«Κανείς δεν θέλει να φέρει ένα παιδί σε άδικο κόσμο»
Δεν είναι μόνο η φτώχεια, είναι και η διαφθορά που τρέφει την υπογεννητικότητα στην Ελλάδα.

Αποκαρδιωτικά είναι πάλι τα στοιχεία που δημοσιοποίησε στις 03.10.2025 η ΕΛΣΤΑΤ σχετικά με την εξέλιξη των δημογραφικών μεγεθών στη χώρα για το 2024. Οι γεννήσεις ανήλθαν σε μόλις 68.467, μειωμένες κατά 4,2% σε σχέση με το 2023, ενώ οι θάνατοι σε 126.916. Για 15η χρονιά ο συσχετισμός είναι αρνητικός κι αν ληφθεί υπόψη ο αριθμός όσων έχουν μεταναστεύσει, καθίσταται πλέον σαφές ότι η χώρα όχι μόνο γερνά, αλλά μικραίνει συνεχώς. Τα οικονομικά μέτρα που ανακοίνωσε στη ΔΕΘ ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν φτάνουν, λένε οι ειδικοί.
Το Documento, πέρα από το οικονομικό σκέλος, επιχείρησε να απαντήσει στο ερώτημα «πώς η καταστρατήγηση των κανόνων δικαίου, η αναγόρευση της συγκάλυψης σε πρακτική διακυβέρνησης και η αναξιοκρατία ως αποδεκτό μέσο εύκολου πλουτισμού και πολιτικής επικράτησης συμβάλλουν στην όξυνση του προβλήματος;».
Θέλουν, αλλά δεν μπορούν
Αρχικά, ας δούμε το ζήτημα στην οικονομική του βάση. Επικοινωνήσαμε με τον Βύρωνα Κοτζαμάνη, καθηγητή Δημογραφίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας. «Όλες οι έρευνες που διαθέτουμε τόσο για την Ελλάδa όσο και για τις αναπτυγμένες χώρες λένε ότι και τα νεότερα ζευγάρια, αυτοί ας πούμε που γεννήθηκαν το 1980, θέλουν να κάνουν περισσότερα από δύο παιδιά» λέει ο ακαδημαϊκός στο Documento. Επομένως το θέμα στη χώρα μας και σε μία σειρά από άλλες χώρες είναι ότι δεν υπάρχει ευνοϊκό πλαίσιο για τη γέννηση περισσότερων παιδιών. Ο Bύρ. Kοτζαμάνης εξηγεί ότι μη «ευνοϊκό περιβάλλον» για το παιδί στην Ελλάδα σημαίνει ότι εκτός των άλλων η έλευση και το μεγάλωμά του σε σχέση με τα εισοδήματά μας κοστίζουν πολύ σε σχετικές τιμές: «Η συζήτηση που πρέπει να γίνει αφορά τη συνταρακτική δαπάνη στην οποία μεταφράζεται το μεγάλωμα ενός παιδιού στην Ελλάδα. Το κόστος είναι πάρα πολύ υψηλό, εξαιτίας των εκπαιδευτικών αναγκών που έχουμε, οι οποίες δεν καλύπτονται από το δημόσιο σχολείο. Επιπλέον, επειδή το δημόσιο σύστημα υγείας δεν καλύπτει τις οικογένειες με παιδιά».
Το Documento έχει καταγράψει και σε παλαιότερα ρεπορτάζ το δυσβάσταχτο μηνιαίο κόστος που απαιτεί το σωστό μεγάλωμα ενός παιδιού, παρουσιάζοντας τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τον οικογενειακό προϋπολογισμό (έτος 2022). Σύμφωνα με τα στατιστικά ευρήματα: ένα ζευγάρι με παιδί έως και 16 ετών πρέπει να ξοδεύει 2.385 τον μήνα για τη διαβίωσή του, ενώ το κόστος μόνο για το παιδί υπολογίζεται σε 1.000 ευρώ τον μήνα. Αν το παιδί είναι άνω των 16 ετών, το κόστος των βασικών δαπανών του, όπως το φαγητό, εκτιμάται στα 500-600 ευρώ τον μήνα. Όλα αυτά τη στιγμή που ο εν Ελλάδι κατώτατος μισθός δεν ξεπερνά τα 880 ευρώ, ενώ σύμφωνα με την έκθεση «Κατανάλωση, δαπάνες νοικοκυριών, 2025» της ΕΛΣΤΑΤ οι ετήσιες δαπάνες που αφορούν την εκπαίδευση (8,1%), τη διατροφή (3,3%) και την υγεία (1%) είναι αυξημένες σε σχέση με το 2020.
Πέρα από αυτούς που έχουν παιδί και δυσκολεύονται να τα φέρουν βόλτα, υπάρχουν κι εκείνοι που ούτε καν το σκέφτονται. Όχι γιατί δεν θέλουν, αλλά επειδή οι συνθήκες αβεβαιότητας και επισφάλειας που διαμόρφωσε στην εργασία ο νεοφιλελεύθερος «Αρμαγεδδώνας» του Μητσοτάκη και των κατά καιρούς αρμόδιων υπουργών του δεν αφήνουν περιθώρια για τέτοια «ρίσκα». Στην πράξη, οι εργαζόμενοι και οι εργαζόμενες φορτώνονται με ωράρια-λάστιχο, ανασφάλεια και εκμετάλλευση, ενώ στερούνται ουσιαστικής προστασίας. Γι’ αυτό τα συνδικάτα απαιτούν σταθερή δουλειά, μείωση χρόνου εργασίας και πραγματικά μέτρα στήριξης.
Απαιτείται συνέργεια
Η κυβέρνηση παρουσιάζει τις φοροελαφρύνσεις ως μέτρα στήριξης. Όμως χωρίς παρέμβαση στο εργασιακό τοπίο-ζούγκλα αυτές δεν αρκούν για την επίλυση του δημογραφικού. Το Documento αναζητώντας απαντήσεις επικοινώνησε με τον Ιωάννη Κουζή, καθηγητή Εργασιακών Σχέσεων και πρόεδρο στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου. Για τον Ι. Κουζή είναι αδύνατη η αντιμετώπιση του δημογραφικού ζητήματος χωρίς συνέργεια αποφάσεων. Επιπλέον, τόνισε: «Υπάρχει μια εκτεταμένη φτωχοποίηση του κόσμου της μισθωτής εργασίας. Αυτό οφείλεται αφενός στις πολύ χαμηλές αποδοχές, που δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν το κύμα ακρίβειας, αφετέρου στην εκτεταμένη παρουσία της ευέλικτης εργασίας, δηλαδή της εργασίας με χαμηλό δείκτη και επίπεδο δικαιωμάτων και αμοιβών».
Από την εξίσωση δεν μπορεί να λείπουν το στεγαστικό πρόβλημα, καθώς και το ύψος των τιμών σε πάγιες ανάγκες, όπως η ενέργεια και οι δαπάνες για τη διατροφή, αναφέρει ο έμπειρος ακαδημαϊκός. Είναι χαρακτηριστικό το εύρημα της ΕΛΣΤΑΤ σύμφωνα με το οποίο το 2023 το 7% του πληθυσμού της χώρας αντιμετώπισε μέτρια ή σοβαρή ανεπάρκεια τροφής, ενώ, όπως σημείωνε σε ρεπορτάζ το Documento (12.10.2025), σε ποσοστό 1,6% ανέρχονταν όσοι δεν είχαν καθόλου χρήματα για φαγητό. Μάλιστα, έρευνα του Εθνικού Κέντρου Κοινωνικών Ερευνών αναδείκνυε το χαμηλό εισόδημα ως μία από τις κύριες αιτίες ενεργειακής φτώχειας.
«Kλίμα απογοήτευσης»
Πέρα από τους δυσβάσταχτους υλικούς όρους ζωής που καθιστούν σχεδόν απαγορευτική οποιαδήποτε σκέψη για ένα ή παραπάνω παιδιά, ειδικοί επί του δημογραφικού ζητήματος τονίζουν σε αναλύσεις τους ότι το ζήτημα εκτός των άλλων αφορά και το φανερό έλλειμμα αξιών, προτύπων και παιδείας. Για τον 31χρονο ελεύθερο επαγγελματία Γιάννη-Μάριο Σούφλα, οι ξέφρενοι ρυθμοί ζωής δεν αφήνουν χώρο για το «εμείς», πόσο μάλλον για οικογένεια. Εκτός αυτού, επισημαίνει ότι με το υπάρχον πλέγμα κοινωνικών και οικονομικών αδικιών λογικό είναι να αναρωτηθεί κανείς αν αξίζει να φέρει μια νέα ζωή στον κόσμο. «Η διάλυση του κράτους πρόνοιας –λέει χαρακτηριστικά– και οι συνεχείς αποκαλύψεις σκανδάλων δημιουργούν κλίμα αβεβαιότητας και απογοήτευσης. Ταυτόχρονα η ακρίβεια σε βασικά αγαθά και η αύξηση των πάγιων εξόδων καθιστούν αδύνατη την αξιοπρεπή ζωή. Η έλλειψη δικαιοσύνης και η απουσία αποτελεσματικού συστήματος πρόνοιας επιδεινώνουν την αίσθηση αδιεξόδου. Δύο λέξεις ζητάω μονάχα: δικαιοσύνη και αξιοπρέπεια».
Τη σχέση ανάμεσα στους δείκτες γονιμότητας και τον σεβασμό σε βασικούς κανόνες συνοχής της αστικής δημοκρατίας έχει αναδείξει έκθεση του 2011 από το κέντρο Economics and Ecometrics Research Institute στις Βρυξέλλες. Όπως αναφέρει: «Τα αποτελέσματα υποδηλώνουν ότι ο δείκτης γονιμότητας είναι υψηλότερος σε λιγότερο διεφθαρμένες χώρες. Αυτό σημαίνει ότι η διαφθορά, ως αντανάκλαση του πολιτικού συστήματος, επηρεάζει τη στάση και τη συμπεριφορά των ανθρώπων σχετικά με τη γέννηση παιδιών». Ο λόγος που συμβαίνει αυτό σύμφωνα με τους ερευνητές είναι διότι τα υψηλά επίπεδα διαφθοράς μειώνουν την αποτελεσματικότητα των δημόσιων υπηρεσιών και οδηγούν σε άνιση κατανομή των δημόσιων πόρων.
Έλλειμμα προοπτικής
Στο σοβαρό έλλειμμα προοπτικής που προκύπτει τόσο από την οικονομική στενότητα όσο και από την αποθάρρυνση που νιώθουν οι νέοι λόγω τις περιρρέουσας ατμόσφαιρας στάθηκε σε δήλωσή της στο Documento η Αναστασία Τσουκαλά, ερευνήτρια στο CΕCLS στο Παρίσι και συγγραφέας. Όπως λέει: «Στην Ελλάδα έχουν κλονιστεί οι πυλώνες του κράτους δικαίου. Αν γυρίσουμε στην παλιά θεωρία του Ρουσσώ περί κοινωνικού συμβολαίου, υπάρχει πάντα ένα υπόρρητο κοινωνικό συμβόλαιο μεταξύ πολιτών και πολιτείας για την κοινωνική και πολιτειακή συνύπαρξη. Όταν αυτοί οι πυλώνες διαρρηγνύονται, πρακτικά διαρρηγνύεται αυτή καθαυτήν η σχέση που ενώνει τους πολίτες με την πολιτεία». Όπως εξηγεί γνωρίζαμε για σκάνδαλα και παλιότερα. Όταν όμως η διαφθορά συνδυάζεται με το έλλειμμα δικαιοσύνης, όπως στο έγκλημα των Τεμπών, τότε η κατάσταση γίνεται αφόρητη καθώς πλέον είναι εξόφθαλμη.
Η διαδικασία διάρρηξης μιας ήδη τραυματισμένης σχέσης ανάμεσα στην κρατική εξουσία και τους πολίτες οδηγεί μεταξύ άλλων σε ένα κενό: πολιτικό, νομικό, ηθικό και εντέλει υπαρξιακό, σύμφωνα με την Αν. Τσουκαλά: «Πλέον, βρισκόμαστε στο “πουθενά”». Σε αυτό το ρευστό νομικό και δικαιικό καθεστώς και με δεδομένη την κρατούσα οικονομική επισφάλεια που αναγκαζόμαστε να συρρικνωθούμε στο επίπεδο του απλού βιοπορισμού, η άρνηση πολλών να τεκνοποιήσουν είναι αναμενόμενη. Η Αν. Τσουκαλά αναφέρει ακόμη ότι το ερώτημα «“σε τι κόσμο θα φέρω το παιδί μου;” είναι καθοριστικό, ειδικά όταν οι γενιές που μπορούν να τεκνοποιήσουν δεν βλέπουν πουθενά κάποια δυνατότητα βελτίωσης αυτού του κενού».
Αυτήν τη ρευστότητα και την επακόλουθη ανασφάλεια μεταφέρει στο Documento και η 28άχρονη γραφίστρια Μαρία Σακκά. Oπως λέει, λίγο πριν από τα 30, η περίφημη φράση «Εγώ πότε θα γίνω μάνα;» δίνει τη θέση της σε ερωτήματα όπως: «Θα μπορώ να προσφέρω στο παιδί όσα έδωσαν σε εμένα οι γονείς μου;». Στη συνομιλία μας η Μ. Σακκά αναφέρθηκε στους χαμηλούς μισθούς, στην επαγγελματική ανασφάλεια και στο αβέβαιο μέλλον. Τόνισε τις αυξανόμενες ανισότητες και τους ταξικούς φραγμούς, αλλά και την προκλητική αναξιοκρατία. «Την ώρα που εκατομμύρια ευρώ περνούν καθημερινά μπροστά στους τηλεοπτικούς μας δέκτες, μα με τον ΟΠΕΚΕΠΕ, μα με την 717 στο έγκλημα των Τεμπών, μα με τόσα άλλα, εγώ προσπαθώ να παλέψω με το άγχος, το σπίτι, την καριέρα κι όταν τελειώνω με όλα αυτά δεν μένει ούτε χώρος ούτε χρόνος στο μυαλό για να απαντήσω στο ερώτημα: “Θα κάνω παιδί;”» κατέληξε.
Η αδικία και το αίσθημα ότι είναι μόνοι φέρνει ολοένα περισσότερους ανθρώπους στην Ελλάδα να δίνουν έναν άνισο διττό αγώνα: από τη μία η εξασφάλιση των βιοτικών όρων ζωής και από την άλλη ένας εξουσιαστικός μηχανισμός που περισσότερο φοβίζει παρά εμπνέει εμπιστοσύνη. «Κανείς δεν είναι πρόθυμος να φέρει ένα παιδί σε έναν άδικο κόσμο, σε μια άδικη και εκμεταλλευτική κοινωνία» λέει στο Documento ο Κώστας Παπαδάκης.
Πριν από αυτό, ο εγνωσμένου κύρους νομικός παρέθεσε ένα πλέγμα αιτίων που σύμφωνα με τον ίδιο διαμορφώνουν, ίσως όχι μόνο στην Ελλάδα, δυσμενείς συνθήκες για την ομαλή εξέλιξη της οικογενειακής ζωής. Πρώτα και κύρια είναι τα οικονομικά αίτια, καθώς παρότι πέρασε η πρώτη φάση της μνημονιακής κρίσης, τα εισοδήματα είναι χαμηλά και τα έξοδα τεράστια. Επιπλέον, ακόμη μία συνιστώσα του προβλήματος είναι η αλλοτρίωση της καθημερινότητας από εξοντωτικά και χωριστά ωράρια εργασίας, η έλλειψη κοινού οικογενειακού χρόνου και η ανάλωση του ημερήσιου χρόνου, ειδικά στις μεγάλες πόλεις, όπως είναι η Αθήνα, στις μετακινήσεις. Η έλλειψη δομών βρεφονηπιακής φροντίδας, η υψηλή ιδιωτική δαπάνη για τις ανάγκες παιδείας, η δυσκολία ένταξης και η ανασφάλεια στην αγορά εργασίας για νέους ανθρώπους συντελούν στην απολύτως αναμενόμενη μείωση του πληθυσμού.
Σε όλα αυτά, εξηγεί ο Κ. Παπαδάκης, είναι αναγκαίο να συμπεριληφθεί το έλλειμμα στη δικαιοσύνη και στους θεσμούς του κράτους, όπως το είδαμε στην υπόθεση των Τεμπών, όπως το βλέπουμε τώρα στον ΟΠΕΚΕΠΕ, που «αποδεικνύουν ότι η κρατική ή μάλλον η κυβερνητική αναλγησία θα μπορούσαν να επηρεάσουν. Ειδικά το έγκλημα των Τεμπών, καθώς προβάλλει στη συνείδηση του καθενός ως ένα έγκλημα που θα μπορούσε να διαπραχθεί κατά του ιδίου, αν ήταν στην ηλικία των φοιτητών ή κατά του παιδιού του αν είναι σε γονεϊκή ηλικία. Όλα αυτά τα δεδομένα διαμορφώνουν στάσεις ζωής. Η απόφαση αν θα αποκτήσω ή όχι παιδί είναι μια επιλογή δύσκολη σε ένα κοινωνικό σύστημα απαξίωσης της ανθρώπινης ζωής».
Στην Ελλάδα του 2025 το πρόβλημα δεν είναι μόνο δημογραφικό, είναι βαθιά υπαρξιακό. Όταν η αδικία γίνεται κανονικότητα και η ελπίδα πολυτέλεια, η ζωή παύει να προχωρά. Χωρίς δικαιοσύνη δεν υπάρχει αύριο.



















