Κακοποιούν γυναίκες και το κράτος αδιαφορεί
Το νομοθετικό πλαίσιο και η στάση των κρατικών αρχών προσφέρουν ασπίδα προστασίας στους θύτες

Η έμφυλη βία είναι παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων σε όλους τους τύπους της –σεξουαλική, σωματική, ψυχολογική, οικονομική– είτε εκφράζεται μέσα στο πλαίσιο της οικογένειας είτε έξω από αυτήν. Αλλά το ελληνικό κράτος δεν φαίνεται να συγκινείται ιδιαίτερα. Προκειμένου μάλιστα να αποφευχθεί η οποιαδήποτε «γκρίνια» από την ΕΕ, ενσωματώνει «άτσαλα» στη νομοθεσία μέρη ευρωπαϊκών οδηγιών οι οποίες κι αυτές συνήθως παραμένουν ανενεργές.
Και το φαινόμενο γιγαντώνεται, αφού στην ουσία διευκολύνει έτσι τις «ορέξεις» του θύτη. Με αυτό τον τρόπο οδηγούμαστε πολλές φορές στην πιο ακραία μορφή της έμφυλης βίας, στις γυναικοκτονίες. Για το 2025 μόνο έχουν ήδη καταγραφεί στη χώρα μας εννέα γυναικοκτονίες από τους συντρόφους τους και oκτώ από συγγενικά πρόσωπα. Και το ερώτημα είναι τι κάνει το κράτος για να τις αποτρέψει.
Τις διώχνουν από τα ΑΤ
Σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΑΣ από το 2012 κι έπειτα τα περιστατικά έμφυλης βίας αυξάνονται σταθερά, με έκρηξη αυτών να σημειώνεται από το 2020 κι έπειτα. Μάλιστα, το 2022 το ποσοστό αυξήθηκε κατά 137% (10.131) σε σχέση με το 2020 που παρατηρήθηκε πρώτη φορά αυτή η έντονη άνοδος των περιστατικών. Ποσοστό που μάλλον παγιώθηκε, καθώς και το 2023 τα περιστατικά ήταν 9.886. Κι αυτά είναι μόνο όσα καταγράφηκαν, γιατί συνήθως πολλές γυναίκες, όσες δηλαδή δεν δολοφονήθηκαν, φοβούνται να προχωρήσουν στην καταγγελία ή η ίδια η αστυνομία τις αποτρέπει!
Χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της πρακτικής περιγράφει στο Documento η δικηγόρος Αντωνία Λεγάκη: «Πρόσφατα μία γυναίκα σε ελληνικό νησί πήγαινε στην αστυνομία και έλεγε: “Θέλω να κάνω μήνυση γιατί ο άντρας μου έχει πάρει τα παιδιά και έχει εξαφανιστεί” και της απαντούσαν: “Εχεις απόφαση επιμέλειας;”. Εκείνη εξηγούσε: “Εχω επιμέλεια όπως έχει κι αυτός, αλλά δεν σημαίνει ότι πρέπει να αρνηθεί το δικό μου δικαίωμα. Δεν ξέρω εάν ζούνε τα παιδιά μου”. Η απάντηση ήταν: “Δεν μπορείς να κάνεις μήνυση” και την έδιωχναν. Μια, δύο, τρεις… ώσπου πήρα τηλέφωνο, γιατί η συγκεκριμένη μπορούσε να πληρώσει δικηγόρο, τους πέρασα γενεές δεκατέσσερις και μετά της επέτρεψαν να κάνει μήνυση. Και μου λέγανε: “Εμείς δεν της είπαμε να μην κάνει μήνυση αλλά μας έλεγε λάθος το αδίκημα!”».
Δηλαδή, ακόμη και σήμερα που έχει προηγηθεί η δολοφονία της Κυριακής Γρίβα έξω από αστυνομικό τμήμα, από το οποίο λίγα λεπτά νωρίτερα την είχαν διώξει όταν ζήτησε προστασία για να γυρίσει σπίτι της με τη δικαιολογία ότι «τα περιπολικά δεν είναι ταξί», η αστυνομία εξακολουθεί να είναι αδιάφορη προς το θύμα.
Γιατί γυρίζουν πίσω
Προς επίρρωση όσων καταγγέλλει η Αντ. Λεγάκη αναφέρει στο Documento ακόμη ένα ενδεικτικό περιστατικό: «Αλλη γυναίκα πάει στην αστυνομία και της είπαν: “Θα σου κάνει κι εκείνος μήνυση, θα γυρίσεις πίσω και θα σε σκοτώσει…”. Πάει μετά στην εισαγγελία και ο εισαγγελέας παρά τα όσα προβλέπονται κάνει κάτι ποινικές διώξεις αστείες. Δεν μπορεί ο εισαγγελέας να μοιράζει τόσο εύκολα απόπειρες ανθρωποκτονίας στον κάθε διαδηλωτή και να περνάει ως απλές σωματικές βλάβες το βρομόξυλο που τρώει μια γυναίκα! Για αυτό συνεχίζεται και στο τέλος τις σκοτώνουν. Γιατί εκείνη η πάλαι ποτέ ρήση του Μπαλάσκα “πήγαινε, ομολόγησε και σε τρία τέσσερα χρόνια θα είσαι έξω” εξακολουθεί να ισχύει.
Κι αυτή είναι μία κοινωνική πραγματικότητα για την οποία η κυβέρνηση δεν παίρνει κανένα άλλο μέτρο, όταν δεν δίνει την κατεύθυνση στα όργανα της Δικαιοσύνης να λειτουργήσουν προστατευτικά στις γυναίκες, δεν δίνει λεφτά για να δημιουργηθούν δομές, να πάει η γυναίκα με τα παιδιά της, να υπάρξουν ψυχολόγοι για να μπορέσει να βρει τη δύναμη να φύγει, να μπορέσουν τα παιδιά να μεγαλώσουν και να μη βρεθούν στον δρόμο κι άρα αυτή να μην εξαναγκαστεί να μείνει με τον βασανιστή της. Η περίπτωση της Γρίβα είναι χαρακτηριστική και τη μάθαμε επειδή τη σκότωσαν. Η δική μου τη γλίτωσε. Είναι μία καθημερινή πραγματικότητα. Δεν υπάρχει γυναίκα που πάει στο τμήμα πρώτη φορά να καταθέσει μήνυση και να μην της πουν: “Πήγαινε πίσω, θα σου κάνει και αυτός μήνυση, θα πάτε και οι δύο στο αυτόφωρο όλη νύχτα και τι θα γίνουν τα παιδιά σου;”. Κάθε φορά η αστυνομία γίνεται ο συνήγορος του κακοποιητή. Και η γυναίκα γυρίζει πίσω».
Τρύπες στους νόμους
Με αφορμή την πρόσφατη βεβιασμένη ενσωμάτωση της ευρωπαϊκής οδηγίας 2024/1385 –αφορά την έμφυλη βία– το Ευρωπαϊκό Δίκτυο κατά της Βίας απέστειλε υπόμνημα προς τη Βουλή με το οποίο αναρωτιέται πώς αυτή η κίνηση θα μπορούσε να βοηθήσει στην αντιμετώπιση του φαινομένου «ενώ διατηρούνται ανενεργές ή παραβιάζονται όλες οι προβλέψεις της Σύμβασης του Συμβουλίου της Ευρώπης για την πρόληψη και την καταπολέμηση της βίας κατά των γυναικών και της ενδοοικογενειακής βίας (Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης 2011) και της Οδηγίας 2012/29/ΕΕ».
Η πρώτη αποσκοπεί στη δημιουργία ενός νομικού πλαισίου για την προστασία των γυναικών από κάθε μορφή βίας και καλύπτει νομικά μέτρα για την ποινικοποίηση διάφορων μορφών βίας σε βάρος των γυναικών, την προστασία των θυμάτων και την υποστήριξη αυτών. Και η δεύτερη αφορά τη θέσπιση ελάχιστων προτύπων σχετικά με τα δικαιώματα, την υποστήριξη και την προστασία θυμάτων της εγκληματικότητας. Τα στοιχεία περί παραβίασης των παραπάνω αντλούνται από την έκθεση της Επιτροπής της GREVIO (Group of Experts on Action against Violence against Women and Domestic Violence), το ανεξάρτητο όργανο που συστάθηκε στο πλαίσιο του Συμβουλίου της Ευρώπης με ρόλο να ελέγχει την εφαρμογή της Σύμβασης της Κωνσταντινούπολης. Την ίδια θέση υποστηρίζει και η Εθνική Επιτροπή για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου (ΕΕΔΑ), η οποία επιπροσθέτως τόνισε την απουσία των ειδικών, όπως είναι η ίδια, κατά τη διαδικασία διαβούλευσης της ενσωμάτωσης της νέας οδηγίας.
Ετσι, αφού παρακάμφθηκαν οι ειδικοί, καταρτίστηκε ένας δυσκολοδιάβαστος νόμος, ο οποίος, κατά την εκτίμηση της δικηγόρου Αντ. Λεγάκη, «λαχανιασμένα προσπαθεί να αντιμετωπίσει ένα κοινωνικό φαινόμενο με ένα multiple choice. Δεν μπορεί κανένας νόμος, ειδικά αυτός, εκτός εάν λέει τώρα βάλτε λεφτά και φτιάξτε κοινωνικές δομές, τώρα κάντε διαπαιδαγώγηση στα σχολεία κ.ά., εάν δεν υπάρξουν κοινωνικά μέτρα να αντιμετωπίσει το φαινόμενο». Το αποτέλεσμα είναι ότι «τα ίδια τα θύματα θα ζητάνε να γυρίσουν πίσω στον βασανιστή τους όπως ίσχυε μέχρι τώρα». Καθώς «τις περισσότερες φορές πάνε οι γυναίκες και λένε: “Δεν το ήθελε, παρακαλώ πολύ να αθωωθεί γιατί έχω δύο παιδιά και δεν έχω πού να πάω”».















