Δίκη Λιγνάδη: Κωλυσιεργία και «αβλεψίες» από την πρώτη στιγμή

Δίκη Λιγνάδη: Κωλυσιεργία και «αβλεψίες» από την πρώτη στιγμή

Πρόκληση όµως δεν αποτελεί µόνο η δικαστική απόφαση αλλά ολόκληρη η διαδικασία που ακολουθήθηκε σχετικά µε την υπόθεση Λιγνάδη από την πρώτη στιγµή που έκαναν την εµφάνισή τους οι σχετικές καταγγελίες, προτού καν συλληφθεί.

Ανησυχία είχε προκαλέσει από την πρώτη στιγµή ο τρόπος µε τον οποίο κινήθηκαν τόσο η ∆ικαιοσύνη όσο και η υπουργός Πολιτισµού Λίνα Μενδώνη. Ο ∆. Λιγνάδης προστατεύτηκε όσο κανένας άλλος ως ένα από τα αγαπηµένα παιδιά του συστήµατος. Αρκεί κανείς να θυµηθεί ότι η αστυνοµία προέβη στη σύλληψή του 19 ολόκληρες ηµέρες µετά τις καταγγελίες, καθώς η Εισαγγελία Πρωτοδικών δεν κινήθηκε αυτεπάγγελτα παρά το πλήθος των σοκαριστικών αποκαλύψεων, σε αντίθεση µάλιστα µε την υπόθεση της Μαρίας Μπεκατώρου –της ναυαρχίδας του κινήµατος #MeToo– που παρενέβη παρότι το αδίκηµα που καταγγέλθηκε είχε παραγραφεί.

Η αστυνοµία, παρά τη σύλληψή του, δεν έλαβε εντολή από τις ανακριτικές αρχές για κατ’ οίκον έρευνα, η οποία έγινε πέντε ολόκληρες µέρες µετά. Εκεί βρήκαν ένα ολοκαίνουργιο λάπτοπ που είχε αγοραστεί µόλις τέσσερις ηµέρες προτού παραιτηθεί από τη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή.

Το εν λόγω λάπτοπ τέθηκε πρώτη φορά σε λειτουργία στις 2 Φεβρουαρίου 2021 και όπως φαίνεται δεν είχε καµιά σχέση µε αυτό από το οποίο ο ∆. Λιγνάδης φέρεται να είχε επιδείξει σε ένα από τα θύµατά του σκληρό πορνογραφικό υλικό µε ανηλίκους. Αυτός ο υπολογιστής δεν βρέθηκε ποτέ.

Οσον αφορά το κινητό του, αυτό το είχε ο αδερφός του και κατασχέθηκε δέκα ηµέρες µετά τη σύλληψη.

Επειτα από καταγγελία γείτονά του ότι οι αρχές δεν ερεύνησαν µια δεύτερη αποθήκη που διατηρούσε ο σκηνοθέτης στο υπόγειο της πολυκατοικίας, οι αστυνοµικοί επέστρεψαν στο σπίτι ηµέρες αργότερα, όπου και εντόπισαν ερωτικές επιστολές, φωτογραφικά ντοκουµέντα και άδειες διαµονής αλλοδαπών στοιβαγµένα σε σακ βουαγιάζ και ένα σκουριασµένο µπαούλο.

Οι αστυνοµικοί µάλιστα µε επιστολή τους τότε στον αστυνοµικό συντάκτη Γιώργο Καραΐβάζ είχαν καταγγείλει την αδράνεια των αρχών. «Ποιος φοβάται το περιεχόµενο των ηλεκτρονικών και µη αρχείων του κ. Λιγνάδη ή σε άλλη περίπτωση ποιος επιχειρεί να συγκαλύψει την υπόθεση του κ. Λιγνάδη, συσκοτίζοντας το περιβάλλον των στοιχείων ώστε να τύχει άλλης ποινικής αντιµετώπισης από αυτή που θα όριζαν τα ίδια τα στοιχεία;» έγραφαν χαρακτηριστικά.

Η επιτηδευµένη (;) κωλυσιεργία των ανακριτικών αρχών έδωσε στον ∆. Λιγνάδη πολύτιµο χρόνο να κρύψει ή να καταστρέψει ενοχοποιητικά στοιχεία σε βάρος του.

Οι ακριβοί φίλοι

Η κυβέρνηση της Ν∆ αρνήθηκε εξαρχής να αποπέµψει τον επιστήθιο φίλο της µε το επιχείρηµα ότι δεν υπήρχαν στοιχεία. Παρά τον σάλο που προκλήθηκε, η κυβέρνηση δεν τόλµησε να το πράξει ούτε τότε και όπως προέκυψε από την κατάθεση του αδερφού του η παραίτηση του ∆. Λιγνάδη από το Εθνικό Θέατρο ήταν καθαρά προσωπική του απόφαση και ουδείς από την κυβέρνηση τού το ζήτησε, σε αντίθεση µε όσα δήλωσε η «παραπλανηµένη» υπουργός Πολιτισµού Λ. Μενδώνη, η οποία –σε µια προσπάθεια να τινάξει από πάνω της την όποια ευθύνη έφερε η προσωπική αυτή επιλογή της- υποστήριξε ότι ο καταδικασµένος για δύο βιασµούς ανηλίκων την ξεγέλασε µε την υποκριτική του ικανότητα και ζήτησε την κεφαλή του «επί πίνακι» χαρακτηρίζοντάς τον «επικίνδυνο άνθρωπο».

Τότε µάλιστα την εγκάλεσε και ο Απόστολος ∆οξιάδης, προσωπική επιλογή του ίδιου του πρωθυπουργού στο ευαίσθητο πόστο του βοηθού συντονιστή του προγράµµατος για τα ασυνόδευτα ανήλικα προσφυγόπουλα «Κανένα παιδί µόνο του», επειδή χαρακτηρίζοντάς τον «επικίνδυνο» δεν τήρησε το τεκµήριο της αθωότητας του φίλου του ∆. Λιγνάδη.

Ο ίδιος µάλιστα συνεχάρη τον Σάκη Ρουβά για την επιχείρηση ξεπλύµατος του ∆. Λιγνάδη όταν εκείνος συνέκρινε την παιδοφιλία µε την εξάρτηση από τα ναρκωτικά και χαρακτήρισε τους παιδόφιλους άρρωστους λέγοντας χαρακτηριστικά: «Ενιωσα µεγάλη λύπη και στενοχώρια για τον άνθρωπο τον οποίο καταλάβαινα πως βρίσκεται σε µια κόλαση. Το πρόσωπο που γνώρισα είναι αυτό που σας περιγράφω για να είµαι ξεκάθαρος […] Μέσα µου κρατώ αυτό που έζησα από τον ∆ηµήτρη. Είναι µια τραγωδία για τα θύµατα, αν έχει γίνει αυτό. Είναι και µια τραγωδία για τους ανθρώπους που πάσχουν από κάτι. Οπως τους ναρκοµανείς τους αγκαλιάζουµε και τους φροντίζουµε, νοµίζω ότι κι αυτό είναι µια παθολογία και χρήζει µιας θεραπείας…».

«Εκφράζω τον σεβασµό µου στον Σάκη Ρουβά για το θάρρος του να εκφράσει τη γνώµη του πολιτισµένα και ελεύθερα, παρά το κλίµα τροµοκρατίας που σίγουρα ήξερε ότι θα ακολουθήσει» έγραψε τότε στον προσωπικό του λογαριασµό στα social media ο Απ. ∆οξιάδης.

Από την πλευρά του και ο Αδωνης Γεωργιάδης είχε πει ότι ήταν µια λανθασµένη συνέντευξη Τύπου: «Ούτε έπρεπε να πει ότι ο κ. Λιγνάδης είναι επικίνδυνος άνθρωπος –αυτό είναι δουλειά της ∆ικαιοσύνης– ούτε ότι εξαπατήθηκε». Ωστόσο λίγο µετά υπερασπιζόµενος την υπουργό είπε «γιατί κατηγορείται η κ. Μενδώνη; ∆ιότι, λέει, δεν έδιωξε τον κ. Λιγνάδη στις 2 Φεβρουαρίου και τον έδιωξε στις 6 Φεβρουαρίου. Πρέπει ένας υπουργός να δρα και να διώχνει τον οποιονδήποτε µε φήµες;»

Αµεσος διορισµός

Ας µην ξεχνάµε πως οι σχέσεις του ∆. Λιγνάδη µε την κυβέρνηση Μητσοτάκη ήταν εξαρχής οι καλύτερες. Ο πρωθυπουργός τού απευθυνόταν στον ενικό σε δηµόσιες εµφανίσεις σαν να είναι δύο καλοί φίλοι, είχε µεταβεί µε στρατιωτικό ελικόπτερο στην Επίδαυρο για να παρακολουθήσει παράστασή του, ενώ η Λ. Μενδώνη υπερασπιζόταν δηµόσια το ήθος κάποιου που υποτίθεται –όπως υποστήριξε µετέπειτα– ότι γνώριζε ελάχιστα. Αναρωτιόταν µες στη Βουλή: «Αµφισβητεί κανείς το ήθος του Λιγνάδη;».

Τον διόρισαν απευθείας στην υψηλότερη δηµόσια θέση που υπάρχει στο ελληνικό θέατρο, πράγµα που ήταν ήδη γνωστό στους θεατρικούς κόλπους προτού ακόµη καλά καλά αναλάβει τη διακυβέρνηση ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Επέλεξαν για καλλιτεχνικό διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου ένα σκηνοθέτη ο οποίος είχε αποµακρυνθεί παλαιότερα από τη σχολή του Εθνικού εξαιτίας ανάρµοστης συµπεριφοράς.

Η υπουργός Πολιτισµού, η οποία και τον τοποθέτησε στη θέση του καλλιτεχνικού διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου το καλοκαίρι του 2019, καταργώντας την προκήρυξη θέσης καλλιτεχνικού διευθυντή από την πρώην υπουργό Μυρσίνη Ζορµπά, τον υπερασπιζόταν µέχρι τελευταίας στιγµής, µε µια οσµή συγκάλυψης να αναδύεται από τις πρώτες κιόλας ηµέρες.

Ηταν 3 Φεβρουαρίου 2020 όταν η υπουργός διέψευσε τις φήµες περί παραίτησής του από το Εθνικό και έλεγε πως «δεν υπάρχουν επίσηµες καταγγελίες» και ότι «όταν δεν υπάρχουν δηµιουργούµε πλαίσιο ανθρωποφαγίας και όχι κράτος δικαίου». Στις 6 Φεβρουαρίου η υπουργός έκανε δεκτή την παραίτησή του, η οποία ήρθε µία µέρα µετά τη µήνυση του Βασίλη Κ. στην εισαγγελία και τη δηµοσιοποίηση της καταγγελίας του Νίκου Σ. από τη Ναταλί Χατζηαντωνίου στο 2020mag.gr.

Αντί όµως να δώσει εντολή να κατατεθεί µηνυτήρια αναφορά στην εισαγγελία ώστε να ερευνηθούν όσα καταγγέλλονται, δεν το έκανε µέχρι και τις 19 Φεβρουαρίου, όταν πια η κατάσταση ήταν µη αναστρέψιµη.

Τελευταίες ΕιδήσειςDropdown Arrow
preloader
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Documento Newsletter