«Εγώ θα πάρω σύνταξη συνταγματάρχη. Ο συμμαθητής μου, που είχε την ατυχία να νοσήσει μετά την ψήφιση ενός άδικου νόμου, θα πάρει σύνταξη λοχαγού. Και οι δύο έχουμε οικογένειες. Και οι δύο υπηρετήσαμε την πατρίδα με τον ίδιο όρκο. Πείτε μου εσείς: είναι αυτό δικαιοσύνη;».
Τα λόγια του Δημήτρη Κοντούρη, προέδρου του Σωματείου Οικογενειών Ενόπλων Δυνάμεων (ΣΟΕΔ), δεν είναι απλώς ηχηρά. Είναι κραυγή αγωνίας. Αντανακλούν το δράμα δεκάδων στρατιωτικών που είτε λόγω ατυχήματος είτε λόγω ασθένειας έχουν καταταγεί στις κατηγορίες «ελαφράς υπηρεσίας» ή «υπηρεσίας γραφείου». Ανθρωποι που δεν έφυγαν από την υπηρεσία – συνέχισαν να προσφέρουν από άλλες θέσεις, με την εμπειρία και τη γνώση τους. Ομως η πολιτεία τούς «τιμώρησε» με θεσμική αδικία και σιωπή.
Η «χαμηλή πτήση» της νομοθεσίας
Οπως εξηγεί ο Δ. Κοντούρης, η ελληνική νομοθεσία διαφοροποιεί τη βαθμολογική εξέλιξη στρατιωτικών με προβλήματα υγείας ανάλογα με τη σχολή προέλευσής τους. Στελέχη που προέρχονται από τις σχολές υπαξιωματικών, ενώ έχουν καταταγεί κανονικά, εάν ενταχθούν σε καθεστώς «ελαφράς υπηρεσίας» λόγω προβλήματος υγείας, δεν μπορούν να προαχθούν πέρα από τον βαθμό του υπολοχαγού ή του λοχαγού – ακόμη κι αν οι συνάδελφοί τους συνεχίζουν μέχρι και τον βαθμό του συνταγματάρχη.
Δεν πρόκειται για τεχνική λεπτομέρεια. Πρόκειται για κατάφωρη παραβίαση της αρχής της ισότητας. Η απόφαση του Εφετείου Αθηνών με αριθμό 1578/2021 έκρινε ότι η σχετική διάταξη παραβιάζει το σύνταγμα. Κι όμως, τέσσερα χρόνια μετά, το υπουργείο Εθνικής Αμυνας αρνείται να εφαρμόσει τη δικαστική απόφαση.
Οι στρατιωτικοί αυτοί δεν ζητούν ελεημοσύνη. Ζητούν αυτό που δικαιούνται: ισότιμη μεταχείριση με τους συναδέλφους τους. Η υγεία, όπως σημειώνει ο Δ. Κοντούρης, είναι απρόβλεπτη. Δεν είναι επιλογή. Δεν επέλεξαν να πάθουν έμφραγμα. Δεν επέλεξαν να χάσουν ένα άκρο κατά την εκπαίδευση. Δεν επέλεξαν να τραυματιστούν σε ώρα διατεταγμένης υπηρεσίας.
«Εχουμε συνάδελφο που τραυματίστηκε σοβαρά από έκρηξη χειροβομβίδας κατά τη διάρκεια εκπαιδευτικής άσκησης. Εχασε το ένα του χέρι. Παρέμεινε στην υπηρεσία, προσφέροντας από θέση γραφείου. Κι όμως, η πολιτεία τον καθηλώνει στον βαθμό του λοχαγού – λες και δεν αναγνωρίζεται ότι τραυματίστηκε εν ώρα καθήκοντος» εξηγεί ο ίδιος.
Η πολιτεία, αντί να τους στηρίξει, τους υποβίβασε. Με τρεις βαθμούς λιγότερους από τους συνομήλικούς τους, οι μισθοί, τα επιδόματα, οι συντάξεις και τα εφάπαξ τους είναι σημαντικά χαμηλότερα. Την ώρα που έχουν αυξημένες ανάγκες για φάρμακα, θεραπείες και ειδική περίθαλψη.
Και σαν να μην έφτανε αυτό, πολλοί είναι αναγκασμένοι να πληρώνουν από την τσέπη τους για ιατρικά έξοδα, αφού η στρατιωτική ιατρική υποδομή έχει αποδυναμωθεί και οι εξαγγελίες περί «αναβάθμισης» συνοδεύονται από σκιές ιδιωτικοποίησης.
Καμία πράξη αποκατάστασης
Οπως αποκαλύπτει ο πρόεδρος του ΣΟΕΔ, ακόμη και στις πρόσφατες συνεδριάσεις επιτροπών της Βουλής για το νέο νομοσχέδιο του υπουργείου Εθνικής Αμυνας, όλοι οι θεσμικοί φορείς –ομοσπονδίες, συνδικάτα, ακόμα και πολιτικά κόμματα– παραδέχτηκαν την αδικία. Ολοι. Ομως κανείς δεν έκανε κάτι. Καμία νομοθετική πρωτοβουλία, καμία πράξη αποκατάστασης.
«Ας βγουν δημόσια ο υπουργός ή οι αρχηγοί των επιτελείων να μας πουν γιατί δεν διορθώνεται η αδικία. Αν υπάρχει αντίλογος, να ακουστεί. Αλλά δεν υπάρχει ούτε αυτό. Υπάρχει απλώς σιωπή. Και η σιωπή αυτή είναι πολιτική επιλογή» λέει με πικρία.
Δεν πρόκειται μόνο για βαθμούς. Οι βαθμοί συνδέονται με αποδοχές, συντάξεις και εφάπαξ. Οπως λέει χαρακτηριστικά ο Δ. Κοντούρης: «Εγώ, ως αντισυνταγματάρχης ελαφράς υπηρεσίας, πληρώνομαι και θα συνταξιοδοτηθώ ως αντισυνταγματάρχης. Ο συμμαθητής μου, που αρρώστησε μετά τον νόμο, είναι λοχαγός. Παίρνει πολύ λιγότερα. Θα πάρει σύνταξη και εφάπαξ λοχαγού. Οχι επειδή ήταν λιγότερο ικανός. Αλλά επειδή είχε την ατυχία να νοσήσει σε λάθος στιγμή».
Αυτό δεν είναι απλώς αδικία. Είναι υποβάθμιση της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Είναι η αντιμετώπιση ενός ανθρώπου που υπηρέτησε την πατρίδα, πολλές φορές με προσωπικό κόστος, σε πολίτη δεύτερης κατηγορίας.
Αν αυτοί οι άνθρωποι που τραυματίστηκαν, που ασθένησαν εν υπηρεσία, που συνέχισαν να προσφέρουν από θέσεις γραφείου δεν αξίζουν στήριξη και ισονομία, τότε ποιος αξίζει;
Αν το κράτος αρνείται να εφαρμόσει δικαστικές αποφάσεις και όλοι οι πολιτικοί παράγοντες αναγνωρίζουν το πρόβλημα αλλά κανείς δεν αναλαμβάνει την ευθύνη της λύσης, τότε δεν μιλάμε απλώς για αδικία. Μιλάμε για θεσμική εγκατάλειψη.
Η αδιαφορία αυτή, που παρατείνεται για πάνω από μία δεκαετία, είναι επιλογή. Είναι επιλογή απαξίωσης ανθρώπων που τίμησαν τη στολή και το καθήκον τους – και πληρώνουν την «πιστότητά» τους με οικονομική υποβάθμιση και ηθική ταπείνωση.
Η υπόθεση αυτή πρέπει να αναδειχθεί με την ένταση που της αξίζει. Οχι ως μια «τεχνική αστοχία». Αλλά ως σύμπτωμα της βαθιάς πολιτικής αδιαφορίας για έναν ευάλωτο πυρήνα των Ενόπλων Δυνάμεων: τους ασθενείς και τραυματίες εν ενεργεία στρατιωτικούς.
Δεν ζητούν προνόμια. Ζητούν ισοτιμία και αξιοπρέπεια. Και η κοινωνία –και κυρίως η κυβέρνηση– οφείλει να απαντήσει: Είναι οι τραυματίες της υπηρεσίας στρατιωτικοί δεύτερης κατηγορίας; Ή θα αποκατασταθεί επιτέλους η αδικία;