Το εμβληματικό πλέον μυθιστόρημα του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες πολιτείες» είναι το σημαντικότερο λογοτεχνικό έργο της μεταπολεμικής περιόδου και η «Χαμένη άνοιξη» θεωρείται ο επίλογός του. Εδώ όμως το σκηνικό μετατοπίζεται και η δράση επανεστιάζεται από τη Μέση Ανατολή στην Αθήνα, όπως και ο κεντρικός του ήρωας, ο Ανδρέας, που επιστρέφει στην πατρίδα το καλοκαίρι του 1965 έπειτα από 18 χρόνια εξορίας στην Τασκένδη. Η Ελλάδα στο μεταξύ έχει αλλάξει. Μετά τη θριαμβευτική εκλογή του Γεωργίου Παπανδρέου το 1964 ένας αέρας ελευθερίας σαρώνει τα τελευταία προπύργια της Δεξιάς, οι φυλακές και τα ξερονήσια αδειάζουν. Οι σκιές του Εμφύλιου Πολέμου όμως καραδοκούν, οι πράκτορες των ξένων μυστικών υπηρεσιών συνωμοτούν με τους παρακρατικούς, το παλάτι ραδιουργεί για να ρίξει την κυβέρνηση ξεσηκώνοντας τις μαζικές διαδηλώσεις των Ιουλιανών που θα καταλήξουν στη δολοφονία του Σωτήρη Πέτρουλα.
Εκρηκτική ένταση και ασίγαστο πάθος
Αυτό είναι το ιστορικό φόντο του έργου, το οποίο η μεταγραφή του Aρη Λάσκου αποδίδει πιστά, αν και λιγάκι άκαμπτα, η σκηνοθεσία του Βαλάντη Φράγκου το απεικονίζει ρεαλιστικά και η σκηνογραφία της Ζωής Μολυβδά το αναπαριστά ευφυώς αφαιρετικά – μια επιλογή επιβεβλημένη από την αφθονία αλλά και την ποικιλομορφία των σκηνών του. Μέρος του σκηνικού όμως και μάλιστα ουσιώδες αποτελούν επίσης τα επίκαιρα κινηματογραφημένα πλάνα της εποχής που καταγράφουν το φορτισμένο από εκρηκτική ένταση και ασίγαστο πάθος πολιτικό κλίμα των Ιουλιανών. Παράλληλα, το ίδιο σκηνικό αξιοποιείται ως φόντο στο οποίο προβάλλονται τα ιδιωτικά πάθη των ηρώων της αφήγησης.
Η φιγούρα του Ανδρέα ιδιαίτερα εμφανίζεται κάτω από το φως μιας μελαγχολικής νοσταλγίας, για τις αποχρώσεις της οποίας μερίμνησε διακριτικά ο Τάσος Παλαιορούτας και για τη μουσική της επένδυση βρήκε τους κατάλληλους τόνους ο Γιώργος Δούσος. Επιστρέφοντας από την Τασκένδη και αποφεύγοντας να μιλήσει «για όλα τα τρομερά πράγματα που έγιναν εκεί», ο Ανδρέας θα μείνει προσωρινά στο σπίτι μιας ηλικιωμένης θείας του, της Ευανθίας, την αυθεντική λαϊκότητα αλλά και το αλάνθαστο πολιτικό ένστικτο της οποίας απεικονίζει με ενάργεια η Γιούλη Τσαγκαράκη. Με το σπίτι της ως ορμητήριο και προσπαθώντας να βρει αυτόνομο βηματισμό στις νέες συνθήκες, θα αποφύγει την άμεση επαφή με τους παλιούς κομματικούς συντρόφους του.
Τα φαντάσματα της μνήμης
Δεν θα γλιτώσει όμως από τα συναπαντήματα με το παρελθόν, τα πρόσωπα που ο σκηνοθέτης θα εμφανίσει στη σκηνή σαν ωχρά φαντάσματα από τις μέρες των ούριων ελπίδων. Καχύποπτος πλοηγός του στο χρονικό των ραγδαίων εξελίξεων θα γίνει ένας ταλαίπωρος αλλά μάχιμος συναγωνιστής του, ο Κακομοίρας, που εδώ ενσαρκώνεται με όλες τις πλευρές του ανάστατου ψυχισμού του από τον Aρη Λάσκο. Παράλληλα, η τυχαία συνάντησή του με έναν άλλο παλιό γνώριμο, τον Αρίστο (ενσαρκωμένο με πιπεράτη διάθεση και εμφανή κυνισμό από τον Συμεών Τσακίρη), αναξέει πλήθος από φαρμακωμένες μνήμες και υπενθυμίζει στον Ανδρέα ότι οι απότομες στραβοτιμονιές της Ιστορίας αλλάζουν, ως ανεξίτηλα προσωπικά βιώματα πλέον, τη ρότα των αφανών της πρωταγωνιστών.
Η σκηνοθετική προσέγγιση του Βαλάντη Φράγκου εντούτοις εστιάζεται στις καινούργιες γνωριμίες του Ανδρέα που τον καλούν να τοποθετηθεί ως ενεργό υποκείμενο απέναντι στις προκλήσεις του παρόντος χρόνου. Ιδιαίτερη έμφαση αποδίδεται στο ότι η διστακτική στάση του στην αποτίμηση των πολιτικών εξελίξεων κατοπτρίζει την έντονη αμφιθυμία της αισθηματικής του ζωής. Στον έναν πόλο εμφανίζεται η Ματθίλδη, μια νεαρή αγωνίστρια της Αριστεράς (τον αγνό ιδεαλισμό και την αφελή της θέρμη αναπαριστά η Καλλιόπη Παναγιωτίδου), και στον άλλο δεσπόζει η Φλώρα, μια ανεύθυνη, φιλάρεσκη αλλά και καταπτοημένη κοσμοπολίτισσα, το πορτρέτο της οποίας ολοκληρώνει με δεξιοτεχνικές πινελιές η Ελένη Ζαραφίδου. Ο Δημήτρης Πασσάς (Ανδρέας) αποδίδει με πληρότητα τον εσωτερικό διχασμό του ήρωά του σε όλα τα επίπεδα, δίνοντας το στίγμα μιας παράστασης που, με κάποιες επιμέρους αστάθειες, απαρτίζει μια πολιτική τοιχογραφία όχι απλώς με τα ιστορικά συμβάντα, αλλά με τις δρώσες φιγούρες τους.
Υγρός αέρας στα μαλλιά τους
Μυθοποιημένη στο έπακρο, όπως παλιά η περίοδος του μεσοπολέμου κι ακόμη παλιότερα η μπελ επόκ, η δεκαετία του ’60 βρίσκεται στο επίκεντρο της σύγχρονης νοσταλγίας, γιατί εξακολουθεί να συμβολίζει την εποχή της ελπίδας. Η σημαία με τα αιτήματα της δικαιοσύνης, της ειρήνης και της ελευθερίας άρχισε να κυματίζει σχεδόν ταυτόχρονα παντού και ο άνεμος που τη σήκωσε ψηλά έφτασε από το Στρασβούργο στο Μπέρκλεϊ, από το Μεξικό στο Βερολίνο και από τη Ρώμη στο Τόκιο. Το 1964 κλόνισε στην Ελλάδα το εμφυλιοπολεμικό κράτος της Δεξιάς και το 1965 τράβηξε πρώτα την Καλιφόρνια και μετά ολόκληρη την Αμερική στον χορό των τεράστιων αντιπολεμικών διαδηλώσεων για το Βιετνάμ. Το 1968 έσυρε το Παρίσι στον στρόβιλο του Μάη κι έσπασε τον πάγο του σταλινικού μπλοκ με την Ανοιξη της Πράγας. Υστερα ο καιρός άλλαξε. Ο ίδιος άνεμος ωστόσο, όπου και να φυσούσε, για κάποιους από τους πρωταγωνιστές της εποχής αλλά και για πολλούς σημερινούς νέους είναι ακόμη υγρός στα μαλλιά τους. Για να θυμίζει ότι το στοίχημα της ελπίδας παραμένει ανοιχτό στο μέλλον και η χαμένη άνοιξη μπορεί να κερδηθεί ξανά.
INFO
Θέατρο Πορεία, Τετάρτη – Κυριακή

















