Το διαμέρισμα του διακεκριμένου πανεπιστημιακού καθηγητή Νίκου Λεοντή στην Κυψέλη είναι τακτοποιημένο, όπως άλλωστε φαίνεται να είναι και η ήσυχη ζωή του. Η μεσοαστική επίπλωση του σπιτιού (στην άρτια σκηνογραφική απόδοση της Νατάσσας Παπαστεργίου) αποπνέει καλαισθησία ενώ οι βιβλιοθήκες, το γραφείο και το σαλόνι ταιριάζουν με το διακριτικό γούστο μιας ακαδημαϊκής προσωπικότητας. Τίποτε λοιπόν δεν προμηνύει την καταιγίδα που θα ακολουθήσει όταν ένας αγαπημένος μεταπτυχιακός φοιτητής του καθηγητή, ο Δημήτρης, συνοδευόμενος από τη Μαρία, επίσης φοιτήτρια, θα τον επισκεφτούν εκείνο το απόγευμα.
Μπόλικη δόση κυνισμού
Εχουν την τιμή να είναι οι πρώτοι ακροατές της τελευταίας του εργασίας και η σύντομη εισαγωγική σκηνή της παράστασης (σκηνοθετεί ο συγγραφέας του έργου Γιώργος Παλούμπης) έχει επίκεντρο την ανάγνωσή της. Οπως θα διαφανεί αργότερα, η φιλοδοξία του καθηγητή δεν είναι να παρουσιάσει ένα ακόμη θεωρητικό πόνημα για την έκταση των κοινωνικών ανισοτήτων αλλά και το φάρμακο για τη θεραπεία τους. Ετσι τουλάχιστον θα υπονοήσει ο ίδιος και την ίδια πεποίθηση θα αναλάβει να διατρανώσει ενθουσιωδώς η όμορφη φοιτήτρια η οποία, με την απερισκεψία της νιότης, χαρακτηρίζει την εργασία του καθηγητή ριζοσπαστικό και άμεσα εφαρμόσιμο μανιφέστο.
Στην πραγματικότητα, από τα ψήγματα που φτάνουν ως τ’ αυτί του θεατή, η δήθεν επαναστατική πρόταση δεν αποτελεί τίποτε παραπάνω από ένα κοινότοπο ευχολόγιο που θα έχει την άδοξη τύχη όλων των υπολοίπων. Το βάρος της παράστασης, άλλωστε, μετά την ανεπίτρεπτα μεγάλη διάρκεια των αφελών εγκωμίων και των περιπαθών αναφωνήσεων άκρατου θαυμασμού, θα στραφεί σε ουσιωδέστερα ζητήματα που αφορούν την ιδιωτική ζωή των ηρώων. Αυτή η αναγκαία μετατόπιση όμως, τόσο συγγραφικά όσο και σκηνοθετικά, γίνεται κάπως άγαρμπα και το μεγάλο θέμα της υποκινούμενης από τη φήμη σεξουαλικής έλξης εισάγεται βεβιασμένα και με μπόλικη δόση κυνισμού.
Η ωμή εξαργύρωση
Ετσι, δίχως να ληφθεί υπόψη ότι η Μαρία βλέπει για πρώτη φορά τον καθηγητή, χωρίς καν να προηγηθούν μερικά επαρκώς αλατισμένα σχόλια, η σχέση της διασημότητας με τον ερωτισμό θα τεθεί ωμά. Ο καθηγητής θα συμφωνήσει με τον Δημήτρη ότι γράφουμε με την προσδοκία της σεξουαλικής εξαργύρωσης και η Μαρία είναι τόσο γοητευμένη από τη λάμψη του καθηγητή σε σημείο να δείχνει πως θα ήταν διατεθειμένη να προχωρήσει σε οτιδήποτε ήθελε προκύψει. Η εύθυμη ατμόσφαιρα ωστόσο θα συννεφιάσει όταν ο Δημήτρης, εκμεταλλευόμενος μία πρόσκαιρη απουσία του καθηγητή, θα γνωστοποιήσει στη Μαρία το σκοτεινό μυστικό τού κατά τα άλλα σεβαστού μέντορά του.
Τη σκηνή αυτών των εντελώς αναπάντεχων αποκαλύψεων θα ακολουθήσει η εισβολή δύο αυτόκλητων τιμωρών. Κατά την επεισοδιακή εξέλιξη της δράσης και μέσα από τους τρικυμισμένους διαλόγους των ηρώων θα εγερθούν όλες οι ενστάσεις που αφορούν την πρακτική της αυτοδικίας και θα τεθούν όλα τα ερωτήματα σχετικά με τις συνέπειές τους. Η όλη επιχειρηματολογία όμως –και των δύο πλευρών– είναι σχηματική και ο λόγος τους ξύλινος.
Ο θίασος αντιθέτως που σχημάτισε ο Γιώργος Παλούμπης διέθετε μεγάλα περιθώρια ευελιξίας τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιηθούν περισσότερο. Η Δάφνη Λιανάκη απέδωσε χωρίς υπερβολές την εριστική ενοικιάστρια, ο Εκτορας Λιάτσος υπήρξε αρκούντως πειστικός ως οπλοφόρος εκδικητής και ο Φώτης Λαζάρου πρόσφερε μια ευπρόσδεκτα κωμική νότα στον ρόλο του δεύτερου αστυνομικού. Ορμητικά, παραπειστικά άνετη στην αρχή και στυγερά αποφασισμένη στη συνέχεια εμφανίστηκε η Χριστίνα Μαριάννου ως Μαρία ενώ ο Μιχαήλ Ταμπακάκης ερμήνευσε τον ρόλο του αριβίστα φοιτητή με τους εντεινόμενους κλυδωνισμούς και τις θυμικές μεταπτώσεις που απαιτούσε. Για την ισορροπία της παράστασης κρίσιμη αποδείχτηκε η παρουσία του Μανώλη Μαυροματάκη που ενσάρκωσε τον αμφιλεγόμενο χαρακτήρα του καθηγητή Λεοντή μ’ ένα συναρπαστικό κράμα κομπάζουσας μελαγχολίας και ναρκισσευόμενης φιληδονίας, υποδόριας ειρωνείας και φλεγματικού σκεπτικισμού.
Το βάθρο που τρίζει
θεσμικά ακαθόριστος αλλά διακριτικά κυριαρχικός στην αρχαία Ελλάδα ο ρόλος του δασκάλου διατηρεί κάτι από την αίγλη της απόμακρης ιερατικής του καταγωγής. Κατά τη διάρκεια της όψιμης αλεξανδρινής περιόδου προικίζεται με την εγκυρότητα της επιστημονικής γνώσης και στα μεσαιωνικά πανεπιστήμια περιβάλλεται με τον μανδύα της αδιαμφισβήτητης αυθεντίας. Με το κύμα του Διαφωτισμού και την πλήρη κυριαρχία των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης, η δεσποτική του θέση εξασθενεί αλλά ο πυρήνας της παραμένει ανέπαφος. Μπορεί οι σωματικές τιμωρίες να υποβιβάζονται σε απλές λεκτικές επιπλήξεις, όμως ο κάτοχος της έδρας έχει ακόμη τη δυνατότητα να δογματίζει, να αφορίζει ή να κενολογεί σχεδόν ανενόχλητα. Μετά τις μαζικές φοιτητικές εξεγέρσεις της δεκαετίας του 1960, εντούτοις, το βάθρο του τρίζει συθέμελα. Τώρα, για να σταθεί στο ύψος των ευθυνών του, έχει ανάγκη τη συναίνεση των ακροατών του αμφιθεάτρου. Κρίνεται από την ποιότητα των παραδόσεών του, αλιεύει τον έπαινο από τους μεταπτυχιακούς του φοιτητές, κολακεύεται από τον κάποτε υποκριτικό θαυμασμό όσων επιζητούν να τον διαδεχτούν. Πίσω από το προσωπείο της διαλεκτικής εγκαρδιότητας και της φιλικής αβροφροσύνης ωστόσο, διαφαίνονται αρκετά συχνά οι ιταμές αξιώσεις μιας βουλιμικής ισχύος.
INFO
Θέατρο Τζένη Καρέζη. Δευτέρα & Τρίτη

















