Η καταστροφική συμφωνία του Φάουστ, του εμβληματικού ήρωα του Γκαίτε, με τον διάβολο στη σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, σε ελεύθερη απόδοση από τον Άρη Μπινιάρη.
Πάνω από ένας αιώνας κύλησε αφότου η ψυχανάλυση όρθωσε με αξιώσεις το ανάστημά της απέναντι στην εξομολόγηση και ο ιερέας υποχρεώθηκε να μοιραστεί τον κυριαρχικό του ρόλο με τον ψυχαναλυτή. Από το ντιβάνι της καινούργιας θεραπείας των νευρώσεων πέρασαν πολλά υπαρκτά πρόσωπα και η συγγραφική φαντασία δεν άργησε να προσθέσει στην πελατεία του αρμόδιου γραφείου διελεύσεως τους ήρωες μεγάλων λογοτεχνικών έργων, από τη Μήδεια και τον Οιδίποδα ως τη λαίδη Μάκβεθ και την Eντα Γκάμπλερ. Στην ελεύθερη διασκευή του Φάουστ από τον σκηνοθέτη Aρη Μπινιάρη σειρά είχε και ο ομώνυμος ήρωας της υψηλής ποιητικής σύνθεσης του Γκαίτε.
Χωρίς στέρεες αλλοτινές πεποιθήσεις
Στην εισαγωγική σκηνή της παράστασης, που θα μπορούσε να έχει τον τίτλο «Ο Φάουστ στο ντιβάνι», ο πρωταγωνιστής του έργου εμφανίζεται εγκιβωτισμένος σ’ ένα απρόσωπο ψυχαναλυτικό εντευκτήριο. Εξομολογείται με σπαρακτική αγωνία τα πάθη του και εμφανίζεται εντελώς απογυμνωμένος από τις αλλοτινές του στέρεες πεποιθήσεις. Απέναντί του δεν θ’ αργήσει να εμφανιστεί και ο αναμενόμενος διάβολος που στην εκδοχή του Μπινιάρη είναι πολυπρόσωπος, κυκλώνει τον ήρωά μας με τις φιγούρες ενός εξουθενωτικού χορού και του υποβάλλει τους όρους μιας καταστροφικής συμφωνίας, σύμφωνα με την οποία ο Φάουστ θα ανακτήσει τη νιότη του αλλά θα χάσει την ψυχή του.
Ο Μεφιστοφελής του Γκαίτε έχει μεσαιωνικές ρίζες και εμφανίζεται ως τακτικός επισκέπτης στους θρύλους και στις τοπικές παραδόσεις από τη Βάδη και τη Σαξονία, τη Θουριγγία και τη Βαυαρία. Είναι έμπορος της απελπισίας και αποκαλύπτει το βαθύ πρόβλημα που ενυπάρχει στον διαχωρισμό της γκρίζας θεωρίας από το πράσινο φύλλο της ζωής.
Η ψυχρή γνώση οδηγεί τον κάτοχό της κατευθείαν στην απόγνωση, γι’ αυτό και ο δόκτωρ Φάουστ, γέρος και άνυδρος, έτοιμος να παραδοθεί στην αγκαλιά του διαβόλου, μονολογεί στο γοτθικό του σπουδαστήριο: «Ιδού εγώ με τόσα φώτα, μωρός και άφρων όπως και πρώτα». Η επιστημοσύνη που ασκείται στεγνά και εξαιρεί από τη μέριμνά της τη θερμότητα του ανθρώπινου αισθήματος είναι πάντα έτοιμη για τις πιο ανίερες συμμαχίες. Η παγωμένη διάνοια ανήκει λοιπόν στον Μεφιστοφελή και σε κρίσιμες στιγμές λιποτακτεί από τη ζωή, ρέπει προς τον θάνατο και τυλίγεται σφιχτά στα μολυβένια χρώματα της σημαίας του.
Με Μάρλοου, Ντε Σαντ και Ρεμπώ
Η διασκευή του Μπινιάρη φέρεται βασισμένη στο έργο του Γκαίτε αλλά στην πραγματικότητα η παράστασή του είναι απλώς εμπνευσμένη από το πρωτότυπο. Εδράζεται στην παλιά μετάφραση του Ιωάννη Θεοδωρακόπουλου, αλλά εκβάλλει σ’ ένα καινούργιο κείμενο στο οποίο ενσωματώθηκαν αποσπάσματα από έργα του Κρίστοφερ Μάρλοου, του μαρκησίου Ντε Σαντ και του Αρθούρου Ρεμπώ, σε ελεύθερη απόδοση του σκηνοθέτη. Πρακτική η οποία ενίοτε, ιδιαίτερα όταν αφορμάται από μία σύγχρονη οπτική, παρουσιάζει εμφανή πλεονεκτήματα.
Η συγκεκριμένη πρόταση ωστόσο δεν αξιοποίησε την απομάκρυνσή της από το κλασικό έργο για να θίξει επίκαιρα ζητήματα, όπως η υποταγή της επιστήμης στην αυταρχική εξουσία, η παραγωγή τεχνικά εξειδικευμένων ηλιθίων ή τα προβλήματα της τεχνητής νοημοσύνης. Παρέμεινε εγκλωβισμένη στο αρχικό ιστορικό της πλαίσιο και εξαντλήθηκε στο εντυπωσιακό σκηνικό του Πάρι Μέξη και στη σωρεία των έκτακτων διαβολικών μεταμορφώσεων. Ποικιλία κατάλληλη για μιούζικαλ που εντούτοις θα μπορούσε να είναι θαυμαστή εάν διαπνεόταν από την ελαφρότητα ευτράπελων επεισοδίων. Η παράσταση όμως είναι από την αρχή έως το τέλος βλοσυρή και δεν υποδέχεται την αστειότητα παρά ως βάναυση παρεκτροπή.
Υπό το βάρος αυτής της δυσφορικής συνθήκης δοκιμάστηκαν και οι πρωταγωνιστές. Ο Μιχάλης Βαλάσογλου που υποδύθηκε τον Φάουστ με κινησιολογική ευχέρεια αλλά υφολογική αμηχανία και η Νάντια Κατσούρα που διασώθηκε ερμηνεύοντας τη Μαργαρίτα με απέριττη χάρη και ηδεία στοχαστικότητα. Ο υπόλοιπος ανεπαρκώς προετοιμασμένος θίασος, χορογραφημένος εντατικά από τη Φαίδρα Νταϊόγλου, αγωνίστηκε μάταια απέναντι στη μουσική του, που ιδιαίτερα στα χορωδιακά μέρη σκέπαζε τα λόγια των μελών του.
Ενας διάβολος από τη Γερμανία
Μπορεί ο Λούθηρος να πετούσε σκαμνιά και μελανοδοχεία στον διάβολο όταν οσμιζόταν θειάφι στο σπουδαστήριό του, αλλά δεν κατάφερε να τον διώξει από τη χώρα της προτιμήσεώς του. Η παρουσία του καταμαρτυρείται στα πιο απίθανα μέρη, από τα λαϊκά δημόσια λουτρά ως τα καλά γερμανικά πανεπιστήμια της Χάλλε, της Λειψίας και της Χαϊδελβέργης, όπου σπουδάζει Θεολογία, ενώ παρουσιάζεται με διάφορα προσωπεία σε μια πλειάδα Γερμανών συγγραφέων. Ο Βελζεβούλ του Γκριμελσχάουζεν εμφανίζεται στην περιπέτεια του απαίδευτου και κουτοπόνηρου Σιμπλίκιου διαπρέποντας ως διοργανωτής στοιχημάτων ανάμεσα σε εκλεκτά μέλη της ακολουθίας του: τον Μαμωνά και τη Σπατάλη. Ο Δαίμονας του Βίλχελμ Χάουφ είναι περιπαικτικά ευρυμαθής, ο Σατανάς του Κλίνγκερ είναι ένας απλός φτωχοδιάβολος και του Κλόπστοκ ένας κακότροπος δανδής. Ο Διάβολος του Χόφμαν είναι δεξιοτεχνικά καταχθόνιος ενώ του Κλίνγκεμαν μια σπασμωδική μαριονέτα του κακού. Στον «Δρα Φάουστους» του Τόμας Μαν εισέρχεται στη σκηνή με τα χυδαία χαρακτηριστικά κοινού προαγωγού και εξέρχεται ως εμπνευσμένος μουσικοκριτικός σύμβουλος του συνθέτη Αντριάν Λέβερκιν, ενώ στον «Μεφίστο» του Κλάους Μαν θα αποπλανήσει έναν διακεκριμένο ηθοποιό σέρνοντάς τον πίσω από το άρμα του ναζισμού.
INF0
Εθνικό Θέατρο. Αγίου Κωνσταντίνου 22-24, Αθήνα Εως 1/6/2025