Περιβαλλοντικές οργανώσεις αντιδρούν στην εγγραφή της αμφιλεγόμενης πρακτικής της «ιερακοθηρίας» στο Εθνικό Ευρετήριο Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς.
Νέα στοιχεία δρομολογήθηκε να εγγραφούν στο Εθνικό Ευρετήριο Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Ελλάδας, με εισήγηση του Συμβουλίου Αϋλης Πολιτιστικής Κληρονομιάς (ΣΑΠΚ) του υπουργείου Πολιτισμού. Το ΣΑΠΚ, που λειτουργεί κατά το πρότυπο του Κεντρικού Αρχαιολογικού Συμβουλίου (ΚΑΣ), εξετάζει, μεταξύ άλλων, τις προτάσεις που καταθέτουν ενδιαφερόμενοι για εγγραφή νέων στοιχείων της άυλης πολιτιστικής κληρονομιάς στο σχετικό ευρετήριο.
Με τη συνεδρίασή του Μαΐου το ΣΑΠΚ εισηγείται ομόφωνα να εγγραφούν στο ευρετήριο: ο κύκλος της φάβας στη νησιωτική Ελλάδα, η Εμποροπανήγυρη του Αργους Ορεστικού, ο χορός της Γκαχελώνας και το Μπάμπιντεν της Πετρούσσας Δράμας. Αντίθετα, ανέβαλε τη λήψη απόφασης για άλλες προτάσεις, προκειμένου να τροποποιηθούν τα σχετικά δελτία εγγραφών από τους συντάκτες τους. Ανέβαλε, επίσης, τη λήψη απόφασης για την εγγραφή ή μη στο ευρετήριο της αμφιλεγόμενης «ιερακοθηρίας», η οποία είχε εγκριθεί κατά πλειοψηφία σε προηγούμενη συνεδρίαση του συμβουλίου, αλλά επανεξετάστηκε έπειτα από αναπομπή του θέματος από την υπουργό Πολιτισμού λόγω των έντονων αντιδράσεων περιβαλλοντικών οργανώσεων.
Οι νέες εγγραφές
Η γνωστή μας φάβα, το πανάρχαιο έδεσμα που παρασκευάζεται από σπασμένες κοτυληδόνες σπερμάτων οσπρίων από τοπικές ποικιλίες πέντε βοτανικών ειδών, καταναλώνεται κυρίως στα νησιά του Αιγαίου, ενώ οι αγρότες σε κάθε νησί έχουν αναπτύξει την δική τους καλλιεργητική τεχνική και επεξεργασία, σύμφωνα με την τοπική παράδοση. Η φάβα εντάσσεται τόσο στον καθημερινό όσο και στον παραδοσιακό εορταστικό διατροφικό κύκλο, δημιουργώντας μια ιδιαίτερη διατροφική κουλτούρα, και περιβάλλεται από πλήθος λεκτικών και συμβολικών πρακτικών. Σήμερα εντάσσεται επιπλέον και σε σύγχρονες γαστρονομικές συνθέσεις. Την εγγραφή στο ευρετήριο του κύκλου της φάβας στη νησιωτική Ελλάδα υποστήριξε το Ινστιτούτο Φυτογενετικών Πόρων του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών, από κοινού με συνεταιρισμούς, συλλογικότητες και καλλιεργητές από τα νησιά Αμοργό, Κάρπαθο, Λευκάδα, Λήμνο, Νάξο, Σαντορίνη, Σκύρο και Τήνο.
Η Εμποροπανήγυρη Αργους Ορεστικού, την εγγραφή της οποίας στο εθνικό ευρετήριο πρότεινε ο Δήμος Αργους Ορεστικού, αποτελεί σημαντικό παραδοσιακό εμπορικό γεγονός στη δυτική Μακεδονία. Διαρκεί μία εβδομάδα, στα τέλη Σεπτεμβρίου με αρχές Οκτωβρίου, με παρουσία εμπόρων από όλη τη χώρα και επισκεπτών από τη βόρεια Ελλάδα και τα νότια Βαλκάνια.
Ο χορός της Γκαχελώνας, ο παραδοσιακός κυκλικός χορός που χορεύεται μόνο από άντρες στο Μικρόκαστρο Βοΐου Κοζάνης την Πρωτοχρονιά, συνοδεύεται από τραγούδι με σκωπτικό στίχο. Συνήθως ο πρωτοχορευτής είναι μερακλής, κάνει σκέρτσα ανάλογα με το νόημα των στίχων και οι υπόλοιποι πρέπει να μιμούνται τις κινήσεις του. Οποιος δεν ακολουθεί πιστά τον πρωτοχορευτή «τιμωρείται» από κάποιον που «εποπτεύει» στο κέντρο του χορού με την γκλίτσα στο χέρι. Το Μπάμπιντεν της Πετρούσσας Δράμας είναι ένα παλαιότατο δρώμενο που τελείται στις 6, 7 και 8 Ιανουαρίου. Αντρες ντύνονται «αράπηδες» με δέρματα ζώων, ζώνονται κουδούνια, βάφουν το πρόσωπό τους μαύρο και ξεχύνονται στους δρόμους με τη συνοδεία της λύρας και του νταχαρέ (ντέφι με μεγάλη διάμετρο) προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο, για να ξορκίσουν το κακό και να καλέσουν τη γη να ξυπνήσει. Κυρίαρχο σύμβολο του Μπάμπιντεν (από το σλαβικό μπάμπω, που σημαίνει γιαγιά) είναι η καμήλα (ζωντανή ή ομοίωμά της), που προηγείται στις πομπές.
Προβληματισμός
Μεγάλος υπήρξε ο προβληματισμός του συμβουλίου για το θέμα της λεγόμενης «ιερακοθηρίας», την εγγραφή της οποίας στο Εθνικό Ευρετήριο διεκδικεί ο Σύλλογος Ελληνικής Ιερακοθηρίας (ΣΕΙ). Ο ΣΕΙ υποστηρίζει πως η ιερακοθηρία αποτελεί πολιτιστικό αγαθό για τη χώρα μας, όπως για 24 συνολικά άλλες χώρες, μεταξύ των οποίων 14 ευρωπαϊκές, και πως για τον ελλαδικό χώρο υπάρχουν αναφορές από τον 4ο αιώνα π.Χ., που πυκνώνουν κατά τη μεσαιωνική περίοδο. Τονίζει, επίσης, ότι η ιερακοθηρία έχει σύγχρονες εφαρμογές, όπως η ρύθμιση πληθυσμών ειδών της πανίδας για την πρόληψη ή την αντιμετώπιση ζημιών και κινδύνων.
Στον αντίποδα βρέθηκαν οι εκπρόσωποι της Πανελλαδικής Φιλοζωικής και Περιβαλλοντικής Ομοσπονδίας (ΠΦΠΟ) και της Ελληνικής Ορνιθολογικής Εταιρείας, που παρευρέθηκαν στη συνεδρίαση του ΣΑΠΚ. Η Δέσποινα Σπανούδη, εκ μέρους της ΠΦΠΟ, επισήμανε πως «η ιερακοθηρία ουδέποτε αποτέλεσε διαδεδομένη πρακτική στην Ελλάδα», προσθέτοντας πως «ακόμη κι αν δεχτούμε πως υπήρξε παραδοσιακή δραστηριότητα, δεν μπορεί να θεωρηθεί στοιχείο πολιτιστικής κληρονομιάς. Αν αναγνωριζόταν ως τέτοιο, τότε θα μπορούσε να αναγνωριστεί και το κυνήγι που πράγματι αποτελεί διαδεδομένη πρακτική ή η τελετουργική περιφορά και σφαγή ζώων που γίνονται ακόμη και σήμερα σε γιορτές ανά την Ελλάδα, βάρβαρες πρακτικές που σιγά σιγά περνάνε στη λήθη και την απαξίωση». Η Δ. Σπανούδη τόνισε πως «η ιερακοθηρία ασκείται από επαγγελματίες που εκμεταλλεύονται άγρια ζώα και συνιστά μια διπλή βαρβαρότητα, καθώς συνδέεται αφενός με το κυνήγι και αφετέρου με συνθήκες αιχμαλωσίας και βασανισμού άγριων πτηνών».
Από την πλευρά τους οι εκπρόσωποι της Ορνιθολογικής Εταιρείας τόνισαν πως δεν υπάρχει κοινωνική συναίνεση για την εγγραφή της ιερακοθηρίας, η οποία έχει αρνητικές οικολογικές συνέπειες και γι’ αυτό μέχρι πρότινος ήταν και απαγορευμένη.