Καταρρέει η κυβερνητική αισιοδοξία για την οικονομία

Καταρρέει η κυβερνητική αισιοδοξία για την οικονομία

Κομισιόν, ΔΝΤ και ΟΟΣΑ δεν συμμερίζονται τις εκτιμήσεις της Αθήνας για αύξηση 2,8% του ΑΕΠ το 2020.

Μεταξύ των εκτιμήσεων για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας η πρόβλεψη της κυβέρνησης παραμένει η πλέον αισιόδοξη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι προβλέψεις όσων από τους ειδικούς εμφανίζονται περισσότερο αισιόδοξοι από τους υπολοίπους υπολείπονται αυτών της ελληνικής κυβέρνησης. Και αν ο στόχος της ανάπτυξης ήταν απλώς ένας αριθμός που δεν θα επιτευχθεί, το πρόβλημα για την ελληνική οικονομία θα ήταν πραγματικά μικρό. Ομως η κυβέρνηση όχι μόνο προσβλέπει για τα επόμενα χρόνια σε έναν στόχο που είναι δύσκολο να επιτευχθεί, αλλά δεν υπάρχει κανένας άλλος να την υποστηρίξει.

Η κυβέρνηση με το κείμενο του προϋπολογισμού έβαλε τον πήχη της ανάπτυξης στο 2,8% του ΑΕΠ και παρά το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος αριθμός, σύμφωνα με όλους τους διεθνείς και εγχώριους οργανισμούς, είναι απίθανο να επιτευχθεί, με δηλώσεις του ο υπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων Αδωνης Γεωργιάδης θέτει τον πήχη ακόμη πιο ψηλά. Σύμφωνα με τον αρμόδιο υπουργό, με τις πολιτικές που θα εφαρμοστούν η κυβέρνηση όχι μόνο θα επιτύχει τον στόχο του 2,8% του ΑΕΠ, αλλά θα φτάσει ακόμη και το 4% του ΑΕΠ. Την εκτίμηση αυτή δεν την έχει κάνει αποκλειστικά ο κ. Γεωργιάδης. Ο ίδιος ο πρωθυπουργός προεκλογικά είχε θέσει στόχο η ανάπτυξη να φτάσει στο 4% του ΑΕΠ.

Υπεραισιόδοξες προβλέψεις σε δυσμενές περιβάλλον

Αυτό που έλεγε προεκλογικά ο Κυριάκος Μητσοτάκης και συνεχίζει να λέει μετεκλογικά ο καθ’ ύλην αρμόδιος υπουργός είναι ότι η οικονομία θα ευτυχήσει τα επόμενα χρόνια να έχει επενδύσεις οι οποίες θα ξεπεράσουν τα 100 δισ. ευρώ. Ο απίστευτα υψηλός αριθμός επενδύσεων πρέπει μάλιστα να συνδυαστεί και με ένα απόλυτα ήρεμο και ευνοϊκό διεθνές περιβάλλον.

Το σενάριο μοιάζει ιδανικό αλλά μάλλον εξωπραγματικό. Την υπεραισιόδοξη αντίληψη για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις στη χώρα δεν συμμερίζεται κανείς από τους ξένους οίκους και τους διεθνείς και εγχώριους οργανισμούς, έστω και αν διαπιστώνουν αλλαγή του κλίματος στην ελληνική οικονομία. Το δυσκολότερο στοιχείο που βλέπουν όλοι οι αναλυτές, διαπιστώνουν όλοι οι οργανισμοί, γνωρίζουν οι θεσμοί αλλά κανείς δεν το λέει επίσημα είναι ότι η σκληρή λιτότητα και τα μνημόνια των τελευταίων δέκα ετών αποδιάρθρωσαν πλήρως την οικονομία.

Γεγονός είναι ότι καμιά οικονομία που έχασε τα προηγούμενα χρόνια το 25% του ΑΕΠ της εξαιτίας βίαιων δημοσιονομικών πολιτικών που εφαρμόστηκαν δεν θα μπορούσε να επανακάμψει από τη μια μέρα στην άλλη. Ακόμη και χώρες (κυρίως στα Βαλκάνια) χωρίς ισχυρή οικονομία και με παθογένειες ετών οι οποίες στο παρελθόν κατάφεραν να καταγράψουν ισχυρούς ρυθμούς ανάπτυξης δεν στάθηκαν ικανές να τους διατηρήσουν, ειδικά εν μέσω αρνητικού κλίματος στην παγκόσμια οικονομία.

Σε αυτήν τη βάση οι διεθνείς οργανισμοί αλλά και οι εγχώριοι αναλυτές βλέπουν ανάπτυξη πολύ χα μηλότερη του 2,8% του ΑΕΠ στο οποίο ποντάρει η κυβέρνηση προκειμένου να επιτευχθούν οι δημοσιονομικοί στόχοι του προϋπολογισμού του 2020. Ο διεθνής οίκος Standard & Poor’s εμφανίζεται ως ο πιο αισιόδοξος μεταξύ των αναλυτών προβλέποντας ότι ο πήχης της ανάπτυξης το 2020 θα φτάσει το 2,5% του ΑΕΠ. Λίγο χαμηλότερα, στο 2,4% του ΑΕΠ, τοποθετεί την ανάπτυξη η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία αναθεώρησε επί τα βελτίω τις εκτιμήσεις της αμέσως μετά τις εκλογές. Κοντά στη S&P και την ΤτΕ και το ΙΟΒΕ που βλέπει ανάπτυξη μεταξύ 2,3% και 2,5% του ΑΕΠ.

Οι προβλέψεις των θεσμών

Το μεγάλο ζήτημα όμως είναι ότι αντίστοιχα αισιόδοξοι με το οικονομικό επιτελείο στην Αθήνα δεν είναι οι βασικοί συνομιλητές με τους οποίους η κυβέρνηση θέλει να ξεκινήσει το επόμενο διάστημα διαπραγματεύσεις για σειρά από θέματα. Συγκεκριμένα, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η Κομισιόν και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) εκτιμούν ότι η ελληνική οικονομία θα καταγράψει πολύ χαμηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με την πρόβλεψη του προϋπολογισμού. Μάλιστα, τις χαμηλότερες σε σχέση με της κυβέρνησης εκτιμήσεις τους τις συνοδεύουν με μια σειρά από αρνητικά σχόλια για τη δυνατότητα της χώρας να επιτύχει στο μεταρρυθμιστικό πεδίο.

Ενδεικτικό ίσως της αμηχανίας που έχουν ακόμη και οι διεθνείς οργανισμοί σχετικά με τους ρυθμούς ανάπτυξης προκειμένου να επιτευχθούν οι υψηλοί δημοσιονομικοί στόχοι είναι το γεγονός ότι ο ΟΟΣΑ είναι πιο απαισιόδοξος σε σχέση με το ΔΝΤ και την Κομισιόν για τον ρυθμό ανάπτυξης το 2020. Ο ΟΟΣΑ τοποθετεί την πρόβλεψή του στο 2,1% του ΑΕΠ, ενώ αντίθετα εμφανίζεται ο πιο αισιόδοξος αναφορικά με τις δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας να επιτύχει υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης.

Και αν οι εκτιμήσεις του ΟΟΣΑ έχουν μικρότερη σημασία καθώς ο ρόλος του είναι κυρίως συμβουλευτικός, χωρίς να παίρνει μέρος σε διαπραγματεύσεις δημοσιονομικού ενδιαφέροντος, οι προβλέψεις της Κομισιόν και του ΔΝΤ αλλά κυρίως τα σχόλιά τους για τη δυναμική της οικονομίας προκαλούν έντονο προβληματισμό στο οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης.

Το ΔΝΤ βλέπει την ανάπτυξη στο 2,3% του ΑΕΠ για το 2020, επισημαίνοντας ωστόσο ότι μια σειρά από παράγοντες κάνουν το ταμείο να μη βλέπει με ιδιαίτερη αισιοδοξία το μέλλον. Οι τεχνοκράτες του ταμείου επιμένουν στις παραδοσιακές απόψεις που εκφράζει εδώ και χρόνια το ΔΝΤ σχετικά με την ανάγκη μείωσης του αφορολόγητου και περικοπής των συντάξεων, ενώ επισημαίνουν ότι δεν πρέπει να επαναληφθεί η καταβολή της 13ης σύνταξης, διατηρώντας την άποψή τους για συνέχιση της σκληρής λιτότητας.

Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι αντίθετα από τους Ευρωπαίους το ταμείο δεν βλέπει ούτε βιωσιμότητα για το ελληνικό χρέος, αμφισβητώντας άμεσα τις πολιτικές που χαράσσουν οι Ευρωπαίοι. Ταυτόχρονα επιμένει στη μείωση του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος, αλλά για την περίοδο μετά το 2023.

Το μεγαλύτερο πρόβλημα όμως σχετικά με τις εκ διαμέτρου αντίθετες εκτιμήσεις της κυβέρνησης με τους διεθνείς οργανισμούς είναι ότι η Κομισιόν μοιάζει να μην ενστερνίζεται την υπεραισιοδοξία της Αθήνας. Το γεγονός αυτό αποτελεί ίσως τον μεγαλύτερο πονοκέφαλο για το Μέγαρο Μαξίμου καθώς η Κομισιόν είναι ο βασικός συνομιλητής της χώρας προκειμένου να αλλάξουν οι δημοσιονομικοί στόχοι.

Η χαμηλότερη «πτήση» της οικονομίας, σύμφωνα με την Κομισιόν, σε σχέση με τις προβλέψεις του υπουργείου Οικονομικών προκαλεί έντονο προβληματισμό για το εάν η οικονομία θα καταφέρει να επιτύχει τους στόχους και εάν θα χρειαστεί να αναθεωρηθεί η δημοσιονομική πολιτική που έχει χαράξει η κυβέρνηση.

Το σημαντικότερο όλων είναι ότι οι συνομιλίες τόσο για την αναπροσαρμογή του στόχου του πρωτογενούς πλεονάσματος όσο και για την αλλαγή των πολιτικών λιτότητας γίνονται με βάση τα στοιχεία της Eurostat και τις εκτιμήσεις των κοινοτικών τεχνοκρατών και όχι με τις προβλέψεις της ελληνικής πλευράς. Αυτό σημαίνει ότι η Αθήνα θα κληθεί να αποδείξει την ορθότητα των προβλέψεών της και όχι οι Ευρωπαίοι στην ελληνική κυβέρνηση.

Ο προβληματισμός έγκειται στο γεγονός ότι οι θεσμοί θεωρούν το 2020 κάτι σαν έτος βάσης προκειμένου να προχωρήσουν οι συζητήσεις σχετικά με τα ελληνικά αιτήματα. Αυτό σημαίνει ότι εάν οι κυβερνητικές προβλέψεις για την ανάπτυξη της οικονομίας αποδειχθούν υπεραισιόδοξες και ταυτόχρονα προκληθούν αρρυθμίες στην επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων, οι εταίροι δύσκολα θα επιτρέψουν ελαφρύνσεις και αλλαγή στη φορολογική πολιτική.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter