Κόβουν τώρα το ρευστό από την αγορά

Στην καθιερωμένη εμφάνισή του στο βήμα της ΔΕΘ που επρόκειτο να γίνει την προηγούμενη Κυριακή, αλλά πήρε αναβολή για τις 17 Σεπτεμβρίου –πώς να πανηγυρίσει στη Θεσσαλονίκη προτού καλά καλά σβήσει η φωτιά στον Έβρο και τραβηχτούν τα νερά από την πλημμυρισμένη Θεσσαλία;– ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν θα βγάλει λαγούς παροχών από το καπέλο του όπως έκανε τα προηγούμενα χρόνια.

Δεν μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο επειδή η δημοσιονομική χαλαρότητα που επιτράπηκε στην υπερχρεωμένη Ελλάδα από τις Βρυξέλλες ένεκα πανδημίας έλαβε τέλος και η κυβέρνηση πρέπει να επιστρέψει στη δημοσιονομική πειθαρχία, αλλά και γιατί ο ίδιος δεν θέλει να δυσαρεστήσει τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης από τους οποίους περιμένει τώρα την επενδυτική βαθμίδα.

Δεν έχει να δείξει κάτι καλό

Καθώς όμως η επενδυτική βαθμίδα δεν συγκινεί τον κόσμο, για να βρει κάτι καλό να πει και να πείσει ότι η ΝΔ είναι διατεθειμένη να συνεχίσει στον δρόμο των ελαφρύνσεων και των παροχών, ο Κυρ. Μητσοτάκης θα βάλει μπροστά την ατζέντα τού περιορισμού της φοροδιαφυγής. Θα παρουσιάσει δηλαδή στη ΔΕΘ ένα νέο αφήγημα που θα λέει ότι η κυβέρνηση φέρνει ένα πακέτο μέτρων που θα συμβάλει στον περιορισμό της φοροδιαφυγής ώστε να αυξήσει τα δημόσια έσοδα και να μπορέσει έτσι ένα δύο χρόνια μετά να δώσει ξανά φοροελαφρύνσεις και παροχές.

Το πακέτο Μητσοτάκη θα περιλαμβάνει μάλιστα πολύ συγκεκριμένα τα μέτρα κατά της φοροδιαφυγής που είχε προτείνει η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην ενδιάμεση έκθεσή της για το 2023 αμέσως μετά τις εκλογές του Ιουνίου και την οποία ο διοικητής της Γιάννης Στουρνάρας είχε συνοδεύσει με δικές του δηλώσεις, στις οποίες τόνιζε εμφατικά ότι η Ελλάδα παραμένει πρωταθλήτρια Ευρώπης στη φοροδιαφυγή, την οποία υπολόγιζε στα 60 δισ. ευρώ ετησίως. «Εχουμε συνολικά δηλωμένα 80 δισ. εισοδήματα, αλλά η κατανάλωση φτάνει τα 140 δισ. χωρίς μείωση των αποταμιεύσεων, κατά συνέπεια τα εισοδήματα που φοροδιαφεύγουν είναι τουλάχιστον 60 δισ. ευρώ» είχε πει, ζητώντας να τεθεί ύψιστη προτεραιότητα ο περιορισμός της.

Τα μέτρα της ΤτΕ

Τα μέτρα που είχε προτείνει τότε η ΤτΕ περιλάμβαναν:

01 Περαιτέρω διεύρυνση των ηλεκτρονικών συναλλαγών με την επέκταση της χρήσης των POS σε περισσότερες οικονομικές δραστηριότητες και επαγγέλματα. Κατά την ΤτΕ, η αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ, του φόρου πάνω στην κατανάλωση, έχει εν μέρει να κάνει με την αύξηση των τιμών λόγω του υψηλού πληθωρισμού, αλλά οφείλεται κυρίως στην αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών.

02 Παροχή κινήτρων για πληρωμές μέσω χρεωστικών καρτών. Συγκεκριμένα ανέφερε η ΤτΕ, αν και το μερίδιο της ιδιωτικής κατανάλωσης που δαπανάται μέσω καρτών αυξήθηκε από 20% το 2019 σε 37% το 2022, εξακολουθεί να είναι χαμηλότερο του μέσου όρου της ευρωζώνης, που βρίσκεται στο 46% – άρα έχουμε τα περιθώρια και πρέπει να αυξήσουμε σημαντικά τις αγορές με κάρτες για να περιορίσουμε τη φοροδιαφυγή. 03 Ενίσχυση των κινήτρων με τη μορφή φοροαπαλλαγών για την αποκάλυψη συναλλαγών σε κλάδους υψηλής φοροδιαφυγής (τα 20 επαγγέλματα που είχε νομοθετήσει η κυβέρνηση της ΝΔ, χωρίς αποτελέσματα πάντως).

04 Αποφυγή της αύξησης του αφορολόγητου μέχρι να επιτευχθεί η φορολογική συμμόρφωση και να αυξηθούν τα έσοδα.

05 Αναβάθμιση των ηλεκτρονικών εργαλείων της ΑΑΔΕ ώστε να αξιοποιεί καλύτερα τις πληροφορίες που συλλέγονται μέσω των ηλεκτρονικών συναλλαγών, π.χ. μέσω της διασύνδεσης των ταμειακών μηχανών με την ΑΑΔΕ.

Κοινός τόπος των προτάσεων της ΤτΕ –θα αποτελέσουν το «πακέτο κατά της φοροδιαφυγής» που θα προβάλει ο Μητσοτάκης στη ΔΕΘ– είναι η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών στον μέγιστο δυνατό βαθμό, με αντίστοιχο περιορισμό των συναλλαγών με μετρητά ώστε να αυξηθούν τα φορολογικά έσοδα.

Επειδή όμως η Ελλάδα δεν είναι η πρώτη χώρα στην οποία επιδιώκεται η αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ας δούμε τι έγινε στα άλλα κράτη όπου έλαβαν χώρα αντίστοιχες κινήσεις, ποια πολιτική ανάγκη τις οδήγησε, πώς τις υποδέχτηκε ο κόσμος και τι κατάληξη είχαν.

Σουήδια

Το πιο γνωστό μοντέλο χώρας όπου οι συναλλαγές γίνονται αποκλειστικά ηλεκτρονικά είναι η Σουηδία. Στη σκανδιναβική αυτή χώρα οι συναλλαγές σε μετρητά αφορούν μόνο το 1% του ΑΕΠ της χώρας έναντι 11% του μέσου όρου της ευρωζώνης κι ενώ τα σουπερμάρκετ δέχονται ακόμη μετρητά, στο μεγαλύτερο ποσοστό τους τα καταστήματα εστίασης, τα μπαρ και τα εμπορικά δέχονται μόνο κάρτες. Ομως στη Σουηδία το αίτημα περί ενίσχυσης των ηλεκτρονικών πληρωμών δεν ήρθε από το κράτος αλλά από τα συνδικάτα, έπειτα από μια σειρά ένοπλων ληστειών σε τράπεζες, εμπορικά, βιομηχανίες ακόμη και λεωφορεία, με σκοπό την προστασία των εργαζομένων.

Ετσι, μέσα σε μία δεκαετία, από το 2008 ως το 2018, η χρήση μετρητών για αγορές περιορίστηκε δραστικά από το 40% στο 13% του συνόλου. Στην πλειονότητά τους οι πολίτες και οι επιχειρηματίες σε εμπορικά και υπηρεσίες βλέπουν θετικά τις ηλεκτρονικές συναλλαγές. Ομως δεν ισχύει το ίδιο για τους ανθρώπους μεγαλύτερης ηλικίας, για τους κατοίκους της υπαίθρου, όπου το σήμα δεν υποστηρίζει τις πληρωμές με κινητό μέσω της διαδομένης εφαρμογής Swiss, και για τους μετανάστες. Ολες αυτές οι κοινωνικές ομάδες άρχισαν να αντιμετωπίζουν κάποια στιγμή προβλήματα επειδή οι τράπεζες έπαψαν να δέχονται μετρητά στα καταστήματά τους και περιόρισαν τη χρήση τους στα ΑΤΜ, τα οποία για να βρουν οι κάτοικοι στην ύπαιθρο πρέπει μερικές φορές να ταξιδέψουν χιλιόμετρα μέσα σε χιονισμένους δρόμους.

Για τον λόγο αυτό το 2019 η Σουηδία με ομόφωνη απόφαση όλων των πολιτικών κομμάτων υιοθέτησε νόμο με τον οποίο υποχρέωσε τις μεγάλες τράπεζες να συνεχίσουν να προσφέρουν μετρητά.

Ζιμπάμπουε

Στη Ζιμπάμπουε η στροφή στις ηλεκτρονικές συναλλαγές έγινε στο πλαίσιο μιας ευρύτερης νομισματικής κρίσης που σήμανε πολλά δεινά για τη μεγάλη πλειονότητα των κατοίκων. Συγκεκριμένα, το 2008 η αφρικανική χώρα αντιμετώπισε ακόμη μια κρίση υπερπληθωρισμού και για να δώσει λύση η κυβέρνηση ανέστειλε το 2009 τη χρήση του εθνικού νομίσματος. Επίσης επέτρεψε στους κατοίκους να χρησιμοποιούν ξένα νομίσματα στις καθημερινές τους συναλλαγές, με αποτέλεσμα εντός ολίγων ημερών να συναλλάσσονται με αμερικανικά δολάρια.

Αυτή η de facto «δολαριοποίηση» σταθεροποίησε την οικονομία αλλά οδήγησε σε έλλειψη μετρητών.

Οσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο έλειπαν τα δολάρια, αφού χρησιμοποιούνταν για να χρηματοδοτήσουν εισαγωγές ή αποθησαυρίζονταν ως αποταμίευση.

Τo 2014 η κυβέρνηση επιχείρησε για δεύτερη φορά να δώσει λύση στην έλλειψη μετρητών με την εισαγωγή ενός υποκατάστατου νομίσματος. Ο πληθυσμός όμως δεν το εμπιστεύθηκε και επέλεξε ως εναλλακτική λύση τη στροφή σε πλατφόρμες ηλεκτρονικών πληρωμών, κυρίως την Ecocash, μια υπηρεσία μεταφοράς χρημάτων με χρήση κινητών τηλεφώνων. Μέχρι το 2017 το 96% όλων των συναλλαγών πλέον στη χώρα γινόταν ηλεκτρονικά. Παρ’ όλα αυτά οι κάτοικοι της Ζιμπάμπουε δηλώνουν ότι δεν συμπαθούν τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, γι’ αυτούς είναι λύση ανάγκης και προτιμούν τα μετρητά.

Ινδία

Το παράδειγμα της Ινδίας παρουσιάζει το μεγαλύτερο ενδιαφέρον. Τον Οκτώβριο του 2016 η κυβέρνηση απαγόρευσε αιφνιδιαστικά τα χαρτονομίσματα των 500 και 1.000 ρουπιών στην καθημερινή χρήση και τα απέσυρε προκειμένου να αντικαταστήσει τα πλαστά και να προωθήσει τις ηλεκτρονικές συναλλαγές, με στόχο τον περιορισμό της φοροδιαφυγής.

Η κίνηση αυτή ωστόσο προκάλεσε σοκ στην οικονομία επειδή τα δύο συγκεκριμένα χαρτονομίσματα αποτελούσαν το 86% του νομίσματος που κυκλοφορούσε και καθώς η κεντρική τράπεζα της Ινδίας είχε τυπώσει μικρό μέρος των νέων χαρτονομισμάτων με τα οποία θα τα αντικαθιστούσε, οι τράπεζες έδιναν για καιρό στους πολίτες τα νέα χαρτονομίσματα με το σταγονόμετρο.

Και ενώ πράγματι συντελέστηκε η πολυπόθητη εκτόξευση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, τουλάχιστον για ένα διάστημα η απότομη έλλειψη μετρητών προκάλεσε σοκ στην οικονομία και οδήγησε σε πτώση της απασχόλησης κατά 2,5% και πτώση του ΑΕΠ κατά 3% μες στο πρώτο τρίμηνο εφαρμογής του μέτρου. Σταδιακά ωστόσο και ως τα τέλη του 2017, όσο προχωρούσε η εκτύπωση των νέων χαρτονομισμάτων και αυξανόταν το χρήμα στην αγορά, η ανάπτυξη και η απασχόληση επανήλθαν στα προηγούμενα επίπεδα. Το ίδιο όμως έγινε και με τις συναλλαγές με μετρητά, ενώ η χρήση των ηλεκτρονικών πληρωμών υποχώρησε.

Το παράδειγμα της Ινδίας υπήρξε σημαντικό επειδή έδειξε ότι αν υπάρξει μια απότομη μείωση του χρήματος που κυκλοφορεί, εκτός από την αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, προκαλούνται παράλληλα ύφεση και αύξηση της ανεργίας.

Τα υπέρ και τα κατά των ηλεκτρονικών συναλλαγών

Η χρήση των ηλεκτρονικών συναλλαγών παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα έναντι της χρήσης μετρητών. Το πρώτο και πιο σημαντικό πλεονέκτημα των ηλεκτρονικών πληρωμών, τουλάχιστον για τους Σουηδούς που υπήρξαν οι πρώτοι διδάξαντες της ψηφιακής οικονομίας, είναι η μείωση της εγκληματικότητας που συνδέεται με κλοπές και ληστείες. Με τράπεζες, καταστήματα, μπαρ και πολίτες χωρίς μετρητά, τι να κλέψει κανείς; Οι ηλεκτρονικές συναλλαγές, κατά τους πολίτες και τις επιχειρήσεις της σκανδιναβικής χώρας, είναι επίσης πιο βολικές και έχουν χαμηλότερο κόστος χρήματος από τα μετρητά ενώ διευκολύνουν και τις διεθνείς πληρωμές. Ακόμη ένα πλεονέκτημα των ηλεκτρονικών συναλλαγών που ενδιαφέρει αρχές και κυβερνήσεις –π.χ. της Ινδίας, της Ελλάδας– είναι ότι επειδή αφήνουν ίχνος μπορούν να βοηθήσουν ενάντια στο ξέπλυμα μαύρου χρήματος, π.χ. από παράνομο τζόγο και ναρκωτικά, αλλά και στον περιορισμό της φοροδιαφυγής. Από την άλλη μεριά ωστόσο, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές εκθέτουν τους συναλλασσόμενους στον κίνδυνο διαρροής και παραβίασης των προσωπικών τους δεδομένων αλλά και σε κινδύνους hacking και ηλεκτρονικής απάτης. Τα σχετικά κρούσματα έχουν πολλαπλασιαστεί μάλιστα επικίνδυνα τα τελευταία χρόνια, καθώς έχουν αναπτυχθεί οι ηλεκτρονικές πληρωμές αλλά όχι και το νομικό πλαίσιο ή οι μηχανισμοί για την προστασία του κοινού από τις ηλεκτρονικές απάτες. Και βέβαια η ψηφιακή οικονομία έχει και τα δικά της «απρόοπτα». Για παράδειγμα, όποιος επιλέγει τις πληρωμές μέσω εφαρμογών κινητού κάποια μέρα μπορεί να ξεχάσει να φορτίσει την μπαταρία του και να βρεθεί «απένταρος» την ώρα που έχει απόλυτη ανάγκη να αγοράσει κάτι. Ενα σημαντικό μειονέκτημα των ηλεκτρονικών πληρωμών είναι επίσης ότι μπορεί να μεγεθύνουν τις κοινωνικές και οικονομικές ανισότητες, επιβάλλοντας αποκλεισμούς σε βάρος των φτωχών, των κατοίκων της υπαίθρου και μερίδας μεταναστών που δεν μπορούν π.χ. να αγοράσουν smartphone σε κοινωνίες που κυριαρχούν οι πληρωμές μέσω τηλεφώνου όπως στη Σουηδία ή που κατοικούν αρκετές δεκάδες χιλιόμετρα μακριά από ένα τραπεζικό κατάστημα ή ένα ΑΤΜ. Το πιο σημαντικό ωστόσο πρόβλημα των ηλεκτρονικών συναλλαγών είναι ότι η ανάπτυξή τους σε τελική ανάλυση ευνοεί πρωτίστως τις τράπεζες και τις επιχειρήσεις fintech που επωφελούνται από τις χρεώσεις επεξεργασίας, τις οποίες επιβάλλουν στις ηλεκτρονικές συναλλαγές όταν οι καταναλωτές χρησιμοποιούν τις εφαρμογές τους. Μολονότι ισχύει ότι σήμερα ορισμένες εφαρμογές ηλεκτρονικών πληρωμών και υπηρεσίες μέσω κινητού παρέχονται δωρεάν, είναι πολύ αμφίβολο αν αυτό θα συμβαίνει και αύριο, όσο οι ηλεκτρονικές πληρωμές κερδίζουν έδαφος και καθίστανται το κυρίαρχο μοντέλο. Γιατί να μην επιβάλλουν τότε χρεώσεις; Στον καπιταλισμό ζούμε.