«Κουλτούρα να φύγουμε»

Θυμάμαι, λίγο μετά τη Χούντα, την έκφραση που χρησιμοποιούσαν διάφοροι απαξιώνοντας τους διανοούμενους: «Κουλτουριάρηδες». Εκείνη την εποχή μετά την επταετή δικτατορία, η κουλτούρα γνώριζε μια θηριώδη και εκρηκτική άνθιση. Ένας οργασμός πολιτισμού, σε όλες τις τέχνες, από τις λογοτεχνικές εκδόσεις, τη μουσική, το σινεμά, το θέατρο, τη ζωγραφική. Ζούσαμε την ελευθερία! Την πραγματική ελευθερία που ξεφύτρωνε μέσα από τις χαραμάδες της χουντικής λογοκρισίας, και άγγιζε την εφηβική ψυχή μας μέχρι τα μύχιά της.

Την έντεχνη μουσική, τη λαϊκή μουσική, το ρεμπέτικο, το ροκ, τη τζαζ, με τους δικούς μας και τους ξένους μεγάλους δημιουργούς, τον Θεοδωράκη, τον Χατζηδάκη, τον Ξαρχάκο, τον Μαρκόπουλο, τον Λοΐζο,  τον Χατζηνάσιο, τον Σαββόπουλο, τον Τσιτσάνη, τον Καζαντζίδη, τη Σωτηρία Μπέλλου, τον Βαμβακάρη, τα σμυρνέικα, το ρεμπέτικο με τους τραγουδιστές του και τις κομπανίες του. Τις μπουάτ, το Νέο Κύμα με την Αρλέτα, τον Ζωγράφο, τη Φλέρυ Νταντωνάκη, τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, την Μαρία Δημητριάδη, τόσες και τόσους δημιουργούς που μας ανέβαζαν στους επτά ουρανούς κάθε βράδυ, κάθε μέρα, όλη μέρα. Μετά, τη ροκ, τους Beatles, Rolling Stones, Pink Floyd, Queen, Cut Stevens, το Γούντστοκ με τον Bob Marley και τα παιδιά των λουλουδιών, τις ροκ όπερες, Jesus Christ Souper Star, ονόματα τεράστια ών ουκ έστιν αριθμός.

Τις λογοτεχνικές εκδόσεις που έπιαναν μιαν απίστευτη γκάμα, από κλασσικούς δικούς μας και ξένους μυθιστοριογράφους και ποιητές μέχρι μυθιστορήματα επιστημονικής φαντασίας, που γέμιζαν ασφυκτικά τις βιβλιοθήκες ημών των βιβλιοφάγων, ιερά τέρατα της λογοτεχνίας που είναι ακόμη και σήμερα επίκαιρα με μιαν επικαιρότητα συχνά επώδυνη…Τζώρτζ Όργουελ, Αλντους Χάξλεϋ, Τζών Στάινμπεκ, Έρνεστ Χεμινγουέη, Τζώρτζ Σάλιντζερ, Λώρενς Ντάρελ, Όσκαρ Ουάιλντ,  Τιοντόρ Ντοστογιέφσκι,  άπειρα ονόματα, τεράστια μυαλά που τριγυρίζουν μέχρι και σήμερα μέσα στα κύτταρα του εγκεφάλου μας.

Και τους δικούς μας προπολεμικούς κλασσικούς, Παπαδιαμάντη, Βιζυηνό, Καρκαβίτσα, Θεοτόκη, Μυριβήλη, Βενέζη, Καραγάτση, Καζαντζάκη, και τους μεταπολεμικούς Κώστα Ταχτσή, Στρατή Τσίρκα, Διδώ Σωτηρίου, Γιάννη Σκαρίμπα, Χρόνη Μίσσιο, Μάριο Χάκκα, Νίκο Νικολαΐδη, Άρη Αλεξάνδρου, τόσους και τόσους άλλους…

Τους μεγάλους ποιητές μας, τον Σολωμό, τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Κάλβο, τους νεώτερους νομπελίστες μας τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Σικελιανό, τον Γκάτσο, τον Καρυωτάκη, τον Καββαδία, τους σουρεαλιστές τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο…

Τα θέατρα, το Θέατρο Κουν, το Εθνικό θέατρο, τη Νέα Σκηνή, με τα έργα του Καμπανέλη, του Σκούρτη, και άλλων.

Τα σινεμά, με πρώτο και καλύτερο το Στούντιο εκεί πίσω από την Πλατεία Αμερικής με τα πιο πρωτοποριακά έργα της εποχής, όπου ξημεροβραδιαζόμασταν μετά το τέλος της παράστασης έξω από το σινεμά για να συζητήσουμε μέχρι πρωίας για τα νοήματα και τις αναλύσεις και τις απόψεις.

Μας έλεγαν λοιπόν «κουλτουριάρηδες». «Κουλτούρα να φύγουμε», ήταν και μια χαρακτηριστική σκωπτική τους έκφραση. Κάποιοι μάλιστα κορόιδευαν και σάρκαζαν ακόμα και τους ποιητές μας, ιδίως τον Ελύτη και τους σουρεαλιστές, τους έλεγαν «ποιητές του Σαββατοκύριακου», «τεμπέληδες», «ασυνάρτητους» και «παλαβούς»…

Μετά ο κόσμος άλλαξε. Ήρθε η μεταπολίτευση. Καταργήθηκε η καθαρεύουσα και η εκμάθηση της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Επικράτησε η δημοτική και η νέα ελληνική. Ήρθε το μονοτονικό. Καταργήθηκαν τα διπλά σύμφωνα, τα διπλά φωνήεντα, τα πολλά ι (υ,η), τα πολλά ο (ω) και γενικώς η ορθογραφία που ιδρώναμε να τη μάθουμε στο γυμνάσιο. Μια από τις λέξεις που τη γλύτωσαν, ήταν η θάλασσα. Με δύο σίγμα! Και η γλώσσα!

Η κουλτούρα δεν ήταν πια η ίδια. Οι περισσότεροι από εμάς τους «κουλτουριάρηδες» πήγαμε σιγά σιγά στην άκρη. Νέα ήθη κι έθιμα στο χώρο του πολιτισμού, το βλαχορόκ, τα μπουζούκια, οι ζεϊμπεκιές, τα τσιφτετέλια, τα σπασίματα των πιάτων, υπό την επήρεια αλκοόλ και κυρίως ουίσκυ στα μπουζουξίδικα όπου ξενυχτούσαμε μαζί με πολλούς πολιτικούς. Στη γλώσσα παρεισέφρησαν νέες λέξεις. Τα in και τα out στα περιοδικά, οι σέξυ φωτογραφίες και τα  hot κειμενάκια κατ’ απομίμηση του Play Boy (που παρεμπιπτόντως, το πρωτότυπο ήταν άκρως ενδιαφέρον και «κουλτουριάρικο»).

Κι ερχόμαστε στο σήμερα. Σήμερα έχουμε πάει αλλού. Όχι εμείς, εμείς δεν προλαβαίνουμε, αλλά οι νέοι. Δεν θα τους κρίνουμε, όπως έκαναν για μας οι γονείς μας. Έτσι γίνεται, το χάσμα των γενεών είναι νόμος της φύσης (κι αλλοίμονο αν δεν ήταν).

Τώρα έχουμε τα καινούργια εργαλεία του διαδικτύου. Τα ψηφιακά. Τα οποία είναι οι μεγάλες εφευρέσεις του 21ου αιώνα.

Η γλώσσα αρχίζει να μετατρέπεται σε ένα είδος ιερογλυφικών με τα emoji τα like, τα troll, τα spoiler κλπ. κλπ.

Στο δε πολιτισμικό γίγνεσθαι, βλέπουμε να χάνουμε τα αυγά και τα καλάθια.

-Αλλόκοτα σημάδια αμηχανίας και θολούρας αντικατέστησαν εμάς τους κουλτουριάρηδες. Οι woke ατζέντες, τα quire πλάσματα, η κουλτούρα της ασχήμιας…

Στην Εθνική Πινακοθήκη, οι άσχημοι πίνακες του Χριστόφορου Κατσαδιώτη προκαλούν την μήνιν του ακροδεξιού βουλευτή της Νίκης Νίκου Παπαδόπουλου ο οποίος με άνεση και ελευθερία κατεβάζει τα έργα από τα κρεμαστάρια τους και τα βανδαλίζει. Γίνεται χαμός, τα έργα του Κατσαδιώτη αποσύρονται, ο Παπαδόπουλος μηνύεται για τον βανδαλισμό αλλά τα έργα δεν επανέρχονται στους τοίχους της Εθνικής Πινακοθήκης. Κάποια στιγμή εκτίθεται ένας πίνακας (δωρεά;) του Τέτση, που είναι το πορτραίτο της Άννας Παναγιωταρέα. Άλλος κακός χαμός (κι απορίες, άραγε δεν βρήκαν κανένα άλλο αξιόλογο έργο του Τέτση να εκθέσουν, από το πορτραίτο της Παναγιωταρέα;)

Στην Ακρόπολη φιγουράρει εδώ και κάποια χρόνια το αναβατόριο-τσιμεντένιο ικρίωμα, έργο φτιαγμένο για να μπορούν οι άνθρωποι με ειδικές ανάγκες να ανεβαίνουν στον Ιερό Βράχο. Πρόσφατα διαβάσαμε ότι ένα γκρουπ ξένων, νομίζω βρετανών, ματαίωσαν την ανάβαση ατόμων με ειδικές ανάγκες επειδή δεν δούλευε (;) το αναβατόριο. Επίσης κάποιοι ξένοι φορείς διαμαρτυρήθηκαν για τα τσιμεντένια μονοπάτια που πλαισιώνουν το χώρο γύρω από την Ακρόπολη τα οποία αντικατέστησαν τα πέτρινα μονοπάτια  του Πικιώνη.

Ο οσκαρικός δικός μας σκηνοθέτης Γιώργος Λάνθιμος κάνει αίτηση να γυρίσει τη σκηνή του τέλους της νέας ταινίας του, και το ΚΑΣ του το απαγορεύει. Λίγο αργότερα, κάνει παρόμοια αίτηση ο Άνθιμος Ανανιάδης, και το ΚΑΣ του το επιτρέπει. Κατά τη διάρκεια αυτού του γεγονότος, καταρρέει η τοιχογραφία των δελφινιών από το Ανάκτορο της Κνωσσού από αιφνίδιο άνεμο («στρατηγό» τον είχε ονομάσει ένας παλαιός υπουργός…).

Πριν από μερικές μέρες, εμφανίζεται ξάφνου ένα τεράστιο παπούτσι από λαμπάκια να πατικώνει τη στέγη της Ακρόπολης. Είναι μια διαφήμιση παπουτσιού της Adidas  φτιαγμένο με drones που πήρε λέει άδεια να σηκωθεί από την εξωτερική πλατεία του Ζαππείου χωρίς να το ξέρει το Υπουργείο Πολιτισμού. Κόστος διαφήμισης, 380 ευρουλάκια. Κακός χαμός για το ποιος φταίει γι αυτή την ξεφτίλα. Εμείς πήραμε άδεια κανονικά λέει η Adidas, ναι αλλά από ποιόν πήρατε άδεια, από το Ζάππειο, όχι από το Υπουργείο Πολιτισμού, το Υπουργείο Πολιτισμού δεν το γνώριζε. Πλην όμως λέγεται ότι το γνώριζε, αλλά νόμιζε ότι θα σηκωθεί το παπούτσι πάνω από το Ζάππειο, όχι πάνω από τον Παρθενώνα! Έλεος με αυτές τις νέες τεχνολογίες. Αν ήταν τσαρούχι, κάτι πάει κι έρχεται αλλά όχι, δεν είχε φούντα.

Στη Σπιναλόγκα οργανώνεται ένα οργιώδες πάρτυ- τουριστική ατραξιόν για να γιατρευτούμε από την παλιά λέπρα.

Στο παραδοσιακό Ανάκτορο της Κέρκυρας ανεβαίνουν σε ένα ιστίο κάτι ημίγυμνες χορεύτριες και εκτελούν το γνωστό χορό pole dancing.  Άλλος χαμός. Δεν ήξερε ο δήμαρχος, δεν ήξερε το Υπουργείο Πολιτισμού, κανείς δεν είχε δώσει άδεια,  «δεν απαιτείται άδεια γι αυτό» λένε οι συντελεστές του show «ήταν μια αθλητική φωτογράφηση».

Καθώς επέστρεφα από τη Σύρο όπου είχα πάει για την παρουσίαση του βιβλίου μου, ακούω από το μπροστινό κάθισμα δυό φαρμακομύτες αγγλίδες να κουτσομπολεύουν βλέποντας ένα reality στην τηλεόραση: «Μα κοίταξε εδώ κάτι φάτσες, Έλληνες είναι αυτοί; Αυτοί μοιάζουν με τούρκους . Και κοίτα, στους υπότιτλους οι μισές λέξεις είναι στα αγγλικά» και δώστου χάχανα.

Αγανάκτησα. Έ άντε, είπα μόλις φτάσαμε στο λιμάνι του Πειραιά, τώρα «κουλτούρα να φύγουμε»!

*Η Αλκμήνη Ψιλοπούλου είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας