Στα «Ανεξάρτητα κράτη» των Αντώνη Τσιοτσιόπουλου και Γιώργου Παλούμπη η εξουσία των μέσων ενημέρωσης συσκοτίζει την αλήθεια με κάθε τίμημα.
Όταν σε μια εφημερίδα τα τηλέφωνα αρχίζουν να βαράνε σαν δαιμονισμένα, όλοι οι συντάκτες αλαφιάζονται γιατί είναι σχεδόν σίγουρο ότι τίποτε καλό δεν προμηνύεται. Τα καλά νέα έχουν το συνήθειο να βραδυπορούν και πολύ σπάνια είναι εντυπωσιακά, τα άσχημα επείγονται να φτάσουν εγκαίρως στο τυπογραφείο και υπόσχονται συνταρακτικά πρωτοσέλιδα. Καμιά φορά μάλιστα, σαν μία ακόμη θυσία στον δημοσιογραφικό Μολώχ, τα μαντάτα δεν είναι απλώς μαύρα αλλά αιματηρά. Τότε οι τίτλοι τέλους που πέφτουν πάνω σε μια ανθρώπινη περιπέτεια ανεβαίνουν ψηλά και κρέμονται στα μανταλάκια.
Τέτοια είναι και τα μαντάτα που καταφτάνουν σε μια μεγάλη εφημερίδα νωρίς τα ξημερώματα της 11ης Ιουλίου του 1978 και δίνουν το έναυσμα για το θεατρικό έργο του Γιώργου Παλούμπη και του Αντώνη Τσιοτσιόπουλου. Αφορά μια πολύκροτη για την εποχή υπόθεση και εξελίσσεται εξ ολοκλήρου στα γραφεία μιας πανίσχυρης εφημερίδας, με απαρχή εκείνο το πρωινό που σκάει σαν βόμβα η είδηση για το θανάσιμο τέλος της περιπέτειας του γιατρού Βασίλη Τσιρώνη. Ιδιόρρυθμη φυσιογνωμία, με πολλά ανεπούλωτα τραύματα από τα επακόλουθα δεινά του εμφύλιου πολέμου και με διακεκριμένη αντιστασιακή δράση, ο Τσιρώνης με τη μαχητική του ανυπακοή απέναντι στους κατασταλτικούς μηχανισμούς του κράτους βρισκόταν σε διαρκή προστριβή με τα όργανα της εκτελεστικής εξουσίας. Τον Δεκέμβριο του 1977, ύστερα από μια καταδίωξη, ταμπουρώθηκε στο σπίτι του στο Φάληρο και έπειτα από τετράμηνη πολιορκία το ανακήρυξε ανεξάρτητο κράτος.
Μέσα Μαζικής Εξαχρείωσης
Οι συγγραφείς ωστόσο, πριν μπουν στο ψαχνό της ιστορίας τους, είχαν την ευφυή ιδέα να προτάξουν μια επεισοδιακή σκηνή με τον σκυλοκαβγά δύο πολιτικών συντακτών για την πατρότητα ενός ανυπόγραφου άρθρου. Σκαμπρόζικα σκηνοθετημένη από τον Γιώργο Παλούμπη, η σκηνή αυτή προαναγγέλλει το κύριο θέμα του έργου, που δεν είναι άλλο από τη μάχη της πρωτιάς – όχι για την αλήθεια βεβαίως, αλλά για την έντεχνη χειραγώγηση του κοινού. Διόλου τυχαία επίσης η μέρα της θύελλας είναι ακριβώς εκείνη που η εικοσιπεντάχρονη Μαρία Θεοφίλου θα ξεκινήσει τη δημοσιογραφική της καριέρα.
Εάν όμως για την ειδησεογραφία της εποχής το λιλιπούτειο ανεξάρτητο κράτος του Τσιρώνη ήταν ζεστό ψωμί, η παράσταση του Παλούμπη δείχνει ότι έπειτα από τόσα χρόνια αυτό το ψωμί δεν μπαγιάτεψε.
Αντιθέτως τα μεγάλα εκδοτικά συγκροτήματα, που τότε το χρυσοπούλησαν, μούχλιασαν και περιέπεσαν σε πλήρη ανυποληψία αφότου συνταύτισαν τα συμφέροντά τους με εκείνα της εκάστοτε πολιτικής εξουσίας. Αυτή ακριβώς η σχέση των Μέσων Μαζικής Εξαχρείωσης (ΜΜΕ) με τις κυβερνητικές επιλογές, άλλοτε εξοργιστικά εμφανής και άλλοτε προσχηματικά συγκεκαλυμμένη από ελάχιστα φύλλα δημοσιογραφικής συκής, αποτελεί και τον κεντρικό άξονα της παράστασης. Η υπόθεσή της διαδραματίζεται εξ ολοκλήρου στα γραφεία μιας πανίσχυρης εφημερίδας, το σκηνογραφικό περιβάλλον της οποίας αναπαρέστησε ρεαλιστικά η Νατάσσα Παπαστεργίου. Το πρωταγωνιστικό πρόσωπο εδώ είναι η νεαρή δημοσιογράφος που αμφισβητεί την επίσημη εκδοχή για τον θάνατο του Τσιρώνη.
Σε αντίθεση με το ηγετικό επιτελείο της εφημερίδας και παρά τις προειδοποιήσεις του διευθυντή, δεν παύει να σκαλίζει τις πτυχές της αστυνομικής εφόδου και καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η υποτιθέμενη αυτοκτονία του Τσιρώνη δεν ήταν παρά δολοφονία.
Ξεχωριστό υποκριτικό επιτελείο
Η παράσταση του Παλούμπη, αιχμηρή και με ζωηρό ρυθμό στο πρώτο μέρος, δεν αποφεύγει αργότερα τους πλατειασμούς και τις κοινοτοπίες, αλλά διασώζεται από το υποκριτικό της επιτελείο.
Η Αλκηστις Ζιρώ (Μαρία Θεοφίλου) ανταποκρίνεται πλήρως στη μορφή της ιδεαλίστριας και ανυποχώρητης δημοσιογράφου.
Ο Στάθης Σταμουλακάτος ως πολιτικός συντάκτης δίνει τα ρέστα του στην κόντρα με τον ευέλικτο συνάδελφό του Μάκη Παπαδημητράτο. Ο Αντώνης Τσιοτσιόπουλος διαπρέπει στον ύποπτο ρόλο του αστυνομικού συντάκτη. Ο Θάνος Αλεξίου ενσαρκώνει πειστικά την κακοποιητική φιγούρα του διευθυντή της εφημερίδας.
Ο Στέλιος Δημόπουλος (καλλιτεχνικός συντάκτης), η Βασιλική Διαλυνά (επί των ελαφρών θεμάτων) και η Ελεάνα Καυκαλά (αριστερή φωτογράφος) συναπαρτίζουν ένα δεμένο σύνολο.
Τον «αυτοκτόνησαν» τον άνθρωπο
Στην τυπικά αδόκιμη λαϊκή έκφραση «τον αυτοκτόνησαν τον άνθρωπο» κρύβεται μια ουσιώδης αλήθεια. Υπάρχουν φυσικά οι άνθρωποι που αυτοκτονούν επικαλούμενοι εσωτερικά ψυχικά αδιέξοδα και ιδιωτικούς λόγους. Κανείς ωστόσο δεν ξέρει πόσο εσωτερικά μπορεί να είναι τα αδιέξοδα και πόσο ιδιωτικοί οι λόγοι σε μια κοινωνία που αναπόφευκτα συγκροτείται πάνω στην αμοιβαιότητα ατομικής υπόστασης και συλλογικής έκφρασης. Πίσω από την ορατή πλευρά της κάθε αυτοχειρίας, δηλαδή την εκπεφρασμένη άρνηση του αυτόχειρα να συμβιβαστεί με τους επαχθείς όρους της διαβίωσής του, υπάρχει πάντα και η αθέατη όψη της. Είναι αρκετοί όσοι αυτοκτονούν κάτω από ιδιάζουσες περιστάσεις επιβεβλημένης μόνωσης και εξοστρακισμού από την κοινωνική ζωή, χωρίς ποτέ να βρεθούν οι ηθικοί αυτουργοί που τους οδήγησαν στο λεγόμενο απονενοημένο διάβημα. Είναι πολλοί όσοι εξωθούνται κατάφωρα στην αυτοκτονία από τις ανυπόφορες συνθήκες της μακροχρόνιας κράτησης σε φυλακές και ψυχιατρεία. Και είναι πλήθος, μοιραία ακαταμέτρητο, εκείνοι που δολοφονούνται από την κρατική βία ή τους παρακρατικούς μηχανισμούς της και η ψυχρή, σαφώς προγραμματισμένη τους εξόντωση βαφτίζεται αυτοκτονία. Πνίγονται χαπακωμένοι στο μπάνιο, σκοτώνονται σε δυστυχήματα ή πέφτουν από ταράτσες, χωρίς την ευκαιρία να φωνάξουν ποιοι τους έσπρωξαν στο κενό.