– ότι οι Αμερικανοί ήταν εκείνοι που εισέβαλαν στο Βιετνάμ και τελικά βίωσαν μια οδυνηρή ήττα.
Ο Σπίλμπεργκ πάντως έχει την άποψη ότι το φιλμ αναπαράγει τη λογική του βιβλίου, ενός φτηνού αναγνώσματος, που σκοπό είχε να προκαλέσει αποκλειστικά τρόμο στον θεατή. «Ανθρωποι εναντίον της αιώνιας θάλασσας. Η θάλασσα κέρδισε τη μάχη. Αυτό είναι όλο κι όλο» ομολογεί ο σκηνοθέτης, που διάβασε σωστά την ιστορία και τελειοποίησε τη μυσταγωγική γοητεία της. Ο φόβος για το άγνωστο ταυτίζεται φυσικά με τον φόβο για τη θάλασσα.
Το σκοτάδι στον βυθό πυροδοτεί τη φαντασία του κοινού και εντείνεται με τις ανατριχιαστικές νότες που εμπνεύστηκε ο Ουίλιαμς κάθε φορά που το «κτήνος» ανεβαίνει στην επιφάνεια της θάλασσας για να αρπάξει το επόμενο θύμα του. Κάποιοι αναλυτές διαφωνούσαν σχετικά με το αν ο καρχαρίας είναι ο κομμουνιστικός εχθρός που καραδοκεί ή ο εξ Αμερικής κίνδυνος που θα γεννηθεί από τα βάθη της ενδοχώρας των ΗΠΑ, ενώ μερικοί Ευρωπαίοι ψυχαναλυτές το τερμάτισαν με τις ακραίες σκέψεις τους, τονίζοντας ότι ο καρχαρίας είναι το εκδικητικό αιδοίο που τιμωρεί το παρορμητικό και κυρίαρχο αρσενικό.
Είδος προς εξαφάνιση
Όλα αυτά όμως είχαν και αρνητικές συνέπειες ειδικά για τα σαρκοφάγα κήτη που έκτοτε δεν αποτελούν μόνο κομμάτι της μαζικής κουλτούρας αλλά και είδος προς εξαφάνιση, καθώς κάθε χρόνο, σύμφωνα με το περιοδικό «Science», θανατώνονται σχεδόν 80 εκατομμύρια καρχαρίες. Ο Σπίλμπεργκ, σε συνέντευξή του στο BBC, δήλωσε ότι νιώθει κατά κάποιο τρόπο ένοχος για τη μείωση του πληθυσμού των καρχαριών που προκλήθηκε λόγω της ταινίας, ενώ τύψεις νιώθει και ο συγγραφέας του βιβλίου που αφιέρωσε τη ζωή του στην προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος.
Τα «Σαγόνια» ξανανοίγουν
Το διάρκειας 90 λεπτών ντοκιμαντέρ για τα παρασκήνια της ταινία «Jaws» κυκλοφορεί σε λίγες μέρες με αφορμή την πεντηκοστή επέτειο του κινηματογραφικού θρίλερ. Ο τίτλος του είναι «Jaws @ 50: The definitive inside story» και περιλαμβάνει συνεντεύξεις με τον Στίβεν Σπίλμπεργκ, τον Ιαν Σο (γιο του Ρόμπερτ Σο που υποδύθηκε στην ταινία τον επαγγελματία κυνηγό καρχαριών Σαμ Κουίντ) και άλλα μέλη του καστ. Στο φιλμ θα δούμε ακυκλοφόρητο υλικό με βίντεο και σπάνια πλάνα από τα προσωπικά αρχεία του Σπίλμπεργκ αλλά και του συγγραφέα Πίτερ Μπέντσλεϊ καθώς και εικόνες από τα γυρίσματα, με ειδική ενότητα φυσικά να είναι αφιερωμένη στον δυσλειτουργικό animatronic καρχαρία, που κατασκεύασε ο πρώην chief των ειδικών εφέ στην Disney Ρόμπερτ Μάτεϊ, ο οποίος αρχικά σχεδίασε έναν θηριώδη καρχαρία ενάμιση τόνου που κινούνταν με τη βοήθεια υδραυλικών πιστονιών πεπιεσμένου αέρα, καθώς η οικολογική συνείδηση του Μάτεϊ δεν επέτρεπε τη χρήση καυσίμων, ενώ 13 τεχνικοί κατεύθυναν υποβρυχίως την κίνησή του.
INFO
Το ντοκιμαντέρ «Jaws@50» κάνει πρεμιέρα στις 10 Ιουλίου στο National Geographic και στις 11 Ιουλίου στο Disney+ και το Hulu