«Κι ο θάνατος δεν θα ’χει πια εξουσία»

«Ο Βασιλικός ήταν για μένα και για μια ανήσυχη φράξια της γενιάς μου η λυτρωτική γέφυρα που μας ένωσε με το παρελθόν. Προτού αρχίσουμε να μελετάμε και να συζητάμε συστηματικά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία αντλούσαμε πληροφορίες και υλικό από τα έργα του», γράφει ο Γιώργος - Ίκαρος Μπαμπασάκης

Ο Γιώργος-Ικαρος Μπαμπασάκης αποχαιρετά τον Βασίλη Βασιλικό.

Τελευταία φορά τον είδα πριν από ένα χρόνο κι ένα μήνα, στις 4 Νοεμβρίου του 2022, στο Μέγαρο Μουσικής, στο ρεσιτάλ του Ιβο Πογκορέλιτς· έπινε κρασί κόκκινο, το συνόδευε με ένα μπριός. Τα είπαμε στο διάλειμμα. Πάντα αβρός, πάντα κομψός, πάντα γενναιόψυχος και δοτικός. Και πάντα με το χαμόγελο, όχι μόνο στα χείλη μα και στο βλέμμα.

Από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 συναντιόμασταν και τα λέγαμε. Με είχε καλέσει στο «Αξιον εστί», την εκπομπή που έχει αφήσει εποχή, να μιλήσω για τις σχέσεις που διατηρεί το σκάκι με τα εικαστικά και τη μυθιστοριογραφία και άλλη μια φορά, τον Ιούνιο του 2017, να συζητήσουμε για την τέχνη και τις τεχνικές της μετάφρασης. Κι ακόμη τα λέγαμε ωραία και καλά σε κάθε γενική συνέλευση της Εταιρείας Συγγραφέων, όπως αυτήν τον Μάιο του 2016 όπου τον φωτογραφίζω καθισμένο με τον Αχιλλέα Κυριακίδη μπροστά από τα φυλλώματα του υπουργείου Πολιτισμού, ενώ ο μετρ Αχιλλέας έλεγε, παραθέτοντας τον τίτλο του βιβλίου του 1961, «Το φύλλο, το πηγάδι, τ’ αγγέλιασμα».

Η αφιέρωση του Βασίλη βασιλικού στο πρώτο αντίτυπο του επανεκδοθέντος βιβλίου του «Ζ», που παρέδωσε στον Γιώργο-Ικαρο Μπαμπασάκη όπως του είχε υποσχεθεί

Του αφηγούμαι πάλι την ιστορία και γελάμε: το 1977 με τσακώνει η καθηγήτρια φυσικής να διαβάζω απολύτως απορροφημένος και παντελώς αδιάφορος για το μάθημα το «Καλοκαίρι του Ερωτόκριτου», τη νεανική του νουβέλα του 1950, που μόλις είχε επανεκδώσει ο οίκος Ικαρος. Η καθηγήτρια με στέλνει στον γυμνασιάρχη, τρώω μια ωραιότατη αποβολή. Οταν επανέρχομαι με πιάνει παράμερα ο γυμναστής, που ήταν βασιλοχουντικός, και μου μιλάει συνωμοτικά, είσαι δικός μας λοιπόν, ωραία, κάνουμε κάτι κρυφές συγκεντρώσεις, να έρθεις, πες το και στον πατέρα σου – ο αείμνηστος πατέρας μου ήταν τότε αντισυνταγματάρχης, διοικητής της 129 Μοίρας Πεδινού Πυροβολικού και ο έρμος ο γυμναστής είχε συνδυάσει το γεγονός αυτό με την απόφανση του γυμνασιάρχη: «Ο Μπαμπασάκης απεβλήθη διότι διάβαζε Βασιλικό», νομίζοντας, ο αγράμματος, ότι επρόκειτο για βιβλίο βασιλικών φρονημάτων!

Ο Βασίλης γελούσε κάθε φορά που με παρακινούσε να του επαναλάβω την ευτράπελη ιστορία. Ηταν ο προτελευταίος άνθρωπος που μου έστειλε επιστολή με το ταχυδρομείο· μου είχε γράψει σκέψεις του για το βιβλίο του «Ημερολόγια Θάσου» που είχε εκδώσει στον οίκο Gutenberg και που ήταν το έναυσμα για να γράψω ένα ενθουσιασμένο κείμενο σχετικά με τον Βασίλη στη «Lifo» τον Μάιο του 2015. Στον φάκελο είχε και ένα CD με έξοχες ερμηνείες της συζύγου του, της σοπράνο Βάσως Παπαντωνίου. Τι δώρο!

Ο Βασίλης Βασιλικός (δεξιά) με τον Αχιλλέα Κυριακίδη τον Μάιο του 2016 μπροστά από τα φυλλώματα του υπουργείου Πολιτισμού (φωτογραφία: Γιώργος – Ίκαρος Μπαμπασάκης

Κι άλλο λίαν πολύτιμο δώρο: σε μια συνάντησή μας μου τάζει αυθρόρμητα ότι θα μου αφιερώσει ιδιοχείρως το πρώτο αντίτυπο που θα παραλάβει από το θρυλικό «Ζ», που είναι το μοναδικό ελληνικό έργο στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg. Πράγματι, με καλεί και συναντιόμαστε την 1η Νοεμβρίου του 2016, μισό αιώνα από την πρώτη έκδοση του «Ζ», και μου το παραδίδει. Κατακλύζομαι από συγκίνηση.

Του είχα πει ότι την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1977 διάβαζα περιπαθώς τα βιβλία του. Τρίτη λυκείου στην Ορεστιάδα και μου τα δάνειζε ένα ένα, και στη συντριπτική πλειονότητά τους από τις εκδόσεις Πλειάς του αείμνηστου φίλου Μιχάλη Μεϊμάρη, ο τότε συμμαθητής μου Σάκης, που έμελλε να σταδιοδρομήσει στο χιουμοριστικό θέαμα (θέατρο, τηλεόραση, κινηματογράφος) ως Θανάσης Παπαθανασίου. Σε κάποιο απ’ αυτά, μάλλον στη συλλογή πεζογραφημάτων «20.20 και φίφτυ φίφτυ» και κατά 99% στο αφήγημα «Σάκης ο Τρότσκας», υπογραμμίζω τη φράση «το να είσαι αριστερός είναι σέξι» – και, φυσικά, καταπιάνομαι με το να γίνω αριστερός.

Ο Βασίλης Βασιλικός, ο ηδύτατος Βασίλης μας, ήταν για μένα και για μια ανήσυχη φράξια της γενιάς μου η λυτρωτική γέφυρα που μας ένωσε με το παρελθόν. Προτού αρχίσουμε να μελετάμε και να συζητάμε συστηματικά τη σύγχρονη ελληνική ιστορία, από τη δικτατορία του Μεταξά ίσαμε τη μεταπολίτευση, αντλούσαμε πληροφορίες και υλικό από τα έργα του Βασιλικού. Από τις σελίδες, που όπως ξέρουμε έγραφε πάντα με το χέρι, αλλάζοντας στυλογράφους (μου είχε δείξει με καμάρι τον μόνιμο κάλο στο δάχτυλό του, που ήταν το παράσημο της γραφής χιλιάδων σελίδων), μάθαμε για τον Νίκο Ζαμπέλη και για κάμποσους αφανείς αγωνιστές, για το κλίμα στην Ελλάδα της ΕΡΕ, για τον Λαμπράκη, για τα Ιουλιανά, για τις παρέες των αυτοεξόριστων επί χούντας και τόσα άλλα.

Ο Βασίλης έφυγε την ίδια μέρα που έφυγε και ο «παλιοσειράς» μας Σέιν ΜακΓκάουαν. Είκοσι εννέα χρόνια πριν και πάλι την τελευταία ημέρα του Νοεμβρίου είχε φύγει ο Γκυ Ντεμπόρ. Μπορώ να πω ότι και οι τρεις είναι οι καθοριστικοί οδοδείκτες ενός εσμού αείζωων φίλων. Κι επίσης μπορώ να πω: ΑΘΑΝΑΤΟΙ!

FaceControl

Χάρμα χαρμάτων να μεγαλώνουν αείζωων φίλων σου τα παιδιά και να καταπιάνονται με την τέχνη δημιουργικά. Η Μάριον Μανίκα έχει το ψευδώνυμο Rapa Nui, τρέχει η δυναμική της έκθεση «ΛΟΥΠΑ» (στο Τέρας, Θεοδώρητου Βρεσθένης 45), ένα εικαστικό σχόλιο στην αγριεμένη αστική ζωή και στις αξίες που χάνονται δοσμένο μέσα από ήλιους, φοίνικες, φεγγάρια, αγκαλιασμένα κορμιά, πυρπολημένα περιπολικά, βουρκωμένα βλέμματα, μαύρα αιλουροειδή, όλα ζωγραφισμένα με βίαια τρυφερές και τρυφερά βίαιες χειρονομίες που θυμίζουν Ζαν Μισέλ Μπασκιά, γκράφιτι και street-art, διατηρώντας το ιδιαίτερο ύφος τους. Και ναι, η Μάριον είναι θυγατέρα του δανδή του ροκ εν ρολ, του Θοδωρή Μανίκα!