Και τώρα… μπίζνες στα δάση

Στόχος είναι η βιομάζα ώστε να γίνουν «παραγωγικά» για το ιδιωτικό κεφάλαιο

Η πυρκαγιά στη Ρόδο βρισκόταν ακόμη στην έκτη ημέρα του καταστροφικού της έργου όταν ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Βουλής την περασμένη Δευτέρα μίλησε με κυνισμό για το πόσο καλά τα είχε πάει ο κρατικός μηχανισμός στην αντιμετώπισή της. Μπορεί ο πρωθυπουργός να μην εμφανίστηκε στη Βουλή προκειμένου να δώσει απαντήσεις για τις φωτιές αλλά για να υποστηρίξει το νομοσχέδιο της κυβέρνησής του για την ψήφο των αποδήμων, όμως όπως φάνηκε εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να ρίξει στον δημόσιο διάλογο το σχέδιό του για την ανάγκη τα δάση να γίνουν… παραγωγικά για το ιδιωτικό κεφάλαιο.

Την κρίση της πυρκαγιάς της Ρόδου μετέτρεψε πρώτος σε ευκαιρία ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Θεόδωρος Σκυλακάκης μέσω του αμερικανικού δικτύου CNN λέγοντας: «Θα χάσουμε τα δάση μας αν δεν τα διαχειριστούμε με έναν τελείως διαφορετικό τρόπο απ’ ό,τι κάναμε μέχρι τώρα». Στη συνέντευξή του ο Θεόδ. Σκυλακάκης δήλωσε ότι «απαιτούνται χρηματικοί πόροι και συμμετοχή και του ιδιωτικού τομέα και των αγορών για τον καθαρισμό των δασών». Για να συμπληρώσει λέγοντας ότι «χρειαζόμαστε τον ιδιωτικό τομέα, πρέπει να αξιοποιήσουμε την καύσιμη ύλη που έχει συγκεντρωθεί στα δάση εδώ και δεκαετίες, είτε για βιοκαύσιμα είτε για ενέργεια είτε για προϊόντα ξύλου».

Ομως ο πρωθυπουργός Κυρ. Μητσοτάκης μιλώντας στη Βουλή την περασμένη Δευτέρα προχώρησε την παραπάνω σκέψη ακόμη παραπέρα, δείχνοντας ότι δεν πρόκειται περί απλής πρότασης του υπουργού του αλλά για πλήρες κυβερνητικό σχέδιο. Εκμεταλλευόμενος το γεγονός ότι οι φωτιές που ξεφεύγουν είναι αδύνατον να ελεγχθούν εντός των δασών, ο πρωθυπουργός περιέγραψε τον τρόπο με τον οποίο θα βάλει τον ιδιωτικό τομέα σε θέση ρυθμιστή των ελληνικών δασών με αντάλλαγμα φυσικά τον πλούτο που μπορούν να παράξουν μέσω της βιομάζας, η οποία αναδεικνύεται παγκοσμίως σε βασική ανανεώσιμη πηγή ενέργειας.

«Οσο τα δάση εγκαταλείπονται και δεν είναι παραγωγικά και είμαστε φοβικοί να ξανακάνουμε τα δάση μας παραγωγικά τόσο περισσότερες δυσκολίες θα έχουμε στη διαχείρισή τους, είτε μιλάμε για τη βιομάζα είτε για τους ρητινοκαλλιεργητές, πρέπει να βρούμε τρόπο να ξανακάνουμε τα δάση πιο παραγωγικά έτσι ώστε αυτό που λέμε καθαρισμός του δάσους να γίνεται μέσα από οικονομικά βιώσιμες δραστηριότητες. Είναι μύθος να πιστεύουμε ότι μπορούμε να καθαρίσουμε όλα τα ελληνικά δάση» είπε χαρακτηριστικά ο πρωθυπουργός.

Οπως προκύπτει λοιπόν από τις παραπάνω δηλώσεις, η κυβέρνηση Μητσοτάκη επιμένει ακόμη και το ζωτικής σημασίας ζήτημα της προστασίας των δασών μέσω του καθαρισμού τους να το περνάει μέσα από την κρησάρα του κέρδους. Υπόσχεται στις μεγάλες επιχειρήσεις του κλάδου ευκαιρίες πλουτισμού μέσα από τα ελληνικά δάση, χωρίς βεβαίως να εξηγεί ούτε πώς θα εξασφαλιστεί η ορθή λειτουργία ενός τέτοιου εγχειρήματος ώστε οι εταιρείες να ακολουθούν περιβαλλοντικούς κανόνες που ενδεχομένως θα μπαίνουν εμπόδιο στην κερδοφορία τους ούτε τι θα συμβεί με τα δάση που για οποιονδήποτε λόγο δεν θα κριθούν αξιοποιήσιμα από τις εταιρείες.

Τι είναι η δασική βιομάζα

Καθώς ανοίγει η συζήτηση περί δασικής βιομάζας, η οποία μάλιστα παρουσιάζεται σαν «τυράκι» που θα φέρει τους ιδιώτες ως… καθαριστές εντός των ελληνικών δασών, είναι σημαντικό να γνωρίζει κανείς πώς μπορεί να αξιοποιηθεί ενεργειακά η δασική βιομάζα.

Σύμφωνα με σχετική έρευνα των Ελ. Μπουτέτσιου και Ν. Κατσουλάκου με τίτλο «Ενεργειακή αξιοποίηση δασικής βιομάζας: Η περίπτωση του Μετσόβου» που είναι διαθέσιμη στο διαδίκτυο, η δασική βιομάζα που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για ενεργειακούς σκοπούς συνίσταται στα καυσόξυλα, στους ξυλάνθρακες, στα υπολείμματα των δασικών υλοτομιών, στα προϊόντα καθαρισμών του δάσους και στα υπολείμματα που προκύπτουν από την επεξεργασία του ξύλου.

Συγκεκριμένα, όπως αναφέρεται στην ίδια έρευνα, η δασική βιομάζα μπορεί να χωριστεί σε τρεις κατηγορίες: πρωτογενή, δευτερογενή και τριτογενή υπολείμματα υλοτομίας. Οι βασικές πηγές πρωτογενών υπολειμμάτων οφείλονται στη συνήθη υλοτομική διαδικασία. Στα δευτερογενή υπολείμματα έχουμε τα βιομηχανικά, τα οποία περιλαμβάνουν φλοιούς δέντρων, πριονίδια, ροκανίδια, μικρά κομμάτια ξύλου και μαύρου ρευστού. Τέλος, τα τριτογενή υπολείμματα αποτελούνται από παραπροϊόντα κατεδαφίσεων, κατασκευών και διαδικασιών συσκευασίας.

Η δασική βιομάζα που χρησιμοποιείται για ενεργειακούς σκοπούς εμφανίζεται σε τρεις μορφές: τεμάχια συμπαγούς ξύλου (καυσόξυλα), συσσωματώματα πριονιδίου (πελέτες – pellet), θρύμματα ξύλου (πριονίδια 1-100 χλστ.).

Για το θέμα μίλησαν στο Documento ο επίκουρος καθηγητής Δασοπροστασίας στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών και ερευνητής στη Δασική Υπηρεσία των ΗΠΑ Παλαιολόγος Παλαιολόγου, αλλά και η πρόεδρος Ελλήνων Δασοπόνων Αντιγόνη Καραδόντα.

Προσήμανση χωρίς δασονόμους

Οπως εξηγεί ο Παλ. Παλαιολόγου, η ξυλεία βγαίνει συνήθως από συνεταιρισμούς υλοτόμων, ενώ δεν είναι γνωστό αν αυτήν τη στιγμή υπάρχουν εταιρείες στην Ελλάδα που να μπορούν να αναλάβουν τέτοια εξειδικευμένη εργασία χωρίς να την αναθέσουν σε υλοτόμους συνεταιρισμών.

«Αυτή η βιομάζα πράγματι πρέπει να φύγει, όχι μόνο επειδή κινδυνεύουμε από πυρκαγιές, αλλά γιατί δεν είναι η ίδια καλή για το δάσος. Για να έχεις ένα εύρωστο δάσος όπου το ένα δέντρο δεν ανταγωνίζεται το άλλο για τους μειωμένους πόρους λόγω κλιματικής αλλαγής, θα πρέπει να αφαιρείς κάποια. Δεν είναι κακό να αφαιρείται βιομάζα από τα δάση για την υγεία του ίδιου του δάσους» εξηγεί ο Παλ. Παλαιολόγου, χωρίς να τίθεται κατ’ ανάγκην εναντίον της ανάληψης τέτοιων εργασιών από ιδιώτες.

Οπως τονίζει, το «κλειδί» σε αυτήν τη συζήτηση κρύβεται στην προσήμανση των δέντρων που θα πρέπει να κοπούν. «Εκ των πραγμάτων και διά νόμου, η αρχή που έχει όλη τη διαχείριση και σημαδεύει ποια δέντρα πρέπει να κοπούν (προσήμανση) είναι η δασική υπηρεσία. Οταν όμως μου λέει δασάρχης ενός πολύ δασωμένου νομού ότι δεν έχει δασονόμους για να κάνει προσημάνσεις, πώς θα μπορέσει να κάνει αυτήν τη δουλειά;» αναρωτιέται ο Παλ. Παλαιολόγου και συνεχίζει: «Αν δεν έχεις δασική υπηρεσία στελεχωμένη ώστε να σημαδέψουν τα δέντρα και να πάει είτε ο συνεταιρισμός είτε ο ιδιώτης να τα κόψει, τότε πώς θα λειτουργήσει; Δεν επιτρέπεται να κόψεις δέντρα σε μια συστάδα που δεν έχει υποστεί προσήμανση».

Συνταγματική επιταγή

Η κρισιμότητα να γίνουν αυτές οι ενέργειες κάτω από αυστηρό έλεγχο και επιτήρηση της δασικής υπηρεσίας προκύπτει και από όσα σχολιάζει η Αντ. Καραδόντα: «Η καλύτερη προστασία των δασών επιτυγχάνεται μέσω της διαχείρισής τους, όταν μπαίνουν δηλαδή σε διαδικασία απομάκρυνσης της περιττής ποσότητας της ξυλείας ή των δευτερευόντων προϊόντων. Ομως η ποσότητα της ξυλείας που θα αφαιρεθεί και η ποσότητα που θα παραμείνει παίζουν ρόλο και στην πανίδα του δάσους. Δεν απομακρύνουμε τα πάντα. Αφήνουμε και ποσότητες ώστε το οικοσύστημα να μπορέσει μόνο του να αναπαραχθεί. Το δάσος είναι ένα οικοσύστημα αλληλένδετο με την πανίδα» τονίζει.

Οπως εξηγούν και οι δύο επιστήμονες στο Documento, το ζήτημα της προστασίας των δασών δεν είναι απλώς… ευσεβής πόθος, αλλά απορρέει από το ίδιο το σύνταγμα και συνεπώς αν το σχέδιο της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν γίνει πιο ξεκάθαρο και συγκεκριμένο ως προς τους μηχανισμούς ελέγχου, τότε ελλοχεύουν σοβαροί κίνδυνοι για τα δάση.

«Θεωρώ ότι πρέπει να υπάρχει επίβλεψη και να πηγαίνουν βάσει σχεδίου. Δεν μπορεί να κόβει ο καθένας ό,τι θέλει. Αν το κάνουν αυτό, είναι τελείως παράνομο και μπορεί να εμπίπτει και σε διατάξεις του συντάγματος για την προστασία των δασών» τονίζει ο Παλ. Παλαιολόγου.

Οι επενδύσεις πάνω απ’ όλα

Στο ίδιο μήκος κύματος και η Αντ. Καραδόντα: «Στην Ελλάδα υπάρχει η φιλοσοφία να καταστρέψουμε το δάσος για να κάνουμε επενδύσεις. Οι επενδύσεις πάνω απ’ όλα. Ομως η οικονομική ανάπτυξη και η προστασία των δασών απορρέουν και τα δύο από το ίδιο το σύνταγμα. Θα μπορούσαμε να έχουμε και προστασία των δασών και οικονομική ανάπτυξη, αρκεί να βρούμε τη χρυσή τομή. Δεν μπορεί πάλι το φυσικό περιβάλλον να θυσιάζεται υπέρ της οικονομικής ανάπτυξης. Αυτό γίνεται με τις ανεμογεννήτριες, με τα φωτοβολταϊκά, τα μεταλλεία – λατομεία κ.ά., αλλά αν συνεχίσουμε έτσι θα φτάσουμε να μην έχουμε δάση. Φτάνουμε στο σημείο μηδέν. Στην Αθήνα σύντομα δεν θα μπορείς να αναπνεύσεις, θα γίνει θάλαμος αερίων. Δεν υπάρχει πια το καλό κλίμα όπως έλεγαν παλαιότερα».

Η Αντ. Καραδόντα θέτει μάλιστα σειρά ερωτημάτων σχετικά με το λεπτομερέστατο πλαίσιο μέσα στο οποίο μπορεί να λειτουργήσει ένα τέτοιο εγχείρημα. «Κάθε δάσος έχει ιδιαιτερότητες ανάλογα με το είδος που φύεται. Με ειδικές επιστημονικές μεθόδους καθορίζεται η ποσότητα των λυμάτων που πρέπει να απομακρυνθούν. Οταν λοιπόν λένε ότι θα μπουν και θα πάρουν τη βιομάζα, τι εννοούν; Με ποια κριτήρια θα γίνει αυτό; Θα στηριχθεί σε διαχειριστικές μελέτες των δασαρχείων; Με τα λεγόμενα δευτερεύοντα προϊόντα (π.χ. αρωματικά φυτά) που υπάρχουν μέσα σε ένα δασικό οικοσύστημα τι θα γίνει; Πώς θα τα διαχειριστούν αυτά; Θα υπάρξει μέριμνα για ξυλεία σε δασόβιους και παραδασόβιους πληθυσμούς; Θα στηριχθεί σε μελέτες από ιδιώτες χωρίς τα δασοκομικά κριτήρια που πρέπει να τηρούνται με σκοπό να βγάλουμε έναν όγκο βιομάζας; Αν δεν καθοριστούν οι λεπτομέρειες και δεν δοθούν περαιτέρω επεξηγήσεις, μοιάζει λίγο περίεργο».

Ο σχεδιασμός διαχείρισης και τα κόστη

Οπως προκύπτει από τα εκτενή σχόλια των επιστημόνων στο Documento πάντως, το ζήτημα της διαχείρισης των δασών δεν μπορεί να λυθεί χωρίς πρώτα να προχωρήσει η πολιτεία σε μια γενναία ενίσχυση της δασικής υπηρεσίας, εφόσον μόνο μέσα από αυτή θα μπορέσει οποιαδήποτε νομοθετική πρωτοβουλία να προχωρήσει εξασφαλίζοντας πρώτα και κύρια την επιβίωση των ελληνικών δασών που αποτελούν μέρος του πλούτου της χώρας.

«Οταν η δασική υπηρεσία δεν έχει δασοπόνους και δασονόμους, ποιος θα κάνει τις επισημάνσεις; Ο σχεδιασμός της διαχείρισης πρέπει να γίνεται από τις δασικές υπηρεσίες, να σχεδιαστεί κεντρικά πού θα πάει η χρηματοδότηση, να χαρτογραφηθούν οι ζώνες υψηλού κινδύνου και να εστιάσουμε την πρόληψη στις περιοχές γύρω από πόλεις, από τουριστικές περιοχές, γύρω από προστατευόμενα δάση ή περιοχές Natura. Εκεί να εστιάσουμε με έργα μεγάλης κλίμακας. Το να κόψεις δύο δέντρα από ένα περιαστικό δάσος και να το βγάλεις φωτογραφίες από δέκα μεριές δεν είναι διαχείριση. Στην Ελλάδα η διαχείριση ενός στρέμματος δάσους κοστολογείται κατά μέσο όρο στα 650 ευρώ, την ώρα που στο εξωτερικό μπορεί να φτάσει ακόμη και μόλις τα 100-150 ευρώ» σχολιάζει ο Παλ. Παλαιολόγου.

Ετικέτες