Ασύμφορη και φορτωμένη η προσπάθεια εκσυγχρονισμού του έργου του Γεωργίου Χορτάτση «Κατσούρμπος» από τον Γιάννο Περλέγκα για το Φεστιβάλ Αθηνών.
Ένας ηθοποιός βγαίνει στη σκηνή, παίρνει δασκαλίστικο ύφος αποκαλώντας τους θεατές «παιδιά μου» και παραδίδει ένα πρόχειρο, εξαιρετικά απλοϊκό μάθημα για το εθιμικό δίκαιο της ζωοκλοπής στην Κρήτη και τη δωρική του καταγωγή. Εξιστορεί πώς τα παιδιά μάθαιναν από τα μικράτα τους να κλέβουν κότες και κουνέλια και περιγράφει με αιματηρή φιλαρέσκεια πώς τους άνοιγαν τα σπλάχνα για να βγάλουν τους πνεύμονες, το συκώτι και τη χολή. Στη συνέχεια αναπολεί πόσο ωραίο ήταν το φαγητό σ’ ένα μαγέρικο που σέρβιρε γατίσιο κρέας και προβληματίζεται σοβαρά για το εάν οι γάτες ήτανε ψοφισμένες ή τις θανατώνανε επί τούτου!
Τι σχέση έχουν όλα αυτά με τον Κατσούρμπο του Χορτάτση, την υπόθεση του έργου και τα δρώμενα που ακολουθούν; Καμία φυσικά, απολύτως καμία. Μα το χειρότερο δεν είναι αυτό αλλά η αφελής πεποίθηση του σκηνοθέτη ότι ο σύγχρονος θεατής χρειάζεται παιδαγωγική καθοδήγηση. Και η ακόμη αφελέστερη πίστη ότι ένα κοινό εξ ορισμού καλλιεργημένο, αφού επέλεξε να παρακολουθήσει ένα γλωσσικά δύσληπτο έργο, είναι αναγκαίο να υποστεί μια λαϊκώς επιστημονίζουσα διάλεξη για τη Φυσική του Σρέντινγκερ ή τα μεταβιβαζόμενα από το DNA κληρονομικά χαρακτηριστικά, για πράγματα δηλαδή που ενδέχεται να γνωρίζει καλύτερα από έναν μουσικό σε ρόλο ερασιτέχνη ηθοποιού.
Η εναρκτήρια διάλεξη όμως του Δημήτρη Χαΐνη Αποστολάκη, καθώς και όλες οι επόμενες (γιατί υπάρχουν κι άλλες!) δεν είναι παρά μία από τις πολλές ανεπιτυχείς προσπάθειες του σκηνοθέτη να συγχρονίσει το έργο με την εποχή μας. Επιδίωξη απολύτως θεμιτή εφόσον διαθέτει κανείς συγκριτική αίσθηση των κρίσιμων ιστορικών αναλογιών, μα εντελώς απερίσκεπτη όταν εκβιάζει αυτές τις αναλογίες με τη σώρευση τεχνικά ακατάλληλων ή αισθητικά ασύμφορων μέσων. Στην περίπτωση αυτή το τελικό αποτέλεσμα εξαντλείται σ’ ένα φορτικό παραγέμισμα που μοιάζει να αντιμάχεται την απλή υπόθεση του έργου.
Ανελέητη διακωμώδηση του έρωτα
Σε αντίθεση με τη δραματική ιστορία της «Ερωφίλης», εδώ, στον «Κατσούρμπο», κυριαρχούν η ανελέητη διακωμώδηση του υποθετικά άσπιλου αναγεννησιακού έρωτα και η εκ θεμελίων γελοιοποίηση της περίτεχνης ερωτολογίας η οποία αποτελούσε χαρακτηριστικό γνώρισμα του κύκλου των λογίων. Γονιμοποιώντας μία τεχνική που έχει τις ρίζες της στον Μένανδρο και υιοθετώντας την κλασική αφηγηματική γραμμή της ύστερης μεσαιωνικής μυθιστορίας του Αριόστο και του Τάσο, ο Κρητικός συγγραφέας στήνει την πλοκή του γύρω από έναν νεανικό έρωτα. Τα αναπόφευκτα εμπόδιά του, ένας ερωτόληπτος γέρος και μία πονηρή μητριά, οι δολοπλόκοι υπηρέτες και οι υστερόβουλες προξενήτρες συνθέτουν μία λαϊκή κωμωδία αξιώσεων.
Το κείμενο ως δυσλειτουργικό στοιχείο
Το έργο ανήκει στην ενετοκρητική λογοτεχνική παράδοση του 16ου αιώνα και επομένως συγκεντρώνει μεικτά γλωσσικά στοιχεία σε ποικίλες αναλογίες. Το σύγχρονο κοινό μπορεί ασφαλώς να το παρακολουθήσει με ελάχιστες νοηματικές απώλειες που άλλωστε αναπληρώνονται μερικώς από τα λεκτικά συμφραζόμενα ή τους υπέρτιτλους που ορθά χρησιμοποιούνται στην παράσταση και οπωσδήποτε διευκολύνουν την κατανόηση του πυκνού διαλόγου. Απαιτείται ωστόσο η αδιάσπαστη προσοχή του θεατή, πράγμα που η δραματουργική άποψη του Γιάννου Περλέγκα δεν επιτρέπει. Αντιμετωπίζοντας το κείμενο ως δυσλειτουργικό στοιχείο της παράστασης και φοβούμενος, ίσως, ότι το κοινό θα πλήξει ο σκηνοθέτης αντί να υπογραμμίσει τα δυσνόητα σημεία της ομιλίας των ηθοποιών διαλύει τις ατάκες τους εξαπολύοντας με την ακάματη συνδρομή της Χριστίνας Σουγιουλτζή μία πραγματική σκηνική θύελλα.
Υπό τους ήχους της πολυποίκιλης μουσικής που υπογράφει ο Κλέων Αντωνίου, οι ηθοποιοί της παράστασης (Ανθή Ευστρατιάδου, Κατερίνα Λυπηρίδου, Χρήστος Σαπουντζής, Μιχάλης Τιτόπουλος) δεν σταματούν λεπτό να επιδεικνύουν τις εντυπωσιακές χορευτικές τους ιδιότητες. Ντυμένοι με τα εξωφρενικά κοστούμια του Αγγελου Μέντη και σκαρφαλωμένοι πάνω στις μετακινούμενες ράμπες και στα συρόμενα τραπέζια που σχεδίασε ο ίδιος, διατρέχουν οριζοντίως, καθέτως και πλαγίως ολόκληρο τον διαθέσιμο χώρο κάνοντας όλων των ειδών τις γυμναστικές ασκήσεις – το έργο του Χορτάτση όμως, παρά τη μεγάλη διάρκεια της παράστασης, μένει λειψό.
Ένας πλούτος που χάνεται
Η γλώσσα είναι βαθύ ποτάμι και το ρεύμα της αυξάνει δραστικά σε όγκο, κερδίζει σε ταχύτητα, πλαταίνει και αναζωογονείται από τους ιδιόλεκτους παραποτάμους των περιοχών που διασχίζει. Σήμερα ωστόσο, έπειτα από διακόσια ολόκληρα χρόνια πολιτειακά ελεύθερου βίου, ο πηγαίος εμπλουτισμός της γλώσσας μας από τις περιφερειακές της αρδεύσεις έχει περιοριστεί ασφυκτικά, στα όρια της εκμηδένισης. Στη συρρίκνωση αυτή κεντρικό ρόλο διαδραμάτισαν τα πανελλαδικής εμβέλειας μέσα μαζικής ενημέρωσης, από τις μεγάλες εφημερίδες έως το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, που αφανίζοντας τις ντοπιολαλιές επέβαλαν την κοινή νέα ελληνική στη χειρότερη μορφή της, ως
δικτατορία δηλαδή του μέσου εκφραστικού γούστου. Οι επαγγελματικές ιδιολεξίες (των σφουγγαράδων ή των καραβομαραγκών, των βοσκών ή των τσαγκαράδων) έσβησαν από την ισοπεδωτική βιομηχανική παραγωγή, ενώ τα πλούσια τοπικά ιδιώματα, από τον Πόντο έως την Κρήτη και από τα Επτάνησα έως την Κύπρο στραγγαλίστηκαν. Τα αποχυμωμένα τους κατάλοιπα έγιναν γραφικά απολιθώματα που διασώζονται μόνο στην αρχειακή μνήμη, στα ειδικά λεξικά ή στις επιστημονικές εργασίες γλωσσολόγων, λαογράφων και εθνολόγων. Με την αποδρομή των ιδιολέκτων η ελληνική γλώσσα έχασε την ηχητική της πολυχρωμία, την ηθοπλαστική ποικιλία και τη σημασιολογική της ευρύτητα.